Fractal

«Να χαρτογραφεί γυπαετός τα άστρα…»

Γράφει η Βούλα Επιτροπάκη // *

 

epivatisΑντώνης Σανουδάκης-Σανούδος, «Επιβάτης υπεραστικού λεωφορείου», ποίηση, Ταξιδευτής, 2012

 

κι ο ήλιος εξόριστος των εποχών/ ιππεύει το Σελί του Οροπεδίου/

…με ένα πιάνο της γλωσσολογίας/ στο στήθος του καρφιτσωμένο…

…η προσμονή ποτέ της δεν παλιώνει/ μέσα στο σώμα της πυκνής σιωπής…[i]

 

 

 

 

 

 

 

[Το κείμενο αποτελεί εισήγηση της Βούλας Επιτροπάκη κατά την εκδήλωση παρουσίασης του ποιητικού βιβλίου του Αντώνη Σανουδάκη-Σανούδου “Επιβάτης υπεραστικού λεωφορείου” (Ταξιδευτής, 2012), που διοργάνωσε το Κέντρο Κρητικής Λογοτεχνίας με την οργανωτική υποστήριξη του Δήμου Ηρακλείου και των Εκδόσεων Αθηνών Ταξιδευτής, στην Δημοτική Αίθουσα “Ανδρόγεω”, την 25-2-2013.]

 

Ανάμεσα σε πλήθος από πεζά κείμενα, φιλολογικά δοκίμια, ιστορικές μελέτες και μαρτυρίες, δημοσιογραφικές επιφυλλίδες, ο παρουσιαζόμενος Αντώνης Σανουδάκης επιμένει ποιητής. Εξέδωσε και ανθολόγησε ποίηση, ανθολογήθηκε, μεταφράστηκε στα γερμανικά και ιταλικά, μελοποιήθηκε και διδάσκεται στα σχολεία της Μ. Εκπαίδευσης. Φιλόλογος, θεολόγος, διδάκτορας Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και Επίκουρος Καθηγητής στην Ανώτατη Εκκλησιαστική Ακαδημία Κρήτης. Δίδαξε, εργάστηκε, διετέλεσε Επιστημονικός Προϊστάμενος και αναπληρωτής Περιφερειακός Διευθυντής Εκπαίδευσης Κρήτης. Αγωνίστηκε με τη γενιά του 1 1 4 και στο αντιδικτατορικό κίνημα, συνελήφθη, γνώρισε την πολιτική απαγόρευση και παραμένει πάντα ποιητής.

…Τι περίεργο όνειρο!/ Θεριό ανήμερο/ αδέσμευτο σε τοίχους συμβατικότητας/ ανυπάκουο στον κανόνα της ειμαρμένης/ λυγίζει τα κρύα σίδερα/ και τριγυρνά ρέμπελο όνειρο/ στην ανοιξιάτικη λιακάδα. (ΡΕΜΠΕΛΟ ΟΝΕΙΡΟ ΣΤΗ ΛΙΑΚΑΔΑ, σ. 9.) Όνειρο λοιπόν η Ποίηση. Όνειρο, όπως κυλάει μέσα στο λεωφορείο της Ζωής. Με τις εννέα συνολικά συλλογές του έχει δώσει ήδη το ποιητικό του στίγμα. Εφαλτήριό του ο ντόπιος πολιτισμός, που τον ταξιδεύει στον ευρύτατο γεωγραφικό και πνευματικό χώρο διαχρονικά, το χώρο του κόσμου και του εαυτού. Ποιος είναι ο χώρος του ποιητικού ταξιδιού συνάγεται ακόμη και από τίτλους των συλλογών του, όπως Η Θεά των Όφεων, Σφαιριστήριον Λαβυρίνθου, Υπερωκεάνια σε πλόες εσωτερικού, Φαέθοντος Επιφάνεια κ.ά., έως τη νεοεκδοθείσα συλλογή Επιβάτης Υπεραστικού Λεωφορείου.

 

 

ΙΙ.

