Fractal

Διήγημα: “Οι ανέγγιχτοι”

του Αντώνη Μπασούκου // *

 

typewriter3

 

Δεν παραπονιέμαι. Όλες οι περιπτώσεις που προκύπτουν σε αυτή τη δουλειά είναι περίεργες και ζόρικες· η καθεμιά με το δικό της τρόπο. Αλλά αυτή η συγκεκριμένη βρώμαγε εμπόδια από χιλιόμετρα. Περίμενα κάθε είδους μπλέξιμο. Ανθρώπους με ισχύ και χαρακτήρα ξινότερο κι απ’ το λεμόνι, νομικίστικες ανοησίες που πρέπει να τις σέβονται όλοι γιατί αλλιώς και-‘γω-δεν-ξέρω-τι, πασίγνωστα μυστικά που πρέπει να παραμείνουν φήμες, για να μην προσβληθούν ήδη ξεφτιλισμένες αξιοπρέπειες, και ένα σωρό άλλες δικαιολογίες που καταλήγουν απροσπέλαστα εμπόδια και δοκιμάζουν τα νεύρα μου. Δεν βρίσκεις γερουσιαστές δολοφονημένους κάθε μέρα. Φαντάστηκα τον εαυτό μου να μειδιά ειρωνικά όταν φόρτωσαν την υπόθεση σε μένα, αλλά οι μύες του προσώπου μου δεν κουνήθηκαν χιλιοστό.

Παραμονές πρωτοχρονιάς του 2347, χαιρέτησα τη γυναίκα μου και τα παιδιά, πήρα την υπαστυνόμο Ενδελεχή, που έχει το όνομα και τη χάρη, τον αστυφύλακα Μούτσο και ένα υπηρεσιακό παντός καιρού, και ξεκινήσαμε για τη Σάμο. Είπαν ότι θα είχα όλη την υποστήριξη που θα χρειαζόμουν, αλλά αμφέβαλλα και ότι θα μου την έδιναν και ότι θα την χρειαζόμουν.

Χρησιμοποίησα το ταξίδι από την Αθήνα για να ολοκληρώσω τη μελέτη του φακέλου και να ακούσω και τη γνώμη των άλλων. Ο καιρός ήταν βροχερός και η θάλασσα άφριζε απειλητικά τετρακόσια πόδια από κάτω μας. Όσο ο Μούτσος μασούλαγε όλες μας τις προμήθειες και έριχνε αραιά και κανένα βλέφαρο στον αυτόματο πιλότο, έκανα ανακεφαλαίωση.

