Fractal

Στου ματιού το κέντρο μόνη σέρνω το λίθο της ύπαρξής μου

Από τον Γιώργο Ρούσκα // *

 

Προσέγγιση στο βιβλίο ποιημάτων της Στέλλας – Λουΐζας Κατσαμπή  και του Σταύρου Γκιργκένη με τίτλο «Ανθρώπινα Δαιμόνια», εκδόσεις Ρώμη, Θεσσαλονίκη 2018

 

Τι θέλουν δυο διαφορετικές(;) ποιητικές συλλογές μέσα στην αγκαλιά ενός βιβλίου; Πώς χωράνε δυο μοναδικές θεωρήσεις της ζωής κάτω από την ίδια στέγη χωρίς η μία να αναιρεί ή να υποβαθμίζει ούτε στο ελάχιστο την άλλη; Πώς οι «Σάρκινοι Θεοί» (τίτλος της ποιητικής συλλογής της Στέλλας – Λουΐζας Κατσαμπή) ορώνται «Στου ματιού το κέντρο» (τίτλος της ποιητικής συλλογής του Σταύρου Γκιργκένη) ενεργοποιώντας «Ανθρώπινα Δαιμόνια» (τίτλος του βιβλίου που αποτελείται από τις δυο ποιητικές);

 

Ιδού ένα παράδειγμα συνεργασίας, συστέγασης, συνύπαρξης, χωρίς η μία πλευρά να θέλει να υπερκεράσει την άλλη. Ένα παράδειγμα προς μίμηση όπου οι ποιητές αντί να στέκονται πλάτη με πλάτη, έρχονται πρόσωπο με πρόσωπο ή πλάι – πλάι. Εδώ, όπως συμβαίνει στην άδολη ποίηση, δεν υπάρχουν κεκτημένα. Δεν υπάρχουν παλαιοί, έμπειροι, γνώστες, τιτλούχοι, βραβευμένοι, αναγνωρισμένοι. Σε τούτο το βιβλίο, όπως και στο νησί της αυτούσιας Ποίησης, μόνο ο Λόγος μετράει και καθένας που έχει ποιητικό λόγο να αρθρώσει, είναι ευπρόσδεκτος. Χωρίς φίλτρα, χωρίς προϋποθέσεις, χωρίς προϋπηρεσία. Εδώ οι μεγαλύτεροι ηλικιακά καλωσορίζουν τους νεώτερους με την πείρα του λόγου τους και οι νεώτεροι ανταποδίδουν το «καλώς ήλθατε» με τη φρεσκάδα του δικού τους. Δεσμοί αίματος; Ισχυρότεροι: δεσμοί γλώσσας. Αίμα; Οι λέξεις.

 

Το διπλό αυτό βιβλίο, είτε έγινε έτσι για λόγους συναισθηματικούς, είτε για λόγους περιβαλλοντικούς, διδακτικούς (προτρεπτικούς) ή και προσωπικούς ακόμη, έχει να δώσει και μάλιστα από δύο διακριτές πηγές, το νερό των οποίων ρέει καθάριο στις σελιδοπλαγιές.

 

Καλαίσθητο τυποτεχνικά, σφραγίζεται από ένα υπέροχο εξώφυλλο στο οποίο απεικονίζεται μία σκιά (δαιμόνιο; alter ego; είδωλο; υποσυνείδητο; από μηχανής άσαρκος Θεός; ) να ψιθυρίζει κάτι στο αυτί ενός νέου ανθρώπου (άρρεν; θήλυ;) ενώ εμπρός τους στέκει θρυμματισμένη και πίπτουσα η μακρυμαλλούσα προτομή μιας τρίτης μορφής, αρχαίου ελληνικού κάλλους. Να είναι η φαινομενική αλήθεια; Η συμβατικότητα; Η μάσκα; Η συνήθεια; Ο χρόνος; Η ποίηση;  Η τέχνη;

 

Κρίμα που δεν αναφέρεται πουθενά ο καλλιτέχνης, ούτε γι αυτό το έργο ούτε για τα άλλα που στολίζουν τις σελίδες υπ’ αριθμόν επτά και τριάντα επτά. Ηθελημένη παράλειψη; Επιθυμία του δημιουργού; Ή άλλα «δαιμόνια» (του τυπογραφείου); Η απουσία κολοφώνα, το ίδιο; Και η ράχη του βιβλίου είναι άγραφη, ίσως από εκκεντρική επιλογή. Το έχω κάνει και εγώ κάποτε σε δικό μου βιβλίο, θέλοντας να αφήσω ανοιχτή τη δυνατότητα στον αναγνώστη να γράψει εκεί αν θέλει κάτι που να τον παραπέμπει σε όσα διάβασε, να γράψει ιδιοχείρως τον δικό του τίτλο. Καλώς.

