Fractal

Τέσσερα ποιήματα

του Αντώνη Κηπουρού // *

 

f5

 

ΕΝΟΧΗ ΚΡΙΤΙΚΗ

 

Πάπλωμα μολύβι ο ουρανός

Ρωγμή μέσα στα σύννεφα δεν βλέπεις

Τα μάτια μας καρφώνονται ψηλά

Μήπως και δουν τον ήλιο τον αντάρτη

Αφέντη της ζωής που μας ορίζει

Που μας αφήνει στις δικές μας σκανταλιές

Όπως και να ‘χει κάνουμε πως δεν μας βλέπει

Ότι δεν φταίμε για τα διάφορα κουλά

Που τ’ ανεχόμαστε με μια δικαιολογία

Και ποιος δεν έχει θα μου πείτε από αυτή

Όλοι κοιτάμε μη την φάμε από πίσω

Μέσ’ την υπερβολή που βάφει τις κινήσεις μας

Το δυο και δυο ξεχνούμε τώρα πόσο κάνει

Κι ας μαζευόμαστε, συνέδρια κ.λ.π.

Να βγει απόφαση πως θα συμμαζευτούμε

Όλοι προτείνουν κάτι τις προοδευτικό

Που να κολλάει οικονομικά και στα δικά τους

Μη τους φορτώσουνε μερίδιο βαρύ

Μη φορτωθούνε και των άλλων τις ανάγκες

Έτσι και φθάνουμε στο τέλος της γιορτής

Που μάλλον εμποροπανήγυρη μου μοιάζει

Το πάρε δώσε, ο κανόνας ο χρυσός

Στη βάση όλης της κουβέντας που έχει γίνει

Με λύπη βλέπουνε, δεν είναι δυνατόν

Το πρόγραμμά τους το σωτήριο να φθάσει

Να γίνει έργο που θα φέρει ανατροπή

Όλη η φάση μου θυμίζει τον Ιάγο

Μάγο στην τρίπλα, στην ψευτιά, στην πονηριά

Πάγιες μέθοδοι σε όλη την κουβέντα

Η συμμορία συναντήθηκε ξανά

Την ίδια απόφαση να πάρει όπως τις άλλες

Να βγει μεθαύριο και πάλι στο γυαλί

Να πει το ίδιο ποίημα μέσα στα φόρα

Που θα γεμίσει με ελπίδα τους πολλούς

Που θα βυθίσει σε σκεπτικισμό τους άλλους

Πάλι τα ίδια, πάλι φτου κι από την αρχή

Περνούν τα χρόνια, το σημειωτόν κερδίζει

Και κάπου-κάπου πισωγύρισμα θαρρώ

Σιγουρεμένα είν’ ο τελικός τους στόχος

Το θέμα είναι πια τι κάνουμε εμείς

Απ’ την καρέκλα κριτική και με μια μπύρα

Όλο κορώνες και μαγκιά εκ του ασφαλούς

Γύρω οι αγράμματοι θαυμάζουν ρητορεία

Αλλά κι αυτοί που ξέρουν πέντε γράμματα

Δεν είδα και πολλούς πρωτοπορία

Όλο οι ίδιοι και οι ίδιοι είναι μπροστά

Τόσο πολύ που γραφικοί θα καταντήσουν

Και στις παρέες με όποια να ναι σύνθεση

Όποιος αρχίσει την κουβέντα να γυρίζει

Εκεί που θέλει στον καθρέφτη να σταθείς

Να δεις τη φάτσα σου και να τηνε ρωτήσεις

Μετά από λίγο του την πέφτουνε πολλοί

Και την κουβέντα στα ανώδυνα γυρίζουν

Με κάτι βλέμματα γνωστά από παλιά

Αντί στη φάτσα, που κοιτάνε τα παπούτσια

Αναφορές αδιάφορες στ’ ασήμαντα

Έχει φωλιάσει ο φόβος μέσ’ τα σωθικά τους

Οι αφηγήσεις των παλιών δεν σβήσανε

Μένουν εκεί ωσάν φωτιά παραχωμένη

Αντί για ζέστη, που παγώνει τις ψυχές

