Fractal

Από το καθόλου του εαυτού στο πουθενά τού σύμπαντος

Γράφει η Χρύσα Φάντη //
 

“Από το πουθενά” , Μισέλ Φάις, Μυθιστόρημα, Εκδόσεις Πατάκη, 2015, Σελ. 216

 

 

Εκείνη ψυχαναλύτρια, εκείνος συγγραφέας και ασθενής της. Οι συναντήσεις τους στα πλαίσια της θεραπείας τού τελευταίου πραγματοποιούνται κατά τακτά διαστήματα επί δέκα ολόκληρα χρόνια. Στο Από πουθενά, έκτο κατά σειρά μυθιστόρημα του Μισέλ Φάις, το τρίπτυχο: δωμάτιο-γυναίκα-άντρας επαναλαμβάνεται σαν μουσικό μοτίβο. Οι ελάχιστες αλλαγές στον χώρο, όπως και κάποιες χαρακτηριστικές διαφοροποιήσεις στις αντιδράσεις και την εξωτερική εμφάνιση του ζεύγους (ρούχα, μαλλιά κλπ), υπογραμμίζουν αλλά και εντέχνως υπονομεύουν το πέρασμα του χρόνου. Παρεμβάλλονται περιγραφές από άλλα σκηνικά, κραυγές και ατάκες ανθρώπων από τα πιο απίθανα μέρη του πλανήτη. Πρόκειται για καταστάσεις και πρόσωπα που οι δυο «πρωταγωνιστές» ονειρεύονται; Κόσμους που οι ίδιοι επινοούν ή ίσως ανακαλούν; Ή τα παρεμβαλλόμενα αποτελούν υπο-σύμπαντα μέσα στο σύμπαν που υποδορίως τούς διαπερνά και τους καθορίζει; Ποια σχέση αναπτύσσεται μεταξύ τους;

 

Δωμάτιο, απόγευμα. (…)

(Γυναίκα ψυχαναλύτρια) Νομίζω πως υπάρχει ένα

 ζήτημα: νιώθετε πως αυτά που λέμε εδώ δεν είναι διασφαλισμένα (…) (Σελ. 146)

 Το αντίθετο θα έλεγα. (…) Κάποιες φορές σκέφτομαι να σας μαγνητοφωνώ. Ακόμη και τις σιωπές σας. Να καταγράφω ακόμη και την πυκνότητα ή την αραιότητα του αέρα ανάμεσά μας (…)Συχνά έχω σκεφτεί, όταν βγαίνετε για λίγο από το δωμάτιο, να ξεφυλλίσω το μπλοκάκι σας, να δω τις σημειώσεις σας. Ξέρετε ότι έχω ονειρευτεί το βυσσινί μπλοκάκι σας; Ότι έχω ακούσει το φυλλομέτρημά του στον ύπνο μου; (Σελ. 147)

 

(Γυναίκα ψυχαναλύτρια):

Στην αρχή πιστεύατε ότι σας μαγνητοφωνώ εν αγνοία σας, κάποια στιγμή ονειρευτήκατε τη μητέρα μου καφετζού ή ότι κάποιος κρυφακούει αυτά που λέμε, πριν ένα χρόνο αρχίσατε να γράφετε ένα θεατρικό για μένα. (Σελ. 30)

(…) Αυτός είναι ο λόγος που δεν ταξιδεύετε; Ταξιδεύουν τα βιβλία στη θέση σας; (Σελ. 30)

(Άντρας ψυχαναλυόμενος):

Αυτό που ξέρω, και το ξέρω καλά, είναι ότι συχνά έρχομαι εδώ εξουθενωμένος, με περιστοιχίζουν εξουθενωμένα πράγματα, με κατακλύζουν εξουθενωμένα πράγματα, όπου κι αν στραφώ με κατακλύζουν εξουθενωμένα βλέμματα, εξουθενωμένα πρόσωπα (…) και κάθε μέρα ξυπνάω κάτω από έναν εξουθενωμένο ουρανό.

