Fractal

Από τότε…

της Αδαμαντίνης Κουμιώτου // *

 

fractal_summerΣαν φίδια με τσιμπάνε οι λέξεις
Και τρέχει ο πόνος σαν ορός
Παντού μέχρι μέσα βαθιά στα μάτια

Ευγενία Λαγού

 

Από τότε, κάθε χρόνο στα γενέθλιά σου, στη γιορτή σου, εγώ εύχομαι, εύχομαι για σένα, μα εσύ δεν το ξέρεις – το χειρότερο – δεν το φαντάζεσαι, δεν θα το πιστέψεις. Κι εγώ εύχομαι από καρδιάς, σαν τότε, που μπορούσα να βρεθώ κοντά σου, να σου τηλεφωνήσω, να ρουφήξω τη βαθιά, ζεστή φωνή σου, πριν ακουστεί η δική μου: «Παρακαλώ», ακουγόσουν. «Δεν χρειάζεται» σου ’λεγα κι εσύ γελούσες, γελούσες σαν παιδί. Άρχιζα να σου μιλώ κι εσύ – κάποιες φορές – χασμουριόσουν, ζητούσες συγγνώμη, αλλά εγώ σε συγχωρούσα, όταν σ’ άκουγα να λες πως η φωνή μου σε ηρεμεί, σε ηρεμεί τόσο, όπως τα παραμύθια τα μικρά παιδιά. Έχουν περάσει τόσα πολλά χρόνια από τότε, που αναπάντεχα φάνηκες μπροστά μου, από τότε που μοιράστηκα τον αγώνα της ανοδικής σου πορείας, από τότε που πήρα τη γραφή σου στα χέρια μου κι άρχισα να σε μαθαίνω, όσο κανείς δεν σ’ ήξερε, μετρώντας πάμπολλες καλογραμμένες σελίδες, μετρώντας ένα ένα τα φύλλα της καρδιάς σου. Ξεχάσαμε κι οι δυο την ηλικία μας. για την ψυχή δεν μετράει ο χρόνος. Ακόμα κι ο τρόπος που περπατούσες άλλαξε. Σ’ έβλεπα κρυφά να… πετάς στους διάφορους χώρους, να φέγγουν τα μάτια σου, να μιλάς με τους άλλους δυνατά, σίγουρος – τότε – για την αλήθεια του παραμυθιού. Μας έφτανε μια «καλημέρα». Μας έφτανε; Μπορεί και όχι, αλλά ήμασταν δυνατοί, υπομονετικοί στην εξέλιξη του θαύματος. Ένας βαρύς φάκελος με τον λόγο σου ήταν για μένα μεθύσι αγκαλιάς. Δεν θυμάμαι αν το ξέρεις, ξεχνώ αν στο είχα πει. Περπατούσα στο πάρκο τ’ απογεύματα του Σαββάτου, ψάχνοντας μια ήσυχη γωνιά, τη συγκεκριμένη γωνιά με το καρτοτηλέφωνο. Έφτανα λαχανιασμένη από βιασύνη και λαχτάρα. Στον γυρισμό περπατούσα αργά, βήμα βήμα, ξανακούγοντας όσα μου είπες, ανασαίνοντας τις αναπνοές σου, που τις είχα μια μια μετρήσει. «Πρέπει να βγω – μου ’λεγες – πρέπει… Εσύ;» Δεν καταλάβαινες από τότε, έπρεπε να το είχα… καταλάβει. Δεν καταλάβαινες πως εγώ θα ήμουν όπου κι εσύ, αόρατη μα τόσο ευτυχισμένη. Στο χέρι σου θα μ’ έκλεινες με το ψωμί, στα χείλη σου θα μ’ έφερνες με το κρασί σου –στην καρδιά σου φοβάμαι πως φοβήθηκες να μου επιτρέψεις την παραμονή – και μόνο εμείς θα ξέραμε, μόνο εμείς. Φτάνει εσύ να πίστευες όσα, ακόμα και τώρα, λυπάμαι που χρειάζεται να τα… βροντοφωνάξω, να τα στηρίξω με αποδείξεις και στοιχεία. Δεν είχα παράπονο, αλήθεια. Η «δική» μας ζωή δεν ήταν η κανονική των άλλων ανθρώπων. Γι’ αυτό δεν είχα παράπονο, αρκεί να με πίστευες με κάθε μόριο του είναι σου. Γιατί εγώ έλεγα κι ένιωθα μια μεγάλη αλήθεια, μια αλήθεια επώδυνη, αλλά μεγάλη, την πιο μεγάλη, τη μόνη της ζωής μου.