Βάζει βαρίδια στα πόδια, να ‘ναι φρένα

Δεν θα τ’ αλλάξουμε, λένε, τώρα εμείς

Όσα στα χρόνια μας τα βρήκαμε στρωμένα

Στην απουσία μας βασίζονται κι αυτοί

Η έλλειψη γνώμης, βούτυρο είναι στο ψωμί τους

Και συνεχίζουν το βιολί τους το παλιό

Που από τα χρόνια, κλασσικό πια έχει γίνει

Και ‘μείς καθόμαστε, καρέκλες μαλακές

Γι αυτό φροντίζουν ώστε να μην κουρασθούμε

Τη συναυλία τους ακούμε χαλαρά

Αυτοί στα σμόκιν, ενώ εμείς στη λετσαρία

Αυτό που θλίβει και τρελαίνει το μυαλό

Ό,τι λανσάρουνε , το λέν’ δημοκρατία

Αυτοί την ντύσανε χωρίς τη γνώμη μας

Καρικατούρα του καιρού, έτσι τη θέλουν

Κι εμείς καθόμαστε στα καρεκλάκια μας

Σαν τα πειθήνια και ήσυχα παιδάκια.

 

 

 

EIKONA

 

Τα πόδια του ξυλιάσανε

Στα μουσκεμένα τρύπια παπούτσια του

Οι κοντές ζαρωμένες κάλτσες του

Δεν ζέσταιναν τα αδυνατισμένα καλάμια του

Καμπουριασμένος έτρεμε σύγκορμος στη γωνιά

Με ένα παλτό να πλέει πάνω του

Τα μαλλιά του τα ‘παιρνε ο αέρας όπου να ναι

Ασκεπής, με το βλέμμα άγρια λύπη για τη φάση του

Κι ένα θυμό που του τρεμόπαιζε τα ρουθούνια

Κρατούσε ένα κύπελλο μεταλλικό

Να μαζεύει κέρματα, ψήγματα συμπόνιας

Εισιτήρια συγχώρεσης για τους δότες

Μάλλον εμπόδιζε, αν όχι με την επαιτεία

Ίσως με την γενική εικόνα που τον εμπεριείχε

Νιώθοντας ξένος μέσα στο κάδρο των ανέμελων

Χωρίς προοπτική μεταβολής στο χάλι του

Συχνά περνούσε από το μυαλό του να παραιτηθεί

Ήταν τόσο βολική αυτή η σκέψη

Θα τον απήλλασσε από τη διαρκή έννοια

Της μίζερης ύπαρξής του, τον γέμιζε με μια

Ζεστασιά πρωτόγνωρη, ξεχασμένη από τα μικράτα.

Με φόντο λιακάδα, εξοχή και χαλάρωση

Από αναπόδραστη θαλπωρή

Θα ‘θελε κι αυτός να γυρνάει με κανα δυό τσάντες

Στο καλοβαλμένο σπιτικό του,

Χωρίς το μόνιμο κενό στο στομάχι του, φορώντας ζεστά ρούχα

Όπου θα τον περίμενε το γυναικάκι του

Να του ζεστάνει τα ξεχασμένα, παγωμένα αχαμνά του.

Του φαινόταν εύκολο , δίπλα περνούσε το τραμ

Κάθε λίγο, κόσμος ανεβοκατέβαινε

Τα σκαλιά των διαθέσεών του

Χωρίς ενοχές για την διπλανή εικόνα

Γι αυτούς δεν υπήρχαν σκέψεις απόγνωσης

Τα όρια ήταν αδιάβατα

Όπως έτυχε του καθενός, έφταιγε ή όχι

Ταμείο λοιπόν, μένεις ή φεύγεις

Ένα μικρό βήμα αιώρησης

Πριν από τον ήχο στάσης του τραμ .

 

 

ΤΟ ΧΑΛΑΣΜΑ

 

Πέρασα χθες και κοίταξα

Σφίχτηκε η ψυχή μου

Σαν είδα αυτό το χάλασμα

Που πρώτα ήταν στολίδι

Όχι μόνο στη γειτονιά

Μα και στους μαχαλάδες

Που συζητούσαν για πολύ

Στις πόρτες οι κυράδες.