Και τι ακριβώς θέλετε; Να εξουθενώσετε την εξουθένωση γύρω σας; (Σελ. 79-80)

 

Ο Μισέλ Φάις, από έναν εαυτό σύμπαν-ριγμένο τραυματικά μέσα στον κόσμο, περνάει στον καθόλου εαυτό των δισεκατομμυρίων άλλων, με κοινό παρανομαστή την περιδίνηση της γραφής.

 

Ρεαλισμός και παραδοξότητα:

Οπουδήποτε, οποτεδήποτε.

(… άντρας, γύρω στα ογδόντα,(…) άντρας γύρω στα σαράντα, (…) ανυπόφορα όμοιοι, σαν να είναι ο ίδιος άντρας στο πέρασμα του χρόνου. Ο νεότερος άντρας μιλάει πρώτος(…)

Κολυμπούσαμε, λέει, μαζί.

Μαζί; Μα εμείς δεν είχαμε πάει ποτέ στη θάλασσα μαζί…

Πάντως κολυμπούσαμε και ήταν ωραία.

Αυτό ήταν όλο;

Και κάποια στιγμή κουράστηκες, σταμάτησες να πάρεις ανάσες και μου είπες πως θες να κρατήσεις δυνάμεις για την

επιστροφή. Με ρώτησες μάλιστα αν θα συνεχίσω, αν αντέχω να συνεχίσω.

Και;

Τι και;

Τι απάντησες;

Σου είπα θα συνεχίσω. Θα πάω μέχρι το τέρμα.

Δεν ακούω…

Λέω, κι εγώ σου είπα θα πάω μέχρι το τέρμα.

Κι εγώ δεν ακούω… (Σελ. 13- 16)

Τύνιδα, καλοκαιρινό βράδυ. Μονόχειρας γύρω στα πενήντα, έχει κολλημένες πυγολαμπίδες στο μέτωπό του. (Σελ. 99).

Σεντάι, Ιαπωνία, πρωί. Βγαίνουν από πολυκατάστημα. Φοράνε καμπαρντίνες. (…) Αυτός που φοράει μπλε καμπαρντίνα χτυπάει μαλακά με τις παλάμες του τ’ αυτιά του, ενώ αυτός που φοράει μπεζ χτυπάει δυνατά τα πόδια του στο οδόστρωμα, μπορεί όμως και το αντίστροφο. (Σελ. 33-34)

 

Στοιχεία γκροτέσκο:

Βοστώνη, παιδικό δωμάτιο. Άντρας, γύρω στα εξήντα πέντε, ντυμένος με μαύρη βελούδινη στολή, ιδιαίτερα εφαρμοστή, και κόκκινη μπέρτα στους ώμους, καβαλάει θεόρατο ξύλινο άλογο. Γυναίκα, γύρω στα τριάντα πέντε, ντυμένη με τουαλέτα στο χρώμα του κάστανου τον ταΐζει φρουτόκρεμα. Κάθε τόσο τον σκουπίζει με κεντητή πετσέτα, που ο άντρας έχει δεμένη γύρω από τον λαιμό του. Ανά στιγμές, ο καβαλάρης χλιμιντρίζει και χτυπάει με το χέρι του τα καπούλια του αλόγου. (Σελ 110)

 

Χιούμορ και φρίκη μεσ’ από όνειρα εφιάλτες:

Γάνδη, σούρουπο. (…) Ο νεκρός φίλος του αφηγητή, κάποιος Μπαρτ, εμφανίζεται γεροδεμένος και κατσούφης, καμιά σχέση με τον γνωστό του πλαδαρό και χαμογελαστό Μπαρτ, κι αρχίζει αυτός (ο άγνωστος Μπαρτ) να κατηγορεί τον άλλο Μπάρτ, ενώ ο αφηγητής αναρωτιέται: «ρε λες αυτοί εκεί πάνω να γυμνάζονται;» (…) Κι αν δεν χώθηκε αυτός απρόσκλητος στον ύπνο μου αλλά εγώ στον δικό του; (Σελ. 55-56)

 

