Fractal

Διήγημα: “Ο κήπος”

Του Αντώνη Τζήμα // *

 

 

Garden

 

«Αχ! Ήρθε η άνοιξη!» είπε.

«Ναι πολύ ωραία, τι να σου πω».

«Γιατί δεν σου αρέσει;»

«Την σιχαίνομαι,»

«Μα τι παράξενος; Τι το κακό έχει η άνοιξη;»

«Το κακό και το ανάποδο της . Μια έχει ήλιο και ζέστη. Μια κρύο».

«Εγώ την λατρεύω!»

«Εσύ λατρεύεις τα πάντα. Το χειμώνα, την βροχή, το φθινόπωρο. Τα πάντα. Είσαι άθλια βαρετή».

«Α! για σε παρακαλώ που θα με πεις και βαρετή».

«Ναι, συγγνώμη. Δεν είσαι ούτε βαρετή ούτε επιλεκτική,»

«Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί είσαι το επιθετικός».

«Γιατί λες όλο βλακείες».

«Ε, παιδιά σταματήστε. Μην τσακώνεστε. Έρχεται ο μικρός».

Ένα δροσερό αεράκι φύσηξε μέσα στον κήπο. Οι ακτίνες του ήλιου έπεφταν πάνω τους και δημιουργούσαν σκιές στο χώμα. Χρώματα. Ο κήπος ξεχείλιζε από χρώματα. Στο σκοτάδι δεν υπάρχει η έννοια του χρώματος. Ο μικρός πλησίασε πρώτα την νεραντζιά. Μύρισε τα άνθη της. Το μυαλό του ταξίδεψε σε έναν άλλον κόσμο με αυτό το άρωμα. Ήταν μια δίοδος προς κάτι μαγικό. Ύστερα πήγε στο πεύκο. Σκαρφάλωσε πάνω στον κορμό του. Τι παιχνίδια έκανε εκεί πάνω στα κλαδιά. Όλο το πεύκο ήταν για εκείνον μια παιδική χαρά. Οι βελόνες του. Τα κουκουνάρια που χρησίμευαν άλλες φόρες και για μπάλα. Όμως πιο πολύ του άρεσε η αφή του κορμού του. Έτσι τραχιά που ήταν με τις αυλακώσεις των νερών που το οδηγούσαν στην ριζά του. Αφού εξάντλησε τα παιχνίδια του με το πεύκο πήγε και στάθηκε μπροστά στην πελώρια σεκόγια. Απομακρύνθηκε κάποια μέτρα για μπορέσει η μάτια του να κουρνιάσει πάνω στην κορυφή της. Μετά έτρεξε προς τον κορμό της και ακούμπησε το μάγουλο του πάνω της. Όμως όλα αυτά ήταν μοναδικά με το άρωμα της νεραντζιάς να ντύνει τα πάντα.

«Δημήτρη, έλα!» ακούστηκε η φωνή της μητέρας του και το παιδί άφησε τους φίλους του και έτρεξε προς το σπίτι.

«Αχ! Τι ωραία είναι η άνοιξη,» είπε πάλι η νεραντζιά.

«Θα το βουλώσεις επιτέλους,» της είπε το πεύκο.

«Μα τι σε έχει πιάσει;»

«Μου την σπάει η γύρη,» απάντησε το πεύκο.

«Παιδιά μην τσακώνεστε,» είπε η σεκόγια.

«Άσε με ,με την ηλίθια. Τι να μην τσακώνομαι; Μου σπάει τα νευρά η κοντή νεραντζιά,»

«Εσύ γεμίζεις όλο τον κόσμο με γύρη. Ψώνιο! Όχι εγώ. Θες να ξέρουν όλοι ότι υπάρχεις».

«Πάλι μαλακία πέταξε,» είπε το πεύκο.

«Πεύκο πρέπει να ηρεμήσεις λίγο,» είπε η σεκόγια.

«Δεν μπορώ. Από όταν την φύτεψαν αυτή διπλά μας, με έχει πεθάνει στην βλακεία. Και το μόνο που κάνει είναι να μυρίζει υπέροχα. Ενώ εγώ,»

«Εσύ, τι ;» ρώτησε η σεκόγια.

«Εγώ ομορφαίνω τα πάντα. Ο μικρός πιο πολύ ώρα παίζει μαζί μου».

«Και οι τρεις μας υπάρχουμε για κάποιο λόγο,» απάντησε η σεκόγια.

«Αχ! Τι ωραία που είναι η άνοιξη!» είπε πάλι η νεραντζιά.

«Αν είχα πόδια θα είχα σηκωθεί να φύγω,» είπε το πεύκο.

«Ωχ, καλά μωρέ σκάω!» απάντησε εκείνη.

Στον κήπο απλώθηκε σιωπή. Το πεύκο περιεργαζόταν τον κορμό της σεκόγιας. Είδε ένα στραβό κλαδί πάνω της.

«Σεκόγια!»

«Ναι, πεύκο».

«Αυτό το στραβό κλαδί στα αριστερά σου δεν σε ενοχλεί;»

«Καθόλου,» απάντησε η σεκόγια.

«Μα είναι στραβό. Χαλάει όλη την αρμόνια του ύψους σου».

«Αντιθέτως. Η γωνία του χρησιμεύει σαν ένα ωραιότατο κλαδί για να μπορούν τα αηδόνια να κτίζουν την φωλιά τους,» απάντησε η σεκόγια.

