Fractal

Η αλυσίδα της ζωής

Γράφει η Γιόλα Πετρίτση //

 

Γιάννης Μακριδάκης «Αντί Στεφάνου», εκδόσεις Εστία

 

Στο μυθιστόρημα αυτό ο συγγραφέας θέλει να μας δείξει πως ο άνθρωπος αν τρέφεται σωστά, υγιεινά και φυσικά, με ό,τι βγάζει η γη χωρίς χημικές παρεμβάσεις λιπασμάτων, φυτοφαρμάκων και συντηρητικών, θα έχει καλύτερη υγεία, αλλά ακόμα και τα περιττώματά του θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σα φυσικό λίπασμα για την ανάπτυξη των φυτών στην καλλιέργεια, διότι είναι απολύτως καθαρά και οργανικά, επειδή εμπεριέχουν σπόρους ζώντες και είναι ικανοί προς βλάστηση νέων φυτών.  Βέβαια όσοι δεν μπορούν να το αποδεχτούν αυτό χλευάζουν και θεωρούν αυτούς που το κάνουν προβληματικούς και ανισόρροπους. Ένας από αυτούς είναι και ο ήρωας του μυθιστορήματος ο Στέφανος.

Στα εξήντα έξι της η Κλεοπάτρα ή Πάτρα απεβίωσε και την κηδεία της την διεκπεραίωσε ο γιος της Στέφανος, καθότι είχε διοριστεί νεκροθάφτης της ενορίας Προδρόμου.

Η Πάτρα στο φέρετρό της ήταν σαν να είχε αποκοιμηθεί γλυκά έχοντας εμφανώς ένα αινιγματικό μειδίαμα στα χείλη της, που άλλοι το ερμήνεψαν πως έφυγε πολύ ικανοποιημένη από τη ζωή της, κάποιες γυναίκες που πίστευαν πως ερωτοτροπούσε με τους άντρες τους, ένιωσαν αυτό το χαμόγελο σαν να τις ειρωνεύεται, ενώ ο γιος της που ήταν μύστης ανατολικών φιλοσοφιών το ερμήνεψε ως ένδειξη ότι δεν πρέπει να στεναχωριέται, γιατί αποχώρισε οικειοθελώς από τη ζωή την άνοιξη, όπου όλοι οι οιωνοί ήταν ευνοϊκοί. Μάλιστα μη θέλοντας να ενοχλήσει το θείο του δεν τηλεφώνησε  στην Αμερική, για να του πει για το θάνατο της αδελφής του. Ο θείος το έμαθε από τον κρεοπώλη της γειτονιάς και σαφώς έγινε θηρίο βρίζοντάς τον. Μετά την εξόδιο ακολουθία, η ταφή της έγινε στη νοτιοανατολική γωνιά του κοιμητηρίου, εκεί που είχαν ταφεί φτωχοί χωρίς μάρμαρα παρά μ’ έναν ξύλινο σταυρό. Η θέση αυτή ήταν η αιτία της διένεξής του με τον παπά- Μαρίνο, επειδή αλλού του υπέδειξε ο παπάς να τη θάψει και αλλού την έθαψε αυτός.

Ο πατέρας του Στέφανου έφυγε πολύ νωρίς από τη ζωή σχεδόν μόλις είχε παντρευτεί με την Πάτρα. Για να βιοποριστεί διορίστηκε λοστρόμος σ’ ένα καράβι και στο πρώτο του μπάρκο έπεσε στο αμπάρι του καραβιού και σκοτώθηκε. Ο Στέφανος παρ’ όλο που μεγάλωνε ορφανός ήταν καλός μαθητής και πέρασε μάλιστα στην Ιατρική Αθηνών.

Ο παππούς του είχε ένα κτήμα με πλούσια παραγωγή καρπών και υπήρχε στην έκταση αυτή και μια αποθήκη. Πριν πεθάνει έγραψε το κτήμα στα δυο του παιδιά, με συμβόλαιο, στον Αργύρη και στην Κλεοπάτρα. Ο Αργύρης όμως ξενιτεύτηκε στην Αμερική και κατάφερε να πλουτίσει. Έγινε ζάμπλουτος επιχειρηματίας μαρμάρων και επενδυτής στην αγορά ακινήτων. Μάλιστα είχε μεταφράσει και το όνομά του Αμερικανιστί Σιλβέστερ Κούμας και κατά το ελληνικότερο Σιλβέστρος. Όσο ήταν φτωχός είχε ρίξει μαύρη πέτρα πίσω του και δεν είχε εμφανιστεί στο νησί. Μόλις πλούτισε όμως εμφανίστηκε με τη γυναίκα του και τις τρεις κόρες του και έχτισε μία πολυτελή πολυώροφη οικία με ελικοδρόμιο και πισίνα.

