Fractal

Θραύσματα και τραύματα

Γράφει η Μαγδαληνή Θωμά // *

 

Κατερίνα Λιάτζουρα, «Αποκαΐδια ηθικής», εκδ. Βακχικόν

 

Η ποίηση της Κατερίνας Λιάτζουρα είναι ποίηση ανησυχίας. Διατυπωμένη σε πρώτο πρόσωπο γίνεται ποίηση προσωπική δίχως περιορισμό, εξομολογητική, δίχως εξομολόγηση, μια ποίηση της γνώσης, μαζί και της απόγνωσης, της επιθυμίας, αλλά και της διάψευσής της. Θα μπορούσαν να είναι σχεδιάσματα ημερολογιακής καταγραφής αυτά τα ποιήματα-ξετυλίγματα σκέψεων, αν η τεχνική του ποιητικού λόγου δεν τα έκανε αυτοτελή κομμάτια, πυροδοτώντας μια γλώσσα πολύμορφη και πολύτροπη, ειρωνική, θαρραλέα και με μια ωραία δόση αδιαντροπιάς, εκεί όπου χρειάζεται.

 

«Μια αυτοκρατορία είμαι

μια καθημερινή Ιστορία

που πιέζει με το βάρος της

την απέραντη γη και τους μικρούς ανθρώπους.

Στριμώχτηκα

ανάμεσα σε πλούτη

κυκλοφοριακά φρακαρίσματα

κατάφορτη από διακοσμήσεις

καθήκοντα

πολύπλοκη σε μηχανισμούς

παλλακίδα σε ιεραρχίες

πρησμένη

τσιτωμένη

κατάκοπη

βαριά.

Πουτάνα Αθήνα.»

 

Και τι λόγια να βρεις μπροστά στην αντίφαση ενός κόσμου άλυτου; Το βάρος της επικαιρότητας, η αυθαιρεσία της πολιτικής εξουσίας, τα είδωλα και τα ινδάλματα, η μαζική λατρεία και τα στερεότυπα, οι έτοιμες αλήθειες, η προσαρμοσμένη ζωή, η εύκολη πίστη και η διάψευση. Η περιχαρακωμένη ελευθερία. Η αυθαιρεσία του ανθρώπου προς κάθε κατεύθυνση. Η κρυφή συνομιλία του εαυτού. Γιατί εκεί συγχωνεύονται και καταλήγουν όλα. Όχι τα πράγματα, μα η ερμηνεία τους, όχι η ερμηνεία τους, μα η ποιητική απόδοσή τους. Ίσως ο μόνος τρόπος για να λυθεί η αντίφαση του κόσμου είναι να γίνει γραφή και δημιουργία. Αυτό που κάνει η ποίηση της Κατερίνας και που ξέρει να το κάνει καλά. Λέει:

 

«Απρόσμενα ανακάλυψα

ότι ήρθα σε ρήξη

με μια ευτυχία που δεν γνώρισα ποτέ.

 

(…) Και ύστερα από λίγο, συνεχίζει:

 

Αλλά όχι! Ας μην ανησυχώ με τέτοιες σκέψεις ετούτη τη βραδιά.

Απόψε είναι πάρα πολύ αργά

πάντα θα είναι πάρα πολύ αργά.

Ευτυχώς.»

 