«Εγώ θα βγω» έλεγες. Δεν ήξερες ότι ούτε τόσο δα δεν απείχαμε ο ένας από τον άλλον –ούτε για μια στιγμή, μέρα νύχτα, στον ύπνο ή εν εγρηγόρσει. Ήσουν πλάι μου αέρας που ανέπνεα, για ν’ αντέχω να ζω, ήμουν όπου κι εσύ, χωρίς ν’ απαιτώ το παραμικρό μέσα στις υποχρεώσεις της ζωής σου. Ήταν άυλα μα τόσο ακριβά όσα από σένα ζητούσα. Ψιχία απ’ το τραπέζι του Κυρίου, για μένα αναγκαία τροφή. Μόνο να με πιστεύεις ήθελα κι ας μην ανταμώναμε ποτέ ξανά. Αυτό που κουβαλούσα στην ψυχή – χωρίς αλαζονεία – ένιωθα πως ήταν δώρο ουρανού, ακριβό δώρο, πολύτιμη προσφορά. Ήθελα να σε βλέπω γερό, δυνατό, να σε καμαρώνω στους σταθμούς της ανοδικής σου πορείας, ήθελα να είσαι ήρεμος, γαλήνιος, εκεί που η κανονική σου ζωή σε είχε τάξει. Πόσο στοίχιζε να πιστεύεις, πόσο χρόνο χρειαζόσουν να θυμάσαι και να πιστεύεις; Και να σκεφτείς πως εγώ τότε διόλου δεν αμφέβαλλα γι’ αυτό. Ήμουν σίγουρη πως είχες δει τη γέφυρα που είχε απλώσει η ψυχή μου προς τη δική σου. Τις νύχτες, μακριά σου, ξαγρυπνούσα ευτυχισμένη για να μη χάνω λεπτό απ’ το παραμύθι για τυχερούς μεγάλους. Κι άλλες νύχτες, που βυθιζόμουν σε ύπνο γλυκό, δεν μ’ άφηνες να κοιμηθώ για πολύ κι ας έλειπες. Άνοιγα τα μάτια και σ’ έψαχνα πλάι μου, τα χείλη σου κολλημένα στ’ αυτί μου με είχαν ξυπνήσει με λόγο παυσινύσταλο. Δεν ήθελα να σαλέψω, μήπως λυθούν τ’ αγαπημένα σου χέρια και βγω απ’ της ευτυχίας τη φυλακή. Τότε το ίδιο μου ’λεγες κι εσύ: «Πάλι δεν μ’ άφησες να κοιμηθώ απόψε» κι εγώ χαμογελούσα: Πώς γινόταν αυτό; Ο καθένας στον δικό του χώρο κι οι δυο μαζί στον δικό μας, στον κοινό χώρο του ονείρου, που βλέπαμε και βιώναμε μ’ ανοιχτά μάτια. Αυτό το καλοκαίρι η αγαπημένη θάλασσα πλημμυρίζει τα μάτια μου νερό κι αλάτι, δάκρυα, δάκρυα, που όσο κι αν τ’ αποδίδω στον ιδρώτα, στον αέρα που ξαφνικά σηκώνεται, σ’ ένα μικρό έντομο που φίλησε περνώντας τα βλέφαρά μου, ξέρω πως δεν λέω αλήθεια. Αυτή «η μετάληψη της θάλασσας» μου αναστατώνει την ψυχή, το καράβι της γραμμής δεν με παίρνει, δεν σε αποβιβάζει στο λιμάνι. Ονειρεύομαι μπροστά της το ημιτελές ταξίδι, τη ματαίωση των σχεδίων, τον πνιγμό, τον αφανισμό της αλήθειας, της ελπίδας, της πίστης στο όνειρο. Κι εσύ δεν τα ξέρεις όλα αυτά, δεν τα φαντάζεσαι. Φιμώθηκε ο λόγος, τα χέρια έπεσαν κι έμειναν κολλημένα σφιχτά στο σώμα. Πώς να σ’ αγγίξω, πώς να σε περιβάλλω; Αυτό το καλοκαίρι, μπροστά στη θάλασσα, «κατάντικρυ στην ομορφιά, σφαγή και τυραννία». Ανακατεύω τα βότσαλα και τα δάχτυλά καίγονται, πονούν. Τι να ’κανες τάχα τα μικρά κοχύλια, τα βότσαλα, που για σένα είχα