Ο Θούκης Σταυρινός ήταν γερουσιαστής, ο νεότερος από τους δύο που εκπροσωπούσαν την Ελλάδα στη σύγκλητο της δημοκρατίας. Αυτοδημιούργητος, είχε σπάσει τον άγραφο νόμο που θέλει οι γερουσιαστές να είναι παιδιά γερουσιαστών· ως αποτέλεσμα ήταν συμπαθής, αρκετά δημοφιλής και είχε και ικανό αριθμό υποστηρικτών, φανατικών και αφιερωμένων. Γερουσιαστής στα σαράντα του, οι κακές γλώσσες έλεγαν ότι ο Σταυρινός ήταν το μπουλντόγκ του αυτοκράτορα από την πρώτη στιγμή που έγινε βουλευτής. Ο μέντοράς του από το κεντρώο κόμμα πήγε σπίτι μετά το σκάσιμο ενός σκανδάλου, και ο καλός Θούκης μετατράπηκε από υπερασπιστή του σε κατήγορο μέσα σε μια νύχτα. Δύο χρόνια αργότερα, όταν άδειασε θέση γερουσιαστή, του την έδωσαν χωρίς δεύτερη σκέψη. Μετά από μια χλιαρή πορεία εφτά ετών με εντυπωσιακά κρεσέντα εδώ κι εκεί, ο Θούκης βρέθηκε μελανιασμένος με ορθάνοιχτα μάτια και στόμα που έχασκε, στραγγαλισμένος, στο γραφείο του, στο πατρικό του στη Σάμο. Μέσα στο δωμάτιο βρέθηκε ένα χαρτονόμισμα των πέντε χιλιάδων γεώ, κολλαριστό, με τυπωμένη -και όχι χειρόγραφη- τη φράση “μέγα πάθος, μέγα λάθος, κουτί πανδώρας ανέγγιχτε”, αρκετά μακριά από το πτώμα του Θούκη, μάλλον παρασυρμένο από τον αέρα που έμπαινε από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα. Το χαρτονόμισμα είχε μόνο αποτυπώματα του Σταυρινού πάνω του. Προερχόταν από τις σειρές που βγαίνουν κάθε πενταετία και δεν αναπαριστούν μνημεία και προσωπικότητες της δημοκρατίας. Αντί για τους συνηθισμένους γραμματιζούμενους και επιστημονίζοντες και τις σπιταρόνες, κάθε πέντε χρόνια τυπώνουν τις φάτσες του Αρδεναίου -τυπικά αγέραστου, άλλο και τούτο, θέλω και ‘γω να κολλήσω αυτή την αρρώστια που σε αφήνει νέο- και της Ινάρας, με την αχρείαστη επιγραφή “Αρδεναίος και Ινάρα Αυτοκράτορες” με ψιλές, δασείες και δεν συμμαζεύεται, “Ardenaeus et Inara Imperatores” στα λατινορομάντζικα, και το αντίστοιχο στα κινέζικα, κάτι σε χουανγκντί νομίζω. Η Εντελέχεια -αυτό είναι το παρατσούκλι που έχει κολλήσει στην Ενδελεχή, και δεν το λέμε μπροστά της- στραβομουτσούνιασε, ένδειξη ότι κάτι έπιασε η μύτη της.

“Μοιάζει προειδοποίηση από… τον εικονιζόμενο” είπε.

Ο Μούτσος αποκρίθηκε “σαχλαμάρες”. Μούγκρισα μόνο, αλλά η λέξη “λες;” μπήκε στο κεφάλι μου. Το σώμα του Θούκη δεν είχε στοιχεία. Αν δεν είχαν καταφέρει μέχρι τότε να βρουν κάτι ύποπτο, μάλλον δεν θα έβρισκαν. Υπήρχε και μια έκπληξη: ο ιατροδικαστής είχε σιγουρέψει ότι ο Θούκης έπαιρνε κοκαΐνη για χρόνια· είχε ρινοπλαστική, ίχνη στα νύχια και στο αίμα. Απ’ όσο ξέρω, η κόκα σε κάνει να νιώθεις τα πάντα χίλιες φορές πιο οξυμένα. Αυτή η συγκεκριμένη συνήθεια του Θούκη θα τον έκανε να νιώσει τα χέρια του δολοφόνου του στο λαιμό του και την ασφυξία με εκπληκτική ευκρίνεια. Αν η ζωή δεν είναι σκέτη ειρωνεία, τότε δεν ξέρω τι είναι.

Σταματήσαμε στη Μύκονο για γεύμα, μιας και είχαμε ξεμείνει από σάντουιτς. Ο Μούτσος έφαγε έναν μουσακά. Δήλωσε ότι χρειαζόταν ενέργεια για να σκεφτεί. Με γεμάτο στομάχι ξαναπιάσαμε τις λεπτομέρειες.

