Fractal

Ο Αντώνης Μπουλούτζας στο Εργαστήρι του συγγραφέα

 

Mpouloutzas

 

Οι Λέξεις οι Εικόνες και τα Συναισθήματα

Γυρεύω μιαν ιδέα. Όπου κι αν βρίσκομαι, ό, τι κι αν κάνω μέρα και νύχτα, στο ξυπνητό ή στον ύπνο μου. Όχι οποιαδήποτε ιδέα αλλά εκείνη τη μοναδική κάθε φορά που θα κεντρίσει το πνεύμα μου να παθιαστεί, θα σπρώξει και τη φαντασία πέρα από τα όριά της να δημιουργήσει. Μπορεί να κρύβεται παντού, σε μία λέξη, σε έναν οποιονδήποτε ήχο, σε κάποια εικόνα. Και είναι σπόρος απειροελάχιστος, ψυχή-νιφάδα που παλεύει να ριζώσει αναζητώντας μια μορφή. Ύστερα, ολόγυρά της χτίζω ένα σπίτι, κάτι σαν σκηνικό όπου η ιδέα μου θα κατοικήσει προκειμένου να κατοικηθεί τελικά και αυτή• από σχήματα, χρώματα, νοήματα και συναισθήματα. Είναι ένας Χώρος μέσα σε άλλον Χώρο, γεμάτος καινούργιους χώρους, μικρόκοσμους και μεγαλύτερους. Γίνεται έτσι ένα Σύμπαν, φυσικότατα του χάους και της τάξης, αλλά με διακριτή αρχή, μέση και τέλος.

MesolavitisΣειρά έχουν οι λέξεις. Όχι λέξεις απλές, όσο και αν φαίνονται έτσι σε μια επιπόλαιη ματιά, μήτε με συναισθηματικές εξάρσεις που αναδύονται σαν φουσκαλίδες σκορπισμένες στην επιφάνεια του νου. Όχι λέξεις ποιητικές στο σχήμα, πλην στην ουσία τους κενές. Μπορεί να αισθάνομαι ποιητής, όμως ταπεινά πιστεύω ότι είμαι πεζογράφος και θέλω ο λόγος μου να είναι από την ποίηση ξεχωριστός. Η ποίηση ως Ποίηση ζει μέσα μου ανέγγιχτη, μακάρι ανεξάντλητη, σαν ήλιος, σαν φωτιά που καίει. Αν σβήσει, ή αν η θέρμη της σπαταληθεί, νομίζω θα χαθεί και η δύναμη που τρέφει τον συγκεκριμένο λόγο μου, αρνούμαι να την εκμεταλλευθώ για να στολίσω με ψιμύθια ένα πεζογράφημα. Από την ποίηση χρησιμοποιώ μονάχα τον ρυθμό. Τη δόνηση, και την ταλάντωση που θα ελκύσουν κάποιον άλλον να με ακολουθήσει, αδιαφορώντας προς τα πού, να τρέξει ανάλαφρα μαζί μου και κυρίως να μην σκοντάψει πουθενά, να τερματίσει το μακρύ ταξίδι μας ξεκούραστος, κεφάτος και με τη διάθεση να τα βιώσει πάλι, όλα, από την αρχή.

Πρέπει να κάνω ό, τι μπορώ ώστε το βιβλίο μου να διαβάζεται ξανά και ξανά. Όχι μόνο από διαφορετικό κάθε φορά αναγνώστη, αλλά από τον ίδιο και τον ίδιο… Δίχως να βαριέται, χωρίς να φτάνει με το ζόρι ώς τη μέση της ιστορίας και να το παρατάει κάποια στιγμή ανοίγοντας το στόμα σε χασμουρητό. Και θέλω να τον κάνω, αφότου το διαβάσει, να μη θέλει να το αποχωριστεί. Το βιβλίο μου είναι παιδί μου, γέννημά μου, οφείλω να γνωρίζω πού θα καταλήξει και κάνω ό, τι μπορώ για να του εξασφαλίσω την καλύτερη θέση στο ράφι της εκτίμησης όσων είναι σε θέση να εκτιμούν.

Έχω πάντοτε κάποια συγκεκριμένη εικόνα στο μυαλό μου, θέλω να γνωρίζω τι κάνω, να το κάνω όπως επιθυμώ εγώ, όχι να με κάνει ό, τι θέλει εκείνο, ούτε να προσκολλώμαι σε άλλων φράσεις-παραστάτες, προκειμένου να υπάρξω δίπλα τους και εγώ. Είναι μια φαντασία ολοκληρωτική, ένα παραμύθι από την αρχή ώς το τέλος που δεν έχει ξαναειπωθεί, λόγια που δεν τα έχουν μιλήσει. Σκέφτομαι συνέχεια ένα σώμα για το οποίο έχω ανάγκη να ξέρω πως είναι αυτό το μυθιστόρημά μου, και κανενός άλλου, όχι μυθιστορία, δραματοποιημένες διηγήσεις, ούτε μυθιστορηματικές μεταγραφές συμβάντων. Από τις στοές της ψυχής μου και από τις φλέβες του μυαλού έχω εξορύξει τα πρωτογενή του υλικά, πάνω σε αυτό έχω δουλέψει μόνος, είναι κάτι το προσωπικό, πλάσμα δικό μου, ούτε δάνειο, ούτε κλεψιά, κοινοτυπία ή περιττά λόγια, όσο και αν φαίνεται εξαντλητική κάθε περιγραφή.