Το είδα το ξεκοίλιασμα

Βαθιά πληγή στο σώμα

Αυτού του αρχοντόσπιτου

Που το ‘βλεπα από τότε

Που ήταν όρθιο, λαμπερό

Και μ’ όλες του τις δόξες

Τότε που ζούσε τις λαμπρές

Τις νύχτες και τις μέρες

Που κόρδωνε σαν κόκορας

Ο σπιτονοικοκύρης

Ονομαστός για τη δουλειά

Και για τη φαμελιά του

Που φρόντιζε το έχει του

Με άγρυπνο το μάτι

Ποτέ κεφάλι βάζοντας

Τους παραγιούς στο έργο

Ούτε καλφάδες έμπειρους

Μόνοι ν’ αποφασίζουν

Αν θα βαδίσει που και πως

Μεσ’ της δουλειάς τη στράτα .

Είδα και πως κρεμότανε

Τα πορτοπαραθύρια

Σπασμένα τα πατώματα

Γκρεμίδια τα ντουβάρια

Έτσι που το φοβόσουνα

Να το κοντοζυγώσεις

Στο φόβο να τραυματισθείς

Κρατιόσουνα στην άκρη

Αφού το κράτος του ‘βαλε

Στη γύρα την κορδέλα.

Κι έτσι όπως το κοίταζα

Ανάμεσα στα άλλα

Τα σπίτια που ‘ταν κολλητά

Ερχότανε στο νου μου

Χρόνια της αντιπαροχής

Που αλλάξαν την εικόνα

Χωρίς να υπάρχει σχέδιο

Ό,τι ήθελε προκύψει

Από την τόση μάνητα

Που είχε κυριέψει

Της πόλης την κατάσταση

Σαν τη βαριά αρρώστια

Που γιατρειά δεν βλέπαμε

Κι ας υποσχόταν μέλλον

Τέτοιο που δεν φαινότανε

Στην ομορφιά να δένει.

Έτσι αποφασίσανε

Οι άρχοντες της πόλης

Τη φάτσα της ν’ αλλάξουνε

Για να τη συνεφέρουν

Από το χάλι το παλιό

Με τα προσφυγοσπίτια

Τα σπίτια της φτωχολογιάς

Που διάθεση χαλούσαν

Σ’ όσους περνούσαν από κει

Τους φτωχομαχαλάδες

Ότι έπρεπε η πρωτεύουσα

Ν΄ αρχίσει πια να μοιάζει

Με της Ευρώπης την παλιά

Μα και τη νέα εικόνα

Ή ακόμα μήπως βρήκανε

Κάποια χρυσή ευκαιρία

Τον πλούτο ν’ αυγατίσουνε

Αυτών που είχαν ήδη

Χαλνώντας και γκρεμίζοντας

Γοργά και όπως-όπως

Με το σκοπό να χτίσουνε

Σπίτια, κουτιά μεγάλα

Μ’ ένα σωρό χωρίσματα

Που το καθένα να ‘χει

Και από μία φαμελιά

Σαν να ‘τανε κερήθρα

Μέσα τις μέλισσες σωρό

Που σ’ ένα μόνο μοιάζαν

Με τους ανθρώπους εκεινούς

Ότι όλοι ήταν εργάτες.

Πήραν λοιπόν και στο πλευρό

Σωρό οικοπεδούχους

Που μέλι μυριστήκανε

Τη φτώχια να ξεφύγουν

Κορίτσια να προικίσουνε

Που στον καιρό τους βγαίναν

Και τα μαλλιά ασπρίζανε

Απ’ τον νταλγκά της προίκας .

Έτσι ήρθαν τα πράματα

Κι όλοι ευχαριστημένοι

Έδειχναν να ‘ναι στην αρχή

Απ’ το χάλασμα που φύγαν

Σαν ζούσαν μεσ’ σε κείνο κει

Μ΄ ένα σωρό κουσούρια

Να μη τα λέμε τώρα εδώ

Ίσως να μας ντροπιάσουν

Μα είδανε πως χάσανε

Πράματα και συνήθειες

Τέτοια που καθορίζανε

Το φέρσιμό τους όλο

Την ηρεμία, τον τρόπο τους

Σ΄ αυτούς και τους γειτόνους

Τι τότε βγήκανε πολλά

Πα’ στον αφρό κουσούρια

Παραχωμένα που ήτανε

Όλα απ’ την ανάγκη

Της στανικής συμβίωσης

Μεσ’ την παλιά εικόνα .

