Fractal

Διήγημα: “Ο καουμπόι και ο ινδιάνος”

Γράφει ο Απολλώνιος ο Φαίαξ // *

 

shadow

 

 

Το πρωινό τον βρήκε ξάγρυπνο και κουρασμένο. Η ζέστη είχε κιόλας αρχίσει. Στην απέναντι πλευρά της λεωφόρου είδε μια νταλίκα μεταφοράς αυτοκινήτων. Πήγε και στάθηκε στη σκιά της, κάτω από την ανασηκωμένη μπάρα φόρτωσης των οχημάτων. Ξαφνικά η μπάρα άρχισε να κατεβαίνει. Πρόλαβε να κάνει τρία πράγματα. Φαντάστηκε τον εαυτό του νεκρό, με το κορμί του φρικτά παραμορφωμένο κάτω από το τεράστιο βάρος. Έπειτα φαντάστηκε τον εαυτό του να πηδάει στο πλάι για να ξεφύγει και την μπάρα να του μαγκώνει και να του αχρηστεύει το ένα χέρι. Έπειτα πήδηξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε στο πλάι και γλίτωσε για μερικά κλάσματα του δευτερολέπτου.

Με μεγάλη προφύλαξη πήγε στο σπίτι των παλιών του φίλων. Τους βρήκε άπλυτους κι αχτένιστους να τρώνε πρωινό. Έμειναν σιωπηλοί μόλις τον είδαν. Ούτε κι αυτός βρήκε κάτι να πει. Τελικά ένας του πρότεινε να καθίσει και ζήτησε από τους άλλους να φέρουν και σ’ αυτόν πρωινό. Όλοι τους έτρωγαν λαδωμένες φέτες ψωμιού με χοντροκομμένες φέτες ντομάτας από πάνω. Τα δάχτυλα των χεριών τους γυάλιζαν απ’ το λάδι. Κάποιος -που δεν τον γνώριζε καλά- του έφερε σ’ ένα άσπρο πλαστικό πιάτο μια λαδωμένη χωριάτικη φέτα ψωμί που πάνω της είχε κομμάτια ντομάτας κομμένα ακανόνιστα. Πεινούσε. Κράτησε το πιάτο σκεφτικός. Ο άντρας που του το είχε δώσει του χαμογέλασε πλατιά, σχεδόν δουλικά. «Φάε, φάε, είναι καλό» του είπε. «Φάε, μη ντρέπεσαι» είπε κι ένας άλλος. Όλοι άρχισαν να του χαμογελούν πλατιά και να τον προτρέπουν να φάει. Τον φόβιζε το χαμόγελό τους. Δεν ήξερε αν έφταιγε η κούρασή του ή αν πράγματι τα χαμόγελα αυτά έδιναν σατανική όψη στο πρόσωπό τους, όπως του φαινόταν. «Δοκίμασε πρώτος» είπε στον διπλανό του. «Έχω φάει εγώ. Τώρα πρέπει να φας εσύ. Φάε, φάε!» του είπε εκείνος επιτακτικά, με το χαμόγελο ξεχασμένο στα χείλη του. Πέταξε το πιάτο με το ψωμί και τη ντομάτα κι έτρεξε στην πόρτα. Κλείνοντάς την πίσω του άκουσε κάποιον να λέει στους άλλους: «Είναι αποφασισμένο».

Περιπλανήθηκε στην πόλη. Η ζέστη τώρα ήταν αφόρητη. Ελάχιστα αυτοκίνητα κινούνταν στους δρόμους, ελάχιστοι άνθρωποι στα πεζοδρόμια. Μεσημέρι πια έφτασε στο σπίτι της μαντάμ Σάσας. Πέρασε διστακτικά την ανοιχτή πόρτα με το αναμμένο φωτάκι και τον σχηματισμένο από τις πασχαλινές λαμπάδες μαύρο σταυρό στην κορυφή της. Η Σάσα και τα κορίτσια της κάθονταν στο σαλόνι. Φορούσαν όλα τους μακριά εφαρμοστά

