Fractal

Οι πολλαπλοί εαυτοί και η αυταπάτη της συμπαγούς προσωπικότητας

Γράφει η Τζένη Μανάκη //

 

Πολ Όστερ «Αόρατος» Μετάφραση: Σπύρος Γιανναράς, Εκδόσεις Μεταίχμιο, σελ. 304

 

”Του έσφιξα για πρώτη φορά το χέρι την άνοιξη του  1967. Ήμουν τότε δευτεροετής φοιτητής στο πανεπιστήμιο Κολούμπια, ένα άμαθο αγόρι με λαχτάρα για βιβλία που έτρεφε  την πεποίθηση  (ή την αυταπάτη) πως μια μέρα θα γινόμουν αρκετά καλός ώστε να αποκαλώ τον εαυτό μου ποιητή.”

Έτσι ξετυλίγει ο Πολ ΄Οστερ το κουβάρι της ιστορίας του Άνταμ Γουόκερ.  Αφηγητής ο ίδιος ο ήρωάς του. Γνωρίζεται με ένα αινιγματικό ζευγάρι, τον Γάλλο καθηγητή Ρούντολφ Μπορν και την Μαργκό, τη σαγηνευτική σύντροφό του. Ο Μπορν υπόσχεται στον Άνταμ βήμα στο χώρο των εκδόσεων και η Μαργκό ενεργή θέση στον παράδεισο του σεξ.

Ένα έγκλημα χωρίς σοβαρή αιτία, με αυτόπτη μάρτυρα τον Γουόκερ, αποτελεί το τυχαίο εκείνο κλικ που αλλάζει τη μοίρα ή την πορεία του ήρωα, αγαπημένο θέμα του συγγραφέα και ίσως και της ίδιας της ζωής. Αυτό εισπράττει αρχικά ο αναγνώστης, ενώ στη συνέχεια αυτό  υπονομεύεται ως αιτία, από τον ίδιο τον συγγραφέα.

«Πολλά από τα βιβλία μου αρχίζουν σε αυτό το σημείο, έπειτα από το οποίο ο ήρωας πρέπει να αναμετρηθεί με μια νέα πραγματικότητα», έχει δηλώσει ο Πολ Όστερ σε συνεντεύξεις του και ο «Αόρατος» δεν αποτελεί εξαίρεση.

Στη διάρκεια ολιγοήμερης απουσίας του Μπορν ο Άνταμ Γουόκερ συνδέεται σεξουαλικά με την Μαργκό. Περνούν πέντε ερωτικές μέρες μαζί. Ο Μπόρν επανέρχεται, η Μαργκό του εξομολογείται τη σχέση της με τον Άνταμ κι εκείνος τη διώχνει, χωρίς να δείχνει ενοχλημένος στον Άνταμ.

Σε έναν περίπατό, οι δύο άνδρες κινδυνεύουν να πέσουν θύματα ληστείας. Ο Μπορν επιτίθεται και τραυματίζει τον νεαρό επίδοξο ληστή. Ο Άνταμ διαμαρτύρεται και τρέχει να ειδοποιήσει ασθενοφόρο. Όταν επανέρχεται, ο Μπόρν κι ο νεαρός έχουν εξαφανιστεί. Διαβάζει έντρομος στις εφημερίδες ότι πτώμα νεαρού που έφερε πολλές μαχαιριές, βρέθηκε σ’ ένα πάρκο.

Ο Γουόκερ απειλεί να τον καταγγείλει. Ο Μπόρν απειλεί αντίποινα. Ο Άνταμ διστάζει και ο δισταγμός αυτός τον οδηγεί σε μία ενδοσκόπηση με ολέθρια συμπεράσματα για τον ίδιο τον εαυτό του.

«Κανείς μας δεν διαθέτει μία, μοναδική, σταθερή ταυτότητα. Έχουμε πολλαπλούς εαυτούς, και αυτό που ονομάζουμε συμπαγής προσωπικότητα  είναι μάλλον αυταπάτη. Είμαστε αναπόφευκτα πολλαπλοί», δηλώνει ο  Όστερ σε μια συνέντευξή του, και ο ήρωάς του:

 

«Αυτή η αδυναμία αντίδρασης  είναι με διαφορά το πιο κατακριτέο πράγμα που έχω κάνει ποτέ, η χειρότερη στιγμή της καριέρας μου ως ανθρώπινου όντος. Δεν είχα απλώς επιτρέψει σ’ έναν δολοφόνο να κυκλοφορεί ελεύθερος, αλλά με είχε αναγκάσει να αντιληφθώ την ηθική μου ένδεια, να αναγνωρίσω ότι δεν είχα υπάρξει ποτέ ο άνθρωπος που πίστευα ότι είμαι…. Μου αποκάλυψε μια πλευρά του εαυτού μου που με έκανε να αηδιάσω, και για πρώτη φορά στη ζωή μου κατάλαβα τι σημαίνει να μισείς κάποιον.»

