Fractal

Διήγημα: “Αντιβαρύτητα”

Της Τίνας Σερβετά // *

 

 

 

Έβγαινα από μια περίοδο μακράς απομόνωσης. Ανάρρωνα από τριπλή απώλεια, πατέρας, σύντροφος και δουλειά. Όχι με το στερεότυπο που νομίζουν οι περισσότεροι… Ο Αναστάσης ενεπλάκη σε τροχαίο, καταλήξαμε να πιστεύει ότι δεν του στάθηκα όσο έπρεπε επειδή έδινα μεγάλη βαρύτητα στη δουλειά μου, με αποτέλεσμα όταν ανάρρωσε να με αποχαιρετίσει και να μου ευχηθεί «όλα καλά». Από τα πολλά του τραύματα, μόνο τα παιδικά δεν κατάφεραν να επουλωθούν στο νοσοκομείο. Ο πατέρας μου αποφάσισε να εγκαταλείψει την καταπιεστική μητέρα μου έπειτα από είκοσι πέντε χρόνια γάμου και ο διευθυντής μου με απέλυσε επειδή δεν του καθόμουν, αυτό προς απάντηση στον Αναστάση που παραπονιόταν ότι δουλεύω σαν το σκυλί και ότι θα καταλήξω σαν το σκυλί, όχι στο αμπέλι αλλά κάτω από ένα σωρό έγγραφα και τιμολόγια και δελτία αποστολής.

Ίσως ακούγεται ανέκδοτο, όμως είναι αληθινά όλα αυτά. Έγιναν το ένα πίσω από το άλλο, ο γνωστός νόμος του Μέρφι. Η ειρωνεία ήταν ότι αντί να με πάρει από κάτω, εγώ έπιανα τον εαυτό μου να γελά υστερικά. Γελούσα στον δρόμο, γελούσα στο σουπερμάρκετ, γελούσα ακόμα και στα μαθήματα του αργεντίνικου ταγκό. Είχα χρόνια να γελάσω τόσο πολύ, όμως ετούτο το γέλιο δεν ήταν διόλου λυτρωτικό. Πονούσα. Πονούσαν τα μάγουλα μου από την προσπάθεια, τα μάτια μου ολόγυρα έσπασαν, γέμισαν ρυτίδες, ένιωθα σαν να έχω καβούρια γύρω από το κρανίο μου, μια αρκούδα να μου μπήγει τα νύχια της στην πλάτη μου, είχα πόδια δεμένα με βαριές αλυσίδες, όπως εκείνες που δένουν τα άλογα για να τα καταδικάσουν αιώνια στο χωράφι. Σε αυτή την κατάσταση ήμουν όταν τη συνάντησα τυχαία στον δρόμο και της ζήτησα – δεν ξέρω για ποιον λόγο – έτσι αυθόρμητα, ίσως από αφέλεια, να βγούμε, να την κεράσω ένα ποτό.

Και ήτανε αυτή η πιο σοφή απόφαση που πήρα τώρα τελευταία στη ζωή μου, μετά από τρία χρόνια που έχω καταπιέσει το συναίσθημά μου σε βαθμό να το νεκρώσω. Ζήλεψα το γέλιο της το πηγαίο, ζήλεψα τον αυθορμητισμό της, αλλά κυρίως θυμήθηκα τη δική μου ευθύτητα, τη δική μου στάση ζωής, τη δική μου λεβεντιά, πριν αρχίσω να κλείνομαι στον εαυτό μου, πριν αρχίσει η ψυχή μου να μαραζώνει. Θυμήθηκα πως κάποτε της έμοιαζα, και εκείνο το απόγευμα στο πεζοδρόμιο που τη συνάντησα τυχαία, ένιωσα ότι κέρδισα το λαχείο. Μόνον έτσι θα κατάφερνα να βγω από την απομόνωση που εγώ η ίδια είχα δημιουργήσει για τον εαυτό μου. Ποτέ δεν είναι αργά. Συνέχισα να το σκέφτομαι και πολλές φορές να το λέω φωναχτά για να το πιστέψω, αν και είχα μάθει πια να εμπιστεύομαι το ένστικτό μου.

