Fractal

Διήγημα: “Η πρώτη μου φορά”

Tου Αντώνη Τζήμα // *

 

  Σε έναν φίλο

 

1114_start-800x480

 

Δεν θα ξεχάσω ποτέ την αγριότητα της πρώτης μου φοράς. Ήμουν μόλις δεκαπέντε χρονών. Δεν είχα καμία συνείδηση και γνώση του γεγονότος ότι κάποτε θα έπρεπε να το κάνω και γω. Ήξερα ότι ο πατέρας μου το έκανε. Αλλά ποτέ δεν το είχα δει με τα ίδια μου τα μάτια. Καταλάβαινα όμως πότε γινόταν. Η πρώτη μου φορά χαράκτηκε για πάντα στην μνήμη μου. Διαβαλλόταν από συναισθήματα υψηλής έντασης και το μυαλό μου υπήρχε σε μια πρωτόγνωρη ,για μένα τότε, εγρήγορση.  Οι επόμενες φορές δεν θύμιζαν σε τίποτα αυτό που έζησα εκείνη την καλοκαιρινή μέρα έχοντας δει μόνο δεκαπέντε Μάηδες στην ζωή μου. Οι επόμενες  θα γίνουν μια ρουτίνα. Συνήθισα. Βεβαία πάντα λίγο πριν το μπήξω μέσα στην σάρκα της οποιασδήποτε αισθανόμουν πάλι αυτή την ένταση της πρώτης φοράς, αλλά για λίγο. Τότε , να με ακουμπούσες θα πεταγόμουν στον αέρα.

Με την οικογένεια μου, ζούσαμε σε ένα χωριό της Πελοποννήσου που το όνομα του, δεν έχει καμία σημασία. Ο πατέρας μου ήταν κτηνοτρόφος. Είχε ένα μεγάλο κοπάδι από αγελάδες. Έτσι εγώ και ο αδελφός μου μαθαίναμε την δουλειά από νωρίς. Το άρμεγμα, το που θα πρέπει να βοσκάνε οι αγελάδες, πότε να επιστρέφουν από το λιβάδι στο βουστάσιο, και την γέννα των μοσχαριών. Λένε ότι το ζώο δεν έχει ψυχή. Ότι δεν μπορεί να κλάψει. Αλλά πραγματικά, όταν βλέπεις την αγελάδα να είναι κάτω στην γη και να σπαράζει από τους πόνους, τα μάτια της δακρύζουν. Σε κοιτάζει ικετεύοντας να την βοηθήσεις. Να της ανακουφίσεις τους πόνους. Μπορεί όλα αυτά όμως να είναι και κατασκευάσματα του μυαλού μου. Μπορεί το ζώο να μην έχει ψυχή και τα δάκρυα να είναι αποτέλεσμα της πίεσης των αδένων από την καταπόνηση που προκαλεί ο σωματικός πόνος.

Τα ζώα είναι τα μόνα που δεν φέρουν καμία εύθηνη για τις πράξεις τους. Δεν διαθέτουν λογική. Είναι μόνο ασυνείδητο. Και το ασυνείδητο μάλλον είναι μια ουσία ανεύθυνη αλλά και μείζονος σημασίας για την ύπαρξη και την συνέχεια της ζωής. Ο άνθρωπος. Ο άνθρωπος είναι και λογική και ασυνείδητο. Και αν τύχει αυτά τα δυο να συγκρούονται  και το ένα να απαιτεί τον θάνατο του αλλού, καλή τύχη.

Εκείνη την καλοκαιρινή ημέρα λοιπόν, δεν γνώριζα ότι θα βιώσω την πρώτη μου φορά. Ο πατέρας μου με τον αδελφό μου είχαν ανέβει στην Αθήνα. Έτσι στο κτήμα ήμουν εγώ και η μανά μου. Έπαιζα μπάλα στην αυλή μέχρι που άκουσα την φωνή της μέσα από το βουστάσιο.

«Σπύρο! Σπύρο!»

Άφησα το παιχνίδι στην μέση και έτρεξα μέσα. Εκεί είδα την μητέρα μου να είναι πάνω από μια αγελάδα. Η αγελάδα είχε σωριαστεί κάτω. Ήταν έγκυος και είχε έρθει η ώρα να γεννήσει.

«Σπύρο τρέχα να πάρεις τηλέφωνο τον κτηνίατρο! Το μοσχάρι έρχεται ανάποδα», είπε η μάνα μου.

Πήγα στο σπίτι και ειδοποίησα τον κτηνίατρο. Ύστερα επέστρεψα στο βουστάσιο. Αν το μοσχαράκι έρχεται στον κόσμο μας ανάποδα τα μαρτύρια της ζωής ,το πιάνουν στον ιστό τους πολύ πριν ζήσει. Ο κτηνίατρος δεν άργησε να έρθει. Έβαλε δυο πλαστικά γάντια μέχρι τον αγκώνα και έχωσε το χέρι του μέσα στον κόλπο της αγελάδας.