 

Ο Άνταμ απομονώνεται. Από παιδί είχε μία παράξενη σχέση με την αδελφή του Γκουίν, στην οποία αφηγείται το περιστατικό της δολοφονίας. Από διαφορετικές αιτίες τα δύο αδέλφια βιώνουν μια απελπιστική μοναξιά που τους ενώνει. Ζουν ένα μήνα σεξουαλικής σχέσης με ιδιαίτερη ένταση, μέχρι την αναχώρηση της Γκουίν στη Βοστώνη και του Άνταμ στο Παρίσι.

Ο Άνταμ Γουόκερ στο Παρίσι επανασυνδέεται με την Μαργκό. Δεν καταφέρνει ν’ αποφύγει τη συνάντηση με τον Μπορν τον οποίο αρχικά απειλεί να καταδώσει ενώ εκ των υστέρων επιλέγει ένα «δόλιο» σχέδιο, που με μεγαλύτερη δολιότητα αντιμετωπίζει ο αντίπαλός του. Μετά μία δικαστική περιπέτεια, αφορμή για τον Πολ Όστερ να σατιρίσει την Δικαιοσύνη, ο Άνταμ επιστρέφει στη Ν.Υ.

Στο πολυεπίπεδο αυτό μυθιστόρημα και μέσα από την πλοκή του ο Όστερ παίρνει αφορμή να θίξει με τη συγγραφική του μαεστρία πολλά κοινωνικά, πολιτικά και υπαρξιακά ζητήματα.

Στο δεύτερο μέρος ο Άνταμ Γουόκερ, σαράντα χρόνια μετά, το 2007, νιώθοντας ότι φθάνει στο τέλος της ζωής του στέλνει τις σημειώσεις στον Τζιμ Φρίμαν σημαντικό συγγραφέα, τέως συμφοιτητή του, μετά την προσπάθεια μιας συνάντησης που ποτέ δεν πραγματοποιήθηκε.

Ο Τζιμ Φρίμαν μετά τον θάνατο του Γουόκερ έρχεται σε επαφή με την Γκουίν, η οποία αρνείται τη σχέση με τον αδελφό της, θυμάται μόνο ένα περίεργο ενδιαφέρον του για εκείνη. Στη συνέχεια επισκέπτεται το Παρίσι για να συλλέξει πληροφορίες από τα πρόσωπα με τα οποία είχε επαφές ο  Γουόκερ. Οι αφηγήσεις όλων διαφέρουν, μόνο  θραύσματα της μνήμης τους υφαίνουν τον ιστό των γεγονότων.

 

«Παρ’ όλα αυτά, εσύ κι η αδελφή σου δεν μιλάτε ποτέ για ό,τι κάνετε. Δεν συζητάτε καν το γιατί δεν μιλάτε για όλα αυτά. Ζείτε περίκλειστοι μέσα στα όρια ενός κοινού σας μυστικού, σ’ έναν χώρο τα τείχη του οποίου είναι φτιαγμένα από σιωπή, μια παρανοϊκή σιωπή που κινδυνεύει να ρίξει τα τείχη αυτά πάνω στα κεφάλια σας, αν ποτέ σπάσει.»

 

Paul Auster

 

Ο Όστερ τολμά να θίξει το ακανθώδες θέμα της αιμομικτικής σχέσης των δύο αδελφών χρησιμοποιώντας ως πρόθεμα την αγάπη, το νεαρό της ηλικίας, την απελπισία. Ο Γουόκερ αναφέρεται στη σχέση με την αδελφή του με τρόπο παραληρηματικό, ίσως γι αυτό λιγότερο σοκαριστικό για τον Φρίμαν.

 

«Ώσπου φθάνει η τελευταία  μέρα. Για εβδομήντα δύο ώρες ζείτε σε μόνιμη αναστάτωση, με έναν φόβο που ολοένα αυξάνει. Δεν θέλεις να φύγεις. Θέλεις να ακυρώσεις το ταξίδι και να μείνεις στη Νέα Υόρκη με την αδελφή σου, την ίδια όμως στιγμή αντιλαμβάνεσαι ότι αυτό αποκλείεται, ότι ο μήνας που έζησες σε ανίερο γάμο μαζί της κατέστη δυνατός ακριβώς επειδή επρόκειτο για έναν μονάχα μήνα, επειδή η αποχαλινωμένη αιμομικτική σας σχέση είχε ένα όριο. Μην μπορώντας να αντέξεις την αλήθεια του οριστικού τέλους αισθάνεσαι συντετριμμένος και χαμένος, μουδιασμένος από τη θλίψη.»

 

Η χρήση του δευτέρου προσώπου αφορά «τη σιωπηρή συνομιλία» του Τζιμ Φρίμαν, στον οποίο ο ”αόρατος” πλέον Άνταμ Γουόκερ παρέδωσε τις σημειώσεις του, για να επανεγγραφεί η δική του προσωπική ιστορία.

