Fractal

Διήγημα: “Οι απείθαρχες γόβες της Έλσας Γεωργίου”

Της Δέσποινας Βέλλα //

 

f19

 

Η Έλσα Γεωργίου δεν ήταν μια συνηθισμένη γυναίκα. Ήταν ένας μύθος. Είχε μια άγρια και ταυτόχρονα φινετσάτη ομορφιά, αλλά και μια ακαταμάχητη γοητεία, που τραβούσε τους άνδρες από το γιακά και εξαγρίωνε τις γυναίκες από ζήλεια. Όλοι ήθελαν να την κάνουν δική τους κι όλοι έτρεμαν μπροστά της. Σαν να ήθελαν να παραμείνει κάστρο απόρθητο.

Κόρη ενός ιδιοκτήτη καφέ-μπαρ στο Παγκράτι, έμαθε από μικρή τα μυστικά της ζωής. Αυτά που φανερώνονται μόνο στο σκοτάδι, μέσα σε μια γουλιά ουίσκι και στον καπνό ενός τσιγάρου. Δεν τη φόβιζε τίποτα. Είχε αυτή τη σπίθα στα μάτια, που τη συναντά κανείς σε ανθρώπους με αυτοπεποίθηση και φιλοδοξία. Είχε και μια αδερφή πέντε χρόνια μικρότερή της, τη Βάλια. Εκείνη ήταν αλλιώς. Μαζεμένη, καλόκαρδη, δοτική. Πολλές φορές η Έλσα την εκμεταλλευόταν για να πετύχει τους σκοπούς της, ή την ανάγκαζε να πει ψέματα για να την καλύψει, όταν πήγαινε σε «απαγορευμένα» πάρτι, ή νυχτοπερπατούσε με τους θαυμαστές της.

Όταν ενηλικιώθηκε ήξερε πολύ καλά τι ήθελε να κάνει: να γίνει συγγραφέας. Ήταν νέα, αλλά είχε εμπειρίες και μέσα στη νύχτα συνδέθηκε με πολλούς «σπουδαίους» ανθρώπους, όπως συνήθιζε να λέει. Η ομορφιά, άλλωστε, έλκει τη δύναμη. Η επιτυχία δεν άργησε να της χτυπήσει την πόρτα. Στα 25 της έγραψε το πρώτο της μυθιστόρημα, το οποίο και συζητήθηκε πολύ. Έπειτα ακολούθησαν και άλλα και άλλα. Χιλιάδες αναγνώστριες τη λάτρεψαν. Οι δόλιες, της χρωστούσαν χάρη, γιατί κάπου εκεί ανάμεσα στις κατσαρόλες και τα σεμεδάκια τους άγγιξαν έστω και νοερά τη ζωή που δεν έζησαν.

Στα 37 της, όμως, και με 7 best sellers στο βιογραφικό της, είχε ξεμείνει από ιδέες και όχι μόνο. Οικογένεια δεν είχε κάνει κι ούτε που το σκεφτόταν. Απέφευγε τις μακροχρόνιες δεσμεύσεις όπως ο διάβολος το λιβάνι. Άλλωστε, στη δεκαετία του ’90 το πρότυπο της γυναίκας νοικοκυράς και πιστής συζύγου εμφάνιζε πια τις πρώτες του ρωγμές. Ένα όμως την προβλημάτιζε. Το τηλέφωνό της δεν χτυπούσε τόσο συχνά. Τα περιοδικά δεν την ανέφεραν καθόλου. Το όνομά της άρχιζε να ξεχνιέται. Και αν δεν ήταν σημαντική για τους άλλους, απλώς δεν υπήρχε!

Έπρεπε κάτι να κάνει. Είχε 1,5 χρόνο να γράψει βιβλίο. Ο εκδοτικός της οίκος την πίεζε. Πάνω στην απελπισία της σκέφτηκε το ενδεχόμενο μιας νέας σχέσης. Ο πιτσιρικάς με τον οποίο τραβιόταν τότε της χάριζε πολλές στιγμές ηδονής στις ερωτικές τους συνευρέσεις, αλλά στο τέλος της ημέρας δεν αποτελούσε τίποτα παραπάνω από έναν καλό εραστή.

