Fractal

Αφήγημα: “Αποκατάσταση”

Της Στεφανίας Κουτσουπιά // *

 

 

 

 

 

Ο μονόδρομος έχει μόνο μια διέξοδο, ευθεία μπροστά. Δεν μπορείς τίποτα ν’ αποφύγεις, ο μόνος τρόπος να περάσεις είναι να διασχίσεις. Διαλέγω το δεκανίκι μου για να διαβώ αυτό το μονοπάτι και λέω-

Γράφω, γιατί κάπως πρέπει ν’ αντέξω.

Κάπου μεταξύ του ονείρου μιας καλής ζωής και των απαράβατων ματαιώσεων που καθένας βιώνει, κάποιος πρέπει ν’ αποκαταστήσει την πραγματικότητα. Κάποιο χέρι πρέπει να ‘ρθει να βάλει το χάος στην απάνθρωπη τάξη των πραγμάτων και τη νομοτέλειά της. Η ζωή είναι αγώνας και αγωνία, είναι μια σειρά από πράγματα που χαιρόμαστε κι άλλα τόσα που προσπαθούμε ν’ αντέξουμε. Κάποτε τα δεύτερα είναι πιο πολλά, κάποτε έρχονται όλα μαζί, κάποτε υπάρχουν μερικοί που ζουν πιο άνισα απ’ τους άλλους. Υπάρχουν αδικίες κατάφωρες που τις παίρνουμε στον τάφο μας, γιατί κανένα πονετικό χέρι δεν βρίσκεται να τις ισιώσει σ’ αυτή τη ζωή. Ο θάνατος; Αυτός δεν είναι πρόβλημα. Αυτός έρχεται στις ζωές όλων ανεξαιρέτως – αν θέλετε είναι το μόνο πράγμα μπροστά στο οποίο είμαστε ίσοι, επιτέλους. Ο μόνος δημοκράτης στη φασιστική επικράτεια της ζωής, η οποία προχωρά και πατά αδιακρίτως, όπου θέλει, όπως κι όποτε, έτσι, γιατί το μπορεί. Αλλά οι άνθρωποι φοβόμασταν πάντα τη δημοκρατία, γιατί δεν μοιάζει στο ηγεμονικό μας, έτσι δεν είναι; Η μακιαβελική μας ψυχή διαστέλλεται πληθωρικά μόνο μέσα στον βαθύ καπιταλισμό της ίδιας της ζωής: αν μπορείς, ζήσε. Αν δεν μπορείς, πνίξου. Είναι τρομερά ερεθιστικό να είμαστε εκείνοι οι εκλεκτοί που θα τα καταφέρουν. Η δυσκολία της ζωής την κάνει τρόπαιο στα μάτια μας και επιβεβαιώνει το πιο βαθύ και κοινό μας σύμπλεγμα, να είμαστε εμείς τελικά οι καλύτεροι όλων.