«Κατοικούσες στον τόπο της σάρκας και η κούπα σου ξεχείλισε.»

«Ναι, η καλοσύνη κι η αγάπη θα ‘ ναι μαζί σου όλες τις μέρες της ζωής σου.»

 

Ο Όστερ χρησιμοποιεί τους ψαλμούς της Αγίας Γραφής ψαλμοί 23, 5-6   Ελληνική βιβλική Εταιρεία, σελ 809. Η έκφραση «ξεχειλίζει η κούπα σου» (ελεύθερη απόδοση του «και το ποτήριον σου μεθύσκον και ωσεί κράτιστον») έχει περάσει ως έκφραση στα αγγλικά («and your cup runneth over») η οποία σημαίνει ότι είναι κανείς απόλυτα ικανοποιημένος, τα έχει όλα, δεν ζητάει τίποτα περισσότερο, πιθανόν για να επισημάνει την ευρύτερη έννοια της αγάπης που ενδεχόμενα μπορεί να ξεπεράσει τα συμβατικά κοινωνικά όρια.

Πρόκειται όμως για πραγματική σχέση με την αδελφή του ή για θραύσματα   μνήμης ανάμεικτης  με κομμάτια φαντασιώσεων κάποιας  περιόδου της ζωής όπου η απελπισία της μοναξιάς μπορεί να προδώσει την πραγματικότητα;

Αντιλαμβάνεται κανείς από το χειρόγραφο που παρέδωσε λίγο πριν το θάνατό του ο Γουόκερ, ότι αποφασιστική αιτία στο ”κλικ” της ζωής του που τον αποπροσανατόλισε από τα αρχικά του σχέδια ήταν περισσότερο η σχέση του με την Γκουίν, και ότι η σχέση με την Μαργκό, το έγκλημα και η απελπισία που το ακολούθησε δεν ήταν παρά αφορμές. Οι αναζητήσεις εκ των υστέρων του Φρίμαν για την πραγματικότητα ίσως δεν έχουν και πολλή σημασία μια που οι μετέπειτα μαρτυρίες διαρκώς την μεταβάλλουν.

Ο Τζιμ Φρίμαν αναζητώντας την αλήθεια μέσα από τις αφηγήσεις του Γουόκερ έρχεται σε επαφή με την Σεσίλ (κόρη αρραβωνιαστικιάς του Μπόρν), μία γεματούλα γυναίκα πενήντα οκτώ ετών, με μεγάλη διάθεση αυτοσαρκασμού, από την οποία πληροφορείται ότι ο Μπορν βρίσκεται σ’ ένα απομακρυσμένο νησί της Καραϊβικής.

Οι γεωγραφικοί τόποι και ο ακόμη πιο δόλιος Μπορν της Καραϊβικής  αποτελούν για τον Όστερ αφορμές να αναπτύξει τις απόψεις του για την ρευστότητα της ταυτότητας των ανθρώπων, την πολλαπλότητα των προσωπείων τους, τον ψυχρό πόλεμο, την πτώση του τείχους του Βερολίνου, τους αιματηρούς πολέμους ΒιέτΝαμ Αλγερίας, Αφχανιστάν. Να θίξει το θέμα μιας ανθούσας νέου τύπου αποικιοκρατίας. Πάντα θα υπάρχουν δούλοι που θα δουλεύουν για τους δόλιους που αποφεύγουν την τιμωρία.

 

«Πενήντα ή εξήντα μαύροι άνδρες κάθονταν οκλαδόν στο χωράφι με σφυριά και καλέμια στα χέρια και σφυροκοπούσαν  τις πέτρες, ενώ ο ήλιος σφυροκοπούσε τα κορμιά τους, καθώς δεν υπήρχε πουθενά η παραμικρή σκιά κι ο ιδρώτας γυάλιζε σε κάθε πρόσωπο….Ήταν ένα είδος δουλειάς που έχουμε ταυτίσει με τους φυλακισμένους, με ανθρώπους σιδηροδέσμιους, όμως οι άνθρωποι αυτοί δεν είχαν αλυσίδες…»

 

Η μνήμη απατά, ο τρόπος που ανακαλούμε το παρελθόν είναι υποκειμενικός. Προφανώς ο Όστερ εσκεμμένα αλλοιώνει τις αφηγήσεις των ηρώων του για να υπογραμμίσει ότι δεν υπάρχει απόλυτη, αντικειμενική αλήθεια, αλλά μόνο μία μεταλλαγμένη πραγματικότητα, αποσπάσματα εντυπώσεων που ο χρόνος αφήνει να μείνουν σφηνωμένες στο μυαλό των ανθρώπων, σ’ αυτόν τον τόσο εύθραυστο κόσμο, που ψυχογραφεί με ανυπέρβλητη μαεστρία.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top