Fractal

Μια ποιητική ιστορία

Του Αντώνη Κηπουρού // *

 

f3

 

260 μ.Χ.

 

 

Μιάν ιστορία θα σας πω

Αρχόντοι και κυράδες                                                                                                                                     Όχι και πως την έζησα

Μα μου την διηγηθήκαν

Τότε που ακόμα στα μαλλιά

Δεν κάθισαν τα χιόνια

Του κύκλου τα γυρίσματα

Να δείτε πως τα φέρνει

Η ζήση με το μαλακό

Κι άλλοτε με το άγριο

Να προσκυνήσουμε κι εμείς

Τ΄ αλάνθαστο υφάδι

Που οι μοίρες το υφάνανε

Με σταθερό το χέρι .

Στο κάστρο το ξυλόχτιστο

Σε κάποια βόρεια χώρα

Καλή ώρα σαν και τούτη δω

Σούρουπο και οι μπιστικοί

Ανάβαν τα λυχνάρια

Τη νύχτα με τη σκοτεινιά

Λιγάκι ν’ απαλύνουν

Να βλέπει ο ένας τ’ αλλουνού

Την έκφραση, στο βλέμμα

Ότι συμβούλιο είχανε

Στο κάστρο οι αρχόντοι

Συμμαζεμένοι κάθουνταν

Ένας κοντά στον άλλο

Έστω κι αν τους χωρίζανε

Διάφορα με τα χρόνια

Τώρα τους ένωνε αυτό

Που χρόνια είχε να τύχει

Τόσο που δεν θυμόντουσαν

Ούτε οι παλιότεροί τους

Ήτανε κάτι ξέχωρο

Που ‘φερνε ανησυχία

Και τις κουβέντες άρχισαν

Σκυμμένα τα κεφάλια

Απ’ την πολλή περίσκεψη

Απάντηση να δώσουν

Σ΄ αυτό που δεν κατείχανε

Κι όλο τους τυραννούσε

Είπανε, ξαναείπανε

Πέρασε και η ώρα

Τότε σηκώθηκε αυτός

Που κεφαλή τον είχαν

Μέσ’ την προβιά του τυλιχτός

Τι άρχιζε το πούσι

Και με φωνή που τρέμανε

Οι άλλοι που τον ξέραν

Σφύριξε μέσ τα γένια του

Θέλω τον, που ‘ντονε αυτός

Θέλω τον κι ας μην ξέρει

Ποιος είναι πούθεν έρχεται

Ποια είν’ η φαμελιά του

Η μάνα του, ο κύρης του

Που είν’ τα γονικά του

Φέρτε τον μη τάχα μας πει

Τ΄ όνομα και τη ρίζα

Λογαριασμό να βγάλουμε

Γιατί καθώς μου λέτε

Είν’ αρχοντόπουλο θαρρείς

Από τη φορεσιά του

Η Ρήγα γιος που φαίνεται

Από την τραχηλιά του

Τους μοσχοβόδες κεντητούς

Τον ένα πλάι στον άλλο

Σημάδι καθώς λεν τρανό

Στον κόσμο τον μεγάλο.

Ετσι μίλησ΄ ο άρχοντας

Μες το τραγόμαλλό του

Αγρυπνο μάτι έχοντας

Μα και συγκρατημένο

Γι’ αυτό που βιάζονταν να δει

Να δει μα και να μάθει

Κρύβοντας πάντα στανικά

Την τόση αδημονία

Μη δει ο ξένος τη ματιά

Που δείχνει αδυναμία

Κι αναθαρρήσει τόσο που

Να πάει να ξεγελάσει

Με τίποτα μπερδέματα

Ψευτιάς με την αλήθεια

Και τους τραβήξει κατά κει

Που μόνο αυτόν βολεύει

Ώστε να τον αφήσουνε

Έξω από κατηγόρια

Έτσι που να σκεφτότανε

Κι ότι μπορεί να φύγει.

