Fractal

Διήγημα Fractal: “Ανθρώπινο στίγμα”

Της Βάνιας Σύρμου // *

 

dihghma1

 

 

Τα μαύρα καλογυαλισμένα σκαρπίνια περίμεναν αυστηρά στοιχισμένα κάτω από τη μοναδική καρέκλα του υπνοδωματίου. Στην πλάτη της καρέκλας φορεμένο το γαλάζιο κολαριστό πουκάμισο και στο κάθισμα διπλωμένο στην τσάκιση το μπλε παντελόνι . Στο χτύπημα του ρολογιού στις έξι ακριβώς, άνοιξε τα μάτια μένοντας ακίνητος για δύο ολόκληρα λεπτά. Σήκωσε ελαφρά τα σκεπάσματα διπλώνοντάς τα σε σχήμα ορθής γωνίας. Φόρεσε τις παντόφλες που υπάκουα τον περίμεναν κάτω απ’ το κρεβάτι.

Πάντα φρόντιζε από το βράδυ ο πρωινός καφές να είναι σύντομα έτοιμος μ’ ένα πάτημα της καφετιέρας. Η πρώτη γουλιά ήταν βάλσαμο για την έναρξη μιας ακόμα μέρας. Μετά το πρωινό έπλυνε προσεκτικά τα σκεύη και σκούπισε μ’ ένα στεγνό πανί την επιφάνεια του νεροχύτη ώστε να μη μείνει σταγόνα. Ντύθηκε κι αφού έριξε μια τελευταία εξεταστική ματιά στον καθρέφτη, έφυγε για τη δουλειά.

Στο μετρό, το δρομολόγιο των 7.10 ήταν γεμάτο. Προτίμησε να περιμένει το επόμενο. Δυσφορούσε στη σκέψη του πρωινού στριμώγματος. Εξάλλου, ξεκινούσε πάντα νωρίτερα ώστε να έχει το περιθώριο της επιλογής. Στον επόμενο συρμό βρήκε θέση κοντά στο παράθυρο. Κάθισε άκρη άκρη με πλάτη ορθή, κρατώντας σφιχτά τον χαρτοφύλακα όρθιο στα πόδια του σαν ασπίδα προστασίας στη θέα του απέναντι. Το αμήχανο «Συγνώμη!» της κοπέλας που καθώς κάθισε δίπλα του, τον σκούτηξε ελαφρά, ήταν αρκετό για να τον κάνει να στρίψει το βλέμμα του προς το παράθυρο. Οι πρωινές αγουροξυπνημένες φάτσες των ανθρώπων γύρω του ήταν μια διαρκής ενόχληση στο ξεκίνημα της μέρας του. Στη φωνή του πλανόδιου επαίτη των βαγονιών, η αδημονία του να φτάσει επιτέλους στη στάση του κορυφώθηκε. Όταν κατέβηκε, ξεφύσηξε ανακουφισμένος .

Φτάνοντας στη δουλειά, όπως κάθε πρωί,προτίμησε να ανέβει στον τρίτο όροφο που βρισκόταν το γραφείο του με τις σκάλες, για να ξεφύγει από τα πρωινά γλυκερά χαμόγελα και τις καλημέρες των συναδέλφων στο συνωστισμένο ασανσέρ. Έφτασε στο γραφείο του αποφεύγοντας επιμελώς τα βλέμματα των άλλων, ώστε να μη χρειαστεί να χαιρετήσει ή να μιλήσει σε κάποιον. Παρ’ όλ’ αυτά αναγκάστηκε να ανταποδώσει μ’ ένα νεύμα μια δυο καλημέρες. Έκλεισε την πόρτα πίσω του, κάθισε στο γραφείο του και άνοιξε τους φακέλους που η γραμματέας καθ’ υπόδειξή του τοποθετούσε πάντα στα δεξιά του. Η μοναδική παρουσία που ανεχόταν στο χώρο του ήταν της μεσίληκης γραμματέως που έμπαινε μέσα μόνο με την έγκρισή του κι έστεκε πάντα στην επιτρεπόμενη απόσταση. Σηκώνοντας το κεφάλι του από τη μελέτη, ξαφνιάστηκε όταν είδε ένα λευκό τριαντάφυλλο σ’ ένα μικρό βάζο πάνω στο ράφι της βιβλιοθήκης. Περίεργο!Ποτέ δεν είχε επιτρέψει τέτοιου είδους ρομαντικές πινελιές στο γραφείο του! Ωστόσο δεν αντέδρασε, άφησε για λίγο τον εαυτό του να ξεχαστεί χαζεύοντάς το και ξαναγύρισε απερίσπαστος στη μελέτη του.

