Fractal

Αντόνιο Γκράμσι (α) – To 10ο Κάντο της Κόλασης (β)

Μετάφραση: Φοίβος Γκικόπουλος // *

 

Φαρινάτα και Καβαλκάντε, ο πατέρας και ο πεθερός του Γκουίντο. Ο Καβαλκάντε είναι ο καταδικασμένος σ’ αυτό τον κύκλο. Κανείς δεν έχει παρατηρήσει ότι αν δεν λάβουμε υπόψη το δράμα του Καβαλκάντε, σ’ αυτόν τον κύκλο δεν διακρίνεται, στην πράξη, το μαρτύριο των κολασμένων: η δομή θα έπρεπε να οδηγήσει σε μια αισθητική αξιολόγηση του 10ου Κάντο με μεγαλύτερη ακρίβεια, γιατί κάθε μαρτύριο αντιπροσωπεύεται έμπρακτα. Ο Ντε Σάνκτις παρατήρησε τη σκληρότητα που περιέχεται στο 10ο Κάντο από το γεγονός ότι ο Φαρινάτα αλλάζει ξαφνικά χαρακτήρα: το πέρασμα από την ποίηση στη δομή, εξηγεί ο ίδιος, γίνεται οδηγός για τον Δάντη. Η ποιητική παράσταση του Φαρινάτα αποδίδεται υπέροχα από τον Ρομάνι: ο Φαρινάτα είναι μια σειρά από αγάλματα. Στη συνέχεια ο Φαρινάτα απαγγέλλει μια διδασκαλία.

 

220px-GramsciΤο βιβλίο του Ισίντορο ντελ Λούνγκο πάνω στα Χρονικά του Ντίνο Κομπάνι: σ’ αυτό καθορίζεται η ημερομηνία του θανάτου του Γκουίντο. Είναι περίεργο το γεγονός ότι οι μελετητές δεν σκέφτηκαν να εξετάσουν το 10ο Κάντο για να καθορίσουν, έστω κατά προσέγγιση, αυτή την ημερομηνία (ίσως κάποιος να το έχει κάνει). Ούτε όμως και η εκτίμηση του Ντελ Λούνγκο χρησίμευσε για να ερμηνεύσει την εικόνα του Καβαλκάντε και να δώσει μια εξήγηση στην εκτίμηση του Δάντη για τον Φαρινάτα.