Σαν τόνε φέρανε λοιπόν

Λερό και γαριασμένο

Από τις μέρες που ‘τανε

Στου κάστρου το μπουντρούμι

Τον πήραν και τον στήσανε

Μπροστά στον ηγεμόνα

Γονατιστό, την κεφαλή

Μπροστά χαμηλωμένη

Και με φωνή τρεμάμενη

Μα όχι δειλιασμένη

Ακούγανε τα πάθια του

Κι όσα τους ιστορούσε

Για τον μεγάλο χαλασμό

Που είδε στα μικράτα .

Κι ύστερα όλα σβήσανε

Εκείνα που θυμόταν

Τότε που τον κανάκευαν

Οι κόρες και οι βάγιες

Και που τον μοσχοντύνανε

Ώστε να ξεχωρίζει

Απ’ όλα τ’ άλλα της γενιάς

Τ΄ αγόρια των αρχόντων

Αυτόν που προορίζονταν

Να γίνει η κεφαλή τους

Να διαφεντεύει το έχει τους

Και την υπόληψή τους .

Για πες μας πούθεν έρχεσαι

Σε τούτα δω τα μέρη

Ήσουν ντυμένος στ’ άρματα

Δεν φαίνεσαι ξωμάχος

Ούτε και ζήτουλας γνωστός

Στου κάστρου το βαρώσι

Ημιθανή σε βρήκανε

Χαράματα στην πύλη

Και σε γιατροπορέψανε

Ως να ορθοποδήσεις

Και να μιλήσεις θαρρετά

Στη δημογεροντία

Και να μας πεις ποιος είσαι συ

Που ‘σαι ντυμένος έτσι

Ώστε ν’ αρχοντοφαίνεσαι .

Άρχισε τότε να ομιλεί

Με γλώσσα σμιλεμένη

Ούτε ρηχή, ούτε πεζή

ή επιτηδευμένη

Κι ακούγανε κατάπληκτοι

Μα και απορημένοι

Όλα τα ιστορούμενα

Που κάτι τους θυμίζαν

Μα δεν ξεκρίνανε καλά

Κι έτσι δεν τους αφήναν

Να ησυχάσουν και να πουν:

Έτσι έχει η ιστορία

Ετούτα τα λεγόμενα

Δεν είν’ απ’ τα δικά μας

Εμείς τέτοια δεν έχουμε

Σ΄ αυτά που ‘χουν αφήσει

Η μια γενιά στην άλληνε

Από τότε που θυμούνται .

Είπε λοιπόν πως έρχονταν

Απ’ των νερών τη χώρα

Αυτήν που την φαντάζονταν

Όλοι μα δεν την ξέραν

Που ‘χαν ακούσει για θεούς

Μούσες και ημιθέους

Που ‘χε τα σπίτια λαμπερά

Και μαρμαροχτισμένα

Την αγορά και τα λουτρά

Τις δημοσιές, τα φόρα

Που ‘χε στρατό που σκόρπισε

Στα πέρατα του κόσμου.

Πήρε λοιπόν μέρος κι αυτός

Σε κάποιαν εκστρατεία

Που τονε φέραν κι έμεινε

Στ’ άγνωστα τούτα μέρη

Που τίποτα δεν θύμιζαν

Κάτι από την πατρίδα

Που πίσω του άφησε μαζί

Τους φόβους, την ελπίδα

Ότι τον νόστο θε να δει

Κι όλα τ’ αγαπημένα

Τα πρόσωπα που μείνανε

Στη θύμηση γραμμένα

Να παίρνει δύναμη να ζει

Να ζει και να παλεύει

Στις μάχες που του έμελλε

Στο διάβα του να ζήσει.

Ένα όμως δεν θυμότανε

Και που ‘κανε το βλέμμα

Έτσι να στέκει απλανές

Σαν κάτι να ξεθάβει

Απ’ τα βαθύστρατα του νου

Να το ξεκαθαρίζει

Να λαγαρίσει η ματιά

Να παίξει η ψυχή του

Ότι βρήκ’ άκρη στη ζωή

Άκρη παραχωμένη

Τέτοια που του φανέρωνε

Αργά μα και καθάρια

Ότι από κείνα που ‘χασε

Στα ίδια τόνε φέραν.

