Fractal

✔ ΑΝΤΟΝ ΤΣΕΧΩΦ: μικρό αφιέρωμα

Γράφει η Τζένη Μανάκη //

 

 

«Υπάρχουν τόσο λεπτές ψυχολογικές αποχρώσεις στα πρόσωπα, τόσα ημιτόνια, τόσες απότομες εσωτερικές  μεταπτώσεις , τόση λεπτομέρεια στη καθημερινή αλήθεια, και πάνω απ’ όλα τόση συμπυκνωμένη ποίηση, που αναδύεται όχι με ποιητικό λόγο, αλλά θεατρικά, μέσα από τις καταστάσεις, μέσα από αυτά που συχνά δεν λέγονται αλλά διαφαίνονται μονάχα, ώστε μόνο μια ευαισθησία τέλεια εξοικειωμένη με το πνεύμα και το κλίμα του συγγραφέα και μια ζωική σχεδόν συνταύτιση με τα πρόσωπα μπορεί να κάνει δυνατή τη μεταφορά αυτής της μαγείας που υπάρχει στο Θέατρο του Άντον Τσέχωφ, στη γλώσσα μας και στη σκηνή μας.» Κάρολος Κουν

 

Ο Τσέχωφ, γιος φτωχοεμπόρου, γεννήθηκε το 1850 στο Ταϊγάνι της Αζοφικής. Η φιλοδοξία του πατέρα του ήταν να γίνει ο γιος του πλούσιος, γι αυτό τού έμαθε ελληνικά, επειδή οι Έλληνες της περιοχής τους ήταν μεγάλοι έμποροι και θάμπωναν, με την πολυτέλεια που ζούσαν, τους απλοϊκούς μουζίκους. Ούτε όμως τα ελληνικά ούτε τα πλούτη ενδιέφεραν τον μικρό τότε Άντον Παύλοβιτς, ο οποίος σπούδασε εν τέλει ιατρική στο Πανεπιστήμιο της Μόσχας απ’ όπου αποφοίτησε το 1884. Παρά το γεγονός ότι άσκησε λίγο το  επάγγελμα του γιατρού, κράτησε γι’ αυτό μια στοργή και μετέρχονταν την ιδιότητά του αυτή κάθε φορά που χρειαζόταν να ανακουφίσει τον συνάνθρωπο.

Στη διάρκεια των σπουδών του άρχισε να γράφει τα πρώτα του διηγήματα, για να εξοικονομεί κάποια χρήματα, τα οποία αγαπήθηκαν πολύ από το κοινό, όπως και η πρώτη του ποιητική συλλογή (1886).

Έτσι, αυτό που έκανε προσωρινά για βιοπορισμό, αποδείχθηκε και ο προορισμός του. .
«Η ιατρική –γράφει σ’ ένα γράμμα του ο Τσέχωφ– είναι η νόμιμη γυναίκα μου, η λογοτεχνία η ερωμένη μου. Όταν με κουράζει η μιά, περνάω τη νύχτα μου με την άλλη…»

Τσέχωφ, ο μεγάλος δραματουργός με το Ανθρώπινο ταλέντο, τη μοναδική, διαπεραστική διαίσθηση απέναντι σε κάθε ανθρώπινη οδύνη.

«Ας μάθουμε να δεχόμαστε ότι έρχεται καιρός που τα δέντρα είναι γυμνά και να προσδοκούμε την εποχή που θα δρέψουμε τους καρπούς.»

Ο Τσέχωφ, με πλήρη αίσθηση του τραγικού αλλά και κωμικού συγχρόνως στοιχείου της ζωής, καταγράφει τα δραματικά και φαιδρά της κοινωνίας πάντοτε με αγάπη προς τον άνθρωπο της εποχής του και την αδυναμία του να ξεφύγει από την ανιαρή καθημερινότητά του. Ο Τσέχωφ είναι περισσότερο γνωστός στη χώρα μας για τα θεατρικά του και λιγότερο για τα διηγήματά του.

Σε αντίθεση με το «κλασικό» θέατρο όπου «εξαιρετικοί ήρωες παρουσιάζονται σε εξαιρετικές περιστάσεις της ζωής τους», το θέατρο του Τσέχωφ καταγίνεται με τους ταπεινούς και συχνά ασήμαντους, που δεν έχουν να επιδείξουν τίποτα σπουδαίο.

