Fractal

Από το ατομικό στο συλλογικό

Γράφει η Δρ Χριστίνα Αργυροπούλου // *

 

 

“Λιγοστεύουν οι Λέξεις”, ποίηση της Δέσποινας Καϊτατζή-Χουλιούμη, εκδ. Μελάνι, Αθήνα 2017, σελ. 84

 

Σε αυτήν την ποιητική συλλογή μιλάει η ποιήτρια με τη γλώσσα της ψυχής της για θέματα παλιά και σύγχρονα, για πράγματα βιωμένα και για άλλα, που της τα αφηγήθηκαν, με άμεσο ποιητικό λόγο. Κυρίαρχα θέματα είναι ο δικός της ξεριζωμός και άλλων ανθρώπων, δηλαδή η ξενιτιά, η μετανάστευση, η προσφυγιά, που αποτυπώνονται στην ψυχή του ανθρώπου δια βίου. Εδώ η ποιήτρια μετέτρεψε τη δική της περίπτωση σε δημιουργία, σκάπτει ένδον και αποκαλύπτει το μη λεγόμενο. Bρίσκουν φωνή στην ποίησή της όλοι όσοι πέρασαν ή περνούν διάφορες μορφές ξενιτιάς. Τον πόνο και τον νόστο του ξενιτεμένου και κυρίως του πρόσφυγα ούτε οι λέξεις δεν επαρκούν για να τον εκφράσουν. Εστιάζει στο παιδί σε αυτές τις περιπτώσεις, στην κάθε μορφής απώλεια, συνδέει τις φυσικές εικόνες με τις ψυχικές καταστάσεις και στοχάζεται πάνω στον ξεριζωμένο άνθρωπο. Η Δέσποινα Καϊτατζή πηγαίνει από το ατομικό στο συλλογικό, οπότε η ποίησή της αποκτά μια πανανθρώπινη ανθρωπιστική φωνή.

Η ποιήτρια αφιερώνει στη μνήμη του πατέρα της τη συλλογή, που η προσφυγιά τον σημάδεψε, η προμετωπίδα με απόσπασμα από τον Μπόρχες είναι σημαίνουσα, καθώς μιλάει για την αγάπη, διότι αυτή είναι δύναμη για κάθε τι που συμβαίνει στη ζωή μας.

Η συλλογή χωρίζεται σε δύο μέρη, επιλέγεται η αστιξία και φυσικά το μονοτονικό. Τα κεφαλαία γράμματα δηλώνουν τις παύσεις, τις τελείες. Πιο αναλυτικά, στο ποίημα «Κοχύλια» με την τεχνική της επανάληψης του «αν» δίνεται η θέση ότι θα γίνει εξόρυξη κοιτασμάτων φωτός «σ’ υποθαλάσσια ρεύματα». Δηλαδή, θα καταθέσει εδώ ό,τι βρίσκεται ή κρύβεται στην ψυχή της. Άλλωστε η ποίηση είναι έκφραση ζωής, έκφραση βιωμάτων, με την τέχνη της ποιητικής γραφής, που φέρνει στην επιφάνεια του λόγου τόσα όσα είναι αρκετά να καταδείξουν στάσεις και συναισθήματα. Το θέμα του ξεριζωμού που σφραγίζει τον κάθε άνθρωπο τίθεται καθαρά, σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο, π.χ. «ό,τι μας σφράγισε ξεριζωμός», που αναπτύσσεται στο επόμενο ποίημα, όπου οι «τόποι μας», μοιάζουν με ξεριζωμένα δέντρα. (σελ.13). Η επίταση γίνεται με το «ξεριζωμένα δέντρα δυο φορές κι εμείς», οπότε σκιαγραφείται μια ατομική περιπέτεια, όπου προσφύγων τέκνα μετανάστευσαν πρώτα εσωτερικά και τώρα στο εξωτερικό, οπότε πάλι έμειναν έρημοι «οι τόποι μας» σαν τα ξεριζωμένα δέντρα. Με τις εικόνες των ξεριζωμένων δέντρων από έναν τόπο σε άλλον διοχετεύει με εικονικό και ψυχολογικό τρόπο τον πόνο του ξεριζωμού, χωρίς να κραυγάζει, εστιάζοντας στην ξεραΐλα, που μένει πίσω, ακόμα εστιάζει και στην απουσία παιδιών, θίγοντας ένα σύγχρονο θέμα, δηλαδή της μετανάστευσης των νέων και μορφωμένων ανθρώπων, π.χ. «Πού πήγαν τα παιδιά/ Ξεραΐλα» (σελ. 14). Το αύριο δεν φαίνεται ευοίωνο, π.χ. «Και τα παιδιά μας φευγάτα από καιρό», με χρονολογία 2015 (σελ. 15). Η ποιητική καταγραφή από τα λόγια του μετανάστη σε «Προπαρασκευαστική τάξη» καταδεικνύει μια άλλη τραγική πραγματικότητα σε ύφος προφορικού λόγου του μετανάστη που μαθαίνει λίγα ελληνικά (σελ. 16). Και το επόμενο ποίημα αναδεικνύει τη μοναξιά του ακορντεονίστα μετανάστη. Ακολουθεί το ποίημα με τις μικροϊστορίες μεταναστών, με έμφαση στο κρύο του βορινού τόπου όπου όλα παγώνουν ακόμα και το γάλα στα χείλη νηστικού παιδιού (σελ. 19). Η ποιήτρια ποιεί ποίηση με και διά των εικόνων, που είναι βγαλμένες από τη ζωή, άρα είναι ζωντανές, ενέχουν δύναμη. Πρόκειται για μια εικονοποιία ανωνύμων αγίων του ξεριζωμού. Η αρρώστια, το νοσοκομείο και η απώλεια γίνονται ποιητικά στοιχεία και δίνονται αριστοτεχνικά, σε αφαιρετικό λόγο, συνεκδοχικά και ψυχοποιητικά, π.χ. «παντόφλες στο κατώφλι σ’ αναμονή/ σ’ αποδημία το πόδι» (σελ. 20-21).