Ξεκίνησε να συναναστρέφεται πιο συχνά με την αδερφή της. Εκείνη είχε πια παντρευτεί τον Ορέστη, έναν πολλά υποσχόμενο δικηγόρο. Πίστευε πως όλο και κάποιον ελεύθερο φίλο θα είχε να της γνωρίσει κι έτσι η ανία της και η έλλειψη έμπνευσης θα τερματίζονταν. Αντάλλασσαν, λοιπόν, επισκέψεις ο ένας στο σπίτι του άλλου, πήγαιναν όλοι μαζί σε θέατρα και νυχτερινά κέντρα και μερικοί υποψήφιοι μνηστήρες τόλμησαν να δοκιμάσουν την τύχη τους. Όμως, κανείς δεν τη γοήτευσε αρκετά, ώστε να την πείσει να ξεκινήσει μια ιστορία αγάπης μαζί του.

Ένα χειμωνιάτικο βράδυ αναζητούσε διακαώς παρέα για να δει μια ταινία στο σινεμά. Παρακάλεσε την Βάλια να έρθει μαζί της, μα εκείνη είχε να διορθώσει πολλά γραπτά. Ήταν μαθηματικός, διορισμένη σε δημόσιο σχολείο. Προσφέρθηκε, όμως, να τη συνοδεύσει ο Ορέστης. Ήταν κρίμα να πάει μόνη της!

Κατά τη διάρκεια της ταινίας παρατήρησε πως ο γαμπρός της ήταν ιδιαίτερα διαχυτικός μαζί της. Θεώρησε πως οι πρόσφατες και συχνές έξοδοί τους τον τελευταίο καιρό τους είχαν φέρει πιο κοντά κι έτσι δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία. Όταν της πρότεινε να πάνε για ένα ποτό εκεί κοντά, ξαφνιάστηκε, αλλά ήταν τόση η επιθυμία της να μην επιστρέψει στο σπίτι, που δεν της άφησε περιθώρια να αρνηθεί.

Η μοιραία αυτή έξοδος ήταν η αρχή μιας ακόμη πιο μοιραίας σχέσης. Η Έλσα αισθανόταν για πρώτη φορά στη ζωή της ευάλωτη και οι όποιες ηθικές αναστολές της πήγαν περίπατο. Η ανάγκη της για λίγη αδρεναλίνη σε συνδυασμό με τη φιλαυτία της την έκαναν να ξεχάσει τις συνέπειες που θα είχε όλο αυτό για την αδερφή της. Ο Ορέστης της εξομολογήθηκε πως την ήθελε από την πρώτη στιγμή που την είδε, πως πάντα τον ηλέκτριζε ο δυναμισμός και το ταλέντο της. Της μιλούσε όπως ένας θαυμαστής, τη γέμιζε με γλυκόλογα και της αναπτέρωνε το ηθικό, όταν εκείνη φοβόταν πως δεν θα ξεπερνούσε ποτέ το άγχος της λευκής σελίδας. Κι εκείνη, ενώ συνεχώς έλεγε μέσα της πως κάποια στιγμή αυτό θα τελείωνε, αφηνόταν σε ένα πάθος που όμοιό του δεν είχε ξαναζήσει. Γευόταν απροσδόκητα λαίμαργα εκείνον τον απαγορευμένο καρπό, που της είχε γίνει πλέον απαραίτητος.

Η Βάλια, καλοπροαίρετη και αφελής δεν είχε αντιληφθεί τίποτα. Πίστευε τα ψέματα του άντρα της για την ξαφνική αύξηση των επαγγελματικών του υποχρεώσεων και καλούσε όλο και πιο συχνά την αδερφή της στο σπίτι. Ένιωθε κάπως ένοχη που εκείνη είχε φτιάξει τη ζωή της, ενώ η Έλσα αναζητούσε ακόμη τον ιδανικό άντρα. Πού να φανταστεί ότι πολλά από εκείνα τα βράδια φιλοξενίας, θα αποτελούσαν ίσως τις πιο θυελλώδεις, παρότι αθόρυβες, νύχτες πάθους για το παράνομο ζευγάρι.