Ο Σιλβέστρος όταν ήρθε στο νησί και γνώρισε τον ανιψιό του, παρ’ όλο που από την πρώτη μέρα δεν μπόρεσαν να συνεννοηθούν, για να επιδειχτεί στους χωριανούς, θέλησε να τον βοηθήσει και ανέλαβε τα έξοδα των σπουδών του. Ο Στέφανος όμως όταν έφτασε στο τρίτο έτος θέλησε να ταξιδέψει στην Κίνα και στις Ινδίες, έχοντας στόχο να μυηθεί σε αρχαίες μεθόδους ιατρικής και φιλοσοφίας. Επίσης ήθελε να πάει και στην Ιαπωνία για να εντρυφήσει σε σύγχρονες μεθόδους για την καλλιέργεια της γης, που θα τις εφάρμοζε στο νησί, όταν θα γύριζε πίσω. Όλοι τότε πίστεψαν ότι του σάλεψε του παιδιού και μάλιστα ο θείος του βρήκε την ευκαιρία και του έκοψε τη χρηματική ενίσχυση και από τότε άρχισαν οι συνεχείς καυγάδες.

Όταν μεγάλωσε αρκετά δε θέλησε να μείνει στο ίδιο σπίτι με τη μητέρα του και αποφάσισε να μείνει στην αποθήκη που είχε ο παππούς του στο κτήμα, επισκευάζοντάς την κατάλληλα. Το κτήμα προσπαθούσε να το καλλιεργεί με τη μέθοδο, που είχε φέρει από την Ιαπωνία, της φυσικής καλλιέργειας, και της μη επέμβασης της γης. Επειδή ο θείος του δεν συμφωνούσε μ’ αυτή τη μέθοδο αποφάσισε μία μέρα βοηθούμενος από τον κρεοπώλη της περιοχής, που διέθετε τρακτέρ, να μπει μέσα στο κτήμα σαν συνιδιοκτήτης και να το σκάψει καταστρέφοντας, ό,τι είχε φυτέψει ο Στέφανος.

Ο Σιλβέστρος έδωσε το ποσό των τριών χιλιάδων δολαρίων στον παπά της ενορίας, ως αντάλλαγμα ενός μεγάλου τμήματος στο κέντρο του νεκροταφείου, για να το κάνει οικογενειακό τάφο και οστεοφυλάκιο της οικογενείας Κούμα, εξαιρώντας τον ανιψιό του, μια και δεν είχε το ίδιο επίθετο, αλλά και για να επισκευαστεί και το καμπαναριό της εκκλησίας. Και επειδή ο ανιψιός του δεν ήταν  ικανός να κάνει κάτι στη ζωή του ας τον διόριζε ο παπάς νεκροθάφτη.

 

Γιάννης Μακριδάκης

 

Οι κάτοικοι του χωριού τον απέφευγαν τον Στέφανο, γιατί τον θεωρούσαν προβληματικό και ο μόνος που τον έκανε παρέα ήταν ένας θεολόγος του γυμνασίου, ο οποίος τον συναντούσε στο καφενείο του Χτύπου, που έπιναν διάφορα αφεψήματα που τα είχε μαζέψει ο Στέφανος από τις λοφοπλαγιές. Εκεί συζητούσαν για τη φυσική υπόσταση του ανθρώπου, που είναι απόλυτα ενταγμένη στο οικοσύστημα ανάμεσα στα άλλα πλάσματα και στους φυσικούς πόρους. Επειδή έκανε παρέα με τον Στέφανο, οι κάτοικοι τον είχαν παρεξηγήσει και παρόλο που ήταν τρία χρόνια στο νησί και έπαιρνε μέρος σε όλες τις  κοινωνικές εκδηλώσεις του νησιού, αλλά και τις εκκλησιαστικές, ψάλλοντας κιόλας στην εκκλησία, παρ’ όλα αυτά δεν έπαυαν να τον θεωρούν ξένο.