Προσωπική κατάθεση έχει το ποίημα «DILEMMA», όπου η ποιήτρια βρίσκεται ανάμεσα σε δυο ταυτότητες, τη σουηδική και την ελληνική, προερχόμενη από τόπο μακεδονικό. Το επιμύθιο είναι ενδεικτικό του εσωτερικού πόνου, που είναι πιο δυνατός από τον σωματικό, π.χ. «Εξαντλημένη γέρνω σε μαχαίρι δίκοπο». Και το επόμενο ποίημα μιλάει για την ξενιτιά και τον νόστο, μέσα από τις μνήμες και τις «άνοστες», δηλαδή τις ξενικές λέξεις. Εκεί στην παλιά πόλη της Σουηδίας με τα κεφτεδάκια λαχανικών, ενώ η σκέψη ταξιδεύει στη μητρική γλώσσα, που διεγείρει όλες τις αισθήσεις (σελ. 23). Παρατηρούμε ότι η ξενιτιά εδώ δίνεται μέσα από τη μητρική γλώσσα και τις οσφρητικές εικόνες. Η ξενιτιά, ο χρόνος, ο χώρος και η ζωή είναι τα θέματα, που συνδέουν τέσσερις νέους στο ποίημα «Τέσσερα κλωνιά ανθεκτικά». Η επιστροφή του μετανάστη στον τόπο του δίνεται αριστοτεχνικά, καθώς αυτός ο πλάνης άνθρωπος επιστρέφει όχι για να ζήσει, αλλά ηλικιωμένος για να πεθάνει στον τόπο του, διότι, όπως έγραψε ο Κάλβος, ο θάνατος είναι γλυκύς μόνον στην πατρίδα. Με ευαισθησία αποδίδεται η ευαισθησία στο σούρουπο, όπου, καθώς βραδιάζει στο βόρεια Σέλλας, έτσι μελαγχολεί και η γράφουσα, που απεικονίζει το βράδιασμα και στην ψυχή της (φύση και άνθρωπος, αλληλεπίδραση). Με επαναλήψεις ως νοηματική και λεκτική συνοχή και συνεκτικότητα χτίζεται το ποίημα «Μέσα στη νύχτα», όπου καταυγάζεται το ποιητικό υποκείμενο (σελ.28). Με ιδιαίτερο λυρισμό δίνεται η σχέση της μάνας και του παιδιού τότε που ήταν μωρό και τώρα που τον βλέπει μόνο μέσα από το Skype, διότι ο γιος έφυγε στα ξένα.