Κλείσαμε το ραντεβού εκείνο το απόγευμα για την επομένη το βραδάκι και είχα μια λαχτάρα να τη συναντήσω, ένιωθα μια προσμονή να μιλήσω επιτέλους μετά από τόσο καιρό με έναν άνθρωπο και ήξερα πως στην επικείμενη συνάντηση μας δεν θα είχα καμία συστολή. Τόση ανάγκη είχα να μιλήσω, να εκθέσω τα σώψυχά μου, την ψυχή μου γυμνή, απογυμνωμένη από ανασφάλειες και στερεότυπα.

Τελικά καταλήξαμε αντί για μένα να μιλάμε για εκείνη και τις δικές τις απογοητεύσεις, για τις δικές της έγνοιες, για τα αξημέρωτα βράδια και τα τρελά όνειρα της που δεν εκπληρώθηκαν ποτέ, για τους παλιούς έρωτες και τις απίθανες αρπαχτές. Για τον πατέρα της, για τον αδερφό της ,για τον άντρα της και για όλους τους γκόμενους που είχε συμμάσει σε εκείνη την παλιά δίπατη μονοκατοικία με το πλυσταριό όπου κούρνιαζαν τα περιστέρια της οδού Ζιλ, εν τέλει για τον τύπο της προηγούμενης εβδομάδας που ήξερε λέει να διακρίνει τις γυναίκες που κάνουν καλό κρεβάτι.

Δεν με ενοχλούσε όμως, γιατί έβρισκα πως η ζωή της έμοιαζε με παράσταση. Ήταν τόση η θεατρικότητα του λόγου της, τέτοιοι οι μορφασμοί του προσώπου της, άμετρο το δράμα της σκέψης της, ώστε ένιωθα θεατής στην τρίτη πράξη μιας φαρσοκωμωδίας δίχως τέλος. Διαπίστωσα αμέσως ότι είχαμε κάτι κοινό. Μιλούσαμε ακατάπαυστα. Μιλούσαμε πιο γρήγορα από ό,τι σκεφτόμασταν, κι άλλες φορές σκεφτόμασταν πιο γρήγορα από ό,τι μιλούσαμε, και κάναμε εκείνα τα καταπληκτικά σαρδάμ από τα οποία αντλούσαμε συνεχώς νέες εμπνεύσεις.

Από το πρώτο δεκάλεπτο κατάλαβα πως είχα βρει το καινούργιο μου αποκούμπι. Ο χρόνος είχε διασταλεί και είχα ξεχάσει τις φτιασιδωμένες μου έγνοιες. Σκεφτόταν να συμμετάσχει, είπε, σε έναν ερασιτεχνικό θίασο. Ένας τύπος που είχε γνωρίσει τις προάλλες – ωραίο αυτό το προάλλες, λέξη στα χαμένα να γεμίζει χώρο, αφαιρετικό λέξημα – της πρότεινε έναν καλό ρόλο και είχε αρχίσει να το σκέφτεται σοβαρά. Εμένα ποτέ δεν μου είχε περάσει η ιδέα να πατήσω το σανίδι, όπως δεν μου είχε περάσει η ιδέα και για πολλά άλλα πράγματα που τελικά έκανα στη ζωή μου.