Εκείνο, που εξόργισε περισσότερο όλους τους κατοίκους του νησιού και το θεώρησαν προσβολή των νεκρών, ήταν, όταν πληροφορήθηκαν ότι ο Στέφανος αφόδευε πάνω στον τάφο της μητέρας του. Εκείνη που δεν ταράχτηκε τόσο όταν το άκουσε ήταν η Ερμιόνη η οποία είχε συζητήσει μαζί του, όταν το έκανε αυτό στο περιβόλι του και της είχε εξηγήσει γιατί το έκανε. Της είχε εξηγήσει ότι το σαρκίο του ήταν ένας κρίκος αναπόσπαστος της αλυσίδας  της ζωής, διότι ζωή λάμβανε ως τροφή από το οικοσύστημα και πάλι ζωή παρέδιδε σ’ αυτό. Ο Στέφανος στο μνήμα της μητέρας του είχε φυτέψει ξυλαγγουριές με λίπασμα τα κόπρανά του και δήλωσε στον παπά ότι στα σαράντα της μάνας του ήθελε να δώσει ξυλάγγουρα στους παρευρισκόμενους, αντί για κόλλυβα. Του δήλωσε μάλιστα ότι σε όλους τους φτωχικούς τάφους θα ήθελε να φυτέψει κάποια φυτά και τους καρπούς τους να τους μοιράσει στους εν ζωή φτωχούς. Όταν τα άκουσε αυτά ο παπάς έγινε έξαλλος και ήθελε να του πάρει τα κλειδιά και να τον διώξει από νεκροθάφτη, γι’  αυτό κάλεσε τον θεολόγο του γυμνασίου και τον ρώτησε αν ήθελε να αναλάβει αυτός τη θέση του Στέφανου στην ενορία. Ο θεολόγος αφού έμαθε από τον Στέφανο ότι και ο ίδιος ήθελε να παραιτηθεί από αυτή τη δουλειά, που δεν τον ενδιέφερε, μόνο που θα ήθελε να παραιτηθεί μετά τα σαράντα της μητέρας του, πήγε στον παπά και δέχτηκε να υπογράψει τον διορισμό του, ο οποίος όμως άδικα έγινε, γιατί ωστόσο μετατέθηκε σε σχολείο της Αθήνας. Κι έτσι ανέλαβε πάλι έστω και προσωρινά ο Ευταξίας.

Στα σαράντα της Πάτρας βρέθηκαν λίγοι καλοί φίλοι του Στέφανου, πάνω από τον τάφο της, χωρίς παπάδες και ψαλμούς, μόνο μιλώντας για εκείνη και τρώγοντας ωραίους δροσερούς καρπούς από τις ξυλαγγουριές, που είχε φυτέψει εκεί.

Την άλλη μέρα όμως που ήδη είχε ειδοποιηθεί ο Σιλβέστρος από τον παπά ότι έφτασαν και τα μάρμαρα, για να ξεκινήσει επί τέλους ο οικογενειακός τάφος, κατέφθασε ο Σιλβέστρος με ελικόπτερο μαζί με τον Σεβασμιότατο Προκαθήμενο της Ιεράς Μητρόπολης των νήσων. Είχε ήδη ειδοποιηθεί κι ένα συνεργείο το οποίο ανέλαβε τον τάφο της Πάτρας, και τον φιλοτέχνησε με κατάλευκα αστραφτερά μάρμαρα, ως επίσης οι εργάτες ξερίζωσαν και κατέστρεψαν όλα τα φυτά ακόμα και από τους άλλους τάφους.

Το μνημόσυνο τελέστηκε με τους δύο ιερείς στο ιερό του Προδρόμου με μεγάλη λαμπρότητα παρουσία σχεδόν όλων των κατοίκων του νησιού. Ακολούθησαν χειροποίητα κεράσματα και ρακές.

Ο Στέφανος δεν ήταν καλεσμένος, αλλά τα παρακολουθούσε όλα εκ του μακρόθεν με πλήρη ηρεμία.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top