Τραγελαφικά αποφθέγματα:

Λισαβόνα. Χάραμα ή σούρουπο. (…)

Δηλαδή;

Δηλαδή, όταν τα σημαντικά βγάζουν τον σκασμό, τότε τα ασήμαντα δεν βάζουν γλώσσα μέσα. (Σελ. 37-43)

 

Τύνιδα, καλοκαιρινό βράδυ. (…) Πραγματικότητα άντε και γαμήσου. Φαντασία, καλό νούμερο είσαι και του λόγου σου. (Σελ 99)

 

Σπαρακτική ειρωνεία:

Βουκουρέστι, σαλόνι, βρέχει καταρρακτωδώς. (…) Η τηλεόραση δείχνει καταστροφές από πλημμύρες.(…) Ωραία που μουχλιάζουμε. (Σελ. 44)

 

Ατάκες κραυγές:

Λυών, βραδιάζει. Ξυπόλητος, ρακένδυτος, με μακριά μαλλιά και πυκνά γένια, έξω από σούπερ μάρκετ: Ψωνίστε, ψωνίστε!

Όλα κόπρανα και θλίψη θα γίνουν. Τίποτα δεν θα μείνει. (σελ.45)

 

Επαναλήψεις του πάθους, της οργής και του πένθους:

Μιλάνο, πρωί. (…) ΄Απαξ και μοιραστώ κάτι το μαχαιρώνω, το στραγγαλίζω, το πυροβολώ στον κρόταφο, το απανθρακώνω. Και δεν μιλάω για λεφτά, καριέρα, ταξίδια(…) Μιλάω για όλα αυτά, που όσο περισσότερο μιλάς για όλα αυτά, τόσο περισσότερο αποξενώνεσαι, τόσο περισσότερο χάνεσαι, τόσο περισσότερο δεν ξέρεις γιατί μιλάς, τόσο περισσότερο έχεις την αίσθηση ότι ακούς κάποιον άλλον να μιλάει στη θέση σου, να αποκαρδιώνεται στη θέση σου… (Σελ. 64)

Κάιρο, καφενείο, απομεσήμερο. (…) Η κατάσταση δεν είναι απλή. Με χαιρετούν πλέον αυτοί που δεν με ξέρουν και δεν με χαιρετούν αυτοί που με ξέρουν. Και λέω πλέον, διότι κάποτε με χαιρετούσαν αυτοί που με ήξεραν και δεν με χαιρετούσαν αυτοί που δεν με ήξεραν. (…) (Σελ. 80).

 

Μονόλογοι και παραληρήματα που βουλιάζουν στο χάος της ύπαρξης:

Μπανγκόκ, ουρανοξύστης, καλοκαιρινό βράδυ. (…) Εγώ σαν να μην ήμουν εγώ, σαν να ήμουν εγώ από μακριά, από την έρημο, από τους παγετώνες, ή σαν να ήμουν εγώ από κοντά, από πολύ κοντά, από τον βλεννογόνο των εντέρων, από τη λάσπη της συνείδησης, ήμουν εγώ που μιλούσα για μένα που δεν ξέρω, που δεν θέλω να ξέρω, που όσο περισσότερο μιλάω για μένα τόσο περισσότερο μιλάω για τον ψόφο κάποιου που θυμίζει εμένα μεθυσμένο, άστεγο, βιαστή (…) (Σελ. 157)

Μαρόκο, βραδάκι. (…) Και δεν μπορώ να το πω, επειδή αυτό που σκέφτομαι κι εγώ που σκέφτομαι αυτό που σκέφτομαι, δεν είμαστε και τόσο κοντά. Όχι, δεν είμαστε τσακωμένοι, ούτε εχθροί, αλλά αν πέσουμε ο ένας πάνω στον άλλο, μπορεί να ζητήσουμε συγνώμη και να απομακρυνθούμε σαν δυο ξένοι ή, στην καλύτερη των περιπτώσεων, σαν δυο τύποι που προσπαθούν να θυμηθούν πού έχουν ξανατρακάρει.» (Σελ. 164-165)

