Fractal

«Ήθελα να διαλύεται το πρόσωπό μου αλλά αντί γι’ αυτό διαλυόταν το τοπίο: αυτή ήταν η κατάσταση πραγμάτων»

Γράφει η Βιβή Γεωργαντοπούλου //

 

«Αεροπλάστ», Άντζελα Δημητρακάκη  , εκδ. Εστία

 

Πέμπτο μυθιστόρημα από την Άντζελα Δημητρακάκη και δεν υπήρχε περίπτωση να μην το διαβάσω σχεδόν αμέσως μόλις κυκλοφόρησε,μ΄αρέσει,την εκτιμώ και την ξεχωρίζω από χρόνια.

Τον τίτλο “Αεροπλάστ” τον βρήκα άχαρο στην αρχή,ήχησε στα αυτιά μου περίεργος και το (έξοχο, μα αυτό το συνειδητοποίησα μετά την ολοκλήρωση της ανάγνωσης) περιεχόμενο φάνηκε κάπως άνισο στα μάτια μου.Χωρισμένο σε πέντε μέρη,όσα και οι ήρωες που σηκώνουν το μεγάλο βάρος της αφήγησης εξιστορώντας πρωτοπρόσωπα καθένας κι από ένα κομμάτι,προσπαθεί να πει σε 390 σελίδες τα άπειρα συγκλονιστικά ανοίκεια και οικεία που έχει εντός του και σαν να δίνει μεγαλύτερη μπουκιά,να κανακεύει περισσότερο έναν χαρακτήρα,την φοβερή της Αντιγόνη.

Μα αν η Αντιγόνη της σαν alter ego πυροδοτεί τέτοια έντονη ταύτιση στον/στην αναγνώστρια τότε αφού και οι άλλοι τέσσερις είναι alter ,καθρέφτες μας όλοι,γιατί τους ψιλορίχνει ως προς την έκταση που δικαιούνται;Εκ των υστέρων σκέφτηκα πως καλώς το κάνει,ξέρει τι κάνει η Δημητρακάκη και έλεος με την μούρλα που έχουμε οι αναγνώστες να φέρνουμε το μυθιστόρημα στα μέτρα μας, αλλά και πώς αλλιώς θα γινόταν όταν αυτό έχει γίνει τόσο,μα τόσο δικό μας…

Ας μην ξενίσει λοιπόν κανέναν που αν και σχολίασα γκρινιάρικα τίτλο και μέρη,θα δηλώσω ότι το “Αεροπλάστ” μού άρεσε συνολικά μέχρις ενθουσιασμού και πως φυσικά δεν θα έμενα στα πρώτα,τα επιφανειακά.Δεν θα είχε καμία σημασία το ερασιτεχνικό ψείρισμα περί ισομερούς ανάπτυξης της μυθοπλασίας κτλ γιατί εκείνο που μετράει είναι πως πρόκειται για βαθιά πολιτικό κείμενο,τολμηρό μυθιστόρημα/εξαίρεση στους άγραφους κανόνες μιας λογοτεχνίας που ενώ μπορεί να ξεβαλτινώσει, αυτή εκεί στον χαβά της να ανακατεύει,χωρίς τσίπα,εμφύλιους,μικρασίες και λοιπούς πιασιάρικους κράχτες για καλή πούληση μέτριων συχνά και κακών τις περισσότερες φορές μυθιστορημάτων κι αν αναρωτιέστε αν τα έχω χάσει,όχι καθόλου.

Ευτυχώς σαν διαβαστερή νοικοκυρούλα μπλόγκερ που είμαι- έτσι μας τσουβάλιασε πρόσφατα, αγνοώ με ποια αφορμή μα να΄ναι καλά γιατί έτσι βάζουμε κάποια πραγματάκια στην θέση τους, μισογύνης γραφεύς του βιβλιομικρόκοσμου, εγώ πάντως είμαι και τα τρία συν το χαρωπή και ουδόλως θίχτηκα- τι έλεγα,α,ναι,που διαβάζω αυτό και μόνο το βιβλίο κάθε φορά που επιλέγω να αγοράσω και είναι ό,τι γουστάρω εγώ να διαβάσω ή που είναι το ήδη διαβασμένο,αυτό δηλαδή που δανειζόμαστε φίλοι ο ένας από τον άλλο κι από μεράκι πράττοντας ή εκείνο που με τιμούν και μου το στέλνουν ως τον μόχθο τους και το δικαίωμά τους στην καλλιτεχνική έκφραση κάποιοι με το μεράκι του γραφιά χωρίς όμως υστεροβουλία, δηλαδή δίχως να αποσκοπούν σε καλά λόγια/ αγγαρεία από μένα την χαρωπή.