Αν επιβιβαστούμε κι εμείς στο λεωφορείο της ποίησης του Αντώνη Σανουδάκη για έναν ποιητικό περίπατο με τους στίχους του, θα διαπιστώσουμε πρωτίστως, πως η διαδρομή ξεκινάει από την ιδιαίτερή του πατρίδα του. Ο ποιητής ζει στον τόπο του και πραγματεύεται τον τόπο του, τον τόπο μας: την Ελλάδα (σ. 15, 27,31), την Κρήτη (9, 17, 18, 32), το Ηράκλειο σε κάθε του αμυχή (25), τις γωνιές του Οροπεδίου και της Χερσονήσου, που είναι παρούσες σε κάθε σελίδα. Στο ποίημα ΑΝΑΒΡΥΤΗΡΙΟΝ ΧΕΡΡΟΝΗΣΟΥ στην αρχή της συλλογής, μας δίνει                                               Βαμμένο πολύχρωμο το ψηφιδωτό πρόσωπό του/…/ με το βλέμμα του περαστικού τουρίστα και το άλαλον ύδωρ/ στο ταμείο της μνήμης/ κατά μήκος της παραλίας στο Σαραντάρι /…/ με το τερέρισμα των κυμάτων του οίνοπα πόντου.

Είναι σίγουρο πως οι συμπολίτες γνωρίζουν καλά και έχουν αξιολογήσει το έργο του και τον ίδιο. Αντλεί από τον τόπο του και τον τιμά. Το ίδιο τιμά και τους ανθρώπους του. Δείγμα άλλωστε τιμής των ανθρώπων του αποτελεί και η αφιέρωση του βιβλίου: Στους μαθητές και φοιτητές μου/ για όσα έμαθα κοντά τους.

(Ο διδάξας διδάσκεται από τους διδασκόμενους – μια γνήσια θεώρηση δασκάλου και δημιουργού). Με ορμητήριο, επομένως, τη Χερσόνησο και τον τόπο μας, το ποιητικό οδοιπορικό ανατρέχει αναπότρεπτα στα βιώματα του ποιητή. Μέσα σ’ αυτά, τα παιδικά του χρόνια, αλλά και οι πτυχές της Εθνικής Αντίστασης. …ξυπνητούρι μου η κλαγγή των όπλων/ στον κουρνιαχτό της μάχης/ στο στενό της Σύμης Βιάνου… (Η ΣΙΩΠΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΖΕΙ ΤΟ ΑΟΡΑΤΟ, σ. 16)[ii] …στο κάτω-κάτω/ τι ήταν ένα μαυρομάνικο στη μέση μου/ μια πιστολιά του Γιαμπουδή/ κι ύστερα θώπευσα εντολοδόχος/ το πατρογονικό εικοσιδυάρι/ να χαρτογραφεί γυπαετός τα άστρα. (Η ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ, σ.27)

Όχι μόνο η πρόσφατη, αλλά και η εν γένει Ιστορία δομεί τη συλλογή του: στο βυθό του Άκτιου ο Αντώνιος (σ. 23), η Παριζιάνα της Κνωσσού, η πόλη της Candia (34), η μάχη του Ματζικέρτ (38), η μάχη της Κρήτης (17) και πλείστα άλλα ιστορικά γεγονότα αναφέρονται στο έργο. Η επιστήμη του της Φιλολογίας, παράλληλα, συντρέχει με την πνευματική αρχαιότητα και τη Γλώσσα. Ο Όμηρος η Σαπφώ, η Άρτεμις η Βραβρωνία, η Αριάδνη, ο Ηνίοχος, η Ιππολύτη, η γραμμική γραφή, ενυπάρχουν στους στίχους (σ. 32, 17, 10, 23,31, 34 κ.α.). Επιστήμη του επίσης συνοδίτισσα, η επιστήμη της Θεολογίας κατευθύνει την πορεία. Το Άσμα Ασμάτων, η θρησκευτική γλωσσική απήχηση των Πατέρων της Εκκλησίας και η βυζαντινή γραμματεία συνδημιουργούν στα κείμενα. Η Οκτώηχος, η βυζαντινή μουσική δίνει δικό της ρυθμό με διάσπαρτες αναφορές και τρόπους: Ο ήχος πλάγιος δεύτερος (15), το αλληλούια και το «δι’ ευχών» (16), οι επτά ουρανοί του Αποστόλου Παύλου (17), στρώμα μετέωρο τα χερουβικά (18), η Πεντηκοστή και η Ανάσταση (20), ο δικέφαλος αετός, η Αγία Σοφία και η Βασιλεύουσα (23, 36)… Προσομοιώθηκε το Οκταήχι μου με πελεκάνο/ τετρωμένη η αριστερή πλευρά ολοφύρεται…/ στη δέστρα η ψυχή φθόγγος ιωνικός/…/ αγωνιούσε να μιλήσει…  (Η ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ)