Πολύ λυρισμό έχει το ποίημα «Σην Πατρίδα», αφιερωμένο στο πόντιο πατέρα της, όπου η ποιήτρια με την πολυφωνία του εγκιβωτισμού ποντιακών λέξεων, με εικόνες και τον νόστο του πατέρα για τον τόπο του, αποδίδει εύστοχα τον νόστο της χαμένης πατρίδας, με το εύρημα του ονείρου και του παραμυθιού, του παιδιού και του ώριμου άντρα, που γίνεται στον ύπνο του παιδί εφτά χρονών, τότε στην πατρίδα με τον σχισμένο χαρταετό (σελ. 31). Σε ανάλογο κλίμα νόστου και μνήμης κινείται και το επόμενο ποίημα, που γίνεται πατρίδα η μνήμη. Έντονα βιογραφικό είναι το ποίημα «Άγνωστες λέξεις», όπου δίνονται, ποιητικά, οι περιπέτειες της κόρης του αντάρτη, οι διωγμοί και το ταξίδι ενός παιδιού από χώρα σε χώρα μέχρι να καταλήξει στη Στοκχόλμη, όπου το φως είναι λιγοστό, καθώς βλέπει το πρόσωπό της μέσα από «Εφτά θρυμματισμένα προσωπεία». Ακόμα, προσθέτει, με όλο το φορτίο των λέξεων, ότι οι λέξεις: καθρέφτης, φως και φωταγωγίες είναι γι’ αυτήν «χαμένες λέξεις». Συγκλονιστικό είναι το ποίημα «Kärleslàs=κλείθρο του έρωτα», με τις ψυχικές αντανακλάσεις και προβολές στη φύση, με την απουσία της μανούλας στο βρέφος, με τη μοναξιά, μετά τον βίαιο ξεριζωμό στην Πρώτη βρεφική ηλικία. Πρόκειται για ένα ποίημα δυνατό, πέρα από τόπο και χρόνο. Σε ανάλογη συναισθηματική ένταση κινείται και το ποίημα όπου η τσάντα γίνεται πατρίδα, όπου το άτομο γίνεται πατρίδα, δηλαδή η πατρίδα είναι ό,τι ο ξενιτεμένος ή ο πρόσφυγας κουβαλάει εντός του.

 

Δέσποινα Καϊτατζή – Χουλιούμη

 

Δίνεται αλληγορικά η εικόνα του ψυχολογικού σπιτιού, διότι πολλά ξεριζώματα έτυχαν στην ποιήτρια ως κειμενικό υποκείμενο. Η εικονιστική σύλληψη για εξωτερίκευση της ψυχικής κατάστασης είναι πολύ πετυχημένη. Το ποίημα «Συγγνώμη να περάσω» αναδεικνύει τον ρατσισμό σε έναν μελαψό που θα βρεθεί σε βόρεια χώρα. Η ελληνική του γλώσσα του αγνώστου θα φέρει την ανατροπή (ειρωνεία κατάστασης), καθώς η ομόγλωσση κειμενική ηρωίδα νιώθει τύψεις για τις προηγούμενες σκέψεις της, αναδεικνύοντας, συγχρόνως, τον φόβο για το μη οικείο. Επίσης, με εξαιρετική αφηγηματική περιγραφή δίνεται η κατάσταση στην Ειδομένη, όπου έχουν συγκεντρωθεί πολλοί μετανάστες, με εστίαση σε ένα ζευγάρι. Αυτοί στέκονταν σαν ένα υπέροχο γλυπτό με τη γυναίκα να γέρνει το κεφάλι στον ώμο νέου άντρα, ο οποίος με το ένα χέρι την αγκαλιάζει και με το άλλο «χέρι άπλωνε στρώμα για το παιδί». Η ποιήτρια στις εικόνες της δίνει το σύνολο πρώτα και μετά εστιάζει ως σκηνοθέτης στο ειδικό, σε μια ξεχωριστή σκηνή που αναδεικνύει ανθρώπινη αγάπη (σελ. 37). Σε ανάλογο κλίμα πόνου κινείται και το ποίημα «Εξόριστοι» με τον σύντομο στίχο. Το ποίημα, που δίνει τον τίτλο στη συλλογή: «Λιγοστεύουν οι λέξεις», προσωποποιεί τις λέξεις, που την πνίγουν στον λαιμό, που γίνονται κραυγές, ήχοι θρήνων ακατάληπτοι, φρίκη που δεν μπορούν ούτε οι λέξεις να την αποτυπώσουν. Στο ίδιο κλίμα κινείται και το ποίημα: «Πρόσφυγες- Νανούρισμα», με έντονη τη συμμετοχή της φύσης, με τον ξεσηκωμό της συνείδησης που γίνεται πόνος και νανούρισμα για όλα τα προσφυγόπουλα (σελ. 40). Η ζωοφιλία της ποιήτριας αναδεικνύεται στο ποίημα «Φάλαινες Πληγωμένες». Στο ποίημα «Πρόσφυγες», μετά την καταγραφή του ξεριζωμού, έρχεται το πείσμα και η αισιοδοξία για το ξαναρίζωμα, με υπέροχη σύλληψη, όπου τα συναισθήματα γίνονται εικόνες αισιοδοξίας, με αυτονομία του κάθε στίχου, π.χ. «Γιατί ό,τι έχουμε το κουβαλάμε μέσα μας /[…]/ Ο σπόρος μας θα κατακλύσει το σύμπαν/και θα γεννήσει χιλιάδες ουράνια σώματα» (σελ. 43). Με πετυχημένη σύλληψη και ως πεζοποίημα δίνεται η Περσεφόνη του μύθου που ταυτίζεται με το ποιητικό εγώ. Με γνωμοδοτικό τρόπο και λέξη-στίχο γράφεται ο «Ανέστιος», που δίνει σύγχρονο νόημα σε ονόματα-σύμβολα του μύθου. Ανάμεσα στο παράλογο και την αξιοποίηση υπερρεαλιστικών εικόνων κινείται το ποίημα «Πολύτιμες οι λίμνες στα δωμάτια». Ο θάνατος ενυπάρχει στην ποίηση της Δέσποινας Καϊτατζή όχι υπαρξιακά, αλλά ως ένας κύκλος της ζωής και του θανάτου, ή ως μία επώδυνη απώλεια, με την οποία, τελικά, συμβιβάζεται ο άνθρωπος.

