Fractal

Διήγημα: “Από μακριά”

της Νιόβης Ιωάννου // *

 

f17

 

 

Εκείνη επιδίωξε αυτή τη συνάντηση. Είχαν περάσει εικοσιπέντε χρόνια από τότε που τον είδε τελευταία φορά. Θυμήθηκε πως συναντήθηκαν σ’ ένα μικρό καφέ στο Παρίσι.

«Παντρεύομαι» της είπε… «αλλά δεν αισθάνομαι καθόλου έτοιμος γι’ αυτό».

Της έπεσε ο ουρανός στο κεφάλι αλλά χαμογέλασε.

«Τι λες»;… μίλησε αργά προσπαθώντας να διατηρήσει σταθερή τη φωνή της.

«Εσύ»;

«Κάνε αυτό που νιώθεις… αυτό λέω».

Της έσφιξε το χέρι, την κοίταξε βαθιά στα μάτια.

«Πάντα η ίδια… toujours»…

Λίγο αργότερα παντρεύτηκε κι εκείνη. Δε θα μπορούσαν ποτέ μαζί.

Ίσως και να μπορούσαν. Η ζωή μπήκε ανάμεσά τους κρατώντας επτασφράγιστο το μυστικό.

Οι εποχές άλλαζαν. Οι μέρες μεγάλωναν και μίκραιναν, επικίνδυνα αληθοφανείς…

Οι νύχτες δεν είχαν πλέον απαιτήσεις.

Εικοσιπέντε χρόνια… Έψαχνε ένα σημείο αναφοράς όταν όλα γύρω της γκρεμίζονταν. Θυμήθηκε…

«Να προσέχεις τον εαυτό σου, θησαυρέ μου»…

Έψαξε και τον βρήκε. Αποκρύπτοντας ποια είναι, στην αρχή.

Διακριτικά ήθελε να διανύσει τα χρόνια ως να φτάσει μέσα του.

Απόψε ήταν η Μαρίνα. Εικοσιπέντε χρόνια μετά. Μ’ αυτή τη σιγανή ομορφιά που αποπνέουν οι άνθρωποι που εμπιστεύονται τον εαυτό τους στην ανωτερότητα του χρόνου, γνωρίζοντας εκ των προτέρων πως θα τους σεβαστεί και θα τους ανταμείψει. Κι εκείνος, ο Πιερ. Που ποτέ δεν αργούσε στα ραντεβού. Που τσούγκριζε το ποτήρι του και γελούσε δυνατά όταν το κόκκινο κρασί που συνήθως επέλεγαν λέκιαζε το λευκό τραπεζομάντιλο κάποιου ακριβού ρεστοράν. Που μπέρδευε επιτηδευμένα ελληνικές και γαλλικές λέξεις απολαμβάνοντας με ναρκισσισμό τη γοητεία που ασκούσε ο ιδιαίτερος λόγος στα χαρακτηριστικά του συνομιλητή του.

Ό,τι συνέβαινε μεταξύ τους είχε την ένταση μιας ξαφνικής μπόρας. Σπάνια μιλούσαν γι’ αυτά που ένιωθαν. Μαζί, σε μια διακεκομμένη πορεία που δεν είχε προορισμό, μόνο στιγμές που χαρίζονταν στο παρόν μέσα από τη γενναιοδωρία της αφής.

«Δεν άλλαξες, Μαρίνα»…

«Ανέκαθεν θαύμαζα το χιούμορ σου, Πιερ».

«Ma petite fille… εμείς δε θ’ αλλάξουμε ποτέ. Γνωρίζουμε το μυστικό εαυτό μας από τότε που γεννηθήκαμε».

«Πολλές φορές με ξάφνιασε Πιερ… Έκανα πράγματα που δεν πίστευα πως θα μπορούσα».

«Όλα τα μπορούσες Μαρίνα… σε θαύμαζα και σε φοβόμουν γι’ αυτό».

«Με φοβόσουν»;

«Ένιωθα πως δε μπορούσα να σ’ ακολουθήσω. Χανόμουν μέσα στις σκέψεις σου. Σ’ έβλεπα να κατακτάς την αλήθεια, ματώνοντας η ίδια και γοητευόμουν από τη δύναμή σου… όμως ταυτόχρονα αισθανόμουν γυμνός, απροστάτευτος. Ήθελα να

παραμείνω ένας ρομαντικός αναζητητής… με τρόμαζε ν’ ανήκω… να πιστεύω. Ένιωθα πως υπάρχει μια άλλη γνώση και την εμπιστευόμουν χωρίς να ξέρω γιατί».