Στο χρόνο πάνω αυτού του παράλογου και ντροπιαστικού δεσμού, η Έλσα ανέκτησε το ταπεραμέντο της και άρχισε τη συγγραφή του νέου της βιβλίου. Ένιωθε και πάλι αγέρωχη και συνειδητοποιούσε πως η ιστορία της με τον Ορέστη έπρεπε να λάβει τέλος. Ο άντρας, που την ενθουσίασε αναπάντεχα, σιγά σιγά απομυθοποιήθηκε. Δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένα αρσενικό, που λάτρευε να θαμπώνεται από ένα ατίθασο θηλυκό, από μια πλασματική ιδέα της ιδανικής γυναίκας. Απαρνιόταν την αγάπη και την αφοσίωση της συζύγου του κι έτρεχε πίσω από τα φουστάνια μιας άλλης, γνωρίζοντας εξαρχής πως ποτέ δεν θα ήταν ολότελα δική του. Μα όσο προσπαθούσε να αποκοπεί από αυτόν, τόσο εκείνος την πολιορκούσε. Της έλεγε μάλιστα πως ήθελε να τα παραδεχτεί όλα στη γυναίκα του και να της ζητήσει να χωρίσουν. Η Έλσα αυτό ούτε που να το διανοηθεί! Μπορεί να ήξερε καλά πώς να σπέρνει ανέμους, αλλά σε καμία περίπτωση δεν ήταν διατεθειμένη να θερίζει τις θύελλες που επακολουθούσαν.

Άρχισε να απομακρύνεται. Η επιμονή του της δημιουργούσε μια ανησυχία, αλλά δεν τον είχε ικανό να καταστρέψει το γάμο του. Αργά ή γρήγορα θα επέστρεφε στην αγκαλιά της γλυκιάς του γυναικούλας. Όλο αυτό ήταν ένα λάθος, μία δική της αδυναμία. Δεν ήταν τόσο αισχρή ώστε να υπονομεύσει την ευτυχία της αδερφής της σε τέτοιο βαθμό. Όμως, ο δεσμός τους δεν τελείωνε. Κι έτσι πέρασαν άλλοι εννιά μήνες. Οι συναντήσεις τους ήταν πιο αραιές, αλλά η Έλσα δεν είχε απαρνηθεί εντελώς τις απολαύσεις αυτής της σχέσης. Έτσι, καθησύχαζε τον εαυτό της πως σε βάθος χρόνου θα έβρισκε κάποια λύση.

Μία όμορφη, φθινοπωρινή ημέρα του 1996, η Βάλια προσκάλεσε την Έλσα για καφέ στο σπίτι της. Η Έλσα θα πήγαινε πρώτα για ψώνια στο κέντρο της Αθήνας. Ήταν πολύ χαρούμενη που είχε τελειώσει το βιβλίο της. Την επόμενη ημέρα θα είχε ραντεβού με τον εκδότη της. Αποφάσισε να κάνει ένα δώρο στον εαυτό της για να τον επιβραβεύσει. Αγόρασε ένα ζευγάρι ψηλές γόβες, τι οποίες και φόρεσε αμέσως. Διαπίστωσε, βέβαια, ότι δεν περπατούσε πολύ σταθερά με αυτές, αλλά ήταν τόσο όμορφες στα πόδια της, που δεν μπορούσε να τους αντισταθεί. Στην τελική, θα τις έφερνε στα μέτρα της. Τι ήταν ένα απείθαρχο ζευγάρι γόβες μπροστά σε μια γυναίκα σαν κι αυτήν;

Χτύπησε το κουδούνι της Βάλιας και ένα ανεξήγητο ρίγος τη διαπέρασε. «Μάλλον θα φταίει η υγρασία», σκέφτηκε. Όταν άνοιξε η πόρτα διαισθάνθηκε πως αυτή η συνάντηση δε θα ‘ταν για καλό.

Και δεν είχε άδικο. Ο Ορέστης είχε αποκαλύψει τη σχέση τους στη Βάλια και της είχε ζητήσει να χωρίσουν. Της είπε πως ήταν τρελά ερωτευμένος και πως δεν μπορούσε να συνεχίσει τη ζωή του άλλο μαζί της. Άλλωστε, δε θα ήταν δίκαιο για κανέναν τους. Μάλιστα, της τόνισε πως η αγάπη της Έλσας για τη Βάλια στεκόταν εμπόδιο στην ευτυχία όλων τους. Εκείνη, ως πιο καλόκαρδη και ανιδιοτελής που ήταν, έπρεπε να του δώσει το διαζύγιο και να δείξει ανωτερότητα.