Διατρέχοντας τους τίτλους από τον πρώτο κιόλας τίτλο της ποιητικής συλλογής «Αποκαΐδια ηθικής» στα ενδότερα, «Ανήλιαγες φανφάρες», «Συνένοχος», «Κούραση», «Εξορκισμός», «Ρομφαία», «Θριαμβικά εγκαύματα», «Αμαρτία», «Φωνές ανθρώπινες» κλπ, σε τίτλους που ακριβολογούν τη θεματική τους, «Πλατεία Συντάγματος 2011, «Πρώτη φορά αριστερά», «Άγρα Ψήφων», «Ο παραλογισμός της προσφυγιάς», «Ριτσώνα camp», «Ειδομένη» κλπ, όπου το υλικό της ποιητικής υπερθερματισμένο από το πολιτικό και κοινωνικό παρόν διαπραγματεύεται ζητήματα πολιτικής συμπεριφοράς και στάσης, μαζί και αντί-στασης: ζητήματα πολιτικής ηθικής και όχι μόνο. Οι υπαινιγμοί πολλοί, τα άρρητα περισσότερα. Τα κρυμμένα νοήματα πίσω από τις λέξεις, ζυγιάζονται, αναμετριώνται, ισορροπούν. Πολυμερίζουνε τις σημασίες τους ανάλογα με τα συμφραζόμενά τους. Στίχοι-θραύσματα που ανιχνεύουν ανθρώπινα δράματα. Ιστορίες-τραύματα. Το να συγκινηθείς από τον ανθρώπινο πόνο ή να απογοητευτείς από παιχνίδια πολιτικής υστεροβουλίας είναι το ένα. Πώς όμως μπορεί κανείς αυτά να τα διαπραγματευτεί ποιητικά; Αυτό είναι ένα ζήτημα διαφορετικό. Για να μην γίνει η ποίηση διακήρυξη ή μελόδραμα χρειάζεται να βρεθούν τέτοιες λεπτές ισορροπίες ώστε ο λόγος να μην περιοριστεί σε μια μονοσήμαντη λειτουργία, αλλά να απλωθεί σε νοήματα παράλληλα, σε σκέψεις και διατυπώσεις εμπλουτισμένες. Αυτό καταφέρνει και η ποίηση της Κατερίνας Λιάτζουρα με τρόπο ευρηματικό: αντί για απαντήσεις, δίνει ερωτήματα. Προτάσσει ερωτήματα, εκεί που άλλοι θα έδιναν βεβαιότητες, ο στίχος της εκεί πάνω ελευθερώνεται. Το ποίημα «Η αλήθεια», για παράδειγμα, γίνεται ολόκληρο ένα μεγάλο, ατελείωτο ερώτημα. Ίσως και να μην υπάρχει άλλος, πιο εύστοχος τρόπος να αποδοθεί η αλήθεια:

 

«Πού πήγε η αλήθεια;

Σε ποιανής μάνας τον κόρφο πρέπει να απογαλακτιστεί;

Ποιανής μήτρας τον ομφάλιο λώρο να κόψει;

Τίνος πατρότητα αναζητεί;

Τίνος χέρι θέλει να φιλήσει

και τίνος πάτρωνα την ευχή του να ζητήσει;

Σε τίνος την αντρεία πάει και στέκεται ξοπίσω;»

 

Κατερίνα Λιάτζουρα 

 

Άλλο παράδειγμα, είναι το ποίημα «Ειδομένη». Τι είναι εκείνο που δίνει στο ποίημα αυτό το ξεχωριστό του ενδιαφέρον; Μακριά από την κατάχρηση ενός συγκινησιακά φορτισμένου λόγου, ο στίχος εδώ επικαλείται την ειρωνεία. Αξιοποιεί την ειρωνεία ως μέσο ποιητικής έκφρασης και με την τεχνική αυτή αποδεσμεύει τη συνδήλωση, λειτουργεί ως μετατόπιση. Η ειρωνεία απογειώνει την ερμηνεία. Κι ενώ καταλαβαίνουμε καλά ποιο μήνυμα θέλει ο στίχος να δώσει, το μήνυμα αυτό δεν επιβάλλεται απερίφραστο στον αναγνώστη, μόνο υποβάλλεται μέσα από ένα ρητορικό παιχνίδι που δίνει ευκαιρία στο κωμικό να αγκαλιάσει το τραγικό και να το εμπλουτίσει. Με τέτοιον τρόπο, ο ποιητικός λόγος αποκτά αξία.

Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Κάποιες στιγμές, η σύνθεση του στίχου πυροδοτείται από τέτοιες δυναμικές αντιθέσεις που ορίζουνε σημασίες αντιδιαμετρικές. Η θέση συνοδεύεται από την αντί-θεσή της και το νόημα εμπλουτίζεται. Λέει:

 

«Τότε που γεννήθηκε η επαναστατική μου προσδοκία

η ρύπανση της πολιτικής μου μαύρισε το μάτι.

Με κατέστησε ανίκανη να κοιτώ κατάματα.

Μαύρος ήλιος της διαύγειας.»