 

Καιρός όμως για κατάδυση στων λέξεων το βυθό. Οπότε βαθιά ανάσα και … καλή αρχή!

 

Εκείνη; Φέρουσα ονοματεπώνυμο Στέλλα-Λουΐζα Κατσαμπή, νεότατη ηλικιακά (έτσι άκουσε και μας μεταφέρει το μπροστινό αυτί του βιβλίου) σε γήινα μετρημένο χρόνο, ώριμη όμως ενεργειακά σε χρόνο παλλόμενο σε ενσυναίσθησης πεδία, συλλέγει προσεκτικά τους πρώτους ποιητικούς καρπούς του είναι της και τους προσφέρει θυσία στον βωμό της Ποίησης. Εικοσιένα Ποιήματα υπό τον τίτλο «Σάρκινοι Θεοί».

Με το αίμα των λέξεων να σταλάζει ακόμη πάνω στον τόπο της θυσίας, εκείνη με ολολυγή δηλώνει ότι αφιερώνει τούτη τη συλλογή

[Στους θεούς, στους εραστές,

μα προπαντός, σ’ αυτούς που μπόρεσαν να με αγαπήσουν…].

Γιατί θεωρεί τόσο σημαντικό -ή και δύσκολο- το να μπορέσει κάποιος να την αγαπήσει; Γιατί υμνεί την αξία της αγάπης; Πώς με αυτήν ο εραστής μπορεί να μεταμορφωθεί σε Θεό; Πώς αναδύεται ο Σάρκινος Θεός που έχουμε -και συνεχώς τσαλαπατάμε- εντός μας;

Έχουμε καιρό.

Τουλάχιστον έτσι νομίζουμε.

 

Εκείνος; Σταύρος Γκιργκένης, μεγαλύτερος σύμφωνα  με τα στοιχεία της αστυνομικής του ταυτότητας (το «σφυρίζει» άλλωστε και το πίσω αυτί του βιβλίου), ωστόσο νεότατος ακόμη σωματικά, αλλά ώριμος με αυτού του είδους τη λεπτή ωριμότητα που δίνει η πολύχρονη και παθιασμένη ενασχόληση με την αρχαία ελληνική γραμματεία. Αφήνοντας πίσω –όσο μπορεί– τη φιλολογική του ιδιότητα, ψάχνει αυτογνωσιακά τον κόσμο και τα μεγάλα αναπάντητα, προσπαθώντας με είκοσι ποιήματα υπό μάλης να εισέλθει «Στου ματιού το κέντρο».

Ποιο το δικό του κέντρο της γης; Πού οι δικοί του Δελφοί; Στη «Γης Ημαθίας», τίτλος ποιήματος αλλά και τίτλος τιμής για εκείνον, αφού εκεί αντίκρισε –έστω στιγμιαία– το άχρονο φως, αυτό που μια ζωή αναζητούσε (και κάποτε συναπάντησε) ο μέγιστος Γιώργος Σεφέρης. Αυτό που επιβραδύνει τον χρόνο ώσπου να επιτευχθεί η απόλυτη κίνηση μέσα στην ακινησία. Για τον Σταύρο Γκιργκένη εκεί

[… ο χρόνος περνά πιο αργά.

Σαν αλέτρι που στόμωσε και δεν οργώνει].

 

Πώς γίνεται αυτό;

Έχουμε καιρό.

Τουλάχιστον έτσι νομίζουμε.

