Fractal

Διήγημα Fractal: “Απάνω Μεριά”

Της Μαριέττας Δενδρινού Πεπελάση // *

 

 

 

Η μητέρα ήταν πολύ ανήσυχη από τότε που έγινε ο τελευταίος μεγάλος σεισμός στη Σαντορίνη το 1956. Δεν ήταν εύκολη η επικοινωνία τα χρόνια εκείνα πάλευαν οι άνθρωποι να μάθουν τα νέα των δικών τους μέσα από τα γράμματα που έστελναν και έκαναν αρκετές μέρες για να τα λάβουν και πολλές φορές δεν έφταναν ποτέ στον προορισμό τους.

Πάντα έλεγε η μητέρα πόσο πολύ ήθελε να πάει στο νησί της να δει τους αγαπημένους φίλους και συγγενείς.

Δεν ήταν εύκολο γιατί η εργασία της στην Εταιρία nomikos lines δεν της άφηνε ελεύθερο χρόνο.

Όμως, μετά το σεισμό τον Αύγουστο του 1957 η μητέρα, ο αδελφός μου κι εγώ ταξιδεύαμε με τη μητέρα μας σε ένα από τα πλοία  της εταιρείας, το “Καραϊσκάκης” για την Σαντορίνη.

Την μητέρα μου σχεδόν όλος ο Πειραιάς την καμάρωνε, ήταν η “κυρία Ευαγγελία” η “κυρά Αρχόντισσα” η “Μπουμπουλίνα” τους. Όλα τα πληρώματα των καραβιών της εταιρίας από τους καπετάνιους μέχρι τους λοστρόμους την σέβονταν και καμάρωναν την άξια εργαζόμενη όμορφη κυρά, σε μια εποχή που η γυναίκα ήταν κυρίως νοικοκυρά, σύζυγος, μάνα, η “αρχόντισσα” όμως ήταν ικανή και χαρισματική για όλους τους ρόλους της ζωής!

Η φροντίδα και η περιποίηση στο πλοίο για χάρη της ήταν συγκινητική.

Το ταξίδι ήταν μεγάλο, πολλές οι ώρες παρέα με τη θάλασσα, τον ουρανό, τον ήλιο, τ’  αστέρια. Αλησμόνητες οι ώρες που πέρασα στην κουπαστή του πλοίου τραγουδώντας και συνομιλώντας με τα κύματα.

Χαράματα φτάσαμε στο νησί, το πλοίο έμεινε αρόδου, θα βγαίναμε στο λιμάνι του Αθηνιού με τις βάρκες.

Όλη η διαδικασία αποβίβασης ήταν τρομακτική. Είχε φουσκοθαλασσιά και η επιβίβαση στη βάρκα δεν ήταν εύκολη. Δυο γερά χέρια μ’ άρπαξαν και σαν να μην είχα βάρος με πήραν απ’ τη σκάλα του πλοίου, που είχα σταθεί ακινητοποιημένη από το φόβο του θαλάσσιου κενού, με σήκωσαν στον αέρα και με έβαλαν στη βάρκα πλάι στη μητέρα μου. Η “Κυρά Αρχόντισσα” ήταν ψύχραιμη κι αυτό μας έδωσε κουράγιο. Της κρατούσαμε σφιχτά το χέρι και νιώθαμε τη δύναμη της ψυχής της, την φροντίδα της και το νοιάξιμο της για τα παιδιά της.

Στον κίνδυνο, εκείνη την ιερή στιγμή του υπέρτατου φόβου του αφανισμού, συνειδητοποιείς τη δύναμη που σου περνάει ο δικός σου άνθρωπος, δικός σου άνθρωπος είναι αυτός που τα σώματα σας στον φόβο γίνονται ένα και ενώνονται σε μια τεράστια δύναμη επιβίωσης.

Η βάρκα έδεσε στη προβλήτα και πάλι τα δυο γερά χέρια με σήκωσαν και με ακούμπησαν στο τσιμέντο. Επιτέλους πατούσα γη, η μητέρα δεν είχε πρόβλημα, την γνώριζε τη διαδικασία από παιδί.

“Κοίτα επάνω να δεις που θ’ ανέβουμε”, μου είπε χαρούμενα η μητέρα.

Ένας τεράστιος όγκος απότομης, κάθετης, σκούρας γης υψώνονταν πάνω απ’ το κεφάλι μου. Η ύπαρξη μου εκμηδενίστηκε, η μικρότητα μου μπροστά στον πελώριο βράχο είχε τη γεύση πικραμύγδαλου κι ο φόβος υπήρξε κατακλυσμιαίος σε όλο μου το είναι. Αναζήτησα και πάλι το χέρι της μητέρας μου που δυστυχώς δεν ήταν διαθέσιμο. Η άκρη απ’ το μανίκι της ζακέτας της μου έφτανε.