Το β΄ μέρος της συλλογής επιγράφεται « Γίνομαι γιαλός», κάτι που διαρκώς γίνεται, με φόντο τη θάλασσα. Στα ποιήματα αυτού του μέρους αναδεικνύεται η αγάπη της ποιήτριας για τη γη-πατρίδα, στην οποία διαχέεται και ο πόνος της για όσα έπαθε ή παθαίνει (σελ. 51). Τα ποικίλα αδιέξοδα καταγράφονται, ποιητικά, στο ποίημα «Σε δαιδαλώδεις δρόμους», ενώ στο επόμενο ποίημα γίνεται λόγος για τη γη και όλον τον κόσμο ως ένα θέατρο, όπου θεατές και ηθοποιοί είναι αδρανείς, καθώς όλα τεκταίνονται αλλού και όλοι μοιάζουν με μαριονέτες. Δίνεται υπέροχα το σκηνικό, η σκηνική απεικόνιση της σύγχρονης ζωής σε παγκόσμιο επίπεδο, με το αβέβαιο αύριο. Είναι ένα ποίημα προβληματισμού, στοχαστική στάση στον σύγχρονο κόσμο μας (σελ.53). Στη φύση και τη σιωπηρή της γνώση αναφέρονται τα επόμενα τρία ποιήματα, γιατί «Τα δέντρα γνωρίζουν», ενώ οι άνθρωποι ή δε γνωρίζουν ή δε θέλουν να γνωρίζουν. Τα δέντρα ψυχοποιούνται, όπως στο δημοτικό τραγούδι, και μιλούν για φονικές μάσκες και για το δυσοίωνο αύριο. Το καθαρό νερό στερεύει, με αντίστιξη στο καλό τότε και στο δυσοίωνο τώρα. Και με τον αφανισμό του ποταμιού θίγονται περιβαλλοντικά προβλήματα, με το επιμύθιο ότι «Βουλιάζει όποιος πάει αντίκρυ της/όλοι βουλιάζουμε έντρομοι» (σελ. 57).

Με το ποίημα «Μεσογωνιά» μιλάει για το χωριό που καταστράφηκε, δίνει φωνή στο σπίτι και στα άψυχα, που εκφράζουν την απώλεια, το κενό, την απουσία ανθρώπων, όπως γίνεται στις χαμένες πατρίδες. Άλλα πάλι σπίτια πριν ολοκληρωθούν: «γυμνά οδεύουν προς τον θάνατο» (σελ. 59). Με την ποιητική πεζοαφήγηση η ποιήτρια μας μιλάει για τον πόνο των σπιτιών, δηλαδή των ανθρώπων, που πριν ολοκληρώσουν τα σπίτια τους για να τα χαρούν, τα χάνουν από εξωτερικές αιτίες. Ύμνος στην ελευθερία γίνεται με το ποίημα «Κάτω απ’τα σύννεφα». Το θέμα της ανεργίας και της φτώχιας θίγεται στο ποίημα «Χέρι Μα-χαίρει», όπου τα ακουστικά ομόηχα λεκτικά ζεύγη διαφέρουν οπτικά και νοηματικά, καθώς ο αξιοπρεπής επαίτης έκαμε το κειμενικό υποκείμενο να ψυχοαναλυθεί, να υποφέρει από την παράλειψή του να συνδράμει έναν επαίτη του καιρού μας, όχι επαγγελματία επαίτη (σελ. 61). Με εξαίρετη σκηνοθεσία, με λεπτό χιούμορ που σπάζει κόκαλα και με το παράλογο στοιχείο αποκαλύπτει η ποιήτρια ένα άλλο ανθρώπινο δράμα της κρίσης, την Αρχόντισσα του δρόμου (σελ. 62). Με ευαισθησία και ποιητική τέχνη γίνεται λόγος για πολλά κοινωνικά σύγχρονα θέματα, όπως για τους νέους της φωτιάς, για τις συνέπειες της κρίσης και του πολέμου και σαρκάζει τον δήθεν ανθρωπιστικό πόλεμο, που άνοιξε τους ασκούς του Αιόλου. Με το άλαλο πουλί θίγει το θέμα του έρωτα και της αγάπης, που δίνει φωνή και στο πουλί. Ακολουθούν ποιήματα, που οραματίζονται τα καλά νέα, διότι είμαστε από καλή γενιά, όπως λέει το ποίημα με αυτόν τον τίτλο, που συνομιλεί με τον Ελύτη.