 

 

Κτερίσματα: Μυθιστόρημα-αυτοβιογραφία με γλώσσα ερωτική

Νευρώδης, πολυσχηματική, ετερόκλητη, αιρετική, αδίστακτη, αδιέξοδη όσο και παιγνιώδης, καρναβαλικό λεκτικό γαϊτανάκι, σκοτεινός γαλαξίας που άλλοτε διαστέλλεται και άλλοτε συστέλλεται, η γραφή του Φάις κατακλύζεται από φωνές που συνεχίζουν να εκπέμπουν και μετά τη γλώσσα που τις εκθέτει. Ευφάνταστοι αυτοσχεδιασμοί, αινιγματικοί διάλογοι, όνειρα παζλ, κουτσουρεμένες συνομιλίες και μηνύματα στο διαδίκτυο, αμφιβολίες, δυσθυμίες, φόβοι, σιωπές. Ο λόγος του ─ποιητικός, ωμός, λόγιος ή λαϊκός─, αναδυόμενος μέσ’ από παρδαλά ντεκόρ, πολλαπλά επίπεδα και επιδέξιες φραστικές πιρουέτες, κινείται όχι πλέον γύρω από τους δεδομένους άξονες, αλλά πέραν αυτών, ως κάτοπτρο και ψηφιδωτό, σφραγίδα και αποτύπωμα της ρήξης του χώρου και του χρόνου που τον εκτρέφει. Στο «Από πουθενά» ο ατέρμονος κατακερματισμός τού εαυτού, η πολυδιάσπαση και ο αφανισμός του, χαρτογραφούν φυσαλίδες πραγματικότητας που αιωρούνται σπαρακτικά πάνω από ένα αποτρεπτικό και αδιάφορο πολυσύμπαν.

Δεν του καίγεται καρφάκι του σύμπαντος για εμάς(…)Δεν αποκλείεται το σύμπαν που ζούμε τώρα, να δημιουργηθεί ξανά ακριβώς το ίδιο στο μέλλον, ενώ το τωρινό σύμπαν μας θα μπορούσε να είναι το νιοστό από το παρελθόν, να έχει δηλαδή ήδη προϋπάρξει πολλές φορές. (Δημήτρης Νανόπουλος, Αποσπάσματα από πρόσφατη ομιλία του στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών)i.

Περνάνε ακόμη και άνθρωποι που δύσκολα τους ξεχωρίζεις από σένα. (…) Κι έτσι είδα λοιπόν τους Α και Β να βαδίζουν αργά ο ένας προς τον άλλο (…) Μπορεί όμως όλ’ αυτά να ναι αναμνήσεις. (…) Έμοιαζαν, αλλά όχι πιο πολύ από οποιουσδήποτε άλλους. (Σάμουελ Μπέκετ, Μολλόυ, μετ. από τα γαλλικά Αλεξάνδρας Παπαθανασοπούλου, εκδόσεις ύψιλον, 1993, β. έκδοση).

Ζούμε σε δέκα διαστάσεις, αλλά δεν το αντιλαμβανόμαστε. (Δ. Νανόπουλος, οπ.πρ.)

Τους Α και Β δεν τους ξαναείδα ποτέ. Μπορεί όμως να τους ξαναδώ. Θα τους γνωρίσω όμως; Και είμαι βέβαιος πως δεν τους ξαναείδα ποτέ; Και τι εννοώ είδα και ξαναείδα; (Σάμουελ Μπέκετ, Μολλόυ, οπ. πρ.)

