Fractal

Διήγημα: “Ταυτότητα”

Του Απόστολου Τριπικέλη // *

 

identity

 

Το πρώτο πράγμα που ένιωσα μόλις άνοιξα τα μάτια μου ήταν έκπληξη. Ο πανικός ήρθε αμέσως μετά. Τίποτα γύρω δε μου ήταν γνώριμο. Τίποτα δε γεννούσε αναμνήσεις, συναισθήματα, σκέψεις. Μόνο κενό. Αφού πέρασαν οι πρώτες, παγωμένες στιγμές, πετάχτηκα από το κρεβάτι και βγήκα από το δωμάτιο. Άρχισα να ανοίγω πόρτες. Πόρτες σε άλλα, άγνωστα δωμάτια. Άλλες άγνωστες πτυχές μιας άγνωστης ζωής. Αφού άνοιξα κάποιες ανώφελες πόρτες, μπήκα στο μπάνιο. Έμεινα να κοιτάζω το είδωλό μου στον καθρέφτη χωρίς να ανασαίνω στην αρχή, και με γρήγορες, κοφτές ανάσες στην συνέχεια. Άγνωστος.

Έπεσα προς τα πίσω. Βγήκα από το μπάνιο χωρίς να ρίξω άλλη ματιά στον καθρέφτη. Παραπατώντας έφτασα στο σαλόνι και έπεσα βαρύς στον καναπέ. Η πρώτη σκέψη που μου ήρθε ήταν αυτή του εφιάλτη. Αν όμως ζούσα έναν τέτοιο δε θα είχα ξυπνήσει τώρα; Το αποκορύφωμα δεν θα ήταν η οπτική μου επαφή με το άγνωστό μου εγώ; Προσπάθησα να συγκροτήσω τις σκέψεις μου. Να βρω μια λογική εξήγηση για τα παράλογα συμβάντα. Απέρριψα την εκδοχή του ονείρου, όσο δελεαστικά καλή κι αν ακουγόταν. Η μόνη εξήγηση που θα μπορούσε να στέκει λογικώς ήταν αυτή της αμνησίας.

Προσπάθησα να ανακαλέσω γεγονότα, στην αρχή παλαιότερα και στη συνέχεια νεότερα. Τίποτα σε καμία από τις δύο περιπτώσεις. Μου ήταν αδύνατο να θυμηθώ γεγονότα που μέχρι πρόσφατα μου ήταν αυτονόητα. Ποιος είμαι; Πού είμαι; Τι κάνω εδώ;

Αποφάσισα να ξεκινήσω την αναζήτηση. Έκρυψα το φόβο μου όσο καλύτερα μπορούσα και βγήκα από το διαμέρισμα. Μπροστά μου απλωνόταν ένας διάδρομος πολυκατοικίας. Εφοδιασμένος με όση περισσότερη αυτοπεποίθηση μπορούσα, χτύπησα το κοντινότερο κουδούνι. Καμία απάντηση. Περίμενα λίγο ακόμα και χτύπησα πάλι. Τίποτα. Άφησα ένα κομμάτι της αυτοπεποίθησής μου και προχώρησα στο επόμενο. Και πάλι τίποτα. Χτύπησα τα υπόλοιπα του ορόφου χωρίς να τους δώσω χρόνο για απάντηση. Έτρεξα στη μέση του διαδρόμου και περίμενα ποια πόρτα θα ανοίξει πρώτη. Καμία. Ανέβηκα τα σκαλιά τρέχοντας και δοκίμασα τις πόρτες του επάνω ορόφου. Το αποτέλεσμα παρέμεινε το ίδιο. Με τον ίδιο τρόπο δοκίμασα και του υπόλοιπους. Όταν δε πήρα απάντηση ούτε από τον τελευταίο, ξεκίνησα να κατεβαίνω τα σκαλιά. Το στήθος μου πονούσε από τις λαχανιασμένες ανάσες δεν είχα όμως το χρόνο να του δώσω σημασία. Προσπέρασα στον όροφό μου και δοκίμασα τους παρακάτω με την ίδια αποτυχία. Όταν έφτασα στο ισόγειο έτρεξα στην πόρτα και προσπάθησα να την ανοίξω. Κλειδωμένη. Έψαξα στις τσέπες μου για κλειδιά. Άδειες. Φόβος με κυρίευσε τότε. Και αν είχε κλείσει και η πόρτα του διαμερίσματός μου; Αγνόησα την καρδιά μου που χτυπιόταν ανάμεσα στα πλευρά μου και ανέβηκα πάλι τα σκαλιά. Έφτασα στη πόρτα. Κλειστή. Πήγα να φωνάξω αλλά το μόνο που βγήκε ήταν ένα σφυριχτό παράπονο. Ακούμπησα το κεφάλι βαρύ πάνω στο ξύλο της πόρτας και αυτή οπισθοχώρησε απαλά σαν να μην είχε κλείσει ποτέ. Προχώρησα διστακτικά και την έκλεισα πίσω μου. Δοκίμασα να την ανοίξω πάλι αλλά ήταν ανέφικτο.