Αισιοδοξία, με στήριγμα των επιγόνων στους παππούδες αναδύεται από το ποίημα «Επίγονοι», όπου η ποιήτρια προτρέπει να οραματιστούμε καλύτερες μέρες, να ονειρευτούμε Ιθάκες ή και να τις επινοήσουμε. Πρόκειται για ποίημα που προσκαλεί και προκαλεί τους επιγόνους να χτίσουν έναν νέο κόσμο με όραμα. Και το ποίημα «Στου βράχου την κόγχη» η ποιήτρια αναζητάει διέξοδο από τα αδιέξοδα, με εικόνες υπερρεαλιστικές. Η πατρίδα και πάλι υμνείται ως αγάπη, ως χώμα ποτισμένο με δάκρυα, ως μητρικές λέξεις, ως ήλιος και βροχή, ως βουνά και ρίζες αρχέγονες. Αναδεικνύονται με απλά στοιχεία ο δεσμός του ανθρώπου με την πατρίδα του ως τόπος και τοπίο, ως γλώσσα και ως παιδικά βιώματα. Το τελευταίο ποίημα της συλλογής, που έδωσε τον τίτλο και στο β΄ μέρος του βιβλίου «Γίνομαι γιαλός» παίζει ποιητικά με την παρήχηση του γ, αποθεώνοντας τη γλώσσα, τον γιαλό, τη θάλασσα, τα γιασεμιά, τους ήχους και τα αρώματα της πατρίδας, μέσα από συνεικόνες, από εικόνες οπτικές, ακουστικές και οσφρητικές, π.χ.

Γίνομαι γιαλός

γίνομαι γιαλός

γιρλάντες γεμάτος γιασεμιά

γόνος γης γόνιμης

γαμέτης γαλήνης

γαζία γίνομαι γενέθλιας γης

γαλαξιών γεωμέτρης

γεννώ γαλουχώ

γη γεράνια γεμάτη

γιαλός γεμάτος γιασεμιά

Συνολικά, η ποίηση της Δέσποινας Καϊτατζή-Χουλιούμη με ταξίδεψε και θεωρώ ότι προβληματίζει τον αναγνώστη της σε σύγχρονα θέματα, αναδεικνύει αξίες, μέσα από τα δικά της βιώματα αγγίζει κάθε άνθρωπο και όχι μόνον κάποιον που έχει ζήσει ως πρόσφυγας ή ως μετανάστης. Προτείνει στάση ζωής με τα ποιήματα της ξενιτιάς και του νόστου της, αναδεικνύει προβλήματα από πολέμους και κρίσεις οικονομικές, στήνει το θέατρο του παραλόγου που ζούμε σήμερα, καθώς κάποιοι αόρατοι ρυθμίζουν τις τύχες μας και εμείς είμαστε απαθείς θεατές και ηθοποιοί μαζί. Μιλάει για το περιβάλλον και τη φιλοζωία. Γενικά, η ποίηση αυτή, έχει γραφτεί με πολλή ευαισθησία, αναδεικνύοντας τις ψυχολογικές συνέπειες των όσων περνούσαν και περνούν οι άνθρωποι ως μετανάστες, μέτοικοι και πρόσφυγες.

Συγχαρητήρια αγαπητή Δέσποινα και Καλές Γραφές.

 

 

Γλυφάδα 4-2-201

 

* Η Δρ Χριστίνα Αργυροπούλου είναι Επίτιμη Σύμβουλος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου και συγγραφέας

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top