Fractal

Μέσα από την κλειστή πόρτα

Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος //

 

«Απ’ τον αέρα πιο ελαφριά» του Φεδερίκο Ζανμέρ, μτφ: Αχιλλέας Κυριακίδης, σελ. 248, Εκδ. Opera

 

Υπάρχουν μυθιστορήματα… δωματίου (σαν τις μουσικές) των οποίων τα όρια διαπερνούν τους τοίχους – τους κάνουν εύθρυπτους, αβαρείς, σχεδόν ανύπαρκτους. Υπάρχουν ήρωες εγκλωβισμένοι μέσα σε μιαν ιδιότυπη φυλακή. Μπορεί να είναι η μνήμη, το σώμα, μια έμμονη ιδέα, ο χρόνος που ως κινούμενη άμμος (υπόγεια, παραπλανητικά) ρουφάει κάθε ικμάδα προσμονής. Υπάρχουν μυθιστορήματα που λάμπουν από ζωή ακόμη και όταν αυτή οδεύει προς το τέλος της. Αυτή η ζεύξη του ιλαρού με το τραγικό , του αισιόδοξου με το στερημένο από ελπίδα, του γήρατος με τη νεότητα, είναι που δημιουργεί την όξυνση, το πάθος, την μετάγγιση του συναισθήματος σε λογοτεχνική σχέση ακατάλυτης ομορφιάς. Εντέλει, υπάρχει το μυθιστόρημα του Φεδερίκο Ζανμέρ «Απ’ τον αέρα πιο ελαφριά» που τείνει το χέρι στον αναγνώστη, του ζητάει να κατανοήσει. Ναι, υπάρχουν μυθιστορήματα που δεν χρειάζεται να συνυπάρξεις μαζί τους διά της ταύτισης με κάποιον ήρωα, ούτε να στροβιλιστείς από το ύφος, τις λέξεις, την πρόζα. Το μόνο που χρειάζονται είναι να ζήσεις το θάλπος τους. Αν υπάρχει θα σε βρει. Το μυθιστόρημα του Ζανμέρ είναι ζεστοκοπημένο, είναι ανθρώπινο, φέρει την καθαρότητα ενός συναισθήματος καίριου. Μα, πάνω από όλα διατρανώνει την μέγιστη αξιοσύνη ενός βιβλίου: δεν χρησιμοποιεί την φαντασία για να δημιουργήσει έναν καινούργιο κόσμο, αλλά για να συμπληρώσει τα κενά του υπάρχοντος. Κι επειδή αυτά τα κενά δεν είναι προορισμένα για να καλυφθούν, γι’ αυτό τα βιβλία «δωματίου» διαθέτουν τη μέγιστη άπλα σε χρόνο και τόπο. Για να αντέξουν την υπαρξιακή στενότητα.

Μια 93χρονη, καλοστεκούμενη και πιθανότατα ευκατάστατη, από την Αργεντινή δέχεται έξω από το σπίτι της επίθεση από ένα 14χρονο χαμίνι το οποίο με την απειλή μαχαιριού προσπαθεί να την ληστέψει. Ανεβαίνουν στο διαμέρισμά της και, θες από υπερβολική σιγουριά, θες από παιδική αβελτηρία, ο μικρός βρίσκεται εγκλωβισμένος στο μπάνιο της γιαγιάς. Μόνο που αυτή όχι δεν αποφασίζει να τηλεφωνήσει στην αστυνομία, αλλά μέσω της κλειδωμένης πόρτας που τους χωρίζει, ξεκινάει να του πει την ιστορία της ζωής της. Είναι μια γυναίκα μόνη, έχει συνηθίσει χρόνια τη μοναξιά της. Είναι μια γυναίκα εξαπατημένη από τη ζωή που αναγκάστηκε να ζει με τη θεία της και τις ξαδέλφες της, που ανέχθηκε τα βιτριολικά σχόλια του περίγυρου για την μητέρα της (την έχασε νωρίς) και που, τελικά, δεν βρήκε τη ζεστασιά στο άλλο φύλο για να ολοκληρωθεί ως γυναίκα. Μόνο που ο αναγκαστικός ακροατής της δεν είναι εύκολος. Πρόκειται για ένα αγρίμι, ένα παιδί της «πιάτσας» που έχει μάθει να ζει λαθραία, βουτηγμένο στην παρανομία και τη βία. Η σχέση τους οικοδομείται με πολλές παρεκβάσεις αμφιβολιών, ελάχιστης εμπιστοσύνης, επιβολής, εκδίκησης, αλλά και έλξης. Αυτό που τους ενώνει είναι κι αυτό που τους χωρίζει την ίδια στιγμή. Ο καθένας τραβάει ένα αόρατο σχοινί – κι αν δεν σπάει είναι γιατί την ύστατη στιγμή το λασκάρουν για να συνεχίσουν τον διάλογό τους. Εμείς, οι παρατηρητές ακούμε μόνο τη γυναίκα, τα λόγια και τις αντιδράσεις του νεαρού τις υποθέτουμε. Αυτή η μονομέρεια, όμως, δεν αλλοιώνει τη δυναμική του μυθιστορήματος.