Μα γι αυτό,γιαλαντζί και πραγματικοί εν βιβλίω συνοδοιπόροι μου,οι νοικοκυρές σε κάθε περίπτωση πριν δηλαδή το ταμείο αλλά και μετά είμαστε ελεύθερες και έτη φωτός μακριά από τις χολές των συναφιών και μπορούμε να λέμε την γνώμη μας την ατόφια,στα ίσια και χωρίς “αχ, τάδε και δείνα μου τι ωραίο το βιβλίο σου” κι από πίσω “μα τι έγραψε αυτή/ός πάλι”.

Επομένως για την ευφυή και ταλαντούχα Δημητρακάκη ήταν ξεκάθαρο πως θα έλεγα απλά και στα ίσια τι μου άρεσε και τι δεν και αν τύχει,αγαπητή Άντζελα,και διαβάσεις αυτές τις τσάτρα πάτρα γραμμένες εντυπώσεις σ΄ευχαριστώ εκ των προτέρων που θα χαμογελάσεις,γιατί ξέρω ότι -το εικάζω από τον τσαμπουκά των βιβλίων σου,δεν σε ξέρω προσωπικά- θα χαμογελάσεις,ε,ναι,τι άλλο.

 

Στο βιβλίο σου,Άντζελα,*τολμάς να βάλεις την ηρωίδα -εμένα,εσένα,εκείνη,αυτήν και την άλλη γυναίκα,πολλές από μας,μη σου πω όλες εκεί ανάμεσα 40 με 50 όταν η βελόνα του κοντέρ φρακάρει και κολλάει- την βάζεις λοιπόν να σπάσει τα γαμοαυγά τα επιμελώς κλωσημένα στα διαμερίσματα της μεσαίας πλην κουτσοεγγράμματης -να γελάσω ή να βάλω τα κλάματα -τάξης της,της απλωμένης από το ΄74 και δώθε από Πειραιά ως Μαρούσι κι ακόμα πιο κει,ένα και το αυτό ταϊσμένες από και με το ίδιο τοξικό ταξικό στοιχειό,ναι,δεν τονίζω λάθος.

 

Με τις παραλλαγές της και τις επινοημένες δουλίτσες της η αχταρμική αυτή ταξούλα˙τις τρύπες,τις τρυπάρες και τις τρυπούλες τύπου κι ανάγκης κάπου να χωθεί στο μεταπολιτευτικό γκραν γκινιόλ δημόσιο να φάει κι αυτή ψωμάκι˙με τα μαγαζάκια της ν΄ανοίγουν το ένα πάνω στο άλλο,πήξαμε από μπουτίκ και ρούχο για τις πίστες των σκυλάδικων στο σαραντάχρονο του τσίρκου˙τις οικονομίες/ καταθέσεις/αγορές της, ένα κεραμίδι στο κεφάλι κι επένδυση ένα ή πολλά ενοίκια απ΄τα κλουβιά,τα μαγαζιά και τις πυλωτές που έκλεινε κι έκανε πάρκινγκ για εισόδημα και ας μπούκωνε με τόνους τσιμέντο το σύμπαν,μιμείτο τους χοντρομπαλάδες ταγούς της στο κάτω κάτω,καλό άλλοθι,δεν αποφάσιζε˙με τα λάδια και όλους τούς εκ της ιδιαιτέρας πατρίδας πιθανούς κι απίθανους άδηλους πόρους της, απαραίτητο και αποδεκτό μαύρο συμπλήρωμα,φυσικά συν τα ψαχνά,τις ψαχνάρες και τα ψαχνάκια του ατέλειωτου σφάγιου της πρασινομπλέ ευμάρειας,αυτά που μοίραζε εναλλάξ μα χωρίς σταματημό ο κάθε τοπικός γκόρτζος σε μακροκοντοχωριανούς/πελάτες/ψηφοφόρους/κομματικούς περιπατητές˙εναλλάξ δαγκωτό στην κάλπη κι αυτοί για αντάλλαγμα,τοκιστές και σουλατσαδόροι καλά δασκαλεμένοι από αγύρτες και από ανιστόρητη ιστορική εμπειρία διδαχθέντες κι εφαρμόζοντες τα κόλπα στου κασίδη το κεφάλι που αποδείχτηκε, αλίμονο, πως ήταν και πάλι το ξερό το δικό τους.