Πήγα στην κουζίνα και έριξα λίγο νερό στο πρόσωπό μου. Δεν είχα τη δύναμη να πάω στο μπάνιο. Πολύ μεγάλος καθρέφτης. Κάθισα σε μια καρέκλα και προσπάθησα και πάλι να οργανωθώ. Τότε μου ήρθε στο μυαλό το κινητό. Σηκώθηκα και έψαξα στο σαλόνι. Τίποτα. Αποφάσισα να δοκιμάσω στην κρεβατοκάμαρα και τελικά το βρήκα δίπλα στο κρεβάτι. Αρχείο κλήσεων. Ένα γυναικείο όνομα επαναλαμβανόταν πολύ συχνά.

Στην άλλη άκρη της γραμμής με υποδέχτηκε χαρούμενη μια γυναικεία φωνή.

“Ξύπνησες επιτέλους βρε; Πώς είσαι;”.

Κοκάλωσα για λίγο αλλά αποφάσισα να πω την αλήθεια. Της εξήγησα λοιπόν ότι ξύπνησα και δε θυμάμαι τίποτα. Δε θυμάμαι ούτε ποιος είμαι ούτε πού βρίσκομαι. Προφανώς θα το πέρασε για πλάκα γιατί έβαλε τα γέλια. Όταν όμως της απάντησε η σιωπή μου κατάλαβε ότι το εννοούσα. Μου έδωσε λοιπόν ένα ονοματεπώνυμο. Είπε πως έτσι με ξέρουν όλοι. Όταν είδε πως μου ήταν άγνωστο, τότε προσπάθησε να μου φέρει στη μνήμη κοινές μας αναμνήσεις. Το πρώτο μας φιλί, τις πρώτες μας διακοπές, μέρη όπου αγαπήσαμε και αγαπηθήκαμε. Την ευχαρίστησα και της είπα πως θα την πάρω σε λίγο ξανά. Το έκλεισα πριν απαντήσει.

Ένα άλλο όνομα στη λίστα ήταν αντρικό. Το κάλεσα και ακούστηκε μια νυσταγμένη φωνή.

“Μάλλον θα σε ξυπνάω αλλά θέλω μια χάρη”.

Μου απάντησε ένα μουρμουρητό το οποίο και το έλαβα ως συγκατάθεση.

“Κάτι μου έχει γίνει και δε θυμάμαι τίποτα. Μπορείς να μου πεις σε παρακαλώ ποιος είμαι;”.

“Ε;”.

“Σε παρακαλώ”.

Μου έδωσε και αυτός το ίδιο άγνωστο ονοματεπώνυμο. Όταν και αυτός είδε ότι δεν μου θυμίζει κάτι προσπάθησε να μου ξυπνήσει την μνήμη μέσα από πράγματα που με ενδιέφεραν. Σπουδές, ασχολίες, μουσική και ταξίδια. Τον ευχαρίστησα και το έκλεισα.

Λίγο πιο κάτω στην λίστα υπήρχε και η καταχώρηση “μάνα”. Κάλεσα. Μου απάντησε μια ζεστή φωνή που με αποκάλεσε με το όνομα που μου είχαν δώσει και οι προηγούμενοι συνομιλητές μου. Της εξήγησα και αυτής την κατάσταση και για λίγο σιωπή επικράτησε στη γραμμή. Τελικά μου έδωσε το ίδιο, άγνωστο ονοματεπώνυμο, μου έδωσε πατρώνυμο και το δικό της όνομα. Μου έδωσε ονόματα των αδελφών μου και της πόλης που μεγάλωσα. Την ευχαρίστησα και αυτήν και το έκλεισα.

Άρχισα να ψάχνω στα ράφια του γραφείου μου μήπως και βρω τίποτα που να με βοηθήσει και βρήκα κάτι τετράδια γεμάτα με στίχους και πεζά κείμενα. Κάθισα στο κρεβάτι και άρχισα να διαβάζω λαίμαργα. Αχτίνες φωτός άρχισαν να μπαίνουν από χαραμάδες στο νου μου. Μικρές αναμνήσεις να γεννιούνται. Στίχοι επηρεασμένοι από μεγάλους ποιητές και κείμενα-αντιγραφές από μεγάλους συγγραφείς. Έκλεισα το τετράδιο και το πέταξα στο γραφείο. Ένα ερώτημα μου έμεινε. Εγώ, όμως, ποιος είμαι;

 

* Ο Απόστολος Τριπικέλης είναι 23 ετών. Ζει στην Αθήνα και είναι τελειόφοιτος κοινωνικός λειτουργός.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top