Ποια είναι η θέση του Καβαλκάντε, ποιο είναι το μαρτύριό του; Ο Καβαλκάντε βλέπει στο παρελθόν, βλέπει και στο μέλλον, αλλά δεν βλέπει στο παρόν, σε μια καθορισμένη εποχή του παρελθόντος και του μέλλοντος στην οποία περιέχεται το παρόν. Ο Γκουίντο στο παρελθόν είναι ζωντανός, στο μέλλον ο Γκουίντο είναι νεκρός, αλλά στο παρόν; Είναι νεκρός ή ζωντανός; Αυτό είναι το μαρτύριο του Καβαλκάντε, η εμμονή του, η κυρίαρχη σκέψη του. Όταν μιλάει, ρωτά για το παιδί του: όταν ακούει «υπήρξε», το ρήμα στον παρελθόντα χρόνο, ο ίδιος επιμένει, και καθυστερώντας την απάντηση, δεν έχει πια καμία αμφιβολία: ο γιος του είναι νεκρός, και εξαφανίζεται μέσα στην καιόμενη λάρνακα. Με ποιο τρόπο παρουσιάζει ο Δάντης αυτό το δράμα; Το προτείνει στον αναγνώστη, δεν το παρουσιάζει, δίνει στον αναγνώστη τα στοιχεία ώστε να ανασκευάσει αυτός το δράμα και αυτά τα στοιχεία δίδονται από την ίδια τη δομή του Κάντο. Ωστόσο υπάρχει ένα δραματικό μέρος που προηγείται της διδασκαλίας. Τρία στοιχεία: ο Καβαλκάντε εμφανίζεται, όχι ορθός και αγέρωχος όπως ο Φαρινάτα, αλλά ταπεινός, καταβεβλημένος, ίσως γονατιστός και ρωτά με αίσθημα αμφιβολίας για το παιδί του. Ο Δάντης απαντά, σχεδόν αδιάφορα, και χρησιμοποιεί το ρήμα που αναφέρεται στον Γκουίντο σε παρελθόντα χρόνο. Ο Καβαλκάντε το αντιλαμβάνεται αμέσως και ξεσπά σε αναφιλητά. Ενυπάρχει σ’ αυτόν η αμφιβολία όχι όμως και η βεβαιότητα. Ζητά κι άλλες εξηγήσεις με τρεις ερωτήσεις στις οποίες υπάρχει μια κλιμάκωση των συναισθημάτων. «Πώς είπες: υπήρξε;» – «Δεν είναι ακόμη ζωντανός;» – «Δεν φωτίζει τα μάτια του το γλυκό φως;» Στο τρίτο ερώτημα, βρίσκεται όλη η πατρική τρυφερότητα του Καβαλκάντε. Η ανθρώπινη «ζωή» βρίσκεται σε μια συγκεκριμένη κατάσταση, στην απόλαυση του φωτός, το οποίο οι κολασμένοι και οι νεκροί έχουν χάσει. Ο Δάντης καθυστερεί να απαντήσει και τότε η αμφιβολία εξαφανίζεται από τον Καβαλκάντε. Ο Φαρινάτα αντίθετα δεν αντιδρά. Ο Γκουίντο είναι ο σύζυγος της κόρης του, αλλά αυτή η συνθήκη δεν έχει καμιά δύναμη εκείνη τη στιγμή. Ο Δάντης τονίζει αυτή τη στάση του.
Ο Καβαλκάντε καταρρέει, αλλά ο Φαρινάτα δεν αλλάζει όψη, δεν στρέφει το κεφάλι του, δεν λυγίζει το κορμί του. Ο Καβαλκάντε πέφτει ανάσκελα, ο Φαρινάτα δεν έχει καμία ένδειξη κατάρρευσης.

Ο Δάντης αναλύει αρνητικά τον Φαρινάτα για να προτείνει τις (τρεις) κινήσεις του Καβαλκάντε, τη σύσπαση του προσώπου, το γερμένο κεφάλι, την αναδίπλωση της πλάτης. Ωστόσο, υπάρχει κάτι που αλλάζει ακόμη και στον Φαρινάτα. Η εμφάνισή του δεν είναι πια αγέρωχη όπως πριν. Ο Δάντης δεν ανακρίνει τον Φαρινάτα μόνο για να μάθει, τον ρωτά γιατί εντυπωσιάστηκε από την εξαφάνιση του Καβαλκάντε. Θέλει να λύσει την αμηχανία που τον εμπόδισε από το να απαντήσει στον Καβαλκάντε, και νιώθει ένοχος απέναντί του. Το δομικό μέρος του Κάντο δεν είναι λοιπόν μόνο δομή, είναι επίσης και ποίηση, είναι ένα απαραίτητο στοιχείο του δράματος που συντελέστηκε.

Κριτική του «ανεκπλήρωτου»; Οι παρατηρήσεις μου θα μπορούσαν να προκαλέσουν ενστάσεις: πρόκειται για κριτική του ανεκπλήρωτου, μια ιστορία του ανύπαρκτου, για μια αφηρημένη αναζήτηση για προφανείς προθέσεις που ποτέ δεν μετουσιώθηκαν σε ποίηση, αλλά παραμένουν εξωτερικά ίχνη στον μηχανισμό της δομής. Κάτι σαν τη θέση που παίρνει συχνά ο Μαντζόνι στους Αρραβωνιασμένους, όπως όταν ο Ρέντζο, μετά από την περιπλάνηση σε αναζήτηση της Άντα, σκέφτεται τη μαύρη πλεξούδα της Λουτσία: «…. και αναπολώντας τη μορφή της Λουτσία! δεν θα προσπαθήσουμε να πούμε αυτό που ένιωσε: ο αναγνώστης γνωρίζει τις περιστάσεις: το φαντάζεται». Θα μπορούσαμε κι εδώ να θεωρήσουμε ότι αναζητά να «φανταστεί» ένα δράμα, γνωρίζοντας τις συνθήκες.