Ο θάνατος δεν έχει πρόσημα, δεν είναι καλός ή κακός, δεν είναι τίποτα. Απόλυτο μηδέν. Πάπαλα. Η ζωή, εδώ σας θέλω. Με τη ζωή τι γίνεται. Με τη ζωή που βαδίζει τυχαία και ρημάζει ανεξαιρέτως , δεν έχει μάτια –τυφλή, αχ, σαν τη Θέμιδα κι άδικη εξίσου – το μόνο που ξέρει είναι να προχωρά ολοένα και τίποτα άλλο.  Κι αν προχωρώντας προσπεράσει, κι αν διαβεί από πάνω μας αλύπητα, οι φιλόσοφοι είπαν να κάνουμε απαντοχή, γιατί η ζωή κάνει ακριβώς αυτό: περνάει, και πρέπει να έχουμε τα μάτια στραμμένα στην αιωνιότητα. Κάποιος στωικός σοφός είπε ότι είμαστε πλασμένοι για τα βάσανά μας και δεν πρέπει να τα φοβόμαστε. Είναι κομμάτι της φύσης, έτσι και δικό μας. Μαζί σου μεγάλε. Όμως αυτό θα το κάνουμε εσύ και ‘γώ, ο καθένας άγγιξε τη συμφορά και δεν καταστράφηκε. Πράγματι, έχουμε όλοι το μερίδιο μας στην ανθρώπινη συμφορά. Υπάρχουν άνθρωποι που ζήσαν μέσα στον πόνο για λίγο ή πολύ, μα κάποτε περνά κι αυτό και έρχεται η χαρά κι αύριο-ξημερώνει-καλύτερη-μέρα τελοσπάντων. Όμως, υπάρχουν άλλοι που τελειώνουν μέσα στον πόνο. Άνθρωποι που δεν το άξιζαν – αν θέλετε να αγγίξουμε αυτή την ανέγγιχτη περιοχή πως υπάρχουν και κακά που τα αξίζει κανείς (πως υπάρχουν κάποιοι που τ’ αξίζουν περισσότερο από άλλους). Πράγματι, υπάρχουν άνθρωποι μόνοι. Συμβαίνει , είμαστε όλοι μόνοι, είναι το μόνο πράγμα που είμαστε όλοι, άπαντες παρόντες. Κι όσοι αγαπήθηκαν; Τούτοι ήταν τυχεροί και ίσως είχαν τα μάτια ανοιχτά. Δίχως σύνεση, η ευκαιρία του ανθρώπου ν’ αγαπηθεί παρατιέται στην τύχη του μόνο.

Υπάρχουν όμως άνθρωποι, που είναι μόνοι μέσα στους άλλους, μέσα στους ανθρώπους τους. Κι εκεί έρχεται ο πελώριος Θάνατος, γιατί μόνο αυτός ο θάνατος υπάρχει: τούτος που τον ζεις μόνο μέσα στη ζωή και σε βρίσκει όταν, πρώτη φορά, σ’ αγγίξει η συνείδηση αυτής της ακατάλυτης μοναξιάς σου, της μοναξιάς παρά την αγάπη, το αίμα, τη συνείδηση. Δεν έχεις κανέναν. Έχεις μονάχα εσένα. Αυτό είναι αρκετό καμιά φορά, όταν έχεις δυνάμεις ακόμα, όταν λες ‘’δεν πάνε όλα στο διάολο, εγώ θα τα καταφέρω’’. Καμιά φορά όμως έρχονται ενάντια όλα τα ρεύματα κι οι άνεμοι, δίχως να θυμάσαι πότε πρόλαβες κι έβγαλες το μάτι του Πολύφημου. Τότε στέκεσαι και μετράς το ακριβές βάρος του ίσκιου σου, τότε νιώθεις τι θα πει άνθρωπος μόνος ανάμεσα σ’ εκείνους που έπρεπε να τον είχαν αγαπήσει. Αυτό είναι το τέλειο έγκλημα, για όσους αναρωτιούνται. Αυτό δεν το μυρίζεται δικαστής ή νόμος, αυτό δεν θα ποινικοποιηθεί ποτέ από φόβο πως ο καθένας το διαπράττει, το ‘χει διαπράξει ήδη. Δεν υπάρχουν ορατά σημάδια, αποδείξεις κι ένοχος. Κι όμως έρχεται αυτή η ώρα κι εσύ ξέρεις πολύ καλά τι αποτυπώματα άφησαν στην ψυχή σου εκείνοι που έπρεπε μα δεν σ’ είχαν αγαπήσει – ή δεν σ’ είχαν αγαπήσει καλά, πράγμα που είναι ένα και το αυτό, όπως είπε κάποτε ο Hemingway δια χειρός Woody Allen.

Γράφω για να δικαιώσω κάτι από αυτό το σιωπηλό μακελειό. Γιατί αγαπώ τη ζωή και θέλω να τη σώσω. Ξαναγράφω τις ιστορίες που φτάνουν σ’ εμένα. Θέλω να τους αποδώσω το τέλος που τους αξίζει. Όχι, δεν το μπορώ να τις σώσω στ’ αλήθεια, κι όμως στα χαρτιά είμαι ένας μικρός παντοκράτορας και προσπαθώ να είμαι δίκαιος θεός – σχήμα οξύμωρο όπως θα σας έλεγε ένας σωστός άθεος.