Η δολοφονία του Θούκη καταγγέλθηκε από την κόρη του νωρίτερα το πρωί. Το παιδί, έφηβη στα δεκαπέντε, βρισκόταν υπό παρακολούθηση κοινωνικών λειτουργών, φρουρούμενη. Την προηγούμενη νύχτα είχε βγει και γύρισε τα ξημερώματα, δήλωνε. Μα ποιος αναίσθητος αφήνει δεκαπεντάχρονο να γυρίζει τα ξημερώματα; Ο Θούκης, υπέθεσα, αν και το ξενύχτι μάλλον γλίτωσε τη ζωή του παιδιού. Το σπίτι δεν είχε ίχνη διάρρηξης· διέθετε τελευταίας τεχνολογίας συστήματα ασφαλείας μετά που η κόρη του Σταυρινού έδιωξε κακήν κακώς τη φρουρά της συγκλήτου σε μια προεφηβική υστερία, επειδή την κορόιδευαν οι συμμαθητές της σε αυτή τη μικρή κοινωνία. Η αστυνομία της Σάμου υπέθετε ότι ο Θούκης άνοιξε στον δολοφόνο του. Δεν είχε κλαπεί τίποτα. Οι γείτονες δήλωσαν ότι ο Σταυρινός και η κόρη του μπαινοβγαίνουν πάντα από το στενό πίσω από το σπίτι. Επιπρόσθετα, η γειτονιά είναι γεμάτη σπίτια με ψηλή περίφραξη. Δεν είδε κανείς τίποτα. Κάμερες δεν σηκώνει ο τόπος, ειδικά μετά την αυστηρότατη απαγόρευση του κοινοβουλίου για τοποθέτησή τους σε περιοχές κατοικίας ανά την υφήλιο, αφότου κάποιοι είχαν χακάρει το σύστημα της αστυνομίας, το έβαλαν να κάνει μπανιστήρι και ανέβαζαν ό,τι δεδομένα μπορεί να φανταστεί κανείς στο δίκτυο. Έκαναν και μερικούς εκβιασμούς. Μπορούσα να δω πίσω από τις γραμμές της αναφοράς ότι η αστυνομία του νησιού υποψιαζόταν τη μοναχοκόρη, Ανθή Σταυρινού. Η Εντελέχεια ρώτησε αν υπήρχε μάνα. Ναι, αποκρίθηκα, είχε εγκαταλείψει τον Σταυρινό πριν πέντε χρόνια. Ο Μούτσος δήλωσε ότι η κόρη θέλει προσοχή.

Φτάσαμε στη Σάμο λίγο μετά που νύχτωσε. Οι ντόπιοι συνάδελφοι δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένοι που μπήκαμε στα πόδια τους, αλλά μας έδωσαν ό,τι πληροφορία είχαν. Το νεότερο από το πρωί ήταν απλά πως η κόκα στα νύχια του Σταυρινού ήταν σπάνιο πράμα. Εβδομήντα οχτώ τοις εκατό καθαρή. Ο Μούτσος, ειδικός στις ουσίες λόγω ειδικότητας και ενός περιπετειώδους παρελθόντος πριν αποφασίσει να γίνει δημόσιος υπάλληλος, έμεινε άναυδος. Μας εξήγησε ότι η ουσία έχει την ιδιότητα να τραβάει υγρασία από την ατμόσφαιρα και, εντελώς ανόθευτη, δεν κρυσταλλιάζει με τίποτα και τείνει να γίνει οδοντόκρεμα. Πάντα την “κόβουν” με έκδοχα για να μένει σκόνη. Τα έκδοχα σε αυτή του Θούκη ήταν πεντακάθαρη καφεΐνη και βιταμινούλες, ανακατεμένα άψογα σε ένα υποδειγματικό μείγμα φυτικών συστατικών!

Τα ντόπια παιδιά δούλευαν εντατικά με ό,τι είχαν. Είχαν πέσει με τα μούτρα στην ανάλυση της ακριβούς κόπιας του κεντρικού οικιακού υπολογιστή του Θούκη. Αυτό θα κράταγε μια-δυο μέρες. Στο μεταξύ, εγώ έπρεπε να πιάσω από κάπου το νήμα. Ζήτησα να πάω στο σπίτι του Σταυρινού και πρότεινα να στείλω την Εντελέχεια στην κόρη Σταυρινού. Εκεί οι μούρες των ντόπιων συναδέλφων στράβωσαν πάλι, πάνω που είχε αρχίσει να σπάει ο πάγος. Όταν άρχισα να απορώ, ο αστυνομικός διευθυντής, ένας τύπος ονόματι Καμπαρντινάς που κάποτε θα έπρεπε να ήταν παλαιστής, με πήρε παράμερα, με κέρασε καφέ και τσιγάρο και μου διηγήθηκε μια ιστορία.