Ήταν μωρό που στήσανε

Χαρές και πανηγύρι

Για τα γιορτάσματα της γης

Σωρό πραματευτάδες

Γύφτοι, κυράδες, πόρνες, νιοί

Γερόντοι και αρχόντοι

Πηγαινορχόντουσαν μαζί

Αυτή τη μόνη μέρα

Που δώριζεν ο άρχοντας

Στου τσιφλικιού τους σκλάβους

Να τρώνε και να πίνουν΄

Α’ που θα χαράξει η μέρα

Μέχρι ο ήλιος να χαθεί

Κι η πλάση να λουφάξει

Δίχως κανένας να τους πει

Πως δεν είν’ όλοι ίσοι

Αφού κι ο άρχοντας ατός

Παρέα με τους ζητιάνους

Έτρωγ’ από τα πιάτα τους

Άκουε τα μυστικά τους .

Χλαπαταγή και βουητό

Αίφνης στα συγκαλά τους

Χάλασε τη γαλήνη τους

Σκόρπισε τη χαρά τους

Αυτήν που περιμένανε

Με περισσή λαχτάρα.

Ούτε που καταλάβανε

Πόσοι καβαλαραίοι

Κι άλλοι πεζοί χιμήξανε

Μεσ’ της γιορτής την ώρα

Σκορπώντας αίμα, θάνατο

Κει που πριν λίγη ώρα

Κοπέλες στήνανε χορό

Και τα παιδιά τρελαίναν

Τους γέροντες και τις γριές

Με τα πειράγματά τους .

Πόσο να κράτησε αυτό

Ούτε που το θυμόταν

Κι ούτε που ήθελε στο νου

Το ίδιο να το φέρει

Γιατ’ είδε πως η μάννα του

Κι ο κύρης του χαθήκαν

Στου μαχαιριού τη μάνητα

Κι όλες του οι αδερφάδες

Κι οι αδερφοί φορέσανε

Σχοινιά και αλυσίδες

Σε κάρα τους φορτώσανε

Σιδεροαμπαρωμένα

Κι ούτε τους είδε πια ξανά

Κι ούτε που τους θυμόταν.

Τέτοια τρομάρα έζησε

Σ΄ αυτή την ηλικία

Που ακόμα δεν ημπόραγε

Στο νου του να ξεκρίνει

Τι ήταν ο καθένας τους

Και τι όλοι τους για εκείνον.

Τον πήρανε λοιπόν μαζί

Μ΄ όλο το καραβάνι

Και τον πουλήσανε κι αυτόν

Μαζί μ’ όλους τους άλλους

Στην αγορά και παίρνανε

Ο ένας και ο άλλος

Ανάλογα τι άρεσε

Την εμορφιά, τη ρώμη

Η ό,τι άλλο γύρευε

Στην αγορά ο καθένας .

Έτσι σε τούτον έπεσε

Να τον περιμαζέψει

Με λίγα μόνο τάλαντα ,

Γιατί τους ήταν βάρος

Στους δουλεμπόρους τα μωρά

Τι θέλανε φροντίδα

Κι ύστερα δεν τους πήγαινε

Κάποτε να τα κόψουν .

Κι η βάγια τόνε μάζεψε

Μαζί με την κυρά της

Που στέρφα καθώς ήτανε

Ηύρε ότι ποθούσε .

Αργά, σιγά του έσβηνε

Ο γέροντας ο χρόνος

Τις μνήμες που συνόδευαν

Τ΄ άμοιρο ριζικό του .

Μεγάλωσε και τράνεψε

Κι ως τον καλοφροντίζαν

Ξεπήδησ’ η ορμή του νιου

Του αρχοντογεννημένου

Και σαν ετοιμοπόλεμος

Καθώς πρόσταζ’ η πόλη

Με των αρχόντων τα παιδιά

Αξιώματα να φέρουν

Ντύθηκεν εκατόνταρχος

Και τράβηξε στη μάχη

Σε χώρες ξένες μακρινές

Μέσ’ σε βουνά και δάση .