Από την τραγωδία των ανθρώπων δεν τους λείπει η ευτυχία. Δεν γράφω ολοστρόγγυλη τη χαρά. Τα χάπι εντ, δεν τα συμπαθώ, έχουν μια ξιπασιά απέναντι στη ζωή, δεν είναι καν κωμικά, αγνοούν την ανθρώπινη ιστορία, είναι εκτός τόπου και χρόνου. Το χάπι έντ είναι ψέμα, είναι ένα υποπροïόν συναισθήματος και ποιόν αλήθεια παρηγορεί ένα ψέμα όταν το ξέρει ως τέτοιο; Και τι νόημα θα ‘χε η ακύρωση της πραγματικότητας. Δοκιμάστε να την αρνηθείτε και αμέσως πολλαπλασιάζεται το δυσβάσταχτο του πράγματος. Έπειτα αν αρχίσει κάποιος να γράφει πράγματα ωραιότερα απ’ τη ζωή, κάθε διαφυγή του σ’ αυτά θα είναι και γλυκύτερη, κάθε επιστροφή στην πραγματικότητα όλο και πιο αποκρουστική. Αλλά είναι ωραίο να ζει κανείς τη ζωή που του δίδεται, εδώ και τώρα, δίχως καταφυγές.  Λοιπόν, δεν γράφω ούτε απόλυτες τραγωδίες, ποιος να συναγωνιστεί τη ζωή σ’ αυτό, ίδρυσε μόνη της την παγκόσμια λέσχη δραματικού ρεπερτορίου και το τερμάτισε. Είναι όμορφη όμως η παντοκρατορία του χαρτιού, επάνω εκεί, όποιος κρατάει το μελάνι μπορεί να δικαιώσει ένα κομμάτι του δράματος. Για δράμα πρόκειται – η ζωή έπαιρνε πάντα λίγο πιο σοβαρά απ’ ό ,τι πρέπει τον εαυτό της κι όταν το ξεχνάμε, η ανθρώπινη κωμωδία εκπυρσοκροτεί συχνά σε τραγική ειρωνεία – είναι εκείνο το θεατρικό τρικ, το έχετε σίγουρα ζήσει ως θεατές, που η δραματική στιγμή μιας κωμωδίας σου σπάζει ξαφνικά κι αναίτια τα σωθικά, με πολύ χειρότερο τρόπο από ένα καθαρό σαιξπηρικό δράμα, γιατί η στιγμή τούτη της τραγωδίας έρχεται να διακόψει την κωμωδία, κι αυτό μας μοιάζει ασυγχώρητο, αυτό είναι οπωσδήποτε τερατώδες, γιατί υπενθυμίζει την ακαριαία ρευστότητα της χαράς, πως παρά τα γέλια, τα γέλια θα φέρουν κλάματα το δίχως άλλο.

Αυτό που λείπει είναι η λύτρωση – όχι η ευτυχής στιγμή, αλλά η καταληκτική ευδαιμονία. Αυτή η λέξη που ήρθαν να βάλουν οι αρχαίοι τραγικοί ποιητές στο παγκόσμιο λεξιλόγιο: κάθαρση. Αυτή είναι όλη η παρακαταθήκη της τέχνης στη ζωή. Και ποια άλλη θα ήταν η μαμή της τέχνης, από την ανάγκη να εξαγνιστεί το αιματοκύλισμα της ζωής και ιδίως του τέλους.