μαζέψει; Τι να ’κανες τάχα όλα εκείνα τα μικρά και ταπεινά, που αγόραζα με χαρά μικρού παιδιού για σένα; «Μη ξοδεύεσαι» μου έλεγες. Πάλι δεν ήξερες, πάλι δεν ένιωθες πως ό,τι σου χάριζα ήταν τα δικά μου πλούτη. Ό,τι κρατούσες στα χέρια από μένα ήταν δώρα του παραμυθιού στη δική μου ζωή. «Μη ξοδεύεσαι» μου έλεγες. Κι εγώ ήθελα να ξέρεις και να μου ζητάς κι άλλα κι άλλα για να μη μαραζώσω ποτέ, χωρίς αέρα και φως, χωρίς χρόνο ουσιαστικό. Γιατί… , αυτό ήσουν, αυτά ήσουν τότε που νόμισα πως όλα τα πίστευες, όπως στα ψιθύριζα, ακόμα και με τις σιωπές μου. Ήσουν μετά την τρικυμία της ζωής μου ο φάρος, που μου ανοιγόκλεινε το μάτι στα σκοτεινά, ήσουν «στ’ αραξοβόλι ο Άγγελος με απλωμένα τα φτερά που μου ’δωσε το χέρι», ήσουν το ζεστό αίμα στις φλέβες, τα φτερά στους ώμους, η ώθηση προς τα εμπρός, ένα νεύμα που μ’ έκανε να βγαίνω χαρούμενη στους δρόμους, σαν να ’ταν γιορτή. Κι εσύ απορούσες γιατί πήγαινα σ’ όλες τις διαλέξεις, σ’ όλες τις πνευματικές και μουσικές εκδηλώσεις, εσύ απορούσες… Δεν σ’ ενημέρωνα από πριν, ήθελα μόνο με την ψυχή να σε καλέσω κι εσύ να ’ρθεις, να σε δω να περνάς, να κάθεσαι αλλού, κοντά, μακριά. Τι σημασία είχε; Φτάνει να σ’ έβλεπα να διασχίζεις τον χώρο, να ’βρισκα έτσι στα κλεφτά τα μάτια σου, το βλέμμα σου. Μπορεί να μη μ’ έβλεπες καν, εγώ όμως άλλα θα ’λεγα στον εαυτό μου. Θα ’λεγα πως ήθελες να τους αφήσεις όλους και να ’ρθεις, να σταθείς για λίγο όρθιος πλάι μου – τάχα για ν’ ακούσεις καλύτερα – για να μη χρειαστεί εσύ να φωνάξεις κι ύστερα να σε βρω για λίγα λεπτά στον δρόμο για μια «καληνύχτα», ένα εμποδισμένο φιλί, ένα φιλί χωρίς φίλημα, εξ αποστάσεως, με χείλη που, κλειστά, διαλαλούσαν τη λαχτάρα τους να σμίξουν. Κι ύστερα έτρεχα να κλειστώ στο σπίτι, στο γραφείο, να ξαγρυπνήσω μαζί σου, να στα πω όλα στο χαρτί. Σ’ όλες μου τις σελίδες, με τα ίδια ή άλλα λόγια, ήθελα να σε κάνω να καταλάβεις τι σήμαινε ο ερχομός σου στη ζωή μου, ο ερχομός σου, δηλαδή η εικόνα κι ο λόγος. Μόνο αυτά χρειαζόμουν, άνθρωπο παρόντα και ομιλούντα, μόνο αυτά ως το τέλος της ζωής μου. Προσπαθούσα να στο ζωντανέψω, να το επαναλάβω πως με σένα στην ψυχή – όχι ακριβώς στη ζωή – «ο χρόνος εσταμάτησε εδώ… και με βαθύ χαμόγελο ενώνει άθελά του τη σκιά με τη ζωή». αυτή την παραμυθένια ζωή, που από κανέναν τίποτα δεν έκλεβε, κανέναν δεν αδικούσε. Ό,τι περιελάμβανε κανείς άλλος δεν το χρειαζόταν και δεν το ζητούσε, κανείς, ορκίζομαι. Μπήκες στο παραμύθι θεός, άρχοντας κι εγώ προσκύνησα γονατιστή στον θρόνο σου. Δεν ένιωσα υποταγμένη, ελεύθερη και