Fractal

Διήγημα: “Αϊλάν”

Του Απόστολου Θηβαίου // *

 

f9

 

Γεννήθηκε τα χρόνια της μεγάλης φυγής. Είδε το φως πρώτη φορά μες στις στρατιωτικοποιημένες ζώνες. Εκείνες τις μέρες το καραβάνι σκόρπισε. Όσοι χωρίζονταν έδιναν όρκους πως θα ξαναβρεθούν, πως δεν θα ξεχάσουν. Αντάλλαζαν αναμνηστικά. Αγκαλιάζονταν και χάνονταν σ’ όλες τις κατευθύνσεις. Αθήνα, Μοσχόπολη, Τίρανα, Σεράγεβο, Θεσσαλονίκη, Οχρίδα. Δεν έχει τέλος τούτος ο αγώνας και τα μυστικά του κόσμου. Όσοι δεν άντεξαν θάφτηκαν στα επιβλητικά ξέφωτα, πίσω απ’ τα φώτα των λαμπρών ξενοδοχείων. Φύτεψαν σταυρούς στα προσκέφαλα των νεκρών, διέσχισαν πόλεις νεκρές, συνέθλιψαν ότι είχε απομείνει απ’ τις σπασμένες επιγραφές. Στους χριστιανικούς ναούς της εξοχής με τις σβησμένες τοιχογραφίες πέρασαν νύχτες ολόκληρες, ανάβοντας κεριά στα πόδια των αγίων. Έτσι κάπως για καιρό έβλεπαν στην πεδιάδα μικρές φωτιές και γνώριζαν πως το μεγάλο καραβάνι της ζωής περνούσε τώρα απ’ τις αυλές τους.

 

Και αν είσαι άνθρωπος, και αν είσαι εργοστάσιο

και αν είσαι μια ξανθή, μοντέρνα πόλη

 

Τη γλώσσα τους την κρατήσανε. Αυτοί που φύγανε για την Γερμανία γρήγορα λησμόνησαν. Μόνο κάπου-κάπου τις ώρες που επιστρέφουν απ’ τις άγριες βάρδιες, μονάχα τότε ακούνε τα όργανα και δακρύζουν. Από κάπου φθάνουν μυρωδιές και χρώματα απ’ τ’ άνθη της Δαμασκού και ακούγονται και πάλι οι φωνές των παγωνιών. Χάνονται στις εργατικές συνοικίες του Βερολίνου, της Φρανκφούρτης, του Μονάχου, μ’ ένα σφίξιμο στην καρδιά να μην λέει να τους αφήσει. Γι’ αυτό και τα ποιήματα στη μητρική τους γλώσσα, γι’ αυτό και οι ξαφνικοί συγχρωτισμοί τους στους δρόμους των μεγάλων πόλεων και η κλονισμένη τους πίστη. Στα συνοικιακά καφενεία δεσπόζουν εικόνες της πατρίδας. Μπορεί κανείς να τους αναγνωρίσει όταν δει στα μάτια τους καθρέφτες και όταν μάθει ν’ αγαπά όλη εκείνη τη δροσιά ενός μελαχρινού κοριτσιού απ’ τη Λατάκεια και την Νταράα.

 

 Είσαι για μένα κούραση το βράδυ,

μια μηχανή που σώπασε

μια ετοιμόρροπη φωνή

είσαι η στάμνα μου για ένα καλοκαίρι

 

Εκείνος επιστρέφει τώρα στο γύρισμα του αιώνα, χιονισμένος μ’ όλο το μέλι του κόσμου στα μάτια του. Τίποτε δεν χάθηκε απ’ τον ξοδεμένο μίτο και η Αριάδνη σαν τους γερανούς όλο να γυρνά, εξηγώντας την καταγωγή των ανέμων και την ηλικία της βροχής. Τίποτε δεν έμεινε απ’ το παλιό σπίτι. Μόνο αυλές, σίδερα από κατεστραμμένες πόρτες, εκμαγεία λαμπρά της νιότης μας. Σκύβει και φιλά τοίχους, παράθυρα, ότι σκιές σώθηκαν απ’ εκείνες τις μέρες, το παιδικό παιχνίδι που εγκατέλειψε εκεί, κόντρα σ’ όλους τους θεούς και όλες τις υποσχέσεις. Απ’ την παλιά του γλώσσα θυμάται μονάχα λέξεις, όπως μητέρα, σπίτι, ορίζοντας. Τις προφέρει αργά, αποκτώντας σ’ ολόκληρο το σώμα του εκείνο το σχήμα και εκείνον τον κόπο που πάντα θα χρειάζεται για να θεμελιώσει κανείς τα πρώτα γράμματα. Έπειτα γέρνει και γίνεται χώμα απ’ το χώμα και όνειρο και σπασμένος αμφορέας μιας πεπαλαιωμένης φωνής.

Όσα απόψε σας αποκαλύπτω για εκείνον και τη ζωή του δεν είναι ποίημα. Δεν είναι στίχοι βαλμένοι με της πεζογραφίας τους κανόνες. Δεν είναι τέρατα που γέννησε ο ύπνος της λογικής μήτε η αρχή του τρομερού. Δεν είναι όρκοι, υποσχέσεις, δεν είναι σπασμένες χορδές μες στις ριπές του ανέμου.

 

Γιατί αυτή η ερήμωση δεν είναι ποίημα, μουσική ή μαλακό φθινόπωρο

δεν συνηθίζεται σαν ρούχο- είναι τα μάτια ενός παιδιού πνιγμένου.

 

Θα συνεχίσει να ζει σαν τίποτε να μην συνέβη. Για τις λεύγες και τους νυχτωμένους συντρόφους, για το φιλί που άφησε εποχή, για τη χαμένη τρυφερότητα και το καραβάνι, – πού γυρνά, πού χάνεται, με τι καιρούς παλεύει, με τι ανέμους-, δεν μιλά ποτέ. Άλλωστε πια έχασε για πάντα το δικαίωμα των χρωμάτων και τούτα τα θέατρα ετοιμόρροπα καθώς είναι μπορεί ανά πάσα στιγμή να συντριβούν, εξώστες, χείλη, λαγόνες, αμφιθέατρα όλα να ριχτούν στο κενό.

 

Βοήθησέ με να ξοδευτώ όσο μπορεί

και έτσι ένα χώρο μες στην τρυπημένη μνήμη του

για πάντα να κρατήσω.

 

* Ο Απόστολος Θηβαίος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1980. Απασχολείται στον τραπεζικό τομέα. Κείμενά του δημοσιεύονται σε ηλεκτρονικά και έντυπα περιοδικά. Γυρεύει εναγωνίως κάτι απ’ τη φωνή του.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top