 

Στέλλα – Λουΐζα Κατσαμπή

 

Εκείνη;

Ξεκινάει με διαπιστώσεις σκληρές μα αληθινές, απαραίτητες για να θεμελιώσει τα αξιώματα πάνω στα οποία θα χτίσει τις μαθημα-τικές της θεωρίες, μέσα από εμπειρίες ζωής. Δεν αυτοσαρκάζεται, απλά έχει τα κότσια να λέει ωμά αυτό που ο άλλος της εαυτός (ως παρατηρητής) τής μεταφέρει για εκείνη:

[Μόνη σέρνω το λίθο της ύπαρξής μου].

 

Το πρώτο πρόσωπο κυρίαρχο στην ποίησή της, χωρίς όμως να κουράζει, αφού συχνά μεταφέρεται και στο πρόσωπο του αναγνώστη και είναι σαν να μιλάει εκείνος. Πόσων η μοίρα δεν ταυτίζεται μαζί της, όταν λέει ότι : είμαι καταδικασμένη

[Ν’ αγαπάω έναν Πάρη,

που δεν μου ’δωσε το μήλο του ποτέ].

 

Στην αλληλογραφία του έρωτα ανακαλύπτει μετά από καιρό (πότε πρόλαβε άραγε;) τους τρεις φακέλους της ύπαρξης. Από εδώ θέλω να της πω πόσο ευλογημένη είναι, μιας και ήρθε σε επαφή με τα τρία αυτά σπάνια αγαθά (ή μήπως ένα τριαδικό;), τα οποία πολλοί άνθρωποι νομίζουν ότι έχουν ζήσει την εμπειρία τους χωρίς να έχουν καν ψηλαφίσει ούτε ένα ίχνος τους. Ποια είναι; Αυτά που ανυψώνουν τον άνθρωπο σε Σάρκινο Θεό. Ο έρωτας. Το κορμί. Η επικοινωνία. Ευλογημένος όποιος συνειδητοποίησε πως

[ …το ελάχιστο της επικοινωνίας

μας

κρυβόταν πίσω απ’ τα κορμιά μας].

 

Ο έρωτας. Το κορμί. Η επικοινωνία. Δηλαδή; Η αληθινή ζωή. Όταν. Όπου. Για όσο. Αξίζει. Και το παραμικρό δευτερόλεπτο. Κάποιοι καταλαβαίνουν. Για κάποιους άλλους, η καθημερινότητα συνεχίζεται κι αυτό που αποκαλούν «ζωή» κυλάει σαν νωχελικό ποτάμι. Μέσα στο νερό του πολλά διαλύονται. Άλλα παρασύρονται, άλλα πνίγονται, άλλα αράζουν σε κάποια όχθη. Κάπου όμως είναι γραμμένη με κροκάλες στρογγυλεμένες από τη σμίλη του χρόνου μία (σε εξασκημένο μάτι ορατή) προειδοποιητική πινακίδα. Ίσως ένα ορόσημο του Αχέροντα:

[Βέβαια δεν ξέρω ποιος είναι πιο νεκρός.

Ή τι σημαίνει να είσαι νεκρός

Ο Διάολος μ’ έκανε Φοίνικα

και ο Θεός άνθρωπο].

 

Άνθρωπος. Δυο γένη, συμπλήρωμα το ένα του άλλου, γιν και γιαν, για να περιστρέφεται ο κύκλος της Αρμονίας. Συχνά όμως τα όρια καταπατώνται και το αρσενικό εκμεταλλεύεται κάθε μέσο για να κυριαρχήσει ({ίνα κυριότητα εντός της εγχύσει} τολμώ να γράψω) όπου και όπως μπορεί. Η βία (ψυχική και σωματική) γίνεται όπλο, γίνεται μέσο και κάποτε μεταλλάσσεται και σε σκοπό. Η εμπεδωμένη από γενιά σε γενιά αντίληψη της υπεροχής του άρρενος έναντι του θήλεος ψάχνει τρόπους να επιβεβαιωθεί. Η σοφία του θηλυκού όμως, αφήνει τον άντρα να νομίζει αυτά που θέλει, να κάθεται βασιλικά στον ψεύτικο θρόνο του, την ώρα που εκείνη  υπομένει όσα επιλέγει πως αξίζει τον κόπο να υπομένει, μέχρι τον στόχο. Μετά, οι όροι του παιχνιδιού αλλάζουν. Όλα τούτα δίδονται έξοχα σε οκτώ στίχους:

[Με οδηγείς λίγο πριν το θάνατο.

