Fractal

«Ανθισμένες μανόλιες» & «Δωδεκάτη νύχτα» στο Δημοτικό Θέατρο Καλλιθέας

Γράφει η Μάριον Χωρεάνθη // *

 

 

Ανθισμένες Μανόλιες του Ρόμπερτ Χάρλινγκ (5-8 Ιουλίου 2017)

 

Οι Ανθισμένες Μανόλιες έγιναν γνωστές και αγαπητές στο ελληνικό κοινό από την ταινία του 1989 που σκηνοθέτησε ο Χέρμπερτ Ρος, σε σενάριο μάλιστα του Ρόμπερτ Χάρλινγκ, ο οποίος έγραψε και το πρωτότυπο, ομότιτλο θεατρικό έργο. Αν και στον αγγλικό τίτλο (Steel Magnolias – που φυσικά αντικατοπτρίζει ακριβέστερα το νόημα του έργου), οι μανόλιες είναι “ατσάλινες”, στα Ελληνικά εξαρχής αποδόθηκαν ως “ανθισμένες”, για αισθητικούς και… ευφωνικούς, φαντάζομαι, λόγους. Δεν πρόκειται, ωστόσο, για ατυχή απόδοση – στην αρχή του έργου, εξάλλου, υπάρχει η συμβολική αναφορά σε ένα φυτό μανόλιας που αποτελεί “πέτρα σκανδάλου” ανάμεσα σε δυο γειτονικά σπίτια (και στο τέλος, εξίσου συμβολικά, θα ανθίσει).

 

 

Με κεντρικό και τακτικό τόπο συνάντησης ένα συνοικιακό κομμωτήριο του αμερικανικού Νότου, έξι γυναίκες – η δεινή κομμώτρια Τρούβη, η μυστηριώδης νεοαφιχθείσα βοηθός της, Αννέλ και οι πιστές της πελάτισσες Μαλύν, Σέλμπη, Κλαίρη και Γουίζερ – ανταλλάσσουν πληροφορίες και απόψεις, αναλύουν και αντιμετωπίζουν όλες μαζί τα ευχάριστα και τα όχι και τόσο ευχάριστα της καθημερινότητάς τους, υποστηρίζοντας με σθένος η μια την άλλη στα δύσκολα και βάζοντας στην άκρη χωρίς δισταγμό τις περιστασιακές διαφωνίες και διαφορές τους. Παρ’ όλο που η ιστορία ξεκινά μέσα σε μια χαρούμενη αναστάτωση λόγω του επικείμενου γάμου της Σέλμπη, ο ίσκιος της μελαγχολίας δεν θα αργήσει να απλωθεί πάνω απ’ την ενθουσιασμένη συντροφιά και τις πυρετώδεις ετοιμασίες: η Σέλμπη πάσχει από διαβήτη τύπου 1, δηλώνει όμως ανένδοτα αποφασισμένη να αψηφήσει τις συμβουλές των γιατρών και την αγωνία των δικών της προκειμένου να επιδιώξει μια “φυσιολογική” ζωή, η οποία περιλαμβάνει την απαγορευμένη γι’ αυτήν μητρότητα.

 

 

Το θέμα του ο Χάρλινγκ το εμπνεύστηκε από αληθινά γεγονότα και συγκεκριμένα, από τον πρόωρο θάνατο της ίδιας του της αδελφής, εξαιτίας επιπλοκών της συγκεκριμένης ασθένειας ύστερα από εγκυμοσύνη – εμπειρία την οποία επιχειρεί μέσω της συγγραφής να αποδεχτεί και να “εξορκίσει”. Γι’ αυτό και το κάθε “κρούσμα” δραματικής κορύφωσης απαλύνεται από χιουμοριστικές ατάκες και κωμικά περιστατικά που αβίαστα όσο και υπονομευτικά πλέκονται με τη βαρυθυμία της ατμόσφαιρας, πηγάζοντας από τους ιδιαίτερους χαρακτήρες των ηρωίδων. Η θεοπάλαβη Κλαίρη και η στριμμένη, φωνακλού Γουίζερ (που έχει δώσει στον άγριο και πανάσχημο σκύλο της το όνομα “Χίτλερ”) λειτουργούν ως δυνάμεις εξισορροπητικές, “αντίπαλο δέος” της τραγωδίας που καραδοκεί ώσπου, αναπόφευκτα, να χτυπήσει. Γιατί στην πεζή και βασανισμένη ανθρώπινη πραγματικότητα σπάνια συμβαίνουν τα θαύματα και η θέληση για ζωή, όσο ένθερμη και πεισματική και αν είναι, δεν νικά πάντα τις προβλέψεις των γιατρών.

