Fractal

Ένα ποίημα

Του Αντώνη Κηπουρού // *

 

 

 

Έχω διαπράξει όλα τα λάθη του συρμού

Θυμάμαι ήμουν τελευταίος στη σειρά μου

Είχε μια τέτοια ευελιξία η απόφαση

Πάντα δυσκολευόμουνα για να την πιάσω

 

Ξέρω πως ζύγιζα πολύ το τι θα πω

Ξέρω πως ήμουνα σπασίκλας, φοβητσιάρης

Και όταν έφτανε στο φόρτε της η σύρραξη

Τότε κι εγώ πετιόμουνα από την άκρη

 

Νίκες θυμάμαι πως πετύχαινα σωρό

Μα ήταν όλες τους ήσσονος σημασίας

Στο βάθρο αυτό των νικητών που αγωνιζόμουνα

Πάντα μου το ‘ξερα πως ήταν για τους άλλους

 

Ακρότητες τολμώ να πω πως τις απέφευγα

Ήμουνα πάντα και με όλους μετρημένος

Κατά πως λέει κι ο λαός στις παροιμίες του

Σε μια γωνιά ήμουν εκεί καλοβαλμένος

 

Εκεί κατάφερνα και έκρυβα τα ντέρτια μου

Εκεί τα τύλιγα σφιχτά τ’ ασημικά μου

Εκεί τις πίκρες, τις χαρές και τα ξενύχτια μου

Εκεί αναπαρήγαγα τα όνειρά μου

 

Πολύ νεράκι το κατάλαβα πως κύλησε

Μέσα στ’ αμείλικτου του χρόνου το ποτάμι

Η κοίτη βάθυνε, οι όχθες του αλλάξανε

Ούτε που ξέρω ποια κατεύθυνση έχει πάρει

 

Έμεινα μόνος να κοιτώ, να συλλογίζομαι

Όλα τα χρόνια σαν τα τρένα να περνούνε

Και όλα αυτά που από το φόβο μου κρυβόμουνα

Γύρισα κι είδα ότι δεν με κυνηγούνε

 

Κανείς ποτέ μου δεν θυμάμαι να ενδιαφέρθηκε

Να με σκουντήσει έτσι για να με ξυπνήσει

Το στρώμα γράσου που μου σκέπαζε τα βλέφαρα

Να πλησιάσει στοργικά να με σκουπίσει

 

Τέτοιος δειλός από παιδάκι όπως ήμουνα

Τα ερωτικά μου μια παρένθεση όλη κι όλη

Ήτανε όπως κι αν τα δεις για το ανάθεμα

Ήταν εργάσιμη, δεν ήτανε μια σχόλη

 

Ώσπου μια μέρα κάτι φύσηξε και σκόρπισε

Όλο το σύννεφο που είχα μπρός στα μάτια

Την είδα που με είδε κι έτσι με καθήλωσε

Ήτανε σαν να μου ‘χε πάρει την ανάσα

 

Τα ‘δωσα όλα, δεν κρατήθηκα και στα βαθιά

Βούτηξα έτσι όπως ήμουν στερημένος

Και στης χαράς το μαγεριό μέσα στα υλικά

Είδα πως ήμουνα κι εγώ μαγειρεμένος

 

Ήταν μαστόρισσα, με μέτρησε, με ζόρισε

Μου ‘διωξε όλες όσες είχα ανασφάλειες

Κι από τους αρμούς του νου κι απ’ τις κλειδώσεις μου

Άλλαξε όλες τις καμένες μου ασφάλειες

 

Σαν αποφάσισα να βγω από το χαράκωμα

Στο δρόμο μέσ’ τα φόρα, μ’ όλα μου τα φώτα

Τρέκλιζα, λύγιζα, συνέχεια στραβοπάταγα

Και ξαναμάθαινα της στράτας αλφαβήτα

 

Τα λόγια που ‘λεγα θυμάμαι πως μπερδεύονταν

Με γέλια μα και χαιρετούρες και γκριμάτσες

Κι ο δισταγμός σαν το χιονιά ψιλοπασπάλιζε

Την όλη εικόνα μου με άχνη σαν τις πάστες

 

Σιγά σιγά ήρθε η ώρα και ξεκλείδωσα

Το πήρα απόφαση, σήκωσα τα μανίκια

Κι η μηχανή που δεν κουνιότανε, κουνήθηκε

Δίχως βοήθεια, δίχως τα δεκανίκια

 

Τώρα συχνότερα κοιτάζω το ρολόι μου

Κι από τον τοίχο το ‘βαλα μέσ’ το μυαλό μου

Το καταχώνιασα κι αυτό το κομπολόι μου

Θέλω τον χρόνο να κρατώ αιχμάλωτό μου.

 

 

 

 

* Ο Αντώνης Κηπουρός του Εμμανουήλ γεννήθηκε στη Θεσ/νίκη 29 Μαίου 1950, μεγάλωσε στις Σέρρες, πήρε πτυχίο Ιατρικής από το Α.Π.Θ, ειδικότητα Ουρολογίας, παντρεύτηκε την Μαρία Ζαχάκη, απέκτησαν τρία παιδιά την Βασιλική, την Ηλέκτρα και τον Μανώλη, συνταξιοδοτήθηκε το 2012 και έκτοτε γράφει.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top