Θ’ ανεβαίναμε στα Φυρά, την πρωτεύουσα του νησιού, με τα γαϊδουράκια που υπομονετικά περίμεναν κολλημένα στο βράχο, στο λιμάνι.

Ήταν η πρώτη φορά που θ ’ανέβαινα σε γαϊδουράκι.

“Μη φοβάσαι, θα δεις πόσο θα σ’ αρέσει, είναι ήρεμα τα ζωντανά”, μ’ ενθάρρυνε η μητέρα μου, που ήδη είχε “ιππεύσει”.

Αυτό που μου έδωσε θάρρος δεν ήταν τα λόγια της μητέρας, μα η έκφραση του προσώπου της. Έλαμπε, ένα παράξενο χρυσαφί χρώμα είχε απλωθεί γύρω της και η χαρά ήταν παρούσα σε κάθε της έκφραση.

Πόσο κουράγιο μας έδινες μητέρα όταν σε βλέπαμε χαρούμενη, το γέλιο σου σκόρπιζε, διέλυε κάθε φόβο της παιδικής ψυχής. Πόσο ανάγκη έχουμε τη δύναμη σου μητέρα. Είσαι η ψυχή μας, μητέρα μας.”

Με βοήθησαν κι ανέβηκα στο γαϊδουράκι μου.

“Κράτα το σαμάρι γερά μην φοβάσαι”, η φωνή του αγωγιάτη ακούστηκε δυνατή.

Τα χέρια μου έσφιγγαν το σαμάρι με όση δύναμη είχα. Ξαφνικά ακούστηκε μια περίεργη κραυγή.

“Ντε λάξω, ντε, ντε, ντε βρα ντε, ντε λάξω ντε.”

Τα γαϊδουράκια άρχισαν να κινούνται κι εγώ έτρεμα καθώς λικνιζόμουνα πάνω στη ράχη του.

Στο μονοπάτι με τα 587 πλακόστρωτα σκαλοπάτια, από το Αθηνιό στα Φυρά, ίσα ίσα που χώραγαν δυο γαϊδουράκια. Το ζωντανό καθώς ανέβαινε, τη μια πήγαινε άκρη, άκρη στο βράχο, και κάπως έγδαρα και το πόδι μου, και την άλλη έπαιρνε στροφή ανοιχτά, τα γκρεμνά από κάτω, το χάος, κι ο φόβος ότι άνθρωπος και ζώο θα πετάξουμε στο κενό. Τίποτα όμως, αυτό εγνώριζε πολύ καλά που πατούσε.

Στην αρχή έβγαζα κραυγές φόβου μα κανείς δεν μ’ άκουγε και ούτε σημασία δεν μου έδινε, μια ιδέα τότε μ’ έσωσε. Άρχισα να γελώ και να τραγουδώ. Αυτό μου έδωσε μια πρωτόγνωρη δύναμη κι από τότε στα δύσκολα αυτό κάνω, διακωμωδώντας την δυσκολία ή το πρόβλημα, τ’  αντιμετωπίζω έτσι, με μια ανάλαφρη γενναιότητα.

Σαν φτάσαμε στα Φυρά είχα ξεπεράσει τον αρχέγονο φόβο της πτώσης στο άγριο κενό του βράχου που λέγεται Σαντορίνη!

Η μητέρα είχε γεννηθεί στα Φυρά το 1917.

Το νησί της με τους κατοίκους του ήταν η χαρά της ζωής της.

“Κα ω κυρία Ευαγγελία ήντα κάμεις”, την χαιρετούσαν οι συγχωριανοί της σε κάθε γωνία των Φυρών, κι αυτή ολόφωτη απαντούσε στο καθ’ ένα με τ ‘όνομά του κι αγκάλιαζε τις γυναίκες και τις ασπάζονταν με τρυφερή νοσταλγία.

Μείναμε στο ξενοδοχείο Ατλαντίς, ίσως ήταν το μοναδικό ξενοδοχείο την εποχή εκείνη. Τ’ απόγευμα θα πηγαίναμε στον οικισμό της Οίας, η μητέρα όμως την έλεγε Απάνω Μεριά.