Η εκκλησιαστική φιλοσοφία συνομιλεί με την αρχαιοελληνική και μαζί συνδιαλέγονται με τον Πλωτίνο, τον Noam Chomsky, τη σύγχρονη φιλοσοφία (σ. 29, 32, 35 κ.α.).

Οι ανθρωπιστικές επιστήμες όμως, τον επιστρέφουν αναπότρεπτα στην ποιητική έκφραση και στη Γλώσσα. Ενίοτε γίνεται λεξιπλάστης. Σε κάποια σημεία, ποιητής της ίδιας της γραφής (σ. 16, 37): …στρωμένα τα ένρινα/ και τα υγρόληκτα της συννεφιάς/ προσδοκώντας/ τι προσδοκώντας; (ΑΝΑΠΗΡΟΣ ΙΟΥΝΙΟΣ, σ. 37) …υγρόληκτη η χαρά/ ένρινη η κατάληξη/ της καθ’ ημάς Ανατολής /…/αδυνατώ έστω μια φράση ν’ ανταλλάξω… (Η ΣΙΩΠΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΖΕΙ ΤΟ ΑΟΡΑΤΟ, σ.16) …τα λόγια περιττά σε τι ωφελούν/ σαν έφευγες ο ήλιος δεν μιλούσε… (Η ΕΙΡΗΝΗ ΜΕ ΤΗΝ ΑΚΡΟΣΤΙΧΙΔΑ ΤΩΝ ΕΠΟΧΩΝ, σ. 32.)

Ο Αντώνης Σανουδάκης επανέρχεται συχνά στην Ειρήνη και τη Σιωπή. Πρόκειται για μια ειρηνική σιωπή, που περικλείει και περιέχει το ανθρώπινο σύμπαν. Σε αυτό περιέχεται ο Λόγος. Ολόκληρος ο λόγος της ποίησης, της λογοτεχνίας, της επιστήμης.

 

Αντώνης Σανουδάκης-Σανούδος

Αντώνης Σανουδάκης-Σανούδος

 

ΙΙΙ.

Από αυτή την πνευματικά ευρεία οπτική γωνία, συχνότατα ο ποιητής, εγγίζει και αγγίζει ποιητικά ρεύματα της θεωρίας της λογοτεχνίας. Γίνεται διακειμενικός και παραπέμπει ρητά ή έμμεσα στον Καβάφη, τον Σεφέρη, Ρήγα Φεραίο, Ν. Καζαντζάκη, Βρεττάκο, Σουρή, στον Εγγονόπουλο και Εμπειρίκο. Τα διακειμενικά στοιχεία στη συλλογή είναι αθρόα. Δεν πρόκειται όμως, μόνο για άμεση ή έμμεση αναφορά, αλλά και για την τεχνοτροπία του.

Σε κάποια ποιήματα το διακείμενο εκφέρεται διττά: τόσο με ρητές αναφορές, όσο και με το λογοτεχνικό ύφος. Υπάρχουν έντονες ποιητικές ακίδες ύφους, που προσανατολίζουν στους σουρεαλιστές (29, 31, 34 κ.α.), όπως π.χ. στο ποίημα ΚΑΙ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΑΥΤΗΣ ΜΑΡΙΑ, όπου, ένας δημοτικός δεκαπεντασύλλαβος,  η μαντινάδα «Σγουρό βασιλικάκι μου εκεί που στέκεις στάσου/ να παίρνει ο κόσμος μυρωδιές, από τη μυρωδιά σου», συνυπάρχει με στίχους όπως, …της απεστάλη από τον φάλκονα της «Ελεονώρας»…, παράγοντας έντονα στοιχεία σουρεαλισμού.