δυνατή μόνο, τόσο δυνατή που να κινήσω και όρη. Κι όταν έλεγες: «Τι όμορφη που είσαι!», εγώ χαμογελούσα που δεν ακριβολογούσες, δεν κυριολεκτούσες ο σοφός! Δεν ήμουν όμορφη, σίγουρη στην αλήθεια ήμουν με τις ανθρώπινες δυνάμεις μου να γίνονται υπεράνθρωπες. Γιατί… «όποιος έχει αγάπη στην καρδιά σαν έλατο με την κορφή τ’ αστέρια σείει, τ’ αγρίμι αποκοιμίζει στα ριζά της λυγερής ψυχής του… το μέταλλο του Άδη λιώνει και την οπώρα ξεφλουδίζει των θεών». Έτρεχα εδώ κι εκεί, όπου όριζες, «έρημο σώμα μες την παγωνιά ανίδεο σαν το πουλί που πέφτει» και δεν ένιωθα παρά φτερά αετού και πέταγμα χωρίς φόβο, σαν Ίκαρος, χωρίς φόβο, και ας πέταγα προς χιλιάδες ήλιους. Έτρεχα, πέταγα όπου όριζες για τόσο δα, μια στιγμή μόνο να σου φέρω χρωματιστά κεριά και τραγούδια, φως και μουσική, να σου φέρω τα πολλά, τα πρωτόγνωρα, που χρόνια μάζευα και αχρείαστα έμειναν μέχρι που ήρθες. Προσευχόμουν ευτυχισμένη, όχι αμαρτωλή μετανοούσα, προσευχόμουν σαν σ’ άφηνα πίσω μου: «Κύριε των δυνάμεων άφησέ με ακόμα λίγο να θαυμάσω τον ήλιο…» Εκεί κι αλλού βάψαμε την πόλη κόκκινη με το ερυθρό των ξαναμμένων προσώπων, εκεί κι αλλού φωτίσαμε όλα τα σπίτια και πίσω απ’ τα κλειστά παράθυρα ανάψαμε τις παλιές ξεχασμένες λάμπες «με λίγο λάδι για το κόκκινο φανάρι της νύχτας», με λίγο λάδι που έσταξε απ’ της ψυχής το ξεχειλισμένο κιούπι. Άκουγα τη… λαχτάρα σου, μεθούσες με τη δική μου. «Στιγμές μικρές στιγμές… η μυρωδιά του αγέρα στα μαλλιά σου… η τραγική απελπισία της αφής, η γεύση των πραγμάτων πριν απ’ τον χειμώνα.» Το λίγο να φαντάζει πολύ, το πολύ να μη φτάνει, η απουσία να γεμίζει εικόνες ζωντανές με λαλιά και κίνηση, η παρουσία να με πάει και να με φέρνει σε ταξίδι αταξίδευτο κι ατελεύτητο, παράδεισος μαζί και κόλαση, «από τα χρόνια του Οδυσσέα στις σειρήνες, απ’ τη βαθιά κραυγή της θάλασσας μέχρι την πιο λεπτή γραμμή της γαλανής φωνής σου». Κι εγώ η μικρή, μπροστά στη δύναμή σου, προχωρούσα εκεί που δεν ήξερα, εκεί που είχα ανάγκη να πάω, φτάνει που μου ’γνεφες και μου ’δειχνες αυτό που νόμιζα δρόμο πλατύ, στρωτό κι ατέλειωτο. «Ο κόσμος απέραντος και ανοιχτός – τραγουδούσα – στην ακροθαλασσιά ο έρωτας παίζει τα βότσαλα.» Δεν ήξερες – έλεγες – τι δώρα εσύ να μου φέρεις. Έλεγες αλήθεια, έψαχνες στην αγορά, εκεί που οι έμποροι πουλούν πράγματα, παίρνοντας χρήματα. Ήθελες να δώσεις χρήματα για ’κείνα τα δώρα, χωρίς να βλέπεις πόσους θησαυρούς μάζευα στην ποδιά μου κι όλους από σένα, χωρίς να σου λείψει ούτε μια πεντάρα. Το πιο ακριβό, χειροπιαστό σου δώρο ήταν εκείνα τα λουλούδια, κάποια