Πονάω.

Αιμόφυρτη στριγγλίζω φθόγγους.

Μα κάθομαι.

Πρέπει να γίνω μάνα.

Πρέπει πρώτα να χύσω.

Και μετά να γεννήσω.

Πρέπει να γράψω].

 

Θέλει δύναμη για να παραμείνεις, να υποστείς, να παλέψεις. Είναι άθλος να καταφέρεις να αντέξεις ως το τέλος ώστε να αξιωθείς τη γέννα της ανθρώπινης ζωής ή του ποιήματος. Ιδίως όταν είσαι υποψιασμένος(-η):

[Όλα αυτά που τσαλακώνονται πάνε στα σκουπίδια.

Όλοι αυτοί που τσαλακώνονται,

πού πάνε,

πριν καταλήξουν στα σκουπίδια;]

 

Όταν κάποτε οι αντοχές μειώνονται, επιστρατεύεται από το «θύμα» η παράκληση για

–μονοήμερη ή έστω στιγμιαία– ανακωχή:

[Σε παρακαλώ αγάπησέ με σήμερα.

Αγάπα με, …].

Αδυναμία; Ανθρώπινη στιγμή; Ανάγκη; Χειρισμός;

 

Διέξοδος; Η ποίηση. Ή όχι; Απόπειρα διαφυγής ή θηλιά στο λαιμό;

[Τα μικρά μου ποιήματα,

τα μεγάλα μου νύχια,

στο λαιμό του αυτόχειρα,

θηλιά].

 

Όταν έρθει το πλήρωμα του χρόνου, τα πράγματα μπορεί να είναι αργά για να μπορέσουν να μπουν στη θέση τους, μπορεί όμως να ειπωθούν με το όνομά τους:

[Αν ήμουνα εσύ,

θα χρησιμοποιούσα κτητικές αντωνυμίες

αντί για δεικτικές και διδακτικές,

θα είχα ενοχές για όσα ήμουν υπεύθυνος,

όχι για όσα υπήρξα ανεύθυνος

και θα σκότωνα μόνο όταν πεινούσα

κι όχι γιατί απλά μπορούσα].

 

Ο καιρός της υπομονής πέρασε. Η εξουσία έγινε παρελθόν. Το παρόν φέρνει το γήρας στο προσκήνιο και η ακμή αποκλιμακώνεται ακουμπώντας σε μια θέση που πηγαινοέρχεται μεταξύ αδυναμίας και εξάρτησης. Τα όποια δεσμά παύουν αυτόματα να υπάρχουν και η ελευθερία είναι πλέον στο χέρι του πρώην «υποταγμένου».

Ζητούμενα; Πολλά. Παραμονή ή φυγή; Συνέχεια ή διακοπή; Εκδίκηση ή συγχώρεση;

[Πέρασε ο καιρός σου γέρο.

Τώρα τη μοναξιά να συνηθίσεις.

Χωρίς υπηρέτες, παλλακίδες

Και δούλους ταπεινούς.

Ρακένδυτος πλέον ζητιανεύεις,

όλους όσους πέταξες στον δρόμο

 

Κάποτε, θα σε συγχωρέσω].

 

-Και τότε, με άλλη σοφία, με άλλη δύναμη, με άλλο τρόπο, το ποιητικό υποκείμενο δηλώνει ότι: θα απομείνω μόνη πάλι να

[… σέρνω το λίθο της ύπαρξής μου].

 

Σταύρος Γκιργκένης

 

Εκείνος;

Ευρισκόμενος Στου ματιού το κέντρο και προσπαθώντας να ανακαλύψει τις τέσσερις διαστάσεις του, βλέπει τον Σίσυφο να βασιλεύει στην αρχαία Εφύρα και μεταφέρεται στο (τότε) μέλλον (παρελθόν τώρα για εμάς αλλά αιώνιο παρόν για εκείνον), εκεί όπου καταδικασμένος έσερνε το δικό του λίθο ως την κορυφή του βουνού, κι αυτός κυλούσε πάλι πίσω και ξανά από την αρχή. Μήπως όμως εκεί είναι η αληθινή ζωή, στο καθημερινό πήγαινε-έλα, στο σπρώξιμο του βράχου της τραγικότητας της ύπαρξής σου, προσπαθώντας να βρεθείς στο κέντρο του ματιού της λύτρωσης του μαρτυρίου σου –όσο κι αν ξέρεις πως είναι μάταιο–, παρά σε ένα βασιλικό ανάκλιντρο παραδομένος σε κάθε είδους εύκολες ηδονές;