Τρία χρόνια πριν, κάτι εφηβάκια από δεκατριών μέχρι εικοσιβάλε είχαν αποφασίσει να κάνουν την επανάστασή τους. Άρχισαν να καπνίζουν χασίς. Μετά άρχισαν να καπνίζουν πολύ και κατέληξαν να καπνίζουν όλο το εικοσιτετράωρο. Και, μετά, δοκίμασαν τα πάντα. Στην πορεία την είδαν μαγκάκια. Άρχισαν να μπλέκουν σε καυγάδες και μαζεύτηκαν εξήντα τόσα άτομα ενάντια στην πουτάνα την κοινωνία. Έφτασαν να εμπορεύονται, κυρίως σε σχολεία, και μέσα στο ’46 πέταξαν εκτός από την αγορά Σάμου και Ικαρίας τις μαφίες των ενηλίκων. Είχαν αρχίσει να δραστηριοποιούνται στην Κω και τη Ρόδο όταν τους μπουζούριασαν μαζεμένους σε τέσσερις δόσεις δεκαπέντε μέρες πρωτύτερα. Ο φίλος της Ανθής ήταν μπλεγμένος στην ιστορία. Το κορίτσι έμενε ουσιαστικά μόνο του μετά που η μάνα της τους εγκατέλειψε και ο Σταυρινός ήταν πολύ απασχολημένος να προωθεί την καριέρα του και τις απόψεις του Αρδεναίου ανά την υφήλιο για να την βλέπει συχνά. Παρόλα αυτά, ο Θούκης είχε πληροφορηθεί ότι η κόρη του και ο φίλος της βρίσκονταν στην περιφέρεια ενός δικτύου της καταστροφής. Θα την έστελνε στη μητέρα της μετά τις γιορτές. Ο Καμπαρντινάς μού εξήγησε ότι το παιδί ήταν στα όρια της κατάρρευσης με τα απανωτά χτυπήματα και ότι δεν γινόταν να της μιλήσω. Το αξιοσημείωτο ήταν ότι η κόκα της συμμορίας ήταν ίδιας καθαρότητας με αυτή του Σταυρινού. Αυτό είχε βοηθήσει τη συμμορία να κάνει… καλό όνομα. Δεν ήξερα αν προστάτευε την κόρη από πιθανή εμπλοκή της στη συμμορία, ή όντως προσπαθούσε να χειριστεί το θέμα με ψυχραιμία. Ρώτησα το συνάδελφο αν είχαν μάθει τίποτα πιο συγκεκριμένο από τη μικρή για το τι έκανε το προηγούμενο βράδυ. “Δεν κάνω αυτά που συμβουλεύω εσένα να μην κάνεις” είπε αυστηρά.

Έστειλα την Εντελέχεια, που έχει το παρατσούκλι, έχει και αυτή τη χάρη, άμα βάλει κάτι σκοπό παθιάζεται, στο νοσοκομείο να επιτηρεί.