φορέματα. Κανένας πελάτης. Η γριά τσατσά δεν έκρυψε τη δυσαρέσκειά της όταν τον είδε. «Τι θέλεις;» τον ρώτησε κοφτά. Δεν της απάντησε αμέσως. Κοίταξε τα κορίτσια. «Ένα κορίτσι» είπε. «Χρήμα;» ρώτησε η γριά. Έβγαλε από την τσέπη του κι άφησε στο τραπέζι δυο μουσκεμένα απ’ τον ιδρώτα χαρτονομίσματα. «Δωράκι θέλεις να πεις» ήχησε η κουρασμένη, με τη μόλις αντιληπτή χροιά ειρωνείας, φωνή του. «Ποια θέλεις;» συνέχισε στον ίδιο κοφτό τόνο η τσατσά. Το βλέμμα του στάθηκε στη λεπτή μελαχρινή κοπέλα. Εκείνη χαμήλωσε τα μάτια. «Όχι αυτήν» είπε η γριά κοιτάζοντας αλλού, «Διάλεξε άλλη». Διάλεξε μία που την έβλεπε πρώτη φορά και φαινόταν πολύ μικρή στην ηλικία. «Τέλειωνε γρήγορα και φεύγα» είπε η γριά πίσω του, καθώς ανέβαινε με την κοπέλα τις σκάλες. Την άκουσε να ψιθυρίζει στις άλλες κοπέλες: «Θα γίνει σήμερα».

Στην κάμαρα ένιωσε ανήμπορος να γδυθεί. Όσο έβγαζε καταβάλλοντας προσπάθεια τα ρούχα του, η κοπέλα τον κοιτούσε με περιέργεια, ξαπλωμένη στο κρεβάτι. Ξάπλωσε κι αυτός γυμνός δίπλα της. Χάιδεψε τα μακριά μαλλιά της. Η κοπέλα χαμογέλασε σα να του έλεγε: «Γι’ αυτό ήρθαμε εδώ;» Με μια απότομη κίνηση γύρισε το κεφάλι της προς τον τοίχο, κράτησε τα μαλλιά της στο χέρι και με όσο περίσσευμα αντοχής τού είχε απομείνει άρχισε να κάνει αυτό για το οποίο «…είχαν πάει εκεί».

Το μυαλό του ξεχνιόταν, οι κινήσεις του ήταν μηχανικές. Θυμόταν πολλά πράγματα, ακόμα κι απ’ την παιδική του ηλικία, όλα τους μπερδεμένα, δεν έβγαινε άκρη. Σχεδόν τον πήρε ο ύπνος πάνω στο πήδημα. Κι έτρεχε. Έτρεχε καβάλα στο άλογό του. Έτρεχε στον ανοιχτό κάμπο με το άλογό του. Το σώμα του λικνιζόταν από τα χαριτωμένα άλματα του αλόγου του. Κάποια στιγμή άνοιξε τα μάτια κι είδε τον ινδιάνο της αφίσας που κρεμόταν πάνω απ’ το παιδικό του κρεβάτι, με τα πολύχρωμα φτερά, να καρφώνει ένα μαχαίρι στην καρδιά του. Βόγκηξε απ’ τον πόνο. Η κοπέλα πέρασε το βογκητό για σπασμό ηδονής. Αυτός συνέχισε με το μαχαίρι καρφωμένο στην καρδιά, λουσμένος στον ιδρώτα, καταματωμένος. Βόγκηξε ξανά, ξεψυχισμένα. Έπεσε σαν πέτρα στο κρεβάτι.

 

 

* Ο Απολλώνιος ο Φαίαξ υπήρξε περιθωριακός συγγραφέας στους μακρινούς 20ο και 21ο αιώνα μ.Χ. Καταγόταν από τη χώρα των Φαιάκων, αλλά γεννήθηκε στην Αθήνα. Κατά τη διάρκεια της ζωής του έκανε επανειλημμένες προσπάθειες να επιστρέψει στην ουτοπική πατρίδα, πάντοτε χωρίς επιτυχία. Εκτός από την Αθήνα, έζησε και σε αρκετές άλλες πόλεις. Εξορίστηκε από όλες λόγω του έργου του, το οποίο οι ειδικοί των χρόνων εκείνων χαρακτήρισαν ως ‘‘του κατωτέρου είδους’’. Πέθανε πένης και αγνοημένος.

Ιστολόγιο: http://apolloniosofaiax.blogspot.com  Ηλεκτρονική διεύθυνση: apolloniosofaiax@gmail.com

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top