 

Βλέποντας και εκείνη να υπομένει το μαρτύριό της και να σέρνει το λίθο της ύπαρξής της, σκύβει στοργικά και της λέει:

[Καλά, δεν το περίμενες πως τελικά θα ερχόταν και σ’

εσένα η θάλασσα;]

Χωρίς να περιμένει απόκριση, συνεχίζει:

-Έλα καλό μου, κάθισε να σου πω τι βλέπω από εδώ που βρίσκομαι. Μην ανησυχείς. Ξέρεις,

[Άλλος είναι αυτός που ξεκινά και άλλος αυτός που

τελειώνει το ταξίδι σου].

-Όσο για μένα (εκείνον); Ισχύει το ίδιο. Γι αυτό είμαι εδώ. Για την ανατροπή. Ο δικός μου λίθος ως τώρα; Ιδού:

[Χειρόγραφου αντίγραφο η ψυχή μου,

σχόλιο υπομνήματος στη ζωή άλλων η ύπαρξή μου].

 

Η μνήμη έχει εξέχουσα θέση στον τόπο τούτο. Ο Σταύρος Γκιργκένης συνειδητοποίησε ερχόμενος ότι αυτή είναι η πρώτη διάσταση του ενεργειακού αυτού κύκλου:  [Στου ματιού το κέντρο συγκλίνουν οι γραμμές της μνήμης].

 

Και τι θα ήταν η μνήμη χωρίς την αγάπη; Τίποτε. Θα ήταν κρύα μνήμη του θανάτου. Του καθημερινού. Τι άλλο είναι η ζωή παρά αναλαμπές στο σκοτάδι της μνήμης του χάρου;

Πώς το αποδίδει ποιητικά;

[Όμως αν η ζωή μου δύσει χωρίς την αγάπη,

πώς θα ψιθυρίσω στου θανάτου τη μνήμη

ότι-ναι- κι εγώ κάποτε έζησα;]

 

Ποια είναι η απάντηση; Υπάρχει; Προσωπική υπόθεση του αναγνώστη. Ας μην κουραζόμαστε όμως τώρα. Ας αφεθούμε στην ποίηση. Δεν μετρούνται όλα, δεν μπορεί όλα να γίνουν αντιληπτά μόνο με τη λογική.

[Μη ζητάς τη λογική στις απαντήσεις,

μήτε και απαντήσεις στο παράλογο.

Ένα μονάχα πια να επιθυμείς,

να πάψεις να μετράς].

 

Εκεί που βρίσκεται, η κόρη (του ματιού; η Περσεφόνη; η κόρη της ζωής;) με τη διαύγεια και την αγνότητά της έχει ρόλο θεματοφύλακα αξιών. Εκεί φυλάσσεται και η Υπέρτατη Αξία όλων: η Ψυχή του Κόσμου, ως δεύτερη διάσταση:

[Στου ματιού το κέντρο η κόρη

κρατάει φυλαγμένη την ψυχή του κόσμου].

 

Από πού πηγάζει άραγε η ψυχή του κόσμου; Από την Αρχή, η οποία ήν ποία; Ο Λόγος;  Ίσως. Ως τρίτη διάσταση. Ο Λόγος:

[Στου ματιού το κέντρο

είναι η πηγή όλων των λόγων μου].

 

Τι ματώνει τούτη την πηγή; Τι βάφει με αίμα το νερό; Η Βαβέλ. Η πολυγλωσσία που οδηγεί στην ασυνεννοησία, άρα στη μη επικοινωνία. Ο «εφιάλτης» τούτος που

[… ματώνει με άηχο φως

η κραυγή του περάσματός του πάνω από την ψυχή σου].

