Fractal

Διήγημα Fractal: “Αποσπερίδες στον μπαξέ τα βράδια του Αυγούστου”

Της Τασούλας Γεωργιάδου // *

 

Νίκος Παπασταματίου, “Συζήτηση”, 2017, ακουαρέλα σε χαρτί, 23εκ. x 30,5εκ.

 

Ανοίγουνε οι πλιάν πολυθρόνες και οι σεζλόνγκ, προστίθενται και κάνα δυο σκαμνάκια, μοσχοβολούνε τα βασιλικά, τα γιασεμιά, τ’ αγιόκλημα, οι γαζίες στον μπαξέ. Να τα γερόντια αργοκινούνε κι έρχονται, θα πιάσουν τη συνηθισμένη τους κουβέντα. Ο κύρης στρίβει τις λευκές μουστάκες με τις κίτρινες απ’ το βαρύ τσιγάρο απολήξεις. Τριγλιανός στην καταγωγή, αυτήν της Προποντίδας.

Πρώτος καταφθάνει ο Προύσαλης λεβεντόγερος, από της γωνίας το μονώροφο. Φάτσα τραχιά  και σκυθρωπή. Καρτερά, συνήθως, ώρες ατελείωτες στο κατώφλι του με το παράστημα στητό και χέρια σταυρωμένα στο μπαστούνι μπρος του, κάτι σαν εύζωνος, φρουρός των ανακτόρων. Έρχεται απ’ το απέναντι λιθόκτιστο αρχοντικό πετσί και κόκκαλο η αργυρόλευκη γειτόνισσα με την ευαίσθητη καρδιά. Μαζί και η πολύτεκνη συννυφάδα της, σαν πιο νια κινείται και ζυγίζεται  σε κάτι  ποδαράκια παρενθέσεις. Νάσου και η  διπλανή από κοντά, σπουδαία αγορομάνα. Κρατά στην τσέπη της το φλιτζανάκι με πρόβεια γιαουρτομαγιά, κάποια θα της το ζήτησε να πήξει γάλα. Στο Ελένη ακούει άλλη μια καλοκυρά της συντροφιάς. Τιμούσε το όνομα της  Τυνδαρείας θυγατρός  ως καλλονή στα νιάτα της, κατά τις διηγήσεις.  Προστρέχει σαν τακτοποιήσει στο μπαλκονάκι για δροσιά τον γέρο της να ρίξει τις πασιέντσες, χρόνια πολλά τυραννισμένος από τους ρευματισμούς που σπάνια ξεκουνάει.

Στα μαύρα οι χήρες, χρόνια πολλά και συνεχόμενα από την ώρα της απώλειας. Μαλλιά σφιχτοδεμένα σε στριφτό κοτσοκεφτέ πιο πάνω στον αυχένα και πάνω δυο κτενάκια, όλες την ίδια κόμμωση. Πάλι για τις πατρίδες τους σίγουρα θα μιλήσουν. Τι είχαν και τι χάσανε και τι αφήκαν πίσω. Τι κονάκια, τι σούστες, τι παϊτόνια, τι χαλιά, τι μπαξέδες, τι χανουμάκια, τι περβόλια στη Νίγδη, στο Μυρτόφυτο, στην ποντική Σαμψούντα. Μπλέκονται και τα τούρκικα στη όλη την κουβέντα με παροιμίες  πάνσοφες, καμπόσα «κουζούμ, γιαβρούμ, και  νε ολίορ, ιί, ιί,»

Παινούν τις θυγατέρες τους,  παινούνε τις νυφάδες, πόσο είναι μυαλωμένες με φρόνηση και  προκοπή. Δεν παραλείπει η ίδια κυρά να διαλαλεί στη σύναξη πόσο αγαπιούνται αλλιώτικα η κόρη και ο γαμπρός της. Μα έχουν και παράπονα σε κάποιες λεπτομέρειες, «Αχ, τα παιδιά μεγαλώνουν με λάσκα  πολύ τα λουριά, θέλει και λίγη φοβέρα, γι αυτό γίνονταν ατίθασα και παίρνουν αέρα». Δεν αργούν να βγουν οι λεμονάδες, οι βυσσινάδες οι σπιτικές, τα «υποβρύχια», τίποτε σμυρναίικα κουλουράκια· η σβέλτη νύφη του σπιτιού, νάναι καλά, χωρίς πεθερά στο κεφάλι κάνει όπως πρέπει τα δικά της. Οι γλαδιόλες, τα τριαντάφυλλα, τα ζήνια και οι ντάλιες από τα χεράκια της.