Οι αστυνόμοι στην οικία Σταυρινού δεν περίμεναν επίσκεψη τα μεσάνυχτα. Πήγαν να με εμποδίσουν αλλά η επιμονή μου επικράτησε. Θα το είχα δικό μου για όσο χρειαζόταν. Το σπίτι ήταν παραδοσιακό και αν μη τι άλλο, ο Σταυρινός είχε καλό γούστο. Το γυρίσαμε ολόκληρο. Ο Μούτσος άνοιξε το ψυγείο. Εμένα με ενδιέφερε περισσότερο να έχω ο ίδιος μια εικόνα του χώρου και του υπολογιστή του Σταυρινού. Όλα τα άλλα είχαν ερευνηθεί ήδη με επιμέλεια. Ο Μούτσος θρονιάστηκε στην πολυθρόνα του Σταυρινού και άρχισε να ξεψαχνίζει. Πριν περάσει πολλή ώρα κοιτάξαμε το ιστορικό κλήσεων. Η τελευταία ήταν στην άμεση δράση. Η προτελευταία ήταν σε άγνωστο παραλήπτη. Παραδόξως, δεν υπήρχε ούτε αριθμός ούτε διαδικτυακή διεύθυνση κλήσης. Ο Μούτσος με κοίταξε με μάτια που έλαμπαν και έπαιζε τα δάχτυλα σε ένδειξη σκανδαλιάρικης ανυπομονησίας. Του είπα να καλέσει. Δεν περίμενα να βγει τίποτα. Πάτησε το κουμπί. Άρχισε να καλεί. Κράτησα την ανάσα μου ασυναίσθητα για όσο κράτησε το μαρτύριο, μέχρι που έπεσε η γραμμή. Τελικά αναστέναξα και μόρφασα. Ήταν έτοιμος να ξανακαλέσει όταν ο άγνωστος κάλεσε εμάς. Πριν προλάβω να σκεφτώ καν, ο Μούτσος είχε δεχτεί την κλήση. Στην άλλη άκρη της γραμμής, ένας άντρας με ρομπ-ντε-σαμπρ έτριβε τα μάτια του, καθαρίζοντας τσίμπλες διακριτικά. Ήταν η πασίγνωστη φάτσα που είχα δει νωρίτερα στο χαρτονόμισμα. Αμέσως ρώτησε απορημένα “Ανθή;”. Ο Μούτσος με κοίταξε τρομαγμένα. “Τη γαμήσαμε τώρα”, σκέφτηκε φωναχτά.

Η ώρα ήταν πέντε τα ξημερώματα και το νοσοκομείο φαινόταν ήσυχο. Ήμουν σίγουρος, με λύπη, ότι αυτό δεν θα κράταγε για πολύ. Ο Καμπαρντινάς με περίμενε με κουστωδία στην είσοδο του δωματίου της Ανθής κατακόκκινος. Είχε περιλάβει την Εντελέχεια με άγριο ύφος ενώ ένας γιατρός δίπλα του τού θύμιζε κάθε τόσο να μαλώνει μεν, ψιθυριστά δε. Μόλις με είδε όρμησε πάνω μου.

“Τι είναι αυτό το τσίρκο, Λεμονίδη;” απαίτησε να μάθει. Και συνέχισε πριν προλάβω να απαντήσω: “Πρώτα μου γαμάς την πειθαρχία με μεταμεσονύχτιες περιπέτειες στου Σταυρινού και μετά αυτή η κοκκινομάλλα που κουβαλάς μαζί σου φέρνει στη ζούλα κινητό στην κόρη του, γιατί θέλει να μιλήσει, λέει, μαζί της ο αυτοκράτορας. Ο αυτοκράτορας! Ζωντανά σε ολόγραμμα από Ρίο ντε Τζανέιρο, επιβεβαιωμένο. Το σκατό πενθεί τόσο πολύ που έβαλε τα κλάματα και ζήτησε από τον ‘θείο Αρδεναίο’ να μας στείλει όλους στον Πλούτωνα να μετράμε αστεροειδείς! Προσπαθώ να κρατήσω αυτή τη ρημαδοέρευνα υπό έλεγχο, αλλά όλοι οι ξεκάρφωτοι ξέρουν καλύτερα!”

Να πω την αλήθεια μου, περίμενα χειρότερα. Τώρα ήταν η σειρά μου να μιλήσω. “Άκουσε Καμπαρντινά, εδώ παίζονται πολλά. Είχα πληροφορίες ότι μόνο το σκατό είναι πρεζάκι και όχι ο πατέρας, αν και το τελευταίο αποδείχτηκε αλλιώς. Η Ανθή δεν θα άλλαζε μόνο σχολείο μετά τις γιορτές, θα έκανε και αποτοξίνωση. Ψυχανάλυση, τουλάχιστον, με στόχο την απεξάρτηση. Α, και δεν την έβαλε ο γκόμενος στη συμμορία, αυτή τον έφερε σ’ επαφή. Απλά, δεν έκανε ποτέ πολλή παρέα μαζί τους, αλλά στα κοινωνικά δίκτυα όλο χαριεντιζόταν με συμμοριτάκια, και το ξέρεις. Ο ‘θείος’ Αρδεναίος μπορεί να τη βοηθήσει να λειτουργήσει το μυαλό της”.