Βλέπετε αν και το πεύκο είχε ένα γερό ψηλό κορμό, σε ένα σημείο του στράβωνε λίγο, και του έκλεβε από το ύψος που θα μπορούσε να είχε φτάσει. Ούτε η σεκόγια ούτε η νεραντζιά είχε δει αυτό το ανεπαίσθητο στράβωμα του κορμού του πεύκου, αλλά έφτανε που το ήξερε εκείνο.

«Πεύκο;» είπε η νεραντζιά.

Το πεύκο σιωπούσε.

«Πεύκο;»

«Δεν μιλώ σε κοντές νεραντζιές,» απάντησε εκείνο.

«Πεύκο , μου αρέσει πολύ ο κορμός σου».

«Τι ξέρεις εσύ. Ένας θάμνος είσαι». Απάντησε το πεύκο και κοίταξε με λαχτάρα τον ήλιο.

«Αχ και να ήμουν τόσο ψηλό σαν την σεκόγια. Και ακόμα πιο ψηλό. Τόσο ψηλό που να μπορούσα να ακουμπήσω τον ήλιο. Αλλά είμαι άπλα ένα πεύκο και μάλιστα με στραβό κορμό». Σκέφτηκε.

«Τελικά η άνοιξη είναι πολύ όμορφη,» είπε η νεραντζιά.

«Ναι είναι, » απάντησε η σεκόγια.

«Κρίμα που η άνοιξη τελειώνει»

«Το καλό με την ζωή είναι ότι όλα κάποτε τελειώνουν,» απάντησε η σεκόγια.

Το πεύκο δεν είπε τίποτα. Ταξίδευε μέσα στην σκέψη του. Φανταζόταν ότι ελευθερωνόταν από το χώμα και ταξίδευε όλη την γη. Φανταζόταν ότι έβλεπε νέα τοπία, νέους ορίζοντες και προπαντός ότι ξέφευγε από αυτή την βλαμμένη νεραντζιά.

«Μακάρι να μεταφυτέψουν την νεραντζιά. Καλά ήμασταν οι δυο μας,» είπε στη σεκόγια.

«Ε, μα τι σε ενοχλώ;» του απάντησε η νεραντζιά.

«Με ενοχλείς που είσαι διπλά μου,» απάντησε το πεύκο.

«Νομίζω ότι χωρίς το άρωμα της όλα θα ήταν πιο φτωχά στην ζωή μας,» είπε η σεκόγια.

Την επομένη ημέρα οι φίλοι μας περίμεναν πάλι τον μικρό να φανεί. Αλλά αυτός πουθενά. Στην θέση του μέσα στον κήπο μπήκε ένας άντρας. Φορούσε ένα ξεφτισμένο τζιν και τα χέρια του ,τα κάλυπταν τραχιά γάντια. Πάνω στο κεφάλι του είχε κάτι που έμοιαζε με μάσκα. Σαν κι αυτές που φοράνε οι σιδεράδες. Στο ένα του χέρι κρατούσε ένα αλυσοπρίονο. Πλησίασε την νεραντζιά. Ακούμπησε το αλυσοπρίονο πάνω στον κορμό της και άρχισε να ακούγεται ο αρρωστημένος θόρυβος του ροκανίσματος του ζωντανού ξύλου. Η νεραντζιά ένοιωσε τον πόνο αλλά κατάπιε την κραυγή της. Πέθανε μέσα στην σιωπή. Ο άντρας πηρέ τον κορμό της και τον έσυρε μέχρι την έξοδο του κήπου.

Η σεκόγια με το πεύκο για ώρες δεν αντάλλαξαν κουβέντα.

«Ε, εντάξει. Δεν ήθελα να την κόψουν κιόλας. Αλλά οφείλεις να παραδεχτείς ότι τώρα τα πράγματα είναι πιο ήσυχα,» είπε το πεύκο.

«Γλυκέ μου φιλέ όταν καίγεται το δέντρο διπλά σου…» είπε η σεκόγια και έκοψε την φράση της.

Την επομένη ημέρα ο ίδιος άντρας μπήκε ξανά μέσα στον κήπο. Ακούμπησε το αλυσοπρίονο πάνω στον ελαφρά στραβό κορμό του πεύκου.

«Α! σεκόγια! Πονάω!» φώναξε το πεύκο.
«Λυπάμαι φιλέ μου. Αλλά όταν καίγεται το διπλανό σου δέντρο θα καείς και συ,» είπε η σεκόγια και μετά σιώπησε.

Το πεύκο αποδέχτηκε το τέλος του στωικά. Υπέμενε τον πόνο και τότε κατάλαβε πως δεν είχε καμία σημασία που ο κορμός του ήταν λίγο στραβός. Τότε κατάλαβε πως τα πράγματα στον κήπο είχαν λιγότερη χάρη χωρίς το άρωμα και τον αυθορμητισμό της νεραντζιάς. Τότε κατάλαβε πως δεν είχε καμία σημασία που ποτέ του δεν κατάφερε να αγγίξει τον ήλιο και ότι το μόνο που είχε να κάνει ήταν να τον απολαμβάνει.

Έτσι μεγαλειώδες όπως φάνταζε, κατάρρευσε με τον πελώριο κορμό του και τα μεγάλα κλαδιά του στην γη. Καθώς κειτόταν στο χώμα η τελευταία του σκέψη ήταν ότι αυτό που αγαπούσε πιο πολύ από όλα πάνω του, ήταν ο ελαφρά στραβός κορμός του.

 

* Ο Αντώνης Τζήμας  είναι τριάντα τριών χρονών και του αρέσει να σκαρώνει διηγήματα. Ζει στην Αθήνα και εργάζεται ως προπονητής ιππασίας

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top