Κάνει λοιπόν η ηρωίδα σου-άραγε την βάφτισες έτσι τυχαία Αντιγόνη-μια ομελέτα αντρική με τα χιλιοσπασμένα αυγά τής γυναικείας πνευματικής της προίκας,ε,ναι,ολότελα αντρική αυτή η ομελέτα και δυσκολοχώνευτη ,φεύγει,άκου πράγματα,η τρελή,σηκώνεται και φεύγει από το πολιτισμένο (sic) Ελσίνκι αφήνοντας το παιδί της στον πολιτισμένο Ευρωπαίο σύζυγο για να κυνηγήσει,γυναίκα εκείνη και μέσα στην κρίση,το υπέροχο προσωπικό της τίποτα,ούτε καν έναν γκόμενο -αυτό φυσικά θα της το συγχωρούσαν εύκολα,δίχως παζάρια- στην Αθήνα της μιζέριας κι ύστερα στην Βαρκελώνη της άλλης όψης της ίδιας ακριβώς κρίσης, εκεί επιπλέον και της μεταφρανκικής τρέλας .

Και τι κατάφερε η αντροαντιγόνη σου;Φευγιό στο φευγιό και κύλισμα από την μια κατάθλιψη στην άλλη και να μην στεριώνει σε πόλη και μέρος,να την κυνηγάνε τα εσωτερικά της δαιμόνια ,να την καταπίνουν τα τελώνια της ψυχής της ενώ αυτή καταπίνει τα αντικαταθλιπτικά με την χούφτα κι ο καπιταλισμός, αυτό το πανηλίθιο και πρόστυχο σύστημα,καταπίνει χώρες ολόκληρες και ανθρώπους αμάσητους.Σαν τους άλλους τέσσερις ανθρώπους του βιβλίου σου.Που δεν είναι τέσσερις- και βγάζω απ έξω εμάς που διαβάζουμε με κομμένη την ανάσα-μα πέντε.Πέντε γιατί στην ιστορία αυτή μπαίνει, και καλώς, ο Βάλτερ Μπένγιαμιν.

Πoιος είναι αυτός,ε; Και τι κατάλαβε κι αυτός κι οι άλλοι που εδώ και τώρα -τι τώρα,σαράντα χρόνια και – πέσαμε στην λαμέ υπολουμπίτσα της μεγάλης λούμπας και αν δεν τους αγνοούμε ολωσδιόλου, πάντως τους ξεχάσαμε τους Μπένγιαμιν κι άλλους πολλούς φωτισμένους αυτής της γης;

Κάποιος,κάποια έπρεπε κάποτε να τα γράψει αυτά τα πράγματα όπως είναι,χωρίς να τα εξωραΐσει.Το έκανε και με το παραπάνω με το “Αεροπλάστ” της η Άντζελα Δημητρακάκη.
Προσχέδιο ανάρτησης
Σάββατο, 28 Νοεμβρίου

Διάβασα σήμερα την κριτική του Γιάννη Καλογερόπουλου για το “Αεροπλάστ”στην στήλη βιβλίου που διατηρεί εδώ και καιρό στην καλή εφημερίδα Χανιώτικα Νέα.

Τις βρήκα,στήλη και κριτική,άψογες και ευθύς σκέφτηκα,με μια σταλιά δόλο και πολλή ανακούφιση είναι η αλήθεια,δεν του δίνω καλύτερα τον λόγο (να βγάλει και τα δικά μου κάστανα από την φωτιά) μια και έγραψε αφενός μεν για όλα όσα έπρεπε να γίνουν αντιληπτά και να ειπωθούν με τρόπο τέτοιο έτσι που και να γίνονται κατανοητά απ΄ όλους και να μην διώχνουν τον αναγνώστη και αφετέρου τα διατύπωσε και ψυχραιμότερα;Δεν τον ρώτησα,αυθαιρέτησα και ιδού.(Ο Γιάννης δεν θα θυμώσει κι αυτό δεν το εικάζω,το ξέρω γιατί τον ξέρω.)

H συγγραφέας Άντζελα Δημητρακάκη.