Σουρεαλιστής εκ πεποιθήσεως ο Αντώνης Σανουδάκης, έμπρακτα οπαδός ενός “επίσημου”, θα ’λεγε κανείς, σουρεαλισμού, αν μπορεί να επιτραπεί ένας τέτοιος “όρος” που να δηλώνει την επίσημη, λόγια ψυχογράφηση του ποιητικού υποκειμένου. (Το “επίσημος” δηλαδή, όχι με την έννοια που προσδίδει στο σουρεαλισμό η λογοτεχνική θεωρία, αλλά με την έννοια της έντονης επισημότητας, ενίοτε δε και τελετουργικής).  Ο ποιητής ωστόσο, παραμένει, σε αντίθεση με άλλες εκδοχές του εν λόγω ποιητικού ρεύματος, ακριβής στις αναφορές του. Τα θέματά του διαπλέκονται μεν κρουστά, συγχρόνως όμως υπάρχει σαφήνεια στις επί μέρους περιοχές. Ξεχωρίζει επιμελημένα σε τι κάθε φορά αναφέρεται, με αποτέλεσμα, η ποιητική παράθεση να αποτελεί μια εκ βαθέων «δήλωση» και μάλιστα επίσημη, και δη για τους επερχόμενους (σ. 17, 21, 29, 31). Μια τέτοια λόγια «δήλωση» αποτελεί π.χ. και το κείμενο με τίτλο ΜΙΚΡΗ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ Ν.Κ., που δεν είναι άλλος από τον Νίκο Καζαντζάκη. Το κείμενο αυτό αποτελεί κατάθεση του ποιητή, κάτι σαν εξομολόγηση, παραπέμποντας μάλιστα, συνδυαστικά (από τον τίτλο του), στην Αναφορά στο Γκρέκο του μεγάλου συγγραφέα. Με μορφή ποιητικής πρόζας, ο ποιητής παραθέτει στον αναγνώστη τις αφορμές, τις αιτίες και τα τέλη-ζητούμενά του –  τα συγγραφικά και ποιητικά του ζητούμενα – και τις απολαβές του[iii], κλείνοντας αισιόδοξα, χαριστικά, ευχετικά, προς τον αναγνώστη-συνάνθρωπο. Πρόκειται για έναν σουρεαλισμό ρητό όσο και η συχνή καθαρολογία, επακόλουθο των Επιστημών του, αλλά παράλληλα ο ποιητής γίνεται επεξηγηματικός, με χρήση επιθετικών και άλλων προσδιορισμών και συνάμα ρεαλιστικός τόσο, όσο και οι αυτούσιοι δημοτικοί στίχοι, που συχνότατα εμπεριέχονται στο έργο – πολλοί σε πλάγιο λόγο και άλλοι ενσωματωμένοι αυτούσια – ώστε, ο δημοτικός δεκαπεντασύλλαβος να συνδημιουργεί επίσης στα κείμενα.[iv]

Άλλοτε όμως, η γλώσσα του γίνεται από μόνη της πιο λαϊκότροπη (24, 18, 27, 30, 31): Τι Κεχαρητωμένη! Ωχ, αμάν/ σαν βεγγερίζει η τριήρης σου/ αλλού από εκεί που ήσουν ήμουν… (Η ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ, σ. 27).[v]  Έχουμε λοιπόν, μια «ειρηνική» γλωσσική συνύπαρξη του λαϊκού λόγου με τα λογοτεχνικά ρεύματα και τον υπερρεαλιστικό λόγο. Πρόκειται για ένα, τρόπον τινά, «λογοτεχνικό άνοιγμα», που εν τέλει αποτελεί και την ίδια την τεχνοτροπία, το ποιητικό ύφος του Αντώνη Σανουδάκη. Αυτό ίσως είναι ποιητική τόλμη. Άλλωστε, Αέρα θέλει ο καυγάς/ κι ο έρωτας φουρτούνα – όπως μας δηλώνει ο ίδιος με μια δική του ποιητική εκδοχή μέσα σε στίχο. (υπό ποίημα ΕΞΕΦΝΗΣ ΤΑ ΔΙΔΥΜΑ ΑΚΡΩΤΗΡΙΑ 19). Το λογοτεχνικό αυτό επίτευγμά του, αξιολογείται επαρκώς από τους ειδικούς και κριτικούς της λογοτεχνίας.[vi]