Όσο η Βάλια ωρυόταν και απεύθυνε διάφορα κοσμητικά επίθετα στην Έλσα, εκείνη αναρωτιόταν πώς ο Ορέστης είχε χτίσει φήμη καλού δικηγόρου. Τα επιχειρήματά του ήταν για κλάματα. Τα πράγματα είχαν εξελιχθεί πολύ χειρότερα από ό,τι θα μπορούσε ποτέ της να φανταστεί. Προσπάθησε να της εξηγήσει, να της ζητήσει συγγνώμη. Της είπε πως όλο αυτό ήταν ένα σφάλμα σε μια στιγμή αδυναμίας, πως είχε πει πολλές φορές στον παράνομο εραστή της να διακόψουν τις επαφές τους οριστικά, αλλά εκείνος από εγωισμό δεν ήθελε να το καταλάβει. Της υποσχέθηκε πως θα έφευγε μακριά τους, πως δεν θα τους ξαναέβλεπε ποτέ, αρκεί να μη χώριζαν και να συνέχιζαν τη ζωή τους χωρίς την παρουσία της.

«Ξέρεις κάτι;» της είπε η Βάλια και έμοιαζε με ηφαίστειο πριν από την έκρηξη.

«Αν μου έλεγες ότι τον αγαπάς, ότι είσαι ερωτευμένη μαζί του μπορεί και να σε συγχωρούσα. Τον έρωτα δυστυχώς δεν μπορείς να τον προβλέψεις. Αλλά εσύ κοιτάς μόνο το τομάρι σου! Πάντα αυτό έκανες! Με χρησιμοποιούσες, με εκμεταλλευόσουν! Και τώρα; Δεν είχες δικό σου παιχνιδάκι και είπες: Ας πάρω τον άντρα της αδερφής μου! Είναι τόσο χαζή που δε θα μου κρατήσει κακία. Έλα όμως που αυτή τη φορά έκανες λάθος. Σε μισώ! Σε μισώ και σε σιχαίνομαι! Αυτός σε αγαπάει πραγματικά, ενώ εσύ δεν δίνεις δεκάρα. Σου πέρασε και πας να τη βγάλεις καθαρή! Αυτή τη φορά όμως δε θα γλιτώσεις! Στο ορκίζομαι!»

Ποιος είδες το Θεό και δεν τον φοβήθηκε! Αφροί έβγαιναν από το στόμα της Βάλιας και η Έλσα άρχισε να τρέμει. Η αδερφή της, αυτή η καλοκάγαθη και υπομονετική κοπέλα, που είχε πάντα μια καλή συμβουλή για όλους, είχε μεταμορφωθεί σε μαινόμενο ταύρο, έτοιμη να τα σπάσει όλα. Και το έκανε! Την κυνηγούσε μέσα στο σπίτι με μανία και της πετούσε βάζα και άλλα κρυστάλλινα αντικείμενα. Όλη η καταπίεση και το παράπονο, όλη η θλίψη και ο πόνος της Βάλιας είχαν μετατραπεί σε μια ασταμάτητη ορμή που τα σήκωνε όλα στο πέρασμά της.

Τι κι αν προσπαθούσε να την πάρει με το γλυκό, τι κι αν της ζητούσε συνεχώς να τη συγχωρέσει; Η οργή της δεν τιθασευόταν! Η Έλσα δεν θα την έβγαζε καθαρή αν καθόταν κι άλλο εκεί μέσα. Η αδερφή της ήταν σε έξαλλη κατάσταση και δικαιολογημένα. Μες στον πανικό της άνοιξε την πόρτα για να φύγει. Το ασανσέρ είχε σταματήσει σε άλλο όροφο, οπότε δεν πρόφταινε να περιμένει. Έτρεξε στα σκαλιά, μην την προλάβει. Τα κατέβαινε δυο-δυο, μα τα καινούρια της παπούτσια, ανυπάκουα στη θέλησή της και τους κανόνες της φυσικής την πρόδωσαν. Δεν τη στήριξαν καλά, γλίστρησε και κατρακύλησε μπρούμυτα στα σκαλιά μέχρι που το κεφάλι της χτύπησε στο κούφωμα της πόρτας του πρώτου ορόφου για να σημάνει το οριστικό της τέλος. Το αίμα ξεχύθηκε στο πάτωμα, ξεδιάντροπο και κατακόκκινο σαν τις αμαρτίες της! Αυτές που της έστησαν παγίδα θανάτου!