 

ΧΑΝΙΩΤΙΚΑ ΝΕΑ

ΑΦΟΡΜΗ
31 Οκτωβρίου 2015

Αεροπλάστ

Τη δεύτερη φορά που πήρα το τρένο για το Πορ’ Μπόου ήμουν ένας άλλος άνθρωπος.Από τα ελάχιστα που με συγκρατούσαν χαλαρά δεμένη στη ζωή που είχα ζήσει ήταν το πώς σκεφτόμουν σ’ ένα κλειστό χώρο που κινείται.
Για παράδειγμα σε ένα τρένο.΄Oπως όλοι,σ’ένα τρένο σκεφτόμουν αφηρημένα αλλά και αχαλίνωτα, με το βλέμμα στραμμένο στο παράθυρο.Το βλέμμα μου με τη σειρά του ήταν -όπως όλα τα βλέμματα σε παρόμοιες συνθήκες- αιχμάλωτο της οπτικής έλξης που καθόριζε τη σχέση μου με τον κόσμο. Κανείς δεν μπορεί ν’ αντισταθεί στο θέαμα του προσώπου του, δισδιάστατου, εξαϋλωμένου αλλά, κατά μυστηριώδη τρόπο, αναλλοίωτου από το τοπίο που διαλύεται πίσω του με ταχύτητα εκατόν πενήντα χιλιομέτρων την ώρα.΄Hθελα να διαλύεται το πρόσωπό μου αλλά αντί γι’ αυτό διαλυόταν το τοπίο: αυτή ήταν η κατάσταση πραγμάτων.

Η Αντιγόνη βρίσκεται στο τρένο για το Πορ’ Μπόου, ένα καταλανικό χωριό, διάσημο κυρίως για το γεγονός πως ο Βάλτερ Μπένγιαμιν αυτοκτόνησε εκεί, το 1940, τελευταίος σταθμός μιας πορείας φυγής του στοχαστή από μια Ευρώπη που ασφυκτιούσε. Μαζί της στο τρένο ο Ικέρ, η Μέλανι, ο Μαρτί και ο Κάι. Καθένας τους θα έχει την ευκαιρία να διηγηθεί την ιστορία του, ό,τι τέλος πάντων θεωρεί ιστορία του ο καθένας, σε πρώτο πρόσωπο, δίχως να είναι σίγουρος ούτε για το πώς βρέθηκε τελικά στο τρένο αυτό με προορισμό το Πορ’ Μπόου, ούτε και σε τι αποσκοπεί το ταξίδι αυτό. Οι αφηγήσεις τους αλληλοσυμπληρώνονται, καθώς η κοινή ιστορία των πέντε αποκτά την αναπόφευκτη υποκειμενικότητα του πολυφωνικού, κοινή ιστορία με συνδετικό κρίκο την Αντιγόνη, η παρουσία της οποίας αποτέλεσε παράγοντα καταλυτικό και συνεκτικό. Η Αντιγόνη, συγγραφέας κάποιων μυθιστορημάτων, εγκαταλείπει το Ελσίνκι, όπου μετακόμισε με τον σύντροφό της μετά το τέλος της ακαδημαϊκής περιόδου στην Αγγλία, αφήνει πίσω της τον μικρό της γιο, και παίρνει το αεροπλάνο για να επιστρέψει στην Αθήνα. Εκεί, και έχοντας στα σκαριά ένα νέο μυθιστόρημα, θα επιχειρήσει να επουλώσει τις πληγές της, υπό το βάρος της προηγούμενης ζωής της, σε μια νέα πραγματικότητα, όμως αναπόφευκτα θα αναζητήσει καταφύγιο εκ νέου στη φυγή, για τη Βαρκελώνη αυτή τη φορά.

 