 

Αυτο-αναφορικότητα στη νιοστί; Πάσχω από ύπαρξη, δήλωνε συχνά ο ποιητής Ν. Καρούζοςii. Πάσχω από πολύ εαυτό, επαναλαμβάνει ο Φάις στα ιδιότυπα κείμενά του. Οι διάλογοι τσεκουρώνονται, οι περιγραφές τρελαίνονται, οι λέξεις ακυρώνουν το νόημά τους. Υπαρξιακό άγχος και ερωτική καθήλωση, νεύρωση, διάψευση, εξοστρακισμός. Πρόζα ατίθαση και αιχμηρή, φωνή οργισμένη. Στα χνάρια τής σύγχρονης αστροφυσικής αλλά και του αγαπημένου του συγγραφέα Σάμουελ Μπέκετ, από το πρώτο του μυθιστόρημα Αυτοβιογραφία ενός βιβλίου (1994), τη συλλογή διηγημάτων Απ’ το ίδιο ποτήρι και άλλες ιστορίες (1999) και το αφήγημα Αegypius monachus (2001) τα οποία, σύμφωνα με τις καταθέσεις του ίδιου, συγκροτούν «την άτυπη αυτοβιογραφική τριλογία του», τα μυθιστορήματα Το μέλι και η στάχτη του Θεού (2002) και την Ελληνική αϋπνία (2004) που «φωτίζουν την διπλή ταυτότητά του (ελληνοεβραϊκή) μέσα από την παραβατική βιογραφία ενός περιθωριακού ζωγράφου και τεχνοκριτικού (Τζούλιο Καίμη) κι ενός εκ των κορυφαίων διηγηματογράφων μας (Γεώργιος Βιζυηνός)», το δίπτυχο μυθιστόρημά του Πορφυρά γέλια (2010) ως: μεταμυθοπλαστικό παιχνίδι για το σφαγείο της μνήμης, τη σαρκοφάγο της αγάπης και την αδυναμία της δύναμης, τα αμιγώς θεατρικά του: Αντρόγυνα, Η πόλη στα γόνατα, Το κίτρινο σκυλί και Το παγκάκι του κανένα, μέχρι και τα πλέον πρόσφατα μυθιστορήματά του, Κτερίσματα (2012) και Από το πουθενά (2015), ως αφηγηματικά παιχνίδια ανάμεσα στο «κλέβοντας τον εαυτό σου ως ξένο και φιλοξενώντας τον ξένο ως εαυτό» iii , οι μασκαρεμένες αυτοβιογραφίες εκβάλλουν σε ένα συμπαντικά ανεστραμμένο εγώ, ενοχικά αιμοσταγές, εύθραυστα γκρανκινιολικό, καταπονεμένο και καταπονημένο. Το μικρό παιδί απ’ την Κομοτηνή, διαρκώς αποκαλυπτόμενο και διαρκώς υπεκφεύγον, μπροστά στις άπειρες κατατμήσεις και υποδιαιρέσεις ενός παιδιόθεν τραυματισμένου εγώ, φλεγόμενο να εισακουστεί και να κοινωνήσει, να λιώσει μες στο κοινό αίμα και χνώτο, καταλήγει να ταξιδεύει «ως αιώνια καταδικασμένος γραφιάς» ivσε παράδοξα λεκτικά σύνολα και μικροιστορίες-φαντασιώσεις, αδιέξοδα απ’ τα οποία αδυνατεί να ξεφύγει.

Σκότος εκεί που όλα φαινομενικά κολυμπούν στο φως; Σύμπαντα ως εκ του πουθενά της φρίκης. Κείμενα εξεγερμένα που δεν θέλουν πια να συνομιλούν, που κι όταν φαινομενικά κουβεντιάζουν, σκοντάφτουν πάνω σε λέξεις και φράσεις δύστροπες, αιμάσσουσες, εμμονικές. Πρόσωπα στο αρνητικό του νάρκισσου, εαυτοί γήινοι του πολύ, εαυτοί άυλοι του καθόλου.

O Mισέλ Φάις (Κομοτηνή, 1957) πολυγραφότατος και καταξιωμένος συγγραφέας και δάσκαλος του μεταμοντέρνου, (το 2000 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος για την συλλογή διηγημάτων Απ’ το ίδιο ποτήρι και άλλες ιστορίες), είναι υπεύθυνος των σελίδων βιβλίου στην Εφημερίδα των Συντακτών, διδάσκει δημιουργική γραφή («Σχόλη» των εκδόσεων Πατάκη, Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας) και επιμελείται λογοτεχνικές σειρές. Του αρέσει να φωτογραφίζει και να πεζοπορεί.