«Το μοσχάρι έρχεται ανάποδα», είπε ψηλαφίζοντας την μήτρα της.

«Θα σώσουμε το μικρό», συνέχισε.

«Και η αγελάδα;» ρώτησε η μητέρα μου.

«Να την σφάξετε. Και μάλιστα τώρα για να ξεμάτωσει. Μην χαλάσει  το κρέας της».

Εγώ καθόμουν εκεί και τους άκουγα.

«Σπύρο! Πάρε τηλέφωνο τον χασάπη να έρθει».

Άντε πάλι τρεχάλα. Μετά τον κτηνίατρο έτρεξα να πάρω τον χασάπη. Η αντίφαση της ζωής πάντα σου κτυπάει την πόρτα. Ο χασάπης έλειπε στην Τρίπολη. Είχε πάει να παραλάβει σφαχτά. Θα ερχόταν στο χωριό το βραδύ.

«Μάνα ο χασάπης δεν είναι εδώ».

«Θα το κάνεις εσύ», είπε ο κτηνίατρος και μου έδωσε ένα μεγάλο καλοακονισμένο μαχαίρι που η αντανάκλαση του στον ήλιο με τύφλωσε για μια στιγμή.

«Τι λες στο παιδί; Είναι πράγματα αυτά;» είπε η μάνα.

«Είναι άντρας πια. Ήρθε ο καιρός να το κάνει», είπε εκείνος.

Άντρας. Πότε γίνεσαι άντρας; Ποια πράξη σε ονομάζει άντρα; Και ποιος ξέρει πότε είσαι άντρας περά από τον εαυτό σου. Και εγώ ήμουν σίγουρος ότι ακόμα ήμουν αγόρι. Δηλαδή άγουρος άντρας. Και έτσι ήθελα να μείνω. Αλλά η καργιόλα η ζωή μερικές φορές έχει αντίθετη άποψη.

«Ας τον να το κάνει. Έτσι κι αλλιώς αυτή την δουλειά θα κάνει. Όσο πιο νωρίς μάθει τόσο πιο καλά».

Αλλά και εδώ ο γιατρός έκανε λάθος. Δεν ήθελα να γίνω αυτό. Ήθελα να γίνω ποδοσφαιριστής. Δόξα, χρήμα, κορίτσια.

Δεν ξέρω αν η μάνα μου συμφώνησε. Πάντως σιώπησε. Έτσι έμεινα εγώ, παιδί πράγμα, να κρατάω ένα μαχαίρι πιο μεγάλο από τον βραχίονα μου.

«Κοψ’ της την φλέβα στο λαιμό. Έτσι θα ξεμάτωσει γρήγορα. Και δεν θα χαλάσει το κρέας», είπε ο κτηνίατρος.

Πλησίασα το κεφάλι της αγελάδας. Γονάτισα κοντά στο λαιμό της. Άνθρωπος να με ακουμπούσε εκείνη την στιγμή θα του είχα μπήξει το μαχαίρι μέσα του. Το σώμα μου, το μυαλό μου, όλο το εγώ μου, είχε μπει σε μια κατάσταση ενός άλλου. Είχα μπει στην ψυχοδομή του εν ψυχρώ δολοφόνου. Ένοιωθα σα να είχα μαστουρώσει με αμφεταμίνες. Ακούμπησα το μαχαίρι στο λαιμό της. Η αντανάκλαση της λεπίδας του, για άλλη μια φορά με τύφλωσε. Μια συνθήκη όμως με πίεζε να ξεπεράσω τον εαυτό μου. Μια εντολή. Η αγελάδα με κοιτούσε με δάκρυα στα μάτια, βογκώντας από τον πόνο. Εκλιπαρώντας με, για βοήθεια. Αλλά αυτή η εντολή κρεμόταν από πάνω μου σαν αιωρούμενο σπαθί έτοιμο να τρυπήσει εμένα. Εκείνη αναστέναξε παραδίδοντας την ζωή της στην δική μου εξουσία. Το σπαθί αιωρούταν πάνω από το κεφάλι μου. Η αγελάδα εκλιπαρούσε για ανακούφιση από τον πόνο. Έμπηξα το μαχαίρι και με μια γρήγορη κίνηση της έκοψα την φλέβα. Γέμισα με το αίμα της που πεταγόταν σαν πίδακας από πετραιολοπηγή πάνω μου. Ξέσπασα σε λυγμούς. Έπεσα πάνω της και έκλαιγα. Συγγνώμη.

Αυτή ήταν η πρώτη μου φορά. Μετά συνήθισα. Αλλά αυτήν την φορά την θυμάμαι σαν τώρα. Και αν φέρω στο μυαλό μου εκείνη την αγελάδα θυμάμαι την κάθε της λεπτομέρεια. Το χρώμα της, τις οπλές της τα ικετευτικά μάτια της για ζωή.

 

* Ο Αντώνης Τζήμας  είναι τριάντα τριών χρονών και του αρέσει να σκαρώνει διηγήματα. Ζει στην Αθήνα και εργάζεται ως προπονητής ιππασίας.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top