Κάποια αγάπη που δεν ευοδώθηκε, κρατά τον απόηχο ενός φιλιού. Κάποιος άνθρωπος που έσβησε με τον πιο άδικο τρόπο, γαληνεύουν τα μάτια του πριν σβήσει. Κάποιος που δεν είχε στη ζωή τα μέσα να ζήσει, διαπράττει την τελευταία αναρχία και επιλέγει πώς θα πεθάνει. Και καμιά φορά, κάποιος καθώς περνά στο δρόμο, στέκεται και κοιτάζει τον κόσμο και ατενίζει εντός του, εκείνη την ώρα, μόνο το παρόν στην ακριβή του στιγμή κι αυτό φτάνει για όλη του τη ζωή. Δεν κάνει τίποτα για να παραλλάξει την αλήθεια όλο αυτό, το ξέρω. Ό, τι συνέβη, συνέβη ακριβώς όπως το ξέρουμε. Δεν υπάρχει απώλεια κανενός είδους που να σβήνει ή να μαλακώνει, δεν υπάρχει στιγμή που να βουτάς μέσα της, όσα χρόνια κι αν περάσουν και να μην πονάει ούτε στάλα. Δεν ξεπερνιέται το τέλος. Δεν εξομαλύνεται, ό, τι κι αν σου πουν, σου λένε ψέματα. Ζεις μ’ αυτό – όπως μ’ ένα σπασμένο πόδι ή ένα σπασμένο πλευρό. Επουλώνεται, αλλά δεν είναι ποτέ το άρρακτο κόκκαλο που είχες πριν. Τους πόνους που σ’ άγγιξαν, τους κουβαλάς μαζί σου σαν μαργαριτάρια του βυθού κι άμα τ’ αφήσεις να ‘ρθουν λίγο απάνω, φέρνουν μαζί και τον ωκεανό.

Το τέλος. Το τέλος όχι το δικό σου, μα των άλλων σου – η έξοδος τους από τη σκηνή σου – άνθρωποι που δεν το ‘θελες να φτάσεις να τους θυμάσαι. Τα χέρια τους που δεν είναι πια εδώ, οι φωνές τους, εκείνες οι μικρές λέξεις που μόνο εκείνοι χρησιμοποιούσαν, μόνο εκείνοι ‘ξεραν πώς θα τονίσουν, μόνο κείνοι μπορούσαν έτσι να τις πουν, τώρα λείπουν κι απόμειναν αυτές γλώσσες νεκρές κι είσαι ο μοναδικός τους αρχαιολόγος, οι αγωνίες τους που πια δεν ακουμπάς, το κενό που άφησαν όταν σηκώθηκαν από την καρέκλα και κανείς δεν θα βρεθεί να τους το πάρει, γιατί εκείνη η θέση ήταν μόνο δική τους να την κατοικήσουν, κανείς δεν μπορεί να φορέσει τα παπούτσια τους, είναι σαν το εργοστάσιο που έφτιαξε τον, να στήθηκε μόνο γι’ αυτόν κι ύστερα γκρεμίστηκε και δεν υπάρχουν πια τα καλούπια κι ο τρόπος του. Και λες πότε έγινα μια ντουλάπα που στα εντόσθιά της αράδιασε κρεμάστρες τα ρούχα των άλλων, τα φερσίματά τους, τις φωτογραφίες τους, ένα γράμμα, τα γυαλιά της μυωπίας, ένα εισιτήριο απ’ το πλοίο το καλοκαίρι, εκείνο το βιβλίο με την αφιέρωση και τη μονογραφή, πότε έγινα ένα κινητό μουσείο των άλλων, πόσους άλλους θα κουβαλήσω απάνω μου, πόσο μπορώ ν’ αντέξω ακόμα, πόσοι θα πεθάνουν μαζί μου όταν μπω στο κουτί κάτω απ’ το χώμα, γιατί δεν θυμάμαι καλύτερα, γιατί μου διαφεύγουν, γιατί δεν έρχεται μια κι έξω η συμφορά αλλά με μικρούς θανάτους, στην πρώτη πράξη πρέπει ν αποχωριστώ την παρουσία του προσώπου, στη δεύτερη πρέπει να γδυθώ κι απ’ την ακεραιότητα της ανάμνησής του – η απώλεια. Η απώλεια.

Δεν υπάρχει μπάλωμα γι’ αυτόν τον πόνο.