Η Βάλια σαν είδε την αδερφή της στην τελευταία της βουτιά έπεσε να πεθάνει. Έσπασε η καρδιά της κι έγινε χίλια κομμάτια. Ξέσπασε σε γοερό κλάμα και καλόκαρδη απ’ τη φύση της όπως ήταν άρχισε να κατηγορεί τον εαυτό της για το κακό που τη βρήκε. Το ασθενοφόρο ήρθε μετά από λίγη ώρα να επιβεβαιώσει το προφανές. Η Έλσα Γεωργίου, αυτή η άτρωτη γυναίκα, που κρατούσε τη ζωή από τα γκέμια, είχε νικηθεί από ένα ζευγάρι γόβες. Ποιος να το πίστευε;

Ο Ορέστης συγκλονίστηκε όταν έμαθε τι συνέβη. Έσπευσε να παρηγορήσει τη Βάλια, η οποία ούτε που δέχθηκε να τον ακούσει. Τον κατηγόρησε για το θάνατο της Έλσας και εξαγριωμένη του είπε πως αν εκείνος δεν είχε απιστήσει και είχε συγκρατηθεί, θα είχε αποφευχθεί αυτό το κακό. Όσο και αν τον αγαπούσε κατά βάθος, το αίμα νερό δεν γινόταν. Ο καημός της για τον άδικο χαμό της αδερφής της ήταν πολύ μεγαλύτερος από την επιθυμία της να σώσει το γάμο της. Το μόνο που πέτυχε με τα πολλά του παρακάλια, ήταν να τον αφήσει να την υπερασπιστεί στο δικαστήριο. Οι γείτονες είχαν ακούσει τον καβγά και έσπευσαν να καταθέσουν στην αστυνομία. Αν και η ιατροδικαστική εξέταση δεν άφηνε και πολλά περιθώρια, η αστυνομία ήθελε να ερευνήσει περαιτέρω την υπόθεση. Η Βάλια συνελήφθη ως ύποπτη για την πιθανή δολοφονία της αδερφής της. Ευτυχώς, ο Ορέστης την έσωσε! Ήταν το λιγότερο που μπορούσε να κάνει για να εξιλεωθεί και να κατευνάσει τις τύψεις του.

Οι θαυμαστές και θαυμάστριες της Έλσας Γεωργίου δεν έμαθαν ποτέ την πραγματική αιτία θανάτου της. Το μυστικό, όμως, δεν έμεινε κρυφό στη γειτονιά του Παγκρατίου. Όλοι, λίγο πολύ, ήξεραν τι συνέβη.

Την ιστορία της μου τη διηγήθηκε ο θείος μου, που είχε κατάστημα παπουτσιών στη Χρεμωνίδου. Μου έλεγε πως κάθε φορά που έμπαινε στο μαγαζί του, εκείνο έπαιρνε άλλη αίγλη. Όταν εκείνη έφευγε, αμέσως οι αναποφάσιστες πελάτισσες επέλεγαν το ζευγάρι που θα αγόραζαν! Τέτοια επιρροή ασκούσε!

Ήμουν 9 χρονών όταν εκείνη πέθανε, αμούστακο αγόρι. Έμενα κοντά στο σπίτι της. Θυμάμαι ακόμη εκείνη τη γυναικεία φιγούρα, που περπατούσε καμαρωτή κι έκοβε βόλτες στην αγορά της Υμηττού. Τακ-τακ χτυπούσαν τα τακούνια της στις πλάκες του πεζοδρομίου και δεκάδες βλέμματα την ακολουθούσαν. Τακ-τακ χόρευε κι η καρδιά μου σε έναν τρελό ρυθμό, όταν περνούσε από μπροστά μου, ζωντανή σαν ηλιαχτίδα!

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top