άνοιξη τα πρώτα απ’ τις γλάστρες σου. Ένα δυο κλαδάκια ολάνθιστα σε βαθύ ροζ χρώμα. Τα ’κρυψα σ’ ένα μεγάλο βιβλίο, ανάμεσα σε μια ανοιγμένη λευκή χαρτοπετσέτα που ρούφηξε τους χυμούς κι έκλεψε, εδώ κι εκεί, λίγο απ’ το χρώμα τους, σαν να το ’σταξε για μένα η ψυχή σου. Ύστερα τα πήγα στο γνωστό μου μαγαζί με τους πίνακες. Πίνακες ακριβοί γνωστών ζωγράφων κινήθηκαν απ’ τη θέση τους ακούγοντας, το αίτημά μου: «Ένα πράσινο βαθύ για φόντο και μια κορνίζα ξύλινη που να μοιάζει παλιά, για να κορνιζώσω τα λουλούδια μου. Το τζάμι φιμέ – είπα – δεν θέλω να γυαλίζει.» Χρόνια πελάτισσα, δεν θα με κακοκάρδιζε, αλλά και πώς θα μπορούσε να κρύψει την έκπληξή του; Μπορεί να ήταν κι η πρώτη φορά που του ζητούσαν να κορνιζώσει λουλούδια. Λουλούδια απλά, συνηθισμένα, κατά τη φυτολογία, όχι εξωτικά, παράξενα. Πονάω στη σκέψη πως όταν ξανάνθισαν οι γλάστρες σου, δεν θυμήθηκες καν τι είχες κάνει κάποτε, λίγο καιρό πριν. Όμως εγώ, χωρίς νερό και χώμα, κρατώ ζωντανά τα λουλούδια σου, αυτά στο κάδρο, όπως και τ’ άλλα μέσα μου! Μετρώ τα χρόνια, τους μήνες, τον καιρό όχι βάσει ημερολογίου. Με τον πόνο και τη στέρηση τα μετρώ, σαν να χάνεις για πάντα αγαπημένο πρόσωπο και το πένθος να μη περνά, να μη γλυκαίνει. Οι σελίδες άδειασαν κι άλλες δεν γέμισαν από τότε που, μπλεγμένος σ’ ένα δίχτυ αξεδιάλυτων δικαιολογιών, γύρισες την πλάτη κι έφυγες. Το παραμύθι το κλείδωσε ο δράκος κι η ματιά μάγισσα σ’ έναν σκοτεινό πύργο και πήραν τα κλειδιά. Σ’ έχω δει μερικές φορές από μακριά, άλλες τόσες μέτρησα βήμα βήμα διαδρομές που στοίχειωσαν πια και δεν σε φτάνουν και δεν σε φέρνουν. Σκέψου, περίμενα – ακόμα περιμένω – μια ομολογία, μια ισχυρή αιτιολογία. Αυτά τα δυο μου ήταν τα απολύτως απαραίτητα, για να πιστέψω εγώ πως δεν πλανήθηκα «πλάνην οικτράν» και πως ο κύκλος έκλεισε για πολύ σοβαρούς λόγους. Θα νηστεύω για πάντα και θα διψώ γι’ αυτά. Τάχα σ’ αφήνω τώρα να κοιμηθείς; Πώς μπορείς να γαληνεύεις την ψυχή σου, αφήνοντας μεσοπέλαγα τη δική μου, χωρίς σωστικά μέσα; Εγώ, όταν κοιμάμαι, ξυπνώ ακόμα με τη φωνή σου, τα μάτια σου μέσα στη νύχτα «μου μαχαιρώνουν τα μάγουλα. Τα αίμα γλιστρά, ξεδιπλώνεται, σπέρνοντας πάνω στα χείλια μου τον ανθισμένο κάκτο της ηδονής του». «Πυρακτωμένα σίδερα χαϊδεύουν την πληγή μου… στην αγκαλιά μου κρατώ ένα πληγωμένο σύννεφο.» «Οι παπαρούνες έγειραν κι έσμιξαν τα χείλια τους» με το πικρό στόμα του θανάτου. Αυτό το καλοκαίρι η θάλασσα πλημμυρίζει τα μάτια μου νερό κι αλάτι κι εσύ δεν το ξέρεις, δεν το φαντάζεσαι. Θαρρώ πως ξεχνιέμαι μπροστά