“Τι μαλακίες λες; Ποιος στα είπε όλα αυτά;”

“Α, όντως ξέρεις, βλέπω. Οικογενειακός φίλος των Σταυρινών. Μη με ρωτήσεις ποιος, γιατί δεν θα το επιβεβαιώσει ποτέ. Και έχει τρόπο να μας βγάλει όλους τρελούς”. Ένευσα προς το ολόγραμμα μέσα στο δωμάτιο, το οποίο χειρονομούσε μιλώντας, παρά το αντίστροφο.

“Πας καλά ρε;”

“Ψάξε καλύτερα στα δεδομένα σου. Έχεις βρει την πηγή της κοκαΐνης;”

“Ποιας κοκαΐνης, αυτά τα διαόλια που ‘ναι και συμμαθητές των παιδιών μου, που να πάρει ο διάολος, πουλάγανε όλη την γκάμα!”

“Η κοκαΐνη μ’ ενδιαφέρει”.

“Ένας εικοσιοχτάρης είναι, που τον αναζητούμε. Η Αθήνα τι λέει γι’ αυτό;”.

“Η Αθήνα λέει φήμες. Ουσία τέτοιας καθαρότητας κυκλοφορεί μόνο σε υψηλούς κύκλους και πάντα το επίκεντρο φαίνεται να εντοπίζεται στο χώρο της πολιτικής. Πάντως είναι η πρώτη φορά που φτάνει σε χέρια εφήβων”.

“Ρε συ, όντως αυτά παίζανε επανάσταση. Δεν είχανε καλή δικτύωση. Το ξέρω· εγώ τα έχωσα μέσα κι ακόμα παλεύω να το χωνέψω”.

“Τότε μπορείς να κοιμάσαι ήσυχος, γιατί οσμίζομαι ότι κι άλλοι επιμένουν να βρίσκουν ελαφρυντικά για τα μικρά, αλλά αναρωτιέμαι αν έχετε τα ίδια κίνητρα”. Έκανα παύση. “Υπονοώ ότι υποθέτω ότι αυτή η κοκαΐνη τελεί υπό υψηλή προστασία. Ακόμα, ο γκόμενος της δικιάς μας, μόλις έμαθε το θάνατο του Σταυρινού μυξόκλαιγε υστερικά ότι το ‘μωρό’ του είναι ‘ανέγγιχτο για τη μπατσαρία’. Κινητοποιήθηκε όλο το αναμορφωτήριο, μην τυχόν αυτοκτονήσει. Σου θυμίζει κάτι η λέξη;”.

“Το χοντραίνεις όλο και περισσότερο ρε!”

“Σενάρια κάνω μόνο. Σκέψου, πατέρας και κόρη είναι πρεζάκια. Ο πατέρας λείπει συνέχεια. Η κόρη την βλέπει θεά. Διώχνει τη φρουρά, κάνει ό,τι θέλει. Γίνεται ο προμηθευτής της συμμορίας. Επιπλέον, αν αυτή η κόκα προορίζεται για απόκτηση πολιτικών συμμάχων και όχι για εθισμό ανηλίκων, τότε το χαρτονόμισμα εξηγείται σαν προειδοποίηση από τη μεγάλη πηγή, επειδή ο Σταυρινός τα θαλάσσωσε”.

“Αν είχα κάτι ότι ευθύνεται αυτή για την κόκα, τώρα θα έκανε παρέα στον γκόμενο. Λεμονίδη, με κουλά σενάρια δε λύνεται τίποτα…”.