Για το λόγο του, ο παρουσιαζόμενος τιμάται ως αντεπιστέλλον μέλος του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός», τιμήθηκε από την ένωση συντακτών και δημοσιογράφων Ελλάδος, καθώς και από το Δήμο Ηρακλείου με το Βραβείο Νίκου Καζαντζάκη, αλλά και από την Ακαδημία Αθηνών[vii].

 

IV.

Τα παραπάνω εδράζονται στην πνευματική σκευή του ποιητή, (βλ. π.χ. σ. 19, 30, 31, 34). Το δημοτικό τραγούδι ωστόσο, ο δημοτικός, λαϊκός λόγος σχετίζεται πάντα με την αίσθηση της Φύσης και ασφαλώς με την κοινωνικότητα, που είναι βασισμένη στη Φύση (βλ. σ. 18). Στη Φύση βασίζεται η ανθρώπινη επι-κοινωνία, που είναι πάνω απ’ όλα γλωσσικός, σωματικός τρόπος και ρυθμός και σχετίζεται με τη βιωματική Εμπειρία, την υποκειμενική ποιητική εμπειρία. Μέσω της βιωματικής ποιητικής εμπειρίας, ο ποιητής συναισθάνεται τη συλλογικότητα ως μέρος της πανανθρώπινης Ιστορίας και κάθε γεωγραφικού τόπου, που εξειδικεύεται στον εντόπιο, πάτριο χώρο, απ’ όπου ξεκίνησε και που, όπως είπαμε, δεν ξεχνά ότι ανήκει. Η κοινωνικότητα και συλλογικότητα είναι έκδηλη στην ποίηση του Αντώνη Σανουδάκη, που συχνότατα, συνομιλεί με τον Άλλο: Ο ένας μέσα στον κόσμο των μαζί/…/ που αρκεί ένα άδειο κανάτι του νερού/ να τους κάνει λάσπη έτοιμη… (Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΩΝ ΜΑΖΙ, σ. 36, 35). Δεν διστάζει όμως παράλληλα, να παραθέτει εαυτόν και να γίνεται συχνά πιο έως πολύ προσωπικός ( σ. 30, 33, 35). [viii]

Το ομότιτλο, πεζόμορφο ποίημα του βιβλίου, κλείνει με μια γονεϊκή προσταγή σ’ ένα παιδί-επιβάτη υπεραστικού λεωφορείου[ix], δια στόματος, δια πένας Ν. Καζαντζάκη. Ο Καζαντζάκης επέχει θέση “πατρικής μεταφοράς” για τον παρουσιαζόμενο ποιητή. Η γονεϊκή προσταγή ως οικογενειακό χρέος-πνεύμα-πατρίδα κατευθύνει ες αεί το βηματισμό του, πάντα με τη γραφή, που καθρεφτίζει την ανθρώπινη ζωή, σε μια τροχιά – μας λέει ο ποιητής – «απ’ τη Χερσόνησο ως τον ήλιο…». Αυτό όμως είναι το ζητούμενο της Ποίησης: να γράφει την ίδια τη ζωή, να την ποιεί και να ποιείται μαζί της.

 

V.