Κι αφού χάσαν ανθόκηπους

Αυλόπορτες, μπαλκόνια

Τους πήρε η στεναχώρια

Μα δεν το μολογούσανε

Γιατί ‘ταν μαγκωμένοι

Και στο μεγαλοπιάσιμο

Αλλά και στην ανάγκη.

Αυτό που δεν ξεφύγανε

Ορίζει και την τύχη

Σ’ ανθρώπους και σε πράματα

Που ‘τανε ορισμένα

Να γίνουνε όπως έγιναν

Να παίρνονται αποφάσεις

Στο πόδι και μη βλέποντας

Μελλοντικά εμπόδια

Τέτοια όμως που φρενάρανε

Την τωρινή πρεμούρα

Που ‘χε το μάτι καρφωτό

Στη λεία τη μεγάλη

Στερνή μου γνώση που ‘σουνα

Όταν σε χρειαζόμουν

Εδώ στεκόμουν δίπλα σου

Μα εσύ αλλού κοιτούσες

Τα λούσα τα φορέματα

Τα λαμπερά αμάξια

Χωρίς να έχεις κατά νου

Τη δεξιοσύνη εκείνη

Που το κουμάντο θα ‘κανε

Με καθαρό το νου.

 

 

ΤΟ ΞΟΔΙ

 

Αγκομαχώντας, σούρνοντας παίρνει την ανηφόρα

Οδοντωτό θυμίζοντας, χωρίς καπνό το ξόδι

Στη ντάλα του μεσημεριού, που λίγοι ακολουθούνε

Το κουρασμένο βήμα τους, σέρνοντας στο κατόπι

Άλλοι το χρέος βγάζοντας κι άλλοι στο κλάμα μέσα

Μακρόσυρτο που ακούγεται και την ψυχή ραγίζει.

Βουβή πορεία από μακριά φαίνεται να ζυγώνει

Στην άσπρη την ξερολιθιά, μέσα σε γκρίζο φόντο

Που φέρνει γύρα τους σταυρούς, ξύλινους , μαρμαρένιους

Που στοιχισμένοι φαίνονται, σαν τα στρατιωτάκια

Τα μολυβένια στη σειρά, που πέφτουνε στη μάχη

Την ψεύτικη του παιχνιδιού, μα εδώ το πράμα είν’ άλλο

Γιατί τη θέση παίρνουνε, αντί για το μολύβι

Άλλοι που χρόνια γέμισαν κι άλλοι που τους χρωστάνε

Και που στην πόρτα κάθεται που κλείνει τα μνημούρια

Η μοίρα μας η Λάχεσις, άνετα θρονιασμένη

Και με το χέρι αλάθητο γιατί ‘ναι μετρημένο

Το λάδι στο καντήλι του που έχει ο καθένας

Άλλους για μέσα τους τραβά κι άλλους τους αποδιώχνει

Και φεύγουν οι ακόλουθοι, σαν ανακουφισμένοι

Ότι δεν ήταν η σειρά, να μπουν αυτοί στο χώμα

Και με κουβέντες χαλαρές που να μην προκαλούνε

Αρχίζουνε δειλά-δειλά να ερωτοτροπούνε

Με ‘κείνα τα φερσίματα που τα ‘χανε ξεχάσει

Σαν τους καλέσανε να παν, στο ξόδι κατευόδιο .

 

 

 

 

* Ο Αντώνης Κηπουρός του Εμμανουήλ γεννήθηκε στη Θεσ/νίκη 29 Μαίου 1950, μεγάλωσε στις Σέρρες, πήρε πτυχίο Ιατρικής από το Α.Π.Θ, ειδικότητα Ουρολογίας, παντρεύτηκε την Μαρία Ζαχάκη, απέκτησαν τρία παιδιά την Βασιλική, την Ηλέκτρα και τον Μανώλη, συνταξιοδοτήθηκε το 2012 και έκτοτε γράφει.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top