“Άσε να της μιλήσει η δικιά μου, οκέι;”

Αναλογιζόμενος όλες τις προηγούμενες ώρες, πότε θαύμαζα την ψυχραιμία μου και πότε ήθελα να χτυπήσω το ξερό μου κεφάλι στον τοίχο. Ξανάφερνα στο νου μου στιγμή-στιγμή τα περιστατικά που είχε αφηγηθεί η κόρη και δεν έβγαζα άκρη. Η Ανθή παραδέχτηκε ότι μέσω αυτής ο φίλος της μπήκε στην ομάδα που συγκλόνισε το νησί. Η κόρη του Σταυρινού ήταν κυκλοθυμική και κλειστή, δεν έβγαινε συχνά, αλλά είχε τη διάθεση να το ξεφτιλίζει όταν το έκανε. Ο φίλος της, τις τελευταίες μέρες την παρότρυνε να βγαίνει, και για τους δυο τους, όπως της είχε πει. Τη μέρα του φόνου την είχε πιέσει να βγει. Οι διηγήσεις ταυτίζονταν. Είχε βγει μόνη, σκόπευε να γυρίσει μόνη, γύρω στα μεσάνυχτα. Δήλωσε ότι γύριζε στο σπίτι, όταν της επιτέθηκε κάποιος, προφανώς για να τη ληστέψει. Τότε εμφανίστηκε ένας ψηλός γυμνασμένος μουσάτος από το πουθενά και πλάκωσε τον επίδοξο ληστή στο ξύλο. Ο νεοφερμένος πρότεινε ποτό και τον ακολούθησε. Θυμόταν ότι ο ξένος, που τον έλεγαν Νίκο, ήταν γύρω στα εικοσιπέντε, ευγενικός, ευχάριστος και με χιούμορ. Και μετά δεν θυμόταν τίποτα. Ξύπνησε στο σπίτι, με βαρύ κεφάλι, και βρήκε τον Θούκη φαρδύ-πλατύ στο πάτωμα του γραφείου του. Μπερδεμένη, κάλεσε τον Αρδεναίο. Δεν είχε και τόσο θάρρος, αλλά δεν ήξερε τι να κάνει. Αυτός την ηρέμησε και της είπε να ειδοποιήσει την αστυνομία. Η ιστορία της μέχρι εδώ ταίριαζε με του Αρδεναίου. Για την κόκα, παραδέχτηκε ότι έπαιρνε περιστασιακά και βεβαίωσε ότι ο πατέρας της είχε αποθέματα, από εκεί δοκίμασε η ίδια για πρώτη φορά, αλλά δεν ρώτησε ποτέ τον Θούκη αν έπαιρνε ο ίδιος. Ότι ήταν παρέα με τον μουσάτο το βράδυ του φόνου, επιβεβαιώθηκε από θαμώνες στο μαγαζί που πήγαν. Το χαρτονόμισμα δεν το είχε υπόψη της. Τις τελευταίες μέρες ο πατέρας της δεν φαινόταν σκεπτικός ή φοβισμένος, μόνο το ίδιο απόμακρος όπως συνήθως. Την πίστευα. Η Εντελέχεια θεωρούσε κι εκείνη ότι η μικρή έλεγε την αλήθεια, αφού δεν έπεφτε ποτέ σε αντιφάσεις και οι μαρτυρίες από τους ανθρώπους που την γνώριζαν επιβεβαίωναν τα όσα ισχυριζόταν.

Την τέταρτη μέρα της παραμονής μας στη Σάμο έγινε η κηδεία του Σταυρινού. Ανάμεσα σε αυτούς που ήρθαν για την περίσταση ήταν η αφρόκρεμα της πολιτικής ζωής κι ο Αρδεναίος αυτοπροσώπως. Ο αυτοκράτορας απέσπασε την υπόσχεση της Ανθής ότι θα πήγαινε στη μάνα της και θα σταμάταγε την πρέζα με μια μικρή δωροδοκία. Ο φίλος της τήν περίμενε στο σπίτι με φρουρά· ήταν, λέει, ο μόνος κοντινός της άνθρωπος και θα βοηθούσε στην επιτυχή επανασύνδεση με την άσωτη μαμά. Θα πέρναγαν τρεις μέρες μαζί, αν και, τυπικά, παρέμενε κρατούμενος.