Η πνευματική δημιουργία του Αντώνη Σανουδάκη είναι ανθρωποκεντρική.[x]

Πάντα όμως, μαζί με τον άνθρωπο, υπάρχει η συναίσθηση της θνητότητας, ο φόβος: /…/ οι γριές φόβος διαχρονικός/…/ αλληγορικά στη μνήμη αφηγούνται/ την έλευση και τη φυγή του μαυροφορεμένου ίσκιου/ του καλοκαιριού… (ΣΤΡΩΜΑ ΜΕΤΕΩΡΟ ΤΑ ΧΕΡΟΥΒΙΚΑ, σελ. 18). … «στην κορυφή του ωραίου πηγαίνοντας»/ – μου έλεγες –/ με τα δυο μας χέρια πλάθαμε τη μοίρα/…/ όμως οι πεθαμένοι πια δεν τραγουδάνε… (ΟΙ ΠΕΘΑΜΕΝΟΙ ΠΙΑ ΔΕΝ ΤΡΑΓΟΥΔΑΝΕ, σ. 15).

Ο θάνατος παρ’ όλα αυτά για τον ποιητή, δεν είναι, παρά μια εκδοχή του ανθρώπου μέσα στο σύμπαν. Το σώμα ακόρεστο/…/ των ανοιγμένων επτά ουρανών

– μας λέει σε στίχο (ΦΙΛΗΔΩΝΗ ΑΡΑΧΝΗ, σ.21). Η αισιοδοξία για τη ζωή δίνεται καθαρά, μέσα από ένα ποίημα αφιερωμένο στη μητέρα του Ειρήνη, με έντονη ενεργητικότητα, ρηματική εκφορά και λιτές μονολεκτικές προτάσεις, που κάνουν το ποίημα να διαφέρει από τα άλλα στη γλωσσική εκφορά του. [xi]  …Σου γράφω. Μάνα, απ’ τη θάλασσα/ όπου η άμμος της/ στον πυθμένα δεν πεθαίνει. [ΟΥΡΑΝΟΔΡΟΜΟΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗ (Στη μάνα μου Ειρήνη), σ. 13].

Το έργο Επιβάτης υπεραστικού λεωφορείου κλείνει αισιόδοξα, με στίχο του ποιητή να δηλώνει ελπίζων όχι επί ματαίω (στο τελευταίο από τα εξαίσια, ολιγόστιχα ποιήματα, που τιτλοφορούνται από τον ίδιο ΕΝΝΕΑ ΧΑΪ ΚΑΪ). Και βέβαια, αφού η ποίηση είναι ζωή, ο έρωτας, γεννήτορας και της ποίησης, δεν μπορεί παρά να έχει πρώτιστο ρόλο:  Δάνεισέ μου το χθεσινό σου όνειρο…/ εκείνο τον αθώο Απρίλη…/ να κοιμηθώ πάνω στη χαίτη του/…/ σε πολιτείες πανσέληνες/ που αντανακλούνται μέσα στα νερά… (ΤΟ ΧΘΕΣΙΝΟ ΣΟΥ ΟΝΕΙΡΟ, σ.28).[xii]

 

VI.

Επιβάτης Υπεραστικού Λεωφορείου λοιπόν, ο Αντώνης Σανουδάκης. Επιβάτης της Ζωής και της Ποίησης. Συνεπιβάτες του στη ζωή όλοι εμείς, έτσι όπως προχωρούμε με τις σημερινές ταχύτητες. Ο συνεπιβάτης μας απευθύνει τον προσωπικό του ποιητικό και εν γένει συγγραφικό λόγο. Μπορεί και ξυπνάει την ιστορική μας μνήμη, κάνει γνωστή στους νεώτερους την πρόσφατη Ιστορία, μας σεργιανάει με τα διηγήματά του, μας ευρύνει το πνεύμα με τα δοκίμια και τις μελέτες του και, με ήχους πλάγιους βυζαντινούς, λαϊκούς, αλλά και μοντέρνους, δίνει ρυθμό και ποιητικότητα στη δύσκολη εποχή που το λεωφορείο της κοινωνικής μας ζωής διανύει, δείχνοντάς μας μάλιστα αισιόδοξη πορεία. Αρκεί να αναγνωρίσουμε τη φωνή του. Ας τον αφουγκραστούμε, κλείνοντας με στίχο του: /…/ μαύρισε η γη πλημμύρα και αίμα/ οι εποχές χαρίζουν απλόχερα/ στους χοίρους τα μαργαριτάρια/ όμως το ξέρει καλά/ από μας κινείται της ανέμης ο τροχός/ αρκεί στο αρδάχτι να δεθεί η κλωστή/ να κεντηθεί ο αμανές του έρωτα. (Ο ΗΛΙΟΣ ΑΚΙΝΗΤΟΣ ΙΣΤΑΤΑΙ, σ. 40.)