Στην ανακοίνωσή της φρόντισα να σιωπήσω και να μην πάρω θέση. Αυτό με χαρακτηρίζει τα τελευταία χρόνια, αφήνω τους ανθρώπους να ταλαντευτούν μέχρι να αποφασίσουν οι ίδιοι για τον εαυτό τους. Δεν μου αρέσουν οι ευθύνες που ορίζουν ένα ξένο σώμα. Ορίζω μόνο ότι είναι δικό μου, ίσως πάλι να μην ορίζω τίποτα. Χάρηκα που μου ζήτησε την άποψή μου, ωστόσο αισθάνθηκα αμήχανα να της πω την πραγματική μου γνώμη. Το έτρεμα το θέατρο, σκιαζόμουν το σανίδι. Όχι από φόβο μήπως και εκτεθώ, έτρεμα μην τυχόν και μου αρέσει να ζω τις ζωές των άλλων, να ζω φανταστικές ζωές, έτρεμα μην τυχόν και το φανταστικό διεισδύσει στο αληθινό. Και τότε θυμήθηκα αυτό που μου έλεγε παλιότερα μια καλή μου φίλη, ότι το δράμα είναι ίδιον των γυναικών. Πρέπει να της τηλεφωνήσω αυτής της φίλης μου, έχω καιρό να τη δω και την έχω πεθυμήσει. Εκείνο που μου λείπει πιο πολύ είναι η ικανότητά της να με επαναφέρει στην πραγματικότητα, στην χωμάτινη διάσταση της ζωής μου. Εγώ είμαι ονειροπαρμένη, καταπιεσμένα ονειροπαρμένη, τις έχω ανάγκη τις άγκυρες, έτσι για αντίβαρο στα ροζ μου όνειρα. Αρκεί να μπορώ να τις μανουβράρω.

Μία που το σκέφτομαι και μία που πρέπει να το κάνω. Πληκτρολογώ αμέσως τον αριθμό της. Ευτέρπη, θέλω να σε δω. Τώρα. Άμεσα. Χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Θέλω απλώς να σε δω. Δεν θέλω να χάνω πια χρόνο. Αυτό είπα στην αναισθησιολόγο όταν με κατέβασαν στα παγωμένα χειρουργεία της ιδιωτικής κλινικής όπου με περίμενε ολόκληρο το ιατρικό τιμ, δεν θέλω να χάνω πια χρόνο. Κυρία Σακκά, όταν με ξυπνήσετε σας λέω ένα πράγμα, ότι ορκίζομαι στον εαυτό μου να μετράω αλλιώτικα τον χρόνο από δω και πέρα. Χρόνος προ και μετά χειρουργείου, όπως λέμε προ Χριστού και μετά Χριστόν, για όσους έχουν δει κάποια στιγμή στη ζωή τους τον Χριστό φαντάρο.

Όχι, δεν θέλω να μπω, λύστε με από το φορείο, άλλαξα γνώμη, δεν θέλω να κάνω το χειρουργείο. Οι αστείες εκφράσεις μου αντηχούν στο μυαλό μου όσο κατηφορίζω προς τον παραλίμνιο δρόμο όπου μένει η Ευτέρπη. Θα της πω για σένα, για τη χθεσινή μας συνάντηση. Αμάν, παιδιά, τα φώτα που βλέπουμε στις ταινίες, τα φώτα στην οροφή της χειρουργικής αίθουσας. Μόνο που εγώ δεν είμαι ηθοποιός, όλα θα γίνουν στ’ αλήθεια. Γιατί κάνει τόσο κρύο εδώ μέσα, βρε παιδιά; Έχει σταθερά 25 με 26 βαθμούς, κυρία μου, πετάγεται ένας τυχάρπαστος νοσηλευτής, άνθρωπος ξινός, από αυτούς που μιλούν πριν σκεφτούν, αλλά για εσάς, συνεχίζει, δεν έχει ούτε τρεις. Μου λέτε ψέματα. Δεν είναι ωραίο πράγμα, Ευτέρπη μου, να λένε ψέματα στον ασθενή. Και το λέω εγώ που πάντα υποστήριζα ότι μερικά ψέματα μας κάνουν πιο εύκολη τη ζωή.

Να θυμηθώ να σου πω και το άλλο. Το είπα χθες και στην Αρτεμισία. Το ήξερες, Ευτέρπη μου, ότι στη νάρκωση μπορεί να δούμε όνειρα όπως στον ύπνο μας; Εγώ, βέβαια, πολύ στενοχωρήθηκα που δεν είδα τίποτα ή που αν είδα τα ξέχασα. Όμως υπάρχει μια ουσία που αν την εγχύσουν στον οργανισμό σού προκαλεί άτακτα όνειρα. Όχι, Ευτέρπη, αυτό με ρώτησε και η Αρτεμισία, σε τι διαφέρουν τα μεν από τα δε. Και δεν είχα απάντηση, διότι αμέσως κοιμήθηκα και ξύπνησα πιο ξεκούραστη από ποτέ, απαλλαγμένη από βάρη υπαρκτά και βάρη που είχε δημιουργήσει η φαντασία μου.