Για τούτο νομίζω πως μετέρχεται κανείς της τέχνης. Η τέχνη δεν αξιώνει τη λήθη ούτε και την παρηγοριά. Ξέρει ότι δεν μπορεί να μιμηθεί ούτε να αντικαταστήσει. Είναι μια αποκατάσταση. Είναι έργο κανονικό κι όχι διορθώσεις. Για την ακρίβεια, ξαναγράφει το έργο απ’ την αρχή, αποδεχόμενη πρωτίστως την κύρια κι αδυσώπητη αρχή του σύμπαντος: Ό,τι γίνεται, δεν απογίνεται ούτε κι απαλείφεται. Έτσι ό, τι γράφτηκε δεν ξεγράφεται, αλλά μάλλον ξαναγράφεται. Κανένας μεγάλος παραμυθάς δεν λέει κάτι που δεν έχει συμβεί, που δεν το ξέρετε καλά. Αυτό που κάνουν στην ουσία, είναι να ξαναγράφουν την ιστορία όπως θα έπρεπε να είναι. Οι συγγραφείς είναι οι σουρεαλιστές ιστορικοί της ανθρωπότητας.

Αυτοί που πέρασαν το αξίζουν, αυτοί που απόμειναν το αξίζουν. Διατηρώ την πεποίθηση πως η τέχνη είναι ό, τι κοντινότερο έχουμε στο να διαπεράσουμε το πέπλο της ακαταπόνητης, της ανελέητης και κατάδικής μας μοναξιάς. Γι αυτό κι ο κόσμος χρειάζεται την τέχνη. Η τέχνη υπάρχει για να σηκώνει κάτι από το βάρος της ύπαρξης. Δεν βρέθηκε ακόμα δόγμα, όνειρο, ουσία ή ιδεολογία που να κατάφερε να σταθεί κάτω απ’ αυτό το βάρος. Γιατί μιλώ για το εδώ και το τώρα, όχι ένα απώτατο σημείο ανταμοιβής, όσο υπαρκτό κι αν είναι. Είναι ο Άτλαντας που πάνω στους ώμους του κρατά τον κόσμο.

Κι ο κόσμος θα συνεχίσει να πηγαίνει θέατρο και σινεμά, να ακούει μουσική, να διαβάζει βιβλία, να πηγαίνει σε εικαστικές εκθέσεις, να επιζητά την αποκατάσταση που προσφέρει η αναπαράσταση. Μην ακούτε αυτά που λένε, πως ο κόσμος αλλάζει, τα μέσα της τέχνης ξεπέφτουν κι έτσι θα πάψει κι αυτή ή θα υποβιβαστεί. Η τέχνη ήταν εδώ πριν την τεχνολογία. Όχι επειδή είναι πιο πρωτόγνωρη, όχι επειδή είναι ανώτερη. Επειδή είναι θεμελιωδώς αναγκαία. Υπήρχε πριν τον τροχό, μέσα στα σπήλαια της Αλταμίρας και στα αναλφάβητα τραγούδια των σαμάνων, γιατί ακόμα πριν βρούμε τα μέσα για καλύτερη ζωή, είχαμε ήδη ανταμώσει το πρόσωπο της δυστυχίας κι έπρεπε κάπως να ξαναπλάσουμε την ευτυχία μας έστω κι ως διέξοδο (να τος πάλι ο μονόδρομος). Η τέχνη είναι σκληρό πλάσμα, εφτάψυχο, σκεφτείτε πώς σε δύσκολους καιρούς παίρνει να βράζει πάλι. Όσο περισσότερο πασχίζει ο άνθρωπος ν’ αποφύγει το θάνατο μέσα στη ζωή, τόσο γυρνάει στην τέχνη να πιαστεί, γι’ αυτό κι αυτή θα πεθάνει μαζί με τον τελευταίο των ανθρώπων.

 

 

* Η Στεφανία Κουτσουπιά γεννήθηκε το 1990 στην Αθήνα. Είναι δικηγόρος, απόφοιτη της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Έχει διατελέσει μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Νέων Ελλάδας και δραστηριοποιείται σε φορείς για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Ασχολείται με τη συγγραφή από μικρή ηλικία.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top