Η ένσταση έχει μια επίφαση της αλήθειας: αν ο Δάντης δεν μπορεί να φανταστεί, όπως ο Maντζόνι, θέτοντας για πρακτικούς όρους όρια στην έκφραση του, το γεγονός θα είχε συμβεί «λόγω παράδοσης της ποιητικής γλώσσας», που εξάλλου ο Δάντης δεν θα μπορούσε να τηρήσει πάντα (Ουγκολίνο, κλπ), «κυριευμένος» από τα εξαιρετικά συναισθήματά του για τον Γκουίντο. Αλλά θα μπορούσαμε να ανασκευάσουμε και να κρίνουμε ένα ποίημα, αν μη τι άλλο στον κόσμο της συγκεκριμένης έκφρασης, στην ιστορική γλωσσική του έκφραση; Δεν ήταν λοιπόν ένα ηθελημένο στοιχείο, «πρακτικού ή πνευματικού» χαρακτήρα που έκοψε τα φτερά του Δάντη: εκείνος θα λέγαμε ότι «πέταξε με τα φτερά που είχε» και δεν παραιτήθηκε οικειοθελώς από τίποτε.

 

Σημειώσεις

(α) A. Gramsci, Il canto X dell’Inferno, στο Lettere dal carcere, Torino, Einaudi, 1965, p. 490.
(β) Ο Κύκλος των αιρετικών: Φαρινάτα ντέλι Ουμπέρτι, μέγας αρχηγός των Γιβελίνων, αντίθετων του Δάντη και του Καβαλκάντε ντέι Καβαλκάντι. Ο τελευταίος, πατέρας του Γκουίντο Καβαλκάντε, φιλόσοφου και ποιητή, αγαπητού φίλου του Δάντη την εποχή των ερώτων και των πρώτων λογοτεχνικών συνθέσεων.

 

472660202_640

 

Δάντη Αλιγκιέρι, Θεία Κωμωδία, Κόλαση, Κάντο 10ο , στ. 53-75.

Τότε από το ανοιγμένο μνήμα ορθώθη,
στον πρώτο πλάι, σκιανός ως το πηγούνι*
θαρρώ κι είχε ασκωθεί στα γόνατά του.
Τρογύρα μου τηράει, λες και λαχτάραε
να μάθει αν κι άλλοι βρίσκουνταν μαζί μου*
μα όντας η κάθε απαντοχή του εχάθη:
«Αν ήρθες στην τυφλή, μου λέει θρηνώντας,
τη φυλακή με του μυαλού το τράνος,
ο γιος μου πού γυρνάει; γιατί δεν ήρθε;»
Κι εγώ απαντώ: «Δεν ήρθα από δικού μου*
αυτός που εκεί προσμένει οδήγησέ με,
που ο Γουίδος σου θαρρώ τον καταφρόναε».
Τα λόγια του κι η τέτοια παιδωμή του
του γίσκιου κιόλα τ΄ όνομα μου εδείξαν*
γι΄ αυτό και τόσο ταιριαχτά απαντώ του.
Με μιας ασκώθει κι έκραξς: «Πως είπες;
«καταφρόναε»; δε ζει λοιπόν πια τώρα;
το γλυκοφώς δεν του βαράει τα μάτια;»
Σαν ένιωσε πως κάπως αργοπόρουν
να δώσω απηλογιά, με ασπούδα πέφτει
τ΄ ανάσκελα και πια δεν φανερώθει.
Μα ο πέρφανος τρανός που μ΄έκραξε ίσκιος
κοντά του να σταθώ, δεν άλλαξε όψη,
μήτε έστρεψε λαιμό, μηδέ λυγίστη.

(Μετάφραση Ν. Καζαντζάκη)

 

*  Ο  Φοίβος Γκικόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής Φιλοσοφικής Σχολής Α.Π.Θ.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top