Με τη διδασκαλία και σκηνοθετική καθοδήγηση του Γιώργου Γαλάντη, καλλιτεχνικού διευθυντή του Θεατρικού Εργαστηρίου του Δήμου Καλλιθέας, ο οποίος επίσης διασκεύασε τη μετάφραση του έργου από τον Ερρίκο Μπελιέ, φρόντισε τη μουσική επένδυση και φιλοτέχνησε την πανέμορφη αφίσα, η ομάδα του εργαστηρίου μάς χάρισε καθημερινά, από τις 5 ως τις 8 Ιουλίου στο Δημοτικό Θέατρο Καλλιθέας, δυο περίπου βραδινές ώρες γνήσιας και αδιάλειπτης συγκίνησης, με διάσπαρτα χαμόγελα και στιγμές πηγαίου γέλιου. Η Σοφία Μανασίδου (Τρούβη), η Νατάσα Κυριακοπούλου (Αννέλ), η Κατερίνα Μανασάκη (Μαλύν), η Αθηνά Ασημάκη (Σέλμπη), η Ρόζα Αργυρούδη (Κλαίρη) και η Ιουλία Καστρίτση (Γουίζερ) ήταν μία και μία στους ρόλους τους, φινετσάτες, δυναμικές και πειστικότατες, γεμίζοντας απολαυστικά με την παρουσία τους τη σκηνή και κλέβοντας την παράσταση η καθεμιά με τον δικό της τρόπο. Nα σημειωθεί ακόμα ότι τις Αννέλ και Σέλμπη υποδύθηκαν, εναλλακτικά, οι Στέλλα Πάτσου και Τάνια Καραΐσκου αντίστοιχα.

 

 

Αν και τα έξι αυτά γυναικεία πρόσωπα – μαζί με την περαστική από το κομμωτήριο Τζούντη (Ευαγγελία Κυριακίδου) – είναι για τον θεατή οι μόνοι “πρεσβευτές” της κωμόπολης στην οποία κατοικούν, μέσα από τους διαλόγους και τις αντιδράσεις τους πλάθεται και ζωντανεύει ένας ολόκληρος κόσμος, παροντικός και παρελθοντικός, που υφίσταται και δραστηριοποιείται εκτός σκηνής: πρώην, νυν, “άκυροι” νομικά ή… μακαρίτες σύζυγοι, παιδιά, ανίψια και λοιποί συγγενείς, ως και αθλητικά σωματεία ή κοινωφελείς οργανώσεις. Και βέβαια, ο τοπικός ραδιοφωνικός σταθμός με παραγωγό, εκφωνητή και DJ τον μονίμως μισομεθυσμένο Ρόκη (εξαιρετικός ο Κώστας Γιαννατσής), που εδώ πήρε κυριολεκτικά σάρκα και οστά ως ευφυέστατη σκηνοθετική προσθήκη στο περιθώριο της κυρίως δράσης, τόσο για επέκταση ή εύθυμο σχολιασμό των τεκταινομένων όσο και για (ιδιαίτερα ευπρόσδεκτη) εκτόνωση του συναισθηματικού φόρτου.

 

Δωδέκατη Νύχτα του Γουίλιαμ Σαίξπηρ (11-14 Ιουλίου 2017)

 

Γνωστή επίσης με τον τίτλο Ό,τι Προτιμάτε (What You Will), η Δωδέκατη Νύχτα του Σαίξπηρ γράφτηκε μεταξύ των ετών 1601 και 1602 (δημοσιεύτηκε ωστόσο πάνω από 20 χρόνια αργότερα) ως μέρος των εορταστικών εκδηλώσεων για την παραμονή των Θεοφανίων, δηλαδή τη δωδέκατη νύχτα από τα Χριστούγεννα. Λόγω του πανηγυρικού χαρακτήρα της περίστασης, το έργο βρίθει από μουσικοχορευτικά “γεμίσματα” και καθαρόαιμα φαρσικά στοιχεία, ενώ πυρήνα της πλοκής του αποτελεί το παγκόσμια και διαχρονικά δημοφιλές (όπως και προσφιλές στον ίδιο τον Βάρδο) μυθοπλαστικό τέχνασμα της σύγχυσης ταυτοτήτων. Και δεν πρόκειται, μάλιστα, για καμιά απλή σύγχυση: όχι μονάχα ένα πρόσωπο περνιέται, πότε σκόπιμα και πότε ακούσια, για άλλο, μα το μπέρδεμα προεκτείνεται σε πτυχές βαθιά υποστασιακές, τόσο που η κεφάτη αυτή κωμωδία παρεξηγήσεων δεν θα ήθελε και πολύ για να μετατραπεί σε τραγωδία.

 

 

Κάθε άλλο παρά κωμική είναι, άλλωστε, η αιτία όλου του “κακού”: ένα ναυάγιο που χώρισε δυο δίδυμα αδέλφια, τη Βιόλα και τον Σεμπάστιαν, αφήνοντας τον καθένα τους με την εντύπωση ότι ο άλλος έχει πεθάνει. Προκειμένου να επιβιώσει σ’ έναν κόσμο επικίνδυνο για μια ολομόναχη νέα γυναίκα, η Βιόλα αναγκάζεται να παραστήσει τον άντρα και, με το όνομα Σεζάριο, να μπει στην υπηρεσία του δούκα Ορσίνο, ο οποίος τη χρησιμοποιεί ως “ταχυδρόμο” για τα ραβασάκια που στέλνει στην εκλεκτή της καρδιάς του, την ενάρετη και χαροκαμένη αρχόντισσα Ολίβια. Η τελευταία, ωστόσο, τον αντιμετωπίζει με όλο και μεγαλύτερη ψυχρότητα, ενώ καλοκοιτάζει τον “απεσταλμένο” του, δηλαδή τη μεταμφιεσμένη Βιόλα – