Fractal

Αφήγημα: «Από τη Σαμοθράκη στην Αλεξανδρούπολη»

Της Άννας Δεληγιάννη-Τσιουλπά // *

 

 

 

Είχε ξημερώσει κι ο ήλιος παντεπόπτης, θα σηκωνόταν ψηλά και θα φώτιζε το πλοίο ολάκερο και τους αφρούς που άφηνε πίσω του! Πρώτη φορά ταξίδεψα τόσο πρωί, πρώτη φορά στα τόσα χρόνια έπιασα τον ήλιο να μου χαμογελά από τα αριστερά έτσι όπως φωτογράφιζα την προκυμαία της Καμαριώτισσας από το κατάστρωμα του πλοίου «ΣΑΟΣ». Στεκόταν δίπλα μου και η Γιώτα από τη Ρουμανία! -Βγαίνουν καλές, με ρώτησε, ή θαμπές; -Ε ό,τι βγουν, κάποιες φαίνονται καλές για τα δεδομένα της μηχανής και για τα δικά μου βέβαια! Η Γιώτα από Έλληνα πατέρα -ο οποίος έμεινε στη Ρουμανία, παντρεύτηκε τη μάνα της, δεν άκουσα καλά το όνομα, Άντρεα νομίζω, και έμαθε πολύ καλά τα ελληνικά -είχε έναν τουλάχιστον προορισμό δια βίου, αυτόν προς τη Σαμοθράκη. Καθίσαμε στην άκρη, σαν παλιές γνώριμες, και τι δεν είπαμε! «Έρχομαι να μυρίσω τη ρίγανη και το θυμάρι, την άγρια μέντα, τη λυγαριά, να ακούσω τις συμφωνίες των τζιτζικιών, του νερού! Έρχομαι για να τα χορτάσω όλα αυτά, να φάω γλυκό πραούστι, παραδοσιακό, μοναδικό σε γεύση χασλαμά στο καφέ-ζαχαροπλαστείο της Νίτσας στα Θέρμα. Έρχομαι …»

Ήθελε να μιλάει ακατάπαυστα αλλά γιατί σταμάτησε! Σταμάτησε, να σκεφτεί καλά, αυτό που θα μου έλεγε! -Έχεις χρόνο; -Έχω, της απάντησα. Από μέσα μου σκεφτόμουν ότι ποτέ δεν κάθισα έξω στο κατάστρωμα, πάντα στο μέσα σαλόνι κοντά στο κυλικείο, με την προσοχή μου στο να πιώ «βαπορίσιο» καφέ όπως λέμε στο νησί. Και λοιπόν της λέω! -Το όνομα μου είναι της Παναγιάς της Κρεμνιώτισσας. Το μυαλό μου πήρε στροφές! Ρουμανία και Κρεμνιώτισσα! Ήμουν περίεργη πώς θα δέσει η ιστορία. -Ο πατέρας μου, μη γελάσεις ήταν φιλαράκια με τη «γιαγιά» μας! -Και αυτό το ξέρεις; -Βεβαίως. Πώς θα μπορούσα να το αγνοήσω, όταν μια ιστορία στρέφεται γύρω μας ,γύρω από εμένα. Σκέφτηκα ότι δεν ήξερε καν το όνομά μου.

-Άννα, της είπα για να συνεννοηθούμε καλύτερα.

-Λοιπόν, Άννα μου, με γέννησε η μητέρα μου στα σαράντα δύο της. Έπαθα σηψαιμία δεν θα ζούσα. Ο πατέρας μου γονάτισε μπροστά στην Παναγιά και φώναξε: «Παναγιά μου, γιαγιά Κρεμνιώτισσα έλα κοντά μου και βοήθησέ μας». Αυτό ήταν. Τον πήρε ο ύπνος δίπλα μου. Η «γιαγιά» είχε κιόλας φτάσει. Είδε μια γυναίκα ψηλή με καφέ μακρύ μεσάτο φόρεμα και του είπε: «Μη φοβάσαι, εγώ είμαι στο πλάι σου, αύριο ακόμα» και χάθηκε. Ξύπνησε, άπλωσε το χέρι του στο μέτωπό μου, ήταν ιδρωμένο και κρύο. Άρχισε να τσιρίζει και να φωνάζει σαν τρελός: «Αύριο, γιατί αύριο! Σήμερα! Αύριο θα είναι αργά!» Τον απομάκρυναν, τον καθησύχασαν και εκεί που καθόταν σκεφτικός, κάθισε κοντά του μια γυναίκα, η ίδια ακριβώς με αυτή του ονείρου. Παραξενεύτηκε, την κοίταξε, την κοίταξε καλά και στη στιγμή του λέει: «Εγώ είμαι και στη Σαμοθράκη και παντού, κάνε υπομονή μέχρι αύριο». Αυτά είπε και χάθηκε. Αυτό το γεγονός έγινε η αιτία να ονομαστώ Παναγιώτα και ο δρόμος μου, κάθε χρόνο ανοίγει διάπλατα προς το νησί, προς την Παναγιά. Άναυδη εγώ, σα να κατάπια τη γλώσσα μου. -Μου ήταν γραφτό να σε συναντήσω, της είπα. Ανακάθισε στο πλαστικό κάθισμα. Χωρούσε άνετα και περίμενε να πω κάτι άλλο, αλλά τι. -Η Σαμοθράκη, για διάφορους λόγους, είναι η μυστική πατρίδα πολλών ανθρώπων. Αυτό είπα μόνο κι εκείνη ολόχαρη με αγκάλιασε, μου είπε ένα «θα τα ξαναπούμε κάπου-κάποτε» και σαν νεράιδα, έφυγε. Μαζεύτηκα στη θέση μου να πιώ τον καφέ μου. Την είδα να περνάει, όταν το «ΣΑΟΣ» μπήκε στο λιμάνι της Αλεξανδρούπολης. Με πλησίασε. «Έπρεπε να μιλήσω σε κάποια φίλη, με περιμένει στο λιμάνι». Με αποχαιρέτησε εγκάρδια σαν να με γνώριζε από καιρό, και μου άφησε ένα μικρό φάκελο .Με το που τον πήρα στο χέρι μου, έκανα τη σκέψη: εδώ θα έχει γράψει ό,τι δεν πρόλαβε να μου πει. – Να πας στο καλό, είπα μόνο.