Λοιπόν, έχει δίκιο… δεν γίνεται να μετατραπώ σε ανέραστο ον, εγώ που είχα όποιον ήθελα στα πόδια μου. Τι πάει να πει ασεξουάλ; με ρώτησε χθες βράδυ η Αρτεμισία γουρλώνοντας τα μάτια, αδυνατώντας να κατανοήσει γιατί κάποιος κατασκεύασε μια τέτοια λέξη για μια έννοια που δεν θα έπρεπε καν να υπάρχει στο μυαλό κανενός ανθρώπου ή ζωντανού, ουδέποτε στον αιώνα τον άπαντα. Τίποτα καλύτερο από το σεξ που σου αναφλέγει το μυαλό, είπε, και δεν δέχτηκε δεύτερη κουβέντα. Έκανε κι εκείνη την κοφτή χειρονομία στον αέρα που υποδηλώνει τέλος συζήτησης. Την κοιτούσα και γελούσα, αλλά αυτό την εκνεύρισε, διότι θεωρούσε την κατάστασή μου πολύ πιο σοβαρή από ό,τι την παρουσίαζα εγώ.

Διαβάζω τις σημειώσεις αυτές από την αρχή. Δεν μου αρέσει η αρχή. Ελπίζω να μου αρέσει περισσότερο το τέλος. Αυτό συμβαίνει πάντα με εκείνους που ζουν για το παρακάτω. Δεν έχουν καταλάβει την αξία της παύσης, το κόμμα, την άνω τελεία… γράφω αυτά και νομίζω σαν από έκτη αίσθηση ότι από κάποιον άλλο τα κλέβω που τα έχει πει ή τα έχει σκεφτεί πριν από εμένα. Διαγράφω την πρώτη παράγραφο, παραγράφω ή δίνω άφεση αμαρτιών ή πες το όπως θες στην τριλογία του Μέρφι που με οδήγησε στο χειρουργείο, εμένα την αλώβητη, ναι, την αλώβητη. Τώρα έχουμε άλλα πράγματα να σκεφτούμε, το είπε ξεκάθαρα η Αρτεμισία. Ένα και το αυτό. Την ασεξουάλ κατάσταση. Πώς να το εξηγήσεις αυτό σε μία γυναίκα που ζει για τον έρωτα; Μάταιο, κι εγώ έπαψα να χαλαλίζω τα λόγια.

Αποκούμπι. Τι όμορφη λέξη, πόση στοργή νιώθεις και μόνο όταν την προφέρεις! Πόσοι από εμάς έχουν, Ευτέρπη και Αρτεμισία, ένα αποκούμπι; Εγώ δεν ξέρω πολλούς. Δεν ξέρω, βασικά, κανέναν. Ίσως η μοναξιά να είναι κολλητική, αλλά κάποιος πρέπει να βρει το εμβόλιο. Αντίδοτο το λένε, πετάγεται η Αρτεμισία. Είναι φαρμάκι η μοναξιά. Ρώτα με κι εμένα τι πέρασα όταν χώρισα με τον τζαναμπέτη τον άντρα μου, λέει με νάζι.