 

* Η Βούλα Επιτροπάκη είναι νομικός και  ποιήτρια (www.zygoslaw.com/gr).

 

_____________________________

[i] Αντώνης Σανουδάκης-Σανούδος, «Η Ειρήνη με την ακροστιχίδα των εποχών», Επιβάτης Υπεραστικού Λεωφορείου, Ταξιδευτής, 2012, σ. 32.

[ii]Επίσης: Ω! ξέφρενη ηδονή του Πεντοζάλη/ τα μάτια σου δεκαεπτά πατώματα/ όμως ο χρόνος κανίβαλος πάνω στην άμμο/ κραδαίνει χορευτικά/ το ματωμένο γιαταγάνι του. (ΕΦΗΜΕΡΟΙ ΑΜΜΟΛΟΦΟΙ ΤΟΥ ΜΑΪΟΥ (1941), σ.  17)

[iii]Δεν επιχείρησα να γίνω πατροκτόνος – μας λέει. Ή  /οι ρώγες της υπέρλογης ποίησης/ , ή /… η υστερόγραφη ευχή σε κάθε φίλο ή άσπονδο εχθρό μας, «Ο Θεός μαζί σου», που και σ’ αυτό με δασκάλεψε απλόχερα να την ξοδεύω πικραμένος…  – μας λένε οι στίχοι του.

[iv] Ολόκληρα δημοτικά δίστιχα παρατίθενται ανάμεσα στους στίχους, που μπορούν συνάμα να παραπέμπουν άμεσα π.χ. στον Αλεξανδρινό Καβάφη, με το ιδιαίτερο, επίσημο ύφος και τον ιδιόμορφο, λόγιο πάντα, ποιητικό τρόπο του Αντώνη Σανουδάκη. Τέτοιο παράδειγμα αποτελεί το ποίημα ΠΑΝΩ Σ’ ΕΝΑ ΞΕΝΟ ΔΙΣΤΙΧΟ (σ. 38): «Χίλιες ευχές, ένα φιλί, μια βιόλα κι ένα χάδι/ εκρέμασα του φεγγαριού να σου βαστά το βράδυ», το  οποίο περιέχεται σ’ ένα αρκετά «καβαφικοϋφές» περιβάλλον, που αναφέρεται στον Διογένη το Ρωμανό. Ενώ αλλού (Η ΕΙΡΗΝΗ ΜΕ ΤΗΝ ΑΚΡΟΣΤΙΧΙΔΑ ΤΩΝ ΕΠΟΧΩΝ): Ήθελα να ’μουν αετός που στα ψηλά φωλεύει/ του ήλιου φως στα μάτια σου και να μη βασιλεύει/…/ τώρα τις νύχτες τις βουβές, αναζητώ το χέρι σου/ στις δοτικές και τις μελωδίες τις βυζαντινές/ μεγάλοι που είναι οι κύκλοι του μεσημεριού… Αλλά και: «Ποιες μέλισσες φωλιάζουνε/ μες στη γλυκιά σου αγκάλη/ κι ώσπου να μπω γλυκαίνομαι και τη γυρεύω πάλι – στο ποίημα Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ (σ. 31) κ.λπ.

[v] Επίσης:  «Να σου, ψεύτη κόσμε!»/ είπε κλινήρης/ πριν φύγει οριστικά ο γερο-παππούς/ κι έδωσε δυο φάσκελα/ στο ορθάνοιχτο στόμα του Χάροντα… (Η ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΑΧΡΑΝΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ, σ. 24). Ένα χωνάκι παγωτό η ζωή/ όσο κρατεί το «Ησαΐα χόρευε»/ μέχρι να φθάσει/ ο διαρρήκτης θάνατος/ και ξεφυλλίσει τα κορμιά /…/ (ΑΠΟΤΥΠΩΜΑΤΑ ΣΤΟ ΑΚΡΟΓΙΑΛΙ, σ.12).