Έσκυψα κι άρχισα να σκέφτομαι αν θα έπρεπε να ανοίξω τον φάκελο αλλά ο χρόνος ήταν ελάχιστος για τέτοιες εκπλήξεις. Πέρασαν δυο μέρες. Περίμενα να τελειώσω τις υποχρεώσεις, λόγω της απουσίας μου και ήσυχα και ήρεμα να διαβάσω τα γραφόμενα της Γιώτας! Και ιδού! «Αν μπορούσα, θα έμενα για πάντα στο νησί. Δεν ρώτησα καν ποια είναι η σχέση σου με αυτό αλλά ήμουν σίγουρη ότι είσαι από τη Σαμοθράκη. Η ψυχολογία μου, ως ανθρώπου και επιστήμονα, μου υπαγορεύει, μου δείχνει, ποιες ενέργειες σε προδίδουν κι εσύ Άννα, φαινόσουν ότι άφηνες πίσω ένα κομμάτι του εαυτού σου και ήθελες με τη φωτογραφική μηχανή, όταν αλλουνού δεν είχε ανοίξει το μάτι, επτά το πρωί, να φωτογραφίσεις τα πάντα. Εγώ σε ένιωσα και σε ρώτησα για να βρω άνθρωπο να μιλήσω, να του πω ότι κι εγώ αφήνω στο νησί ένα κομμάτι της καρδιάς μου. Είναι όλα τόσο ήρεμα και πραγματικά ωραία που θες να μείνεις. Τα πρώτα χρόνια ερχόμαστε οικογενειακώς. Η μητέρα μου λάτρεψε το νησί και έγραψε, σκοπίμως ίσως, ένα σημείωμα που το βρήκα τοποθετημένο σε κάποιο άλμπουμ φωτογραφιών σε θέση φωτογραφίας. Έγραφε: «Εγώ θα «βασιλέψω», αλλά η ψυχή μου θα μεσουρανεί στους αιώνες, θα ακολουθήσει τον ήλιο που φωτίζει τη γη και από εκεί θα βλέπω τη Σαμοθράκη που λάτρεψα και εσένα Παναγιώτα που πιστεύω να μην την ξεχάσεις ποτέ. Εγώ έχω λόγους κι εσύ για τους δικούς μου λόγους, που έχουν την αιτία τους στην επιβίωσή σου, να θυμάσαι ότι πολλές φορές τα όνειρα -το ξέρεις καλά-ως αποτέλεσμα των επίμονων συζητήσεων, μας δείχνουν κάτι! Άντρεα.» Εγώ μόνη στη Ρουμανία χωρίς οικογένεια, στην περιοχή Κάλλοτις της Κωστάντζα κάνω αυτό το ταξίδι, γνωρίζοντας, αν πιστεύεις, πως ο καρπός του ταξιδιού μου είναι οι θύμησες στη μνήμη των γονιών μου. Του πατέρα μου που όλο μου έλεγε για τα 999 ξωκλήσια, πως όπου ήθελαν οι ντόπιοι να διώξουν το φόβο και τους κακούς δαίμονες, έχτιζαν ένα εκκλησάκι το οποίο επισκέπτονταν συχνά και έτσι έγιναν επισκέψιμα πολλά άγρια, απάτητα μέρη. Και η Κρεμνιώτισσα βρέθηκε εκεί, καλώντας και με θαύματα τον κόσμο κοντά της, τον κόσμο που στην αρχή φοβόταν και δεν προχωρούσε πέρα από την Κοιτάδα. Είναι ένας τρόπος να κάνεις προσιτό, οικείο, κάτι άγριο, φοβερό, δύσβατο. Της Άντρεα, που πήγε και βρήκε το εκκλησάκι του Αγίου Ανδρέα προς το ακρωτήρι, αφού πρώτα ρώτησε τον παπά Γιώργη και πήρε στην τσάντα της λίγο χώμα, δεξιά από την είσοδο, το οποίο υπάρχει μέσα σε ένα ωραιότατο βαζάκι. Εύχομαι να ξαναβρεθούμε όπως και με τη φίλη από τη Ρουμανία, η οποία μένει μόνιμα στην Αλεξανδρούπολη. Έκλεισα το σημείωμα. Στο πίσω μέρος, μου άφηνε και την ακριβή της διεύθυνση. Αργά ανασήκωσα το χέρι μου και γεμάτη ικανοποίηση έκανα το σταυρό μου ψιθυρίζοντας: «Μέγας είσαι Κύριε» και έφερα στη μνήμη μου τον αείμνηστο γυμνασιάρχη μας, Τσιράκη, που μας επαναλάμβανε: «Τα αδύνατα παρά τοις ανθρώποις» και περίμενε να ολοκληρώσουμε όλοι μαζί, το «δυνατά εστί παρά τω Θεώ!»

 

 

* Η Άννα Δεληγιάννη-Τσιουλπά είναι εκπαιδευτικός, συγγραφέας, κριτικός

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top