Μέσα στ’ αυτοκίνητο καθώς προχωρούσαμε προς το βορινό μέρος του νησιού άρχισε να μου διηγείται η μητέρα τα παιδικά της χρόνια σ αυτό τον τόπο,

Όμως από κάποια στιγμή δεν παρακολουθούσα τις ιστορίες της. Με είχε απορροφήσει η μαγεία του τοπίου. Δεν καταλάβαινα τι έβλεπα, όλα ήταν συγκεχυμένες εικόνες ασύνδετες μεταξύ τους. Η καλντέρα, τα κυματιστά σπιτάκια πάνω στη κορυφογραμμή του βράχου, το μαυροκόκκινο χώμα, ο ήλιος ο απογευματινός χρυσοκόκκινος, το βαθύ γαλάζιο της θάλασσας, το γαλανό του ουρανού, το μαύρο του ηφαιστείου, η σκόνη που σήκωνε στο χωματόδρομο τ ‘αυτοκίνητο κι η μητέρα να διηγείται με τη χαρά μικρού παιδιού.

Η υποδοχή από τους θείους Δεσποτίδηδες ήταν μοναδική. Η συγκίνηση έφερε σε όλους δάκρυα. Έβλεπα και μια άλλη ομορφιά σε αυτό το νησί, αυτή της αδελφικής αγάπης.

Άρχισαν τις δικές τους κουβέντες, για τους συγχωριανούς και τους συγγενείς, κατάλαβαν ότι άρχισα να βαριέμαι,  τότε με ρώτησε η μητέρα αν ήθελα να πάω βόλτα μόνη μου στο χωριό.

Η χαρά μου ήταν μεγάλη θα εξερευνούσα τον τόπο όπως ήθελα εγώ, αυτή η μοναχικότητα και η αυτονομία πάντα με γοήτευε.

Προχώρησα προς τη βόρεια κατεύθυνση του οικισμού.

Είχε αρχίσει πια ο ήλιος να προχωρεί για το τέλος της διαδρομής του.

Ήταν η ώρα που οι γυναίκες προχωρούσαν προς τα ξωκλήσια κρατώντας στα χέρια τους το μπουκαλάκι με το λάδι, τα καρβουνάκια και τα μοσχομυριστά λιβάνια για να θυμιάσουν τις εικόνες στο υπόσκαφο εκκλησάκι του Αϊ Νικόλα, αλλά και στην ολόλευκη καμαρούλα της Παναγίας που αγνάντευε ευλογώντας το Αιγαίο.

Παρέες, παρέες οι γυναίκες κατηφόριζαν ξαναμμένες να συναντήσουν τον δικό τους Άγιο, τη δική τους Παναγία, θ’ ακουμπούσαν τις προσευχές τους στη μνήμη τους για ότι τις βασάνισε μέσα στη μέρα και για οποία ελπίδα είχανε για το άλλο ξημέρωμα. Σιωπηλές,  σκούρες φιγούρες, σκιές διάβαιναν τους μικρούς δρομίσκους στρωμένους από πέτρα λαξευτή ανάμεσα στα ολόλευκα τοιχία των θολωτών σπιτιών προσαρμοσμένων στις καμπύλες του μεγάλου βράχου. Σιωπηλή ακολούθησα αρκετά βήματα μακριά την πορεία τους.

Χάθηκαν μέσα στα ξωκλήσια κι ένα, ένα άναβαν τα λυχνάρια στους μικρούς ναούς,  η ευωδία απ’ το λιβάνι απλώθηκε σ’ όλη την πλάση. Συνέχισα την πορεία ακολουθώντας μόνη πια το καλντερίμι, λίγο πιο κάτω βρέθηκα σ’ ένα απόκοσμο περιβάλλον.

Απομεινάρια από πέτρες γκρεμισμένων σπιτιών, τρύπες κολάσεως που μέσα τους βουτούσαν τα χρώματα του ουρανού κι έχασκαν όλα όσα χάθηκαν σε μια στιγμή, απομεινάρια μνήμης ανθρώπων που έζησαν κάποτε σε σπίτια καμαρωτά που άνοιγαν τα παραθυρόφυλλα τους κόρες γιορτινές για να ποτίσουν τα βασιλικά και τις μαντζουράνες, θύρες που άνοιξαν στον Άδη επιτρέποντας την είσοδο, στα πουλιά στα ερπετά ακόμη και σε ανθρώπους.