Τόφερ’ η τύχη κι άλλαξε

Το δρόμο η λεγεώνα

Κι ούτε που το κατάλαβε

Πως ήτανε χαμένοι

Αυτός κι οι άντρες του μαζί

Και όπως ήταν όλοι

Το φόβο για το άγνωστο

Τη φρίκη μες τα μάτια

Για πράματα που άκουγαν

Και σήκωναν την τρίχα

Για τους λαούς που ζούσανε

Σ΄ αυτή τη βόρεια χώρα

Που πήγανε να πάρουνε

Χωρίς να δικαιούνται

Να τους στερήσουνε τη γης

Και τους αγαπημένους

Τα όσια και τα ιερά

Και σκλάβους να τους πάρουν

Στις αγορές να πουληθούν

Της πόλης της μεγάλης

Να κάνει κι η ιστορία αυτή

Τον κύκλο τον μεγάλο

Που στη ζωή του αιχμάλωτου

Έδενε με το τέλος

Που έμελλε για να τους βρει

Εκτός από εκείνον

Που η μοίρα τόνε φύλαγε

Να τον παρουσιάσει

Εκεί απ’ όπου τον πήρανε

Σαν ήτανε μικράκι .

Πάλεψε όσο μπόρεσε

Και έτσι έμεινε μονάχος

Με τους συντρόφους ξέπνοους

Να κείτονται στο χώμα

Ξανά πατρίδα να μη δουν

Ούτε κι αγαπημένους.

Ξέφυγε τότε κρύφτηκε

Μάζεψε τις δυνάμεις

Τις λίγες που του απόμεναν

Κι έξω από την πόρτα

Του κάστρου τη θεόρατη

Έχασε τις αισθήσεις .

Έτσι έχουνε τα πράματα

Απ’ την αρχή άρχοντά μου ,

Όλα όσα είχα να σας πω

Δεν θα προσθέσω άλλα

Που να ‘ναι ευρήματα του νου

Της φαντασίας τρέλα

Την ιστορία ν’ αλλάξουνε

Και τη δική σας γνώμη

Για τούτονε τον άμοιρο

Πού ‘ρθε να σας προσπέσει

Σε ώρα ανάγκης τραγική

Γι αυτόν και τη ζωή του .

Κι έτσι που η μοίρα το ‘φερε

Κι εσείς να τον δεχθείτε

Σαν ένανε που χάθηκε

Δίχως αυτός να φταίει

Κι ας φαίνετ’ απειλητικός

Με τούτα που φοράει .

Τι φταίει αν τον πήρανε

Μικράκι από την κούνια

Και τη ζωή του δίπλα σας

Του στέρησαν ωμά

Να μεγαλώσει διάλεξαν

Χώρια από τους γονιούς του

Μακριά από τ’ αδέρφια του

Κι από τις αδερφάδες

Που τον λατρεύανε μωρό

Σαν ήτανε στα χέρια

Και που καμάρι το ‘χανε

Πως είναι ο αδερφός τους.

Αυτά είπε κι εσιώπησε

Τότε ο τροβαδούρος

Αφήνοντας τη λύρα του

Δίπλα στο παραγώνι

Κι υπόκλιση στον άρχοντα

Αφού έκανε και πήρε

Την αμοιβή του σε χρυσό

Γιατί έτσι το ‘χε η μέρα

Α ‘που θα φέξει ο ουρανός

Μέχρι να δύσει ο ήλιος

Όλοι να το γιορτάζουνε

Της γης καλοσημάδι

Να τρώνε και να πίνουνε

Όλοι μαζί αντάμα

Αρχόντοι, πόρνες, ζήτουλες

Γερόντοι και παιδιά

Δίχως να ξεχωρίζουνε

Ποιος είναι και τι έχει

Να μη φοβάται πια κανείς

Για όλη την ημέρα

Να νιώθει ίσος μ’ εκεινούς

Που τόνε κυβερνούνε.

 

 

* Ο Αντώνης Κηπουρός του Εμμανουήλ γεννήθηκε στη Θεσ/νίκη 29 Μαίου 1950, μεγάλωσε στις Σέρρες, πήρε πτυχίο Ιατρικής από το Α.Π.Θ, ειδικότητα Ουρολογίας, παντρεύτηκε την Μαρία Ζαχάκη, απέκτησαν τρία παιδιά την Βασιλική, την Ηλέκτρα και τον Μανώλη, συνταξιοδοτήθηκε το 2012 και έκτοτε γράφει.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top