 

Federico Jeanmaire

 

Μπορεί η 93χρονη να έχει το ρόλο του «φύλακα» και ο μικρός του «κρατούμενου», εντούτοις πολύ συχνά οι ρόλοι τους εναλλάσσονται. Στην πραγματικότητα, και οι δύο κουβαλούν και τις δύο ιδιότητες. Η γυναίκα είναι δέσμια του παρελθόντος της και ο μικρός του ασφυκτικού κοινωνικού πλαισίου μέσα στο οποίο ζει. Κάπως έτσι η συνομιλία τους ακολουθεί τους κυματισμούς της μπουνάτσας, αλλά και της θαλασσοταραχής. Επί τέσσερις ημέρες που διαρκεί αυτή η παράξενη φυλάκιση, αρκετές φορές θα βρεθούν κοντά (ερωτικά; μητρικά; φιλικά;), ο ένας θα πει τον άλλον με το χαϊδευτικό του, αλλά και ταυτόχρονα μακριά (ο μικρός την απειλεί ότι θα σχίσει τις φωτογραφίες των γονιών της που του έχει δώσει). Κάτω από τη σχισμή της πόρτας εκείνη του περνάει καθημερινά σνίτσελ και γλυκά. Ακόμη και όταν την ταπεινώνει και την υβρίζει εκείνη υποκύπτει στα θέλγητρα της νεότητας. Διότι η επιθυμία κάθε γυναίκας είναι πιο ελαφριά από τον αέρα. Το ίδιο ίσχυε και για τη μητέρα της που σε άλλη εποχή θέλησε να σπάσει τα κοινωνικά δεσμά της και να πετάξει με αεροπλάνο. Το έκανε, αλλά το τίμημα που προσφέρει και η εκδίκηση που παίρνει δεν είναι καθόλου αμελητέα. Η κουβέντα τους μοιάζει με εξομολόγηση, όπως γίνεται στην καθολική εκκλησία όπου μεταξύ του πιστού και του παπά παρεμβάλλεται ένα πλέγμα που εξασφαλίζει την αορατότητα. Ίσως, διαφορετικά, η γυναίκα να μην αποφάσιζε να μιλήσει τόσο ανοιχτά σε ένα άγνωστο παιδαρέλι. Ο Ζανμέρ παραδίδει ένα κείμενο που φλέγεται από «ανθρωπινότητα». Είναι σαν να ακούει τους ήρωές του και στη συνέχεια να μεταφέρει στο χαρτί αδιαμεσολάβητα αυτά που έχουν διαμειφθεί μεταξύ τους. Τίποτα το φτιαχτό, τίποτα το φαντασιακό. Μόνο μια προσπάθεια να καλύψει ο ένας το κενό του άλλου. Όπως συμβαίνει στους ανθρώπους. Όπως συμβαίνει με τους καλούς συγγραφείς. Το τέλος (αν υπάρχει τέλος σε αυτές τις ιστορίες) μοιάζει να είναι βγαλμένο από δράμα και θρίλερ εν ταυτώ. Η έντασή είναι εσωτερική, αυξανόμενης ισχύος και συμπαρασύρει τους πρωταγωνιστές και τον αναγνώστη. Για άλλη μια φορά, η μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη είναι ένα κόσμημα λιτότητας, ύφους και εμβάθυνσης στην ουσία του κειμένου.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top