της, μα πώς να ξεχαστώ και να σε ξεχάσω; Πώς να βγω στο φως «το δροσερό κι ανάλαφρο» χαμένη, εγκλωβισμένη «στον δαίδαλο της μνήμης»; «Ο θεοδόλιχος μετρά γωνίες, λογαριάζει μήκη. Ο χωροβάτης σημειώνει ύψη. Τα πάθη δεν έχουν αριθμούς και οι λύπες αποστάσεις. Το ύψος της Αγάπης: Ωσαννά!» Στον δρόμο ξαφνιάζομαι, η καρδιά πάει να σπάσει, σαν συναντώ πρόσωπα που σου μοιάζουν. Τι λέω, όλα τα πρόσωπα σε σένα μοιάζουν κι εσύ δεν είσαι αυτός κι εκείνος κι εσύ δεν ξέρεις πως… όλα τα πρόσωπα σε σένα μοιάζουν! Αφήνω τους καημούς μου απαλά στο κύμα, σαν χάρτινο καραβάκι κι αυτοί πίσω γυρίζουν, δεν ξανοίγονται, δεν ξεμακραίνουν, δεν βουλιάζουν. «Έκανα χάντρες κρύσταλλο τα δάκρυα κομπολόι» μα δεν αντέχουν τα δάχτυλά μου να χτυπήσουν αυτές τις χάντρες. Έχω τα πιο άδεια γεμάτα χέρια, έχω την πιο έρημη γεμάτη ψυχή. «Πού ν’ ακουμπήσω το φορτίο των χεριών μου, τη θλίψη και την αγωνία, το βάρος των ονείρων;» Έχασα τα φτερά μου, για να τα δανείσω στην αλήθεια μου να ’ρθει να σε βρει. Η θάλασσα παίρνει φωτιά απ’ το παράπονό μου, φωτιά που δεν σβήνει κι οι νύχτες υψώνουν άλλες φλόγες γύρω μου που «καίνε τη σάρκα και της ανοίγουν οδυνηρές διάφανες πληγές». Η σκιά σου γλιστράει στις αυλές, ξεκλειδώνει τις πόρτες» με φτάνει, μα δεν με λυτρώνει. Κι εσύ, σοφέ, δεν ξέρεις, δεν φαντάζεσαι πως δεν τρέχω πια σε πνευματικές εκδηλώσεις, δεν αγοράζω δώρα για κανέναν, σαν εκείνα τα δικά σου. «Πώς να διαβώ ένα κατώφλι αφού δε θα ’ναι για να σε βρω;» Αλλά κι απομονωμένη πώς θα παλέψω με την καταλυτική, αεί παρούσα, απουσία σου; «Πώς να με προστατέψει η πόρτα μου απ’ όλη αυτήν τη νύχτα;» Χαμηλώνω τα ρέοντα μάτια μου μπροστά στη θάλασσα. Σήμερα, πρώτη του Σεπτέμβρη, έβρεξε πολύ. Η αντάρα μου άρπαξε σε πελώρια αρπάγη γη κι ουρανό και πέλαγος κι όλα μαζί μου θρήνησαν. Βάζω τα χέρια γύρω απ’ το στόμα για να φωνάξω δυνατά, μήπως κι ακούσεις, μήπως και μάθεις: «Γύρισε λοιπόν τα μάτια σου να κοιτάξω τον ουρανό, δος μου τα χέρια σου να κρατήσω τη ζωή μου!»

Υ.Γ. Και όπως πολύ καλά κατάλαβες στο κείμενο δεν υπάρχουν διαστήματα και παράγραφοι, ταξινομήσεις και συντάξεις αναμενόμενες. Και φαντάζομαι πως θα θυμάσαι πως γράφω πάντα τυφλό…

 

Koumioti* Η Αδαμαντίνη Κουμιώτου γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Σάμο. Ζει στην Αθήνα. Διδάσκει Αρχαία Ελληνική Φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Βιβλία της: «Μετά τη σιωπή», «Της αγάπης θάλασσα», «Σαν τη βροχή στο χώμα», «Κόμπος στο μαντίλι», «Μάλαμα κι ασήμι».

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top