Περασμένες τέσσερις, φεύγοντας τελευταίος από τη δουλειά κατάφερνε να αποφεύγει τις άσκοπες επαφές που συνοδεύονταν από τυπικές ευχές για «καλή ξεκούραση!» ή «καλό απόγευμα!». Δεν τις είχε ανάγκη. Στο σταθμό του μετρό περίμενε όπως κάθε απόγευμα, τον συρμό των 16.50. Στην αποβάθρα στεκόταν πάντα στο τέρμα, εκεί που δεν μαζευόταν πολύς κόσμος, ώστε να μπορεί να μπαίνει πρώτος στο βαγόνι που θα άνοιγε μπροστά του. Αυτή τη φορά όμως, μια κοπέλα με γκρι παλτό δίπλα του φαινόταν να διεκδικεί την πρωτιά του. Τα βυσσινί μποτίνια της πατούσαν στο όριο της κόκκινης γραμμής στο χείλος της αποβάθρας. Μια ελαφριά αιώρησή της προς τα μπρος τράβηξε την προσοχή του, πράγμα σπάνιο για εκείνον . Συνήθως οι συνεπιβάτες του στο μετρό ήταν για εκείνον ομοιόμορφα ανθρωπάκια σαν πίνακας του Γαϊτη. Όση ώρα την παρατηρούσε, δεν σήκωσε ούτε λεπτό το βλέμμα της από την κόκκινη γραμμή. Με κεφάλι σκυφτό και τα χέρια στις τσέπες του παλτό, φαινόταν να ζυγιάζει το βάρος της στο όριο της πλατφόρμας.

Αντέδρασε αυτόματα, σχεδόν μηχανικά, τραβώντας την από τους ώμους προς τα πίσω, όταν την είδε να γέρνει προς τις γραμμές την ώρα που κατεύθανε το μετρό. Η βοή του συρμού αναμίχθηκε με την αυθόρμητη κραυγή του: « Μη!». Η κοπέλα λύγισε τα γόνατα και κρεμάστηκε απ’ το λαιμό του κλαίγοντας. Την έβαλε να καθίσει ξεκλειδώνοντας τα χέρια της από πάνω του. Πριν ακόμα συνέλθει ο ίδιος από την έκπληξη της φιλάνθρωπης αντίδρασής του, πλήθος κόσμου τους περικύκλωσε με το λαίμαργο βλέμμα της αδιακρισίας ρωτώντας να μάθουν τι συνέβη. Πολλοί τον ακουμπούσαν στους ώμους και στην πλάτη επιβραβεύοντάς τον με ένα ελαφρύ χτύπημα για την ηρωική του πράξη. Πώς τολμούσαν; Δεν είχε ανάγκη την επιβράβευση κανενός και κυρίως την επαφή τους μαζί του. Άφησε την κοπέλα στη φροντίδα του φύλακα του μετρό που είχε σπεύσει προς το μέρος τους και σπρώχνοντας το οχληρό πλήθος, έτρεξε προς την έξοδο. Ήθελε να πάρει φρέσκο αέρα, να μείνει και πάλι μόνος, να συνέλθει από την ταραχή της επαφής .

Φτάνοντας μετά από ώρα στο καταφύγιο του σπιτιού του, ένιωσε την ανάγκη να απαλλαγεί από τα τόσα αγγίγματα που είχε απρόσκλητα δεχθεί, όπως τότε, στο παιχνίδι της αλάνας των παιδικών του χρόνων, όταν τα στριμωχτά εκβιαστικά αγγίγματα των μεγαλύτερων εφήβων άφηναν το στίγμα τους στο άγουρο τότε σώμα και την άμαθη ψυχή του, κάνοντάς τον να ντρέπεται, να σιωπά, και να υπομένει. Έκανε ένα ζεστό μπάνιο. Το καυτό νερό τον ανακούφισε. Το άγγιγμα όμως των χεριών της κοπέλας γύρω απ’ το λαιμό του εξακολουθούσε να τον πονά.

 

 

* H Βάνια Σύρμου (1967) σπούδασε κλασσική φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών και εργάζεται ως εκπαιδευτικός στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές τις σπουδές στο πρόγραμμα «Φύλο και νέα Εκπαιδευτικά και Εργασιακά Περιβάλλοντα στην Κοινωνία της Πληροφορίας» του τμήματος Επιστημών της Προσχολικής Αγωγής και του Εκπαιδευτικού Σχεδιασμού του Πανεπιστημίου του Αιγαίου. Έχουν δημοσιευθεί μεταφράσεις της από την αγγλόφωνη λογοτεχνία.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top