 

 

Το θεατρικό έργο του, στο σύνολό του, παρ’ όλα αυτά, ανήκει στην υψηλότερη στάθμη της παγκόσμιας κληρονομιάς. Οι ήρωές του είναι ταπεινοί αλλά γνήσιοι, αληθινοί, καθημερινοί αλλά σπαρακτικοί, κοινοί αλλά δραματικοί. Άνθρωποι που όλοι έχουν μέσα τους έναν κρυμμένο απραγματοποίητο πόθο, που τους θλίβει, τους κατατρώει, κι αφήνονται στη ρουτίνα της καθημερινότητας χωρίς να έχουν τη δύναμη να ξεπεράσουν τις αδυναμίες τους. Ματαιόδοξοι άνθρωποι που επιζητούν με αμυδρή απόγνωση την αναγνώριση. Άνθρωποι που εξασκούνται στην αυτολύπηση, άνθρωποι που πενθούν τη ζωή τους, άνθρωποι που πασχίζουν απελπισμένα και συγχρόνως ανήμπορα να ερωτευθούν, να βιώσουν την ευτυχία. Και αυτό είναι το θέατρο του Τσέχωφ, η τραγωδία που δεν είναι αποτέλεσμα σύγκρουσης, αλλά φθοράς. Και αυτή η φθορά, η άσκοπη προσμονή, η ακινησία είναι το «δράμα του». Ο Τσέχωφ μέσα από τις δραματικές στιγμές της ζωής διακρίνει και τις κωμικές της όψεις, τις γελοιότητες μέσα από τις τραγικές στιγμές των ηρώων του, το ιλαροτραγικό μέσα στις ανθρώπινες πράξεις και στις ανθρώπινες τύχες.

Σε όλο το έργο του, αναδεικνύεται το πολύτιμο «Ανθρώπινο ταλέντο» του Τσέχωφ που ένιωσε σε βάθος την ανθρώπινη οδύνη, παρά το γεγονός ότι δεν πίστευε στο Θεό  πίστεψε όμως βαθιά στον Άνθρωπο. «Καλύτερα να είσαι θύμα παρά δήμιος», έγραψε αυτός ο συμπονετικός μοναχικός διαβάτης της ζωής, αυτός ο αντικειμενικός παρατηρητής της πραγματικότητας, που η επιστήμη δεν κατόρθωσε να πνίξει τον λυρισμό, που έκανε πιο γοητευτικό το έργο του, αυτός  ο λάτρης της ελευθερίας του ανθρώπου!

Ανάμεσα σε δοκίμια, εξαιρετικές νουβέλες, διηγήματα, θεατρικά μονόπρακτα, διακρίνονται τα γνωστότερα θεατρικά έργα του: «Ο ΓΛΑΡΟΣ»,  «Ο ΘΕΙΟΣ ΒΑΝΙΑΣ», «ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΑΔΕΛΦΕΣ», «Ο ΒΥΣΣΙΝΟΚΗΠΟΣ».

Στο «Γλάρο», από τα πιο γνωστά έργα του, τον απασχολεί το ζήτημα των νέων που οι ζωές τους τσακίζονται από τις χωρίς περίσκεψη συμπεριφορές ώριμων, υποτίθεται, ανθρώπων του περιβάλλοντός τους.

«Θα ‘θελα να γράψω ένα διήγημα που να λέγεται «ΗΘΕΛΑ». Θα ήταν η ιστορία μου. Όταν ήμουν νέος, ήθελα να γίνω συγγραφέας και δεν έγινα.  Ήθελα να παντρευτώ και δεν παντρεύτηκα. Ήθελα να πάω στην πόλη και δεν πήγα….» ( Ο ΓΛΑΡΟΣ- 1896)

Στον «Θείο Βάνια», 1897 – δυο άνθρωποι με πολλά χαρίσματα θάβονται μέσα στη μετριότητα του περιβάλλοντός τους. «Αγαπώ τη ζωή, αλλά τη ζωή της ρώσικης επαρχίας , αυτή τη χαμόσυρτη, μίζερη, ταπεινή ζωή τη μισώ και την περιφρονώ μ’ όλη μου τη δύναμη». Αυτή η ζωή τού ενέπνευσε τη συμπονετική ειρωνεία που βλέπουμε στα έργα του, τη σατιρική διάθεση, τη συμπόνια του για τους ανθρώπους, αλλά και την πίστη του, ότι πρέπει ν’ αλλάξει προς το καλύτερο.