Ο Αρδεναίος, αντί για επικήδειο στο Θούκη, επικεντρώθηκε στο θέμα της καταπολέμησης των ναρκωτικών, στην αδράνεια της κοινωνίας και στην υποχρέωση της κοινότητας να δώσει δεύτερη ευκαιρία σε παραβάτες που αποδεικνύουν την μεταμέλειά τους, θέματα για το οποία ο Σταυρινός είχε δράσει, λέει, αποφασιστικά τους τελευταίους μήνες. Και καλά. Πολιτικοί. Ωστόσο δεν μπορούσα παρά να θαυμάσω πώς έβγαλε κάτι ωφέλιμο από το σωρό με τα σκατά.

Ο Καμπαρντινάς με πλησίασε την ώρα που ο Αρδεναίος μιλούσε.

“Λοιπόν; Τι έπαθε η μνήμη της εκείνο το βράδυ;”

Του είπα ότι ο Μούτσος πίστευε πως η Ανθή ποτίστηκε με κάτι εξωτικό και ανατριχιαστικό. Λέγεται σκοπολαμίνη και καταργεί την ελεύθερη βούληση του ανθρώπου. Το θύμα κάνει ό,τι τού πουν, συμπεριφέρεται φυσικά, και δεν θυμάται τίποτα την επόμενη μέρα. Η Ανθή έβαλε το δολοφόνο του πατέρα της στο σπίτι.

“Θα της το πεις;” με ρώτησε ο Καμπαρντινάς.

“Κάποτε. Ίσως”.

Κούνησε το κεφάλι του επιδοκιμαστικά. “Δεν έχω τίποτα για αυτόν το Νίκο ή για τον επίδοξο ληστή εκείνης της νύχτας, Λεμονίδη. Εσύ;”

Ο Αρδεναίος αποχωρούσε, χωρίς να βιάζεται, με την Ανθή Σταυρινού, συνοδεία της φρουράς της συγκλήτου, μερικών ψηλών τύπων με γυαλιστερές περικεφαλαίες που τους σκίαζαν το μισό πρόσωπο, μεταλλικούς θώρακες και μαύρους μανδύες.

Δίστασα. “Μόνο την παλαβή μου φαντασία. Αν η Ανθή θυμάται καλά, αυτός ο Νίκος διαθέτει εξαιρετική εκπαίδευση για μπούφλες. Συγκεκριμένα, τέτοιες τεχνικές τις κατέχουν άψογα μόνο μισθοφόροι, στις ειδικές δυνάμεις, και τη φρουρά της συγκλήτου”. Έγνεψα με το κεφάλι προς την ομάδα που έβγαινε. “Δυστυχώς δεν έχω κάτι απτό, να ρωτάω έναν-έναν από δαύτους”.

Ο Καμπαρντινάς αναστέναξε. “Αν υπάρχει άκρη, θα βγει. Όσο για μένα, να συνέλθει κουτσά-στραβά το νησί είναι πιο μεγάλο θέμα από το Θούκη Σταυρινό, ρε Λεμονίδη”.

Του έσφιξα πολύ το χέρι· πιστεύω ότι του ευχόμουν καλό κουράγιο.

Ενάμισι χρόνο μετά, το νησί προσπαθεί δειλά αλλά σταθερά να ενδοσκοπηθεί, η Ανθή ζει με τη μάνα της, τα σχολεία απαλλάχτηκαν από ουσίες για την ώρα, και οι δολοφόνοι του Σταυρινού παραμένουν οι μόνοι πραγματικά ανέγγιχτοι της υπόθεσης.

 

* Ο Αντώνης Μπασούκος γεννήθηκε το 1983 και μεγάλωσε στη Χαλκίδα. Ζει στην Αγγλία εδώ και μισή δεκαετία, ξεμπερδεύοντας με ένα διδακτορικό στη φιλοσοφία. Γράφει σύντομες ιστορίες και ποιήματα κάθε τόσο.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top