Σφύζει η γειτονιά από παιδιά. Τρεχαλητά, ξεφωνητά, κουτσό,  ξυλίκι, αλτ, βασιλιά βασιλιά με τα δώδεκα σπαθιά, μπερλίνα και πινακωτή. Τ’ αγγόνια τους δεν σταματούνε τα παιχνίδια στον κλειστό χωματόδρομο ανάμεσα στα σπίτια. Κι όλο και κάποια  γκρεμίζονταν από τα δέντρα, τα ψηλά πεζούλια ή τις ταράτσες των σπιτιών στο κρυφτό και τρέχουνε για οινόπνευμα ή ιώδιο στη μάνα τους, που φου και φου φυσάει επίμονα στο τραύμα γιατί τσούζει. Άντε και κανένα διάλειμμα καμιά φορά, αν τα παρακαλέσουν να πάνε ίσαμε το περίπτερο κοντά στην εκκλησιά. Να πάρουν για τους μεγάλους λίγα τσιγάρα «Άσσος» χύμα στο χαρτί και τα ρέστα καραμέλες κρινάκια γάλακτος ή ένα χωνάκι μπατιρόσπορους για το τσούρμο. Ψυχαγωγία ανέξοδη, συντροφιά και αναμνήσεις . τι θέλει ο  άνθρωπος …

——————————————-

Το σκηνικό άλλαξε αρκετά, πάνε πενήντα χρόνια. Ο ίδιος χώρος του πλακοστρωμένου πια μπαξέ, που είδε πολλά ολόγιομα φεγγάρια, μαζεύει άλλη συντροφιά στα μαλακά μαξιλάρια των επίπλων μπαμπού. Νεότερη γενιά επήρε την σκυτάλη. Εκείνη των παλιών παιδιών που σήκωναν τη γειτονιά στο πόδι. Τα σπίτια ψήλωσαν πολύ, γεμίσανε μπαλκόνια και βεράντες να αράζουν οι νοικάρηδες με τις τηλεοράσεις δυνατά σε συναυλία παράφωνη. Σπάνια βλέπεις πια πιτσιρικάδες, ξεχάστηκαν τα ομαδικά παιχνίδια στις αυλές. Τώρα κυνηγούν τα  πόκεμον και οι φίλοι τους κατοικούν μες στις σκληρές οθόνες. Ο αέρας πιο λειψός, το φεγγάρι αργεί ν’ ανέβει από τις κορφές των πολυκατοικιών.

Αλλά η παρέα των εγγονιών που ωρίμασαν και όσοι απόμειναν απ’ τους  γονιούς τους, επιμένουν ν’ ανακαλούν στη μνήμη της συντροφιάς τα παλιά και τους παλιούς της γειτονιάς ανθρώπους. Αλλά και τα καινούρια, τα μπάνια στις γύρω παραλίες, τα φεστιβάλ, τις παραστάσεις, την πολιτική, την κρίση, τους άμοιρους Σύριους πρόσφυγες στον καταυλισμό του παροπλισμένου στρατοπέδου. Πασχίζει η πρώην σβέλτη νύφη, διπλωμένη στα δυο κοντά στα ενενήντα πια, να παρακολουθήσει τη συζήτηση πιέζοντας το άτιμο το ακουστικό που όλο και βουίζει. Εικόνα  ζωηρόχρωμη με τις ξεμπράτσωτες παρδαλές φορεσιές, με ποικιλία στις κομμώσεις του συρμού, τον  πλούτο στ΄ αναψυκτικά, τα παγωτά, τα εδέσματα και τους αρωματικούς καπνούς κιτρονέλλας του εντομοαπωθητικού. Νοσταλγικές αποσπερίδες στην εκ του σύνεγγυς επικοινωνία των γειτόνων. Θ’ αξιωθούνε και του χρόνου όλοι τους; Ο Θεός να δώσει!

 

Αύγουστος 2017

 

 

* Η  Τασούλα Γεωργιάδου  είναι επίτιμη Σχολική Σύμβουλος με MSc στην «Προστασία Μνημείων», MEd τις ΤΠΕ και Δ.Δ. στη «Διδακτική Φυσικών Επιστημών». Δίδαξε στη δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια εκπαίδευση, είναι συγγραφέας σχολικών εγχειριδίων και ψηφιακού υλικού Χημείας. Δημοσίευσε ογδόντα εργασίες σε επιστημονικά περιοδικά και συνέδρια.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top