 

 

Τόσες γλώσσες πάνω στη γη, όσες και οι φυλές. Είναι γήινο αγαθό όμως ο λόγος; Για να ειπωθεί δεν χρειάζεται πρώτα να εισπνεύσεις μια στάλα ουρανό; Η χρήση του ναι, γίνεται πάνω ή κοντά στο χώμα ή στο νερό, μπορεί όμως να φτιαχτεί μόνο με χώμα και νερό; Μήπως ο Λόγος είναι ένα από τα αγαθά του Ουρανού, απαραίτητα συστατικά ψυχής για να υπάρξουν τα γήινα;

[Θαρρείς και οι φυλές των ανθρώπων

έχουν ανάγκη τον ουρανό,

για να εκπληρώσουν τα γήινα].

 

Το τρίτο μάτι κοιτάζοντας ψηλά βλέπει και την τέταρτη διάσταση, τον Χρόνο, ο οποίος όχι μόνο γίνεται αντιληπτός μέσα από τη ζωή, αλλά οφείλει και την ίδια του την ύπαρξη σε αυτήν :

[Στου ματιού το κέντρο είναι η γέννα και το τέλος μου].

 

Το μέγα θέμα του χρόνου, ιδωμένο στο κέντρο του ματιού, όπου μάτι η γη και κέντρο ο διάπυρος πυρήνας της (ή μάτι ο συμπαντικός μας Κόσμος με κέντρο –κόρη– τον Ήλιο), σε αμφιταλάντευση μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος, μεταξύ δράσης και αδράνειας, μεταξύ κεντρομόλου και φυγόκεντρης:

[Άλλωστε τι άλλο είναι οι στιγμές οι περασμένες,

αν όχι χρόνος ξοδεμένος στη δημιουργία ενός

μέλλοντος

που όταν ήρθε τελικά το απέρριψες;]

 

Στο γήινο παρόν, σε τούτη την ώρα της ανάπτυξης αυτής της ενορατικής προσέγγισης, ένα κρύο βράδυ του Ιανουαρίου του 2019, οι διαστάσεις του χώρου που κάθομαι και γράφω καμπυλώνουν και στο κέντρο σχηματίζεται ένας τρισδιάστατος οφθαλμός, διαυγής και λαμπερός. Περιστρέφεται κυριαρχικά. Εξαϋλωμένοι {Σάρκινοι Θεοί} εισβάλλουν ξαφνικά μέσα από τους τοίχους και εγκαθίστανται {στο Κέντρο του Ματιού}. Χορεύουν δαιμονικά, αλαφιασμένα, παγανιστικά. Όλα συμπλέκονται. Η Ζωή, οι Διαστάσεις, η Μοίρα. Πολλοί μεταμορφώνονται σε Ανθρώπινα Δαιμόνια, ξεπηδούν, τρέχουν από δω και από κει, ώσπου όλη η γη γίνεται ένα τεράστιο χωριό. Ο οφθαλμός παίρνει τη μορφή μιας τεράστιας κλεψύδρας που συνεχίζει να περιστρέφεται ως προς όλους τους άξονες συμμετρίας της.

 

Δυο άνθρωποι στέκουν στις όχθες του Χρόνου, μόνοι. Ακόμη.

 

Εκείνος.

Σηκώνεται. Όρθιος στο κέντρο της όχθης του ματιού, της φωνάζει από μακριά:

[Κι αυτό το πρωινό θα τελειώσει όπως πρέπει.

Εσύ μακριά μου.

Εγώ μακριά σου και μακριά μου.

Στις θέσεις που θα ’πρεπε ούτως ή άλλως να

Βρισκόμαστε].

 

Εκείνη.

Σηκώνεται. Όρθια ως Σάρκινη Θεά, φωνάζοντας για να την ακούσει, του απαντά:

[Φοβάμαι να πεθάνω μόνη,

κι αν πεθαίναμε μαζί -ίσως τότε-

Σε άλλη ζωή,

να ήμουν μητέρα των παιδιών σου].

 

Και το Υδάτινο Δαιμόνιο, Ανθρώπινο κάποτε κι αυτό, συνέχισε να κυλά αμίλητο ανάμεσά τους …

 

 

 

* Ο Γιώργος Ρούσκας είναι ποιητής

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top