[vi] Βλ. π.χ.: Χριστίνας Αργυροπούλου «Ο Ευαίσθητος της Γραφής», Περιοδικό “Νέα Παιδεία”, τχ. 147. Ανθούλας Δανιήλ, «Η πληροφορητικότητα στο έργο του Αντώνη Σανουδάκη», στο <http://www.parathemata.com/2015/05/blog-post_28.html> κ.λπ.

[vii] … Τώρα όμως τα δάκτυλά μου/ έχουν γίνει ομίχλη/ διαπερατή από όλα όσα/ έχουν κρατήσει/ μεταμορφωμένα σε ασύλληπτο πόθο./ Η ψυχή μου μ’ ορμήνεψε/ να μετρώ/ τον εναπομείναντα χρόνο μου/ με την τετραγωνική ρίζα/ του ασύλληπτου πόθου/ επί το διαπερατό του αθώρητου. (Η ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΑΘΩΡΗΤΟΥ, σ. 22)

[viii] Ω! έδωσε ρέστα ρουλέτας τα φτερά του/ ο γιος της Αφροδίτης/ στα φαρμακωμένα σύννεφα των πυοσφαιρίων μου/ κανένας όμως δεν σηκώνει το κεφάλι/ όταν κροταλίζουν οι ιαχές των πολυβόλων/ πάνω απ’ το κουκούλι του μεταξοσκώληκα./ Ω! Το παρελθόν δε νικά τη φθορά/ που γλύφει τις πληγές μας (ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΤΗΣ ΦΘΟΡΑΣ, σ. 30).

[ix] με το κλαταρισμένο πίσω δεξί λάστιχο, βρίσκει την ελπίδα να κρύβεται στα ανώνυμα σκαλοπάτια της Βικελαίας /…/ παρήγορη καταφυγή της μοναξιάς, στο χλιμίντρισμα του αλόγου του Αϊ Μηνά και στο Ν. Καζαντζάκη.

[x] Συντείνουν σ’ αυτό οι ανθρωπιστικές επιστήμες του: η Ιστορία, η Γλώσσα, η θεολογία./ Γονυπετής στον ίσκιο του βασιλικού αναρριχόμουν/ ξημέρωμα τις Κυριακές /…/ Στρώμα μετέωρο τα χερουβικά/ και εσύ μες στο θυμίαμα των προσευχών/ προσέφερες στη χούφτα σου νερό/ την ανοιξιάτικη λιακάδα. (ΣΤΡΩΜΑ ΜΕΤΕΩΡΟ ΤΑ ΧΕΡΟΥΒΙΚΑ, σ. 18).

[xi] Προχωρώ. Και παντού συναντώ/ τη θωπεία της ματιάς σου/ κάθε ηλικίας μου/ και κάθε εποχής σου. /…/σκαστό φιλί γλυκό φιλί/ της Κυριακής εσπερινός/ την ώρα που ο ήλιος πια/ ψυχομαχεί.//Φτιάχνω. Μαντρότοιχο /…/της πίκρας το γιοφύρι να περάσω./ Σου γράφω. Μάνα, απ’ τη θάλασσα/ όπου η άμμος της/ στον πυθμένα δεν πεθαίνει. (ΟΥΡΑΝΟΔΡΟΜΟΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗ, Στη μάνα μου Ειρήνη, σ. 13).

[xii] Βλ. όμως και σ. 22, 23, 27. Ω! αστρική αγαπημένη/ σηματωρός τη στάχτη ντύθηκα/ για να υπάρχω. (ΠΑΡΑΛΛΗΛΕΣ ΕΥΘΕΙΕΣ σ. 23). Η σιωπή της «Παριζιάνας» στο ανάκτορο της Κνωσού/ μου έμαθε το «σ’ αγαπώ»/ mi Corazon/ προτού να γεννηθείς (ΚΑΙ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΑΥΤΗΣ ΜΑΡΙΑ). 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top