«Πόσο δίκιο είχες τελικά… πλήρωσα ακριβά αυτή την εμμονή. Μεγαλώνοντας, κατάλαβα πως όποιος γνωρίζει, παύει να είναι αθώος. Νοστάλγησα τον ανίσχυρο εαυτό μου. Όμως ο παλιός αντίλαλος είχε κοπάσει. Δε μπορούσα πλέον να επιστρέψω. Ο μόνος τρόπος ήταν να πεθάνει μέσα μου ο χρόνος που ξόδεψα. Κι αυτό ήταν τρομαχτικά επώδυνο… κι άδικο ίσως»…

«Ο χρόνος είναι ψευδαίσθηση, Μαρίνα… επινόηση δική μας ίσως… η ανάγκη μας να οριοθετούμε τα γεγονότα… αναδεικνύοντας τη μοναδική σχέση που υπάρχει μεταξύ τους».

«Στο κενό… μεταξύ… αγριολούλουδα… Ποτέ δεν κατάφερα ν’ απομονώσω τη σχέση που λες»…

«Ανέκαθεν σε τρόμαζαν οι αποστάσεις… δημιουργούσαν εκκρεμότητες μέσα σου… τ’ αγριολούλουδα δεν έχουν άρωμα, Μαρίνα. Το άρωμα συνδέει τα πράγματα… μ’ έναν τρόπο μαγικό»…

«Δεν υπάρχει τίποτα γύρω μου… ούτε μέσα μου πια… Γύρισα πίσω κι είδα μόνο εσένα, να μου χαμογελάς»…

«Σε σκεφτόμουν»…

«Η ζωή που έχτιζα όλα αυτά τα χρόνια κατέρρευσε… όλα ήταν μάταια… ψεύτικα… όπως η σταγόνα που κυλούσε, κυλούσε και χανόταν… καθόμουν με τις ώρες κι ακολουθούσα την πορεία της στο τζάμι με τη νοσηρή αυταρέσκεια εκείνου που φιλοσοφεί το θάνατο παρατηρώντας τη σάρκα του να λιώνει. Παρατηρούσα τον ίδιο μου τον εαυτό ν’ αποσυντίθεται, καταλαβαίνεις, χωρίς να πονάω, χωρίς να φοβάμαι… κάποιες φορές μόνο κρύωνα… κρύωνα πολύ»…

«Κι εγώ παρατηρούσα τη ζωή μου Μαρίνα αλλά από διαφορετική οπτική»…

«Κατοίκησα με ξένα ονόματα τη σιωπή»…

«Ποτέ δε γίναμε αλήθεια»…

«Κράτησα εκείνο το τριαντάφυλλο… τ’ αγκάθια του ήταν αληθινά»…

«Συνηθίσαμε από μακριά… εμείς»…

«Είμαστε εδώ απόψε»…

Σήκωσε το ποτήρι του κι εκείνη τον μιμήθηκε. Τσούγκρισαν δυνατά. Σταγόνες κόκκινο κρασί απλώθηκαν στο λευκό τραπεζομάντιλο και το λέκιασαν…

Γέλασαν ανέμελα αγνοώντας τα ενοχλημένα βλέμματα γύρω τους.

Ύστερα άναψαν τσιγάρο από το κερί που τρεμόσβηνε ανάμεσά τους.

 

 

 

*Η Νιόβη Ιωάννου πέρασε τα παιδικά κι εφηβικά της χρόνια στο Ναύπλιο, ασχολήθηκε με το παιδικό θέατρο και τη διδασκαλία γαλλικών. Έχει γράψει δύο ποιητικές συλλογές «ΦΩΣ-2» εκδόθηκε το 2013 από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη. «Σε στΗχο πλάγιο και μόνο» εκδόθηκε το 2014 από τις εκδόσεις Οσελότος. «Εις Άτοπον» υπό έκδοση. από τις εκδόσεις Μανδραγόρα.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top