Πες μου, συνεχίζει, ποια ήταν η καλύτερη και ποια η χειρότερη στιγμή της ζωής σου. Εγώ σκέφτομαι μονάχα το πρόσφατο παρελθόν. Με έχει σημαδέψει λιγάκι. Η καλύτερη ήταν όταν με κοίμισαν στο χειρουργείο, όταν το κορμί μου παραδόθηκε άνευ όρων. Αυτό το σκέφτομαι, δεν της το λέω, δεν της έχω πει τίποτα γι’ αυτό, ούτε επιθυμώ να αναλύσω την άνευ όρων παράδοση του σώματος, αν το κάνω η κουβέντα πάλι θα γυρίσει στην ασεξουάλ κατάσταση. Και η χειρότερη ήταν το δεκάλεπτο που με κατέβαζε ο τραυματιοφορέας από τον θάλαμο στο υπόγειο, το δεκάλεπτο της προσμονής μιας πρωτόγνωρης κατάστασης. Με σκοτώνει η προσμονή, αργά και βασανιστικά με σκοτώνει, όσο κι αν δεν κάνω χωρίς αυτήν. Ξέρω, θα πεις, Αρτεμισία, ότι έχω τάσεις μαζοχισμού, όμως πρέπει να σου πω ότι τα πιο πολύπλοκα πράγματα είναι τα απλά, εσύ θα πρέπει να το γνωρίζεις αυτό.

Τελικά σου απαντώ ότι η καλύτερη στιγμή της ζωής μου ήταν… δεν ξέρω ποια ήταν, προτιμώ να μη μιλήσω, γιατί ελπίζω το μέλλον να με διαψεύσει ευχάριστα. Ούτε η χειρότερη θέλω να πω ποια ήταν, από φόβο μήπως πω μεγάλη κουβέντα και το αύριο με χαστουκίσει.

Έχεις νιώσει ποτέ εκτός τόπου και χρόνου; με ξαναρωτάει, και στο μυαλό μου έρχεται εκείνο το ταξίδι που είχα κάνει για χάρη μιας προαγωγής, σε ένα βλαχοχώρι, Ιούλιο μήνα, να σκάει ο τζίτζικας, και περίμενα να συναντήσω έναν καλό μας πελάτη που τον προμηθεύαμε με γραφική ύλη και μελάνια, όπου στην είσοδο του μαγαζιού ήταν καθισμένες σαν χάριτες τρεις γιαγιάδες με μάλλινα ρούχα από την κορφή ως τα νύχια – είμαι σίγουρη πως και τα βρακιά που φορούσαν ντρίλια θα ήταν – και μόλις με είδαν, κοριτσάκι πράγμα, άρχισαν να μιλάνε στη γλώσσα τους για να μην καταλάβω εγώ, η φερτική, ότι με σχολιάζουν. Τα βλέμματά τους που σεργιάνιζαν το κορμί μου έλεγαν πολλά περισσότερα από τις γλώσσες τους, αλλά πώς να πείσεις μερικούς ανθρώπους για το προφανές; Πρέπει να σου πω ότι άντρας δεν με έχει κοιτάξει έτσι. Κι ό,τι κατάλαβες κατάλαβες.

Θέλω να τις γνωρίσω μεταξύ τους αυτές τις δύο, την Ευτέρπη και την Αρτεμισία, όμως νιώθω πως αν το κάνω, θα ανακαλύψω πράγματα για την κάθε μία που ίσως να μη μου αρέσουν, και δεν θέλω να τις κατεβάσω από το βάθρο που τους έχω. Πού ταιριάζεις εσύ μ’ αυτές, μου λέει κάθε τόσο η μάνα μου. Με συμπληρώνουν θέλω να της πω, αλλά το μετανιώνω και σιωπώ.

Απορώ μερικές φορές με τον εαυτό μου. Γιατί δεν μπορώ τις ερωτήσεις που μου κάνουν να τις κάνω κι εγώ; Εγώ δεν έχω ρωτήσει ποτέ κανέναν ποια ήταν η καλύτερη και ποια η χειρότερη στιγμή της ζωής του. Το λέω ως παράδειγμα, τυχαίο είναι. Αναμφίβολα, είναι πρόβλημα, λέει η Αρτεμισία. Σου λείπει η αμεσότητα, ξαναλέει, όμως δεν νομίζω πως είναι αυτό. Ίσως η απάντηση δοθεί όταν ωριμάσει από μόνη της. Νιώθω άβολα, αντιδρώ, και της λέω ότι θέλω να μου πει. Ναι, να μου το πει, ποια ήταν η καλύτερη και ποια η χειρότερη στιγμή της ζωής της.