Μεταφράσεις: Autobiografie d’ un livre (Hatier, 1996), Histoires (enterrées) vives (Le passeur, 2003), Historias enterradas (vivas) (Berenice, 2005), From the Same Glass and Other Stories (University of Bermingham, 2007) και Αutobiografia unei carti (Οmonia,2007).

Διηγήματά του μεταφράστηκαν για αμερικανικά περιοδικά (Harvard Review, Agni, Metamorphoses, Mondo Greco, Τhe Dirty Goat), ενώ άλλα συμπεριλήφθησαν σε γερμανικές, ισπανικές, τσέχικες και ρουμάνικες ανθολογίες.

Δραματοποιήθηκαν επί σκηνής: Αυτοβιογραφία ενός βιβλίου από τον Θοδωρή Γκόνη (ΔΗΠΕΘΕ Κομοτηνής και Πάτρας, 1996), Αντρόγυνα- Αegypius monachus από τον Περικλή Χούρσογλου (Μονόλογοι Πολιτιστικής Ολυμπιάδας, 2003), Η πόλη στα γόνατα από το Θάνο Αναστόπουλο (Αμόρε-Δοκιμές, 2006) Ελληνική αυπνία από τη Ρούλα Πατεράκη (Εμπρός, 2006), Το κίτρινο σκυλί (Από Μηχανής Θέατρο, 2009, σκην. Λ. Μελεμέ, Θέατρο Αμαλία, 2011. Σκην. Α. Σπυριδάκης, ΔΗΠΕΘΕ Σερρών, 2013, σκην. Παν. Μέντης, Θεατρική Ομάδα Pinata, 2014, Nαύπλιο), Πέστροφα Δουνάβεως (Φεστιβάλ Φιλίππων, 2010, σκην Λ.Μελεμέ), Μετά τις τελευταίες μας λέξεις «Συνεργείο, 2011, σκην. Λ. Μελεμέ), Πουπουλένιο τίποτα (Εθνικό Θέατρο-Αναγνώσεις, 2011, σκην. Ν. Κουρής-Μ.Καλλιμάνη-Αλ. Καλτσίκη), Είμαι αριστερόχειρ ουσιαστικά (Παράσταση για τον Μανόλη Αναγνωστάκη. Φεστιβάλ Φιλίππων-Θάσου, 2012, Θέατρον Θησείον, 2012, σκην. Αλ. Καλτσίκη), Το παγκάκι του κανένα (Θέατρο Βασιλάκου, 2014, σκην. Αλεξία Καλτσίκη) κ.α.

Συνεργάστηκε στο σενάριο με τον Νίκο Παναγιωτόπουλο (Delivery, 2004, Επίσημη Συμμετοχή Φεστιβάλ Βενετίας και Μόντρεαλ), Αθήνα-Κωνσταντινούπολη (2008) και Η κόρη του Ρέμπραντ (2015)

Πραγματοποίησε δυο ατομικές εκθέσεις φωτογραφίας στην Αθήνα (‘Υστερο βλέμμα, 1996 και Η πόλη στα γόνατα, 2002, Χώρος Τέχνης «24») ενώ συμμετείχε σε πολλές άλλες.

 

 —————————————————-

i Ο Δημ. Νανόπουλος είναι καθ. Φυσικής του Παν. του Τέξας A&M και τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Η ομιλία του αφορούσε το πείραμα του CERN και την πειραματική διερεύνηση της ύπαρξης του Πολυσύμπαντος (multiverse).

ii -Δεν σε βλέπω απόψε καλά. -Τι έχεις; -Έχω ύπαρξη. (Ν. Καρούζος. Δες και Πάνος Σταθόγιαννης, περιοδικό ”ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ”, τεύχος 177-178, χειμώνας 2010).

iii σελ. 273, Μ. Φάις, κτερίσματα, εκδ. Πατάκης, 2012.

iv οπ. πρ. σελ. 95.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top