Το σώμα τούτο, ο συγκεκριμένος χώρος, θέλω και επιδιώκω να κατακτηθεί. Να αντιλαμβάνεται ο επισκέπτης του βιβλίου μου πού βρίσκεται κάθε φορά, με ποιους ήρωες έχει να κάνει… Να τους βλέπει ολοκάθαρα, πώς είναι η φύση που τους περιβάλλει, ακόμα με τι χρώμα είναι βαμμένοι οι τοίχοι του σπιτιού τους, ποιους βλέπουν και ποιοι είναι όσοι τους παρατηρούν και αυτοί. Καλοί ή κακοί; Τί σκέφτονται; Να μην περνάει λέξη δίχως σκέψη, δίχως δράση, ακόμα και όταν επικρατεί σιωπή.

Αυτό είναι το εργαστήρι μου, τα εργαλεία, ο χώρος όπου ζω και δρω και αισθάνομαι και βασανίζομαι και υποφέρω. Άσκοπες βόλτες από το ένα δωμάτιο στο άλλο, ανοιγοκλείσιμο του ψυγείου μιας και δεν καπνίζω πια, ένα σουσαμένιο κρακεράκι στους παπαγάλους μου, μια αγριοφωνάρα στη σκύλα μου τη Φοίβη που γαυγίζει επειδή οσμίστηκε κάποιον από πολύ μακριά, μια σφαλιαρίτσα στον γατούλη που μου πίνει το νερό, νεύρα, οι σκέψεις μου σκορπίζουν ξαφνικά πετώντας κάπου αλλού (για κάποιον λόγο, που δεν τον λέω, θλίβομαι όποτε βλέπω τα πουλιά να φεύγουν μακριά), οι λέξεις παίζουν ξανά μαζί μου το κρυφτό, τίποτα μέσα μου και έξω δεν βολεύεται, εκείνο που αναζητώ κάπου έχει παραχωθεί, μου κάνει νάζια ή εγώ έχασα την επαφή, δεν βγαίνει η δύναμη που θέλω. Θυμός, εκνευρισμός, λίγο μακεδονίτικο ουζοτσίπουρο που δεν πρέπει, πάντως λίγο, επειδή χαλάρωσε η γραφή, και όλα ξανά-μανά από την αρχή. Σβήσιμο, ευτυχώς στον ηλεκτρονικό υπολογιστή είναι πιο εύκολο, κάνεις οικονομία στο χαρτί, διορθώνεις λάθη μην αφήνοντας σημάδια, αποθηκεύεις κάτι ελπίζοντας πως θα σου χρειαστεί κάπου αλλού… Τίποτε δεν πετιέται, ο πάγκος του εργαστηρίου γεμάτος σκέψεις, σκόρπια χαρτιά με σημειώσεις και χαρτάκια-ψίχουλα, μαζί και ψίχουλα από ένα παξιμάδι, τα πάντα ανακατεμένα πάνω στο γραφείο, χάος και ένας φόβος ότι τούτη όχι η σελίδα αλλά η αράδα ακόμα και η λέξη, όπου έχεις κολλήσει, τελικά θα σε παχύνει, να θυμηθώ το επόμενο πρωί να ανεβώ στη ζυγαριά – και πού ήσουν παλιέ εαυτέ μου καπνιστή με την κοιλιά να μπαίνει μέσα κάτω από το στομάχι – άντε και να έρθει το επόμενο πρωινό για να με πάει η σκύλα βόλτα μήπως καταναλωθεί καμιά θερμίδα.

Και η περιπέτεια. Χώροι αχαρτογράφητοι, καινούργιοι ολοκαίνουργιοι, μαγικοί, όχι ξανά βιωμένοι, ούτε κοινότοποι και από άλλους πατημένοι, πρόσωπα όχι συνηθισμένα, αόριστα, ασαφή από αμηχανία ή αδυναμία σχεδιασμού του ψυχισμού και των χαρακτηριστικών τους. Έτσι καταπολεμάω τα μικρόβια της ανίας στην αφήγηση. Η ιστορία μου πρέπει να είναι ένα τεντωμένο σχοινί. Λεπτό σχοινί αλλά στέρεο, και δεν θα πέσεις αρκεί να το εμπιστευθείς και να πατήσεις, να περπατήσεις πάνω σε αυτό, ακόμα και με τα βλέφαρα κλειστά… αλλά με τα μάτια της ψυχής σου ορθάνοιχτα.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top