Οι πέτρες ήταν ακόμη οι πιο πολλές μαύρες απ’ την στάχτη, την καπνιά, τη λάβα του ηφαιστείου της Καμένης. Εκεί σ’ αυτό το σημείο όλα είχαν σταματήσει την στιγμή της μεγάλης έκρηξης και θρηνούσαν ακόμη τη ζωή ή τις ζωές που άξαφνα, να έτσι σε μια στιγμούλα πέρασαν σ’ ένα άλλο κόσμο. Κανείς δεν διαμαρτυρήθηκε γι’ αυτό, ίσως γιατί ήξεραν ότι κάποτε θα συμβεί, είχε γίνει τόσες φορές μέσα στα χρόνια.

Σηκώνοντας την ευθύνη μιας αλήθειας που δεν μπορούσα να καταλάβω κάθισα σ’ ένα πλατύσκαλο θραύσμα, απομεινάρι κάποιου σπιτιού που τώρα έμοιαζε με στόμα που σπαράζει. Σπαράγματα ζωής, σπαράγματα μνήμης.

Τα μάτια μου υγρά κοιτούσαν δίχως να βλέπουν το μελανό χώμα. Έμεινα έτσι μέχρι που τράβηξε την προσοχή μου το ρίγος δυο λευκών λουλουδιών σαν κι αυτά του πρίγκιπα των θαλάσσιων βράχων, τα κρινάκια της θάλασσας. Η ζωή παντού σκέφτηκα. Σήκωσα τα μάτια, αντίκρισα την αίγλη αγέρωχου ουρανού.

Όλα τα χρώματα, Άγια των Αγίων στο ουράνιο δισκοπότηρο πάνω από το Αιγαίο, αρώματα μιας μοναδικής Δύσης που παίρνει απ’ τη θέρμη του ηφαιστείου της Καμένης και μιας θάλασσας που κρύβει στα σπλάχνα της ένα πολιτισμό που θρηνεί ακόμη γιατί δεν βλέπει πια τον ήλιο. Πόσες φορές μεταμορφώθηκε ξανά και ξανά ετούτο το νησί! Ζωοδόχο μήνυμα ζωής που δεν χάνεται, ζωής που πατάει τον θάνατο και ξαναγεννιέται, ζωής που αιχμαλωτίζει τ’ αερικά στα κουφάρια των μαύρων σπιτιών και τους ξαναδίνει τη ζωή που σκόρπισε, κι αυτά τα κρινάκια ανθοδέσμη στους γάμους του έρωτα με τον θάνατο.

Δεν υπάρχει θάνατος δίχως ζωή όπως δεν υπάρχει ζωή δίχως θάνατο.

Σ’ αυτό το σημείο της γης με τα γκρεμισμένα σπίτια, το μαύρο ηφαίστειο στη μέση του γαλάζιου τ’ ουρανού και της θάλασσας, μνήμη ζωής, μνήμη θανάτου, αποκαλύπτεται μια ένωση μοναδική,  ερωτικό σκίρτημα σ’ όλο το Αρχιπέλαγος αγκαλιάζει την ψυχή.

Ένιωσα την γαλήνη της ένωσης του εαυτού μου μέσα σ’ ένα σύμπαν που πάντα μ’ αγαπούσε και θα τρέχει στις φλέβες μου, σαν μικρό χαρούμενο παιδί.

Στάθηκα ευλαβικά ακίνητη.

Ήρεμη πια.

Αγαπημένη.

“Εδώ είναι ένα μέρος της γης που θέλω να πεθάνω.”, σκέφτηκα.

Πήρα τον δρόμο της επιστροφής.

Η λατρεμένη μητέρα ανυποψίαστη για την γλυκόπικρη ευτυχία μου με περίμενε ολόλαμπρος ήλιος, τρυφερή αγκαλιά την ώρα της Δύσης

 

 

 

 

* Η Μαριέττα Δενδρινού Πεπελάση είναι συμβουλευτική ψυχολόγος και ψυχοθεραπεύτρια. Έχει γράψει ποίηση και πεζά. Έργα της: «Για μια γαλήνη με πολύ αγώνα» (1966), «Για μια γαλήνη με πολλή αγωνία» (1970), «Τα ασάλευτα χρόνια και η σπορά» (1974), «Πλοηγός – Ποιήματα 1966-1991» (1991), «Όλα ήταν για μια στιγμή» (2001) και «Σχιζογόνος μήτηρ» (2005). «Εξομολογήσεις προδομένων γυναικών», εκδ. Καστανιώτη, 2010. Ζωγραφίζει εδώ και πολλά χρόνια. Έχει μαθητεύσει στη Γιάννα Περσάκη και στο εργαστήρι ζωγραφικής του Γιώργου Ρόρρη. Το 2013 έκανε την πρώτη ατομική της έκθεση.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top