Την πιάνουν τα κλάματα και νιώθω τύψεις, γιατί θυμάμαι ποιος είναι ο λόγος που εγώ δεν κάνω τέτοιες ερωτήσεις. Όχι, δεν είναι πως μου λείπει η αμεσότητα, είναι που ξέρω καλά πως ξεγυμνώνουμε την ψυχή μας μόνο όταν το θελήσουμε, όσο άγαρμπες κι αν είναι οι συνθήκες. Θλίβομαι όταν χύνονται εξαιτίας μου δάκρυα. Η καλύτερη στιγμή της ζωής μου, λέει, ήταν όταν αντίκρισα για πρώτη φορά το πρόσωπο το γιου μου στο μαιευτήριο. Και η χειρότερη, όταν μου είπαν ότι δεν θα μπορέσω να κάνω άλλο παιδί. Αντικρίζω το πρόσωπό της που έχει γίνει κατακόκκινο από το κλάμα που προσπαθεί να πνίξει.

Είναι πιο εύκολο να μιλάμε για γκόμενους, συνεχίζει, και το κλάμα της γίνεται πάλι γέλιο. Ανάβει ένα τσιγάρο, ναι, Ευτέρπη, το ακούς, άναψε τσιγάρο. Εγώ δεν έχω δοκιμάσει ποτέ καπνό. Και μόλις το κατέβασε, έβγαλε όσον καπνό ήθελε από τα ρουθούνια και εγώ νόμισα ότι πήρε οξυγόνο.

Με ρώτησε, τι φοβάσαι; Πιο πολύ απ’ όλα τι είναι αυτό που φοβάσαι; Την κοιτάζω σαν χαζή. Είναι ερώτηση παγίδα, το ανιχνεύω αυτό. Ξεχνάω τον Αναστάση, τον πατέρα μου που τα ’μπλεξε με μια μικρούλα, τη δουλειά που δεν έχω πια, τον άθλιο νόμο του Μέρφι που πάρα πολύ θα ήθελα να αποδείξω ότι είναι ένα ψέμα. Θα ήθελα επίσης κάποια στιγμή να καταφέρω να λύσω τον κύβο του Ρούμπικ. Πολλά θα ήθελα…

Δεν ξέρω τι πρέπει ή τι θέλω να απαντήσω. Καταφέρνω να απαντήσω με ερώτηση. Φοβάμαι να ζήσω; Φοβάμαι να πεθάνω; Κουνάει το κεφάλι της σαν να μου λέει ότι γίνομαι φαιδρή. Φοβάσαι να ζήσεις, μικρή μου. Απαντάει αργά, τονίζει την κάθε λέξη. Γιατί το ξέρεις πως θα πεθάνεις σε ένα όνειρο, και κάνει πάλι εκείνη τη χειρονομία που υποδηλώνει τέλος συζήτησης.

 

 

 

* Η Τίνα Σερβετά είναι απόφοιτος της Φαρμακευτικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου και πτυχιούχος του Τμήματος Ξένων Γλωσσών Μετάφρασης και Διερμηνείας του Ιονίου Πανεπιστημίου. Κατάγεται από τα Ιωάννινα όπου και επέλεξε να επιστρέψει, έχει διανύσει σημαντικές περιόδους της ζωής της στη Θεσσαλονίκη, την Αθήνα και το Δουβλίνο, πόλεις που την ενέπνευσαν να γράψει ιστορίες με αφορμή τους ανθρώπους που γνώρισε σε αυτές. Έχει παρακολουθήσει μαθήματα ανάλυσης και κριτικής του αμερικανικού διηγήματος και Ιρλανδική μυθολογία, καθώς και μαθήματα υποτιτλισμού οπτικοακουστικού υλικού. Ασχολείται με τον υποτιτλισμό, δηλώνει ερωτευμένη με τη λογοτεχνική μετάφραση, αγαπά το διήγημα ως λογοτεχνικό είδος για την ταχύτητά του αλλά κυρίως γιατί το νόημα είναι συνήθως καλά κρυμμένο ανάμεσα στις λέξεις. Κείμενά της αναρτά στον ιστότοπο www.selidodeiktis.gr.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top