Η κύρια αρετή των μυθιστορημάτων της Δημητρακάκη έγκειται στους ήρωές τους, ήρωες που, εκτός του ότι είναι εξαιρετικά δοσμένοι, είναι σύγχρονοι της εποχής τους, και όχι παρωχημένα στερεότυπα παρελθόντων καιρών· νόσος συχνή (και) της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας. Γιατί συχνά μπερδεύεται η ρεαλιστική απεικόνιση των ηρώων ενός μυθιστορήματος με τη σύγχρονη διάστασή τους, και η συγγραφική επιθυμία περιορίζεται σε αυτή την κατεύθυνση, που από μόνη της όμως δεν αρκεί για να εμπλέξει τον αναγνώστη. 
Οι ήρωες της Δημητρακάκη είναι άνθρωποι που γεννήθηκαν κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’70, ταξίδεψαν και έζησαν στο εξωτερικό, σπούδασαν αποκτώντας μεταπτυχιακούς και διδακτορικούς τίτλους, επικοινωνούν σε γλώσσες πέραν της μητρικής τους, αποτυγχάνουν επανειλημμένως συναισθηματικά, και όμως δεν αργούν να μπουν ξανά στην αρένα, λυγίζουν κάτω από το βάρος του παρόντος αλλά και του παρελθόντος, (νομίζουν πως) έσπασαν ή επιχειρούν να σπάσουν τα οικογενειακά δεσμά, παλεύουν διαρκώς με τη σεξουαλικότητά τους, φλερτάρουν με το μεταφυσικό τώρα που οι θρησκείες αδυνατούν να δώσουν κουράγιο και ελπίδα, καταφεύγουν από ανάγκη ή επιλογή στην ψυχολογία και την ψυχιατρική, πιστεύουν σε ουτοπίες μακριά από την παραδοσιακή πολιτική και βρίσκουν τον εαυτό τους εγκλωβισμένο.

Τα τελευταία χρόνια… μου είναι δύσκολο, συχνά αδύνατο, να μιλάω με απλό και καθαρό τρόπο για τα όσα ζω. Oταν το κάνω, μου φαίνεται πάντα πως αφαιρώ κάτι από τις επιπτώσεις ενός γεγονότος. Ή, αντίθετα, πως υπερβάλλω. Δεν μπορώ να βρω μια ισορροπία έκφρασης. Είμαι αξιολύπητη. Πικραμένη. Με διακατέχει η αίσθηση της αδικίας, της αποτυχίας και της βλακείας.

Η Δημητρακάκη, όπως συνηθίζει άλλωστε, οδηγεί τους ήρωές της στην απομόνωση ενός μέρους μικρού, είτε πρόκειται για ένα νησί, είτε για ένα κοινόβιο, είτε για ένα καταλανικό χωριό. Το Αεροπλάστ αποτελεί το ταξίδι προς το μέρος αυτό, το έντονα φορτισμένο σημειολογικά, εκεί τους παρατηρεί να αλληλεπιδρούν, να έρχονται αντιμέτωποι, πρώτα και κύρια, με το βαθύτερο Εγώ τους και το φορτίο της έως τότε ζωής τους και εν συνεχεία με τους άλλους, εκεί που η θεωρία του καθενός έρχεται αντιμέτωπη με τη σκληρή πραγματικότητα, τη διαρκώς μεταβλητή μα αναλλοίωτη τελικά πραγματικότητα, εκεί που οι ουτοπίες καταρρέουν για να αναγεννηθούν, και μέσω των ηρώων η πορεία της ίδιας της Ευρώπης στα σημερινά Πορ’ Μπόου.
 

Το Αεροπλάστ χωρίζεται σε πέντε μέρη, καθένα εκ των οποίων διαθέτει τον δικό του αφηγητή, καθώς διαφορετικά είδη αφήγησης εναλλάσσονται για να συνθέσουν ένα μυθιστόρημα, με διακειμενικές αναφορές, έντονα πολιτικό, που υπηρετεί ένα συνολικό συγγραφικό όραμα, φιλόδοξο και τελικά απόλυτα επιτυχημένο, χρησιμοποιώντας με επίγνωση και ευστοχία τα εργαλεία του μεταμοντερνισμού, ένα μυθιστόρημα που υπερβαίνει τα ελληνικά σύνορα και καταφέρνει με άνεση να συνομιλήσει με την παγκόσμια λογοτεχνία, αποτυπώνοντας την ευρωπαϊκή (και όχι μόνο) μελαγχολία της εποχής, αδιαφορώντας επιδεικτικά για τον όποιο διδακτισμό.

Η Δημητρακάκη, στο πέμπτο της μυθιστόρημα, επιβεβαιώνει πως πρόκειται για μία από τις πλέον ενδιαφέρουσες συγγραφικές φωνές στη σημερινή ελληνική λογοτεχνία, η οποία -κυρίως- αναλώνεται σε μια στείρα καταγραφή της κρίσης, τώρα που το ένδοξο και πονεμένο παρελθόν της χώρας δεν είναι πια της μόδας…

 

*θάρρητα και ενικοί προκύψαντες εκ της ταύτισης και τα αμέτρητα εν δυνάμει ή παραλίγο
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top