Στις «Τρείς Αδελφές», 1901, οι επιθυμίες, τα όνειρα, οι πόθοι συντρίβονται  από την εσωτερική αδυναμία των ανθρώπων και τις αντιξοότητες των κοινωνικών συνθηκών. Ωστόσο ο Τσέχωφ πιστεύει στο αύριο. Στη δυνατότητα του ανθρώπου ν’ αλλάξει τη μοίρα του. Μπορεί σήμερα οι άνθρωποι να είναι αδύναμοι, μπορεί «η ψυχή τους να μοιάζει μ’ ένα θαυμάσιο πιάνο, που το κλειδί του έχει χαθεί», γράφει σ’ αυτό το έργο του, όμως η πίστη σ’ ένα αλλιώτικο αύριο είναι, πρέπει να είναι ισχυρή, «ο άνθρωπος πρέπει να ‘χει πίστη ή να διψάει για πίστη. Αλλιώτικα η ζωή του είναι άδεια, άδεια… Πρέπει να ξέρουμε για τι ζούμε ειδεμή όλα είναι χωρίς νόημα και χωρίς σκοπό».

Στα τρία αυτά δράματά του, όλοι ΘΕΛΟΥΝ, αλλά κανένας δεν ΜΠΟΡΕΙ. Στον «Βυσσινόκηπο» 1904, πραγματεύεται την πτώση της τάξης των μεγαλοαστών και την άνοδο μιας πρωτόγονης αλλά δυναμικής τάξης πλουσίων.

Μέσα σ’ έναν κόσμο που πεθαίνει ο Τσέχωφ διαβλέπει την ελπίδα μιας φωτεινής αυγής, όπου οι άνθρωποι αποποιούμενοι τον εγωισμό και την σκληρότητα θα δημιουργήσουν έναν καινούριο κόσμο βασισμένο στη γνώση, την εργασία, την επιστήμη. Στο έργο του αυτό, για το οποίο ο Τσέχωφ επέμενε ότι είναι κωμωδία, συνθέτει μια οδυνηρή εικόνα για την τάξη των γαιοκτημόνων, στην ιστορική φάση της παρακμής τους, όπου παρά τον σπαραγμό για τις απώλειές τους, τούς εμφανίζει να αποπνέουν κάτι το κωμικό. Με υπαινικτικές και ίσως όχι μόνον (Λοπάχιν) πινελιές, περιγράφει τη γενική νέα ιστορική κατάσταση που δημιουργείται στην Ρωσία, λίγο πριν την Οκτωβριανή επανάσταση.

Τσέχωφ, ο συγγραφέας που σ’ όλο το προγενέστερο έργο του αγάπησε τον καθημερινό άνθρωπο παρά την αδύναμη έφεσή του για το καλύτερο, τον άνθρωπο που αδυνατεί να προσπεράσει τη μοίρα του, εδώ στο τελευταίο έργο του, μας αποκαλύπτει τον «ήρωα» που ξεπηδάει μέσα από την λαϊκή μάζα, αμόρφωτο, αγροίκο, αλλά επαναστατημένο και αποφασισμένο να την αλλάξει.

Είναι το έργο, όπου υπάρχει ένα στοιχείο «επανάστασης», αντίθετα προς τα προηγούμενα όπου η φθορά, είναι η δράση των δραμάτων του «χωρίς δράση». Η πρώτη παράσταση του «Βυσσινόκηπου» υπήρξε το απόγειο του θριάμβου του Τσέχωφ αλλά και ο πρόλογος του θανάτου του.

Ζήτησε ένα ποτήρι κρασί για να στυλώσει λίγο την καρδιά του. Το κοίταξε, ήπιε λίγο και μουρμούρισε: «Πάει πολύς καιρός που έχω να πιώ σαμπάνια». Σε λίγο ξεψύχησε, την 15η  Ιουλίου 1904.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top