 

…Θυμίζοντας εδώ το σεφερικό «Αγγελικό και μαύρο φως» Ή:

 

«Επιθύμησα έναν τάφο.

Ας είναι κι από σκόνη.»

 

Θέσεις και αντί-θέσεις, στίχοι και αντιστίξεις διαπερνούν κάθετα το περιεχόμενο ορίζοντας ένα λόγο δοκιμής, γευσιγνωσίας που ο αναγνώστης διατρέχει περνώντας το βλέμμα του ακροθιγώς από λέξη σε λέξη, πώς μυρίζεις ένα λουλούδι. Καμιά βεβαιότητα δεν υπάρχει στη γλώσσα της ποίησης αυτής, μονάχα κάποια βαθιά έγνοια, η ταραχή που ανεβαίνει από έναν βυθό ανεξιχνίαστο. Να είναι η ταραχή του εαυτού μπροστά στον κόσμο;

Μέσα από τις αναφορές προσδιορίζεται ένα δίπολο:

 

ο εαυτός  vs ο κόσμος

 

Δυο στοιχεία που συγκρούονται και συγχρωτίζονται, που επικοινωνούν, θα ‘λεγες, σε μια κοινή ρίζα. Από τη μια, προσδιορίζεται ένας κόσμος πραγματικός με την ιστορική, πολιτική και κοινωνική του διάσταση κι από την άλλη ανιχνεύεται ένας άλλος κόσμος, απροσδιόριστος, ανέγγιχτος, απόλυτος και αδιαπραγμάτευτος, ενδότερος κόσμος. Πώς διαγράφεται το αποτύπωμα του ενός πάνω στον άλλο;

 

«Κάποια μέρα άρχισα να σκέφτομαι

Και σκέφτομαι να μην επιστρέψω από το Απόλυτο.»

 

Ο «Απόλυτος» αυτός κόσμος με την ανίερη θρησκευτικότητά του δοκιμάζεται και δοκιμάζει τα πράγματα γύρω του μέσα από μια συνεχή πάλη. Είναι ένας κόσμος συγχρονισμένος με το πραγματικό, αλλά και ασυγχρόνιστος, κόσμος αδιαίρετος, όσο και κατακερματισμένος, διάτρητος και απυρόβλητος μαζί, ο κόσμος του αυθεντικού εαυτού. Κάπως έτσι, η αγωνία για τον κόσμο γίνεται αγωνία του εαυτού και το αντίστροφο. Στο ποίημα «Αμαρτία» διαβάζουμε:

 

«Καθαρή η αντανάκλαση

του απαρνημένου και τόσο ποδοπατημένου μου εαυτού.»

 

Από πού αλλού μπορεί να τροφοδοτηθεί η ποιητική δημιουργία, αν όχι από έναν τέτοιο απαρνημένο, σπαραγμένο εαυτό;

 

 

* Η Μαγδαληνή Θωμά είναι διδάκτορας φιλολογίας (αφηγηματολογία). Έχει διδάξει νεοελληνική γλώσσα στα Τ.Μ.Γλώσσας του Μπορντώ και της Λίλλης, στο LiceoClassico “Marco Foscarini” της Βενετίας και στο Κέντρο Γλωσσών του πανεπιστημίου του Τάρτου. Ζει και εργάζεται στο Νότιο Πήλιο. Έχει δημοσιεύσει διηγήματα, ένα μυθιστόρημα («Ο πόνος είναι μοναχικό ζώο», Γαβριηλίδης 2014) και μια νουβέλα («Θα ερχόσουν μαζί μου στη Νορβηγία;» Βακχικόν 2015»). Το διήγημά της, «Τα όρια του Κόσμου» έχει λάβει διάκριση στον 5ο Διεθνή Διαγωνισμό Διηγήματος Eyelands – Παράξενες Μέρες (2015) και συμπεριλαμβάνεται στον συλλογικό τόμο «Στα όρια» (Παράξενες Μέρες 2015). Καταπιάνεται με τη μετάφραση της Εσθονικής λογοτεχνίας και έχει δώσει στη δημοσιότητα μεταφράσεις από το ποιητικό έργο των Jüri Talvet, Jaan Kaplinski, Doris Kareva, Jühan Viiding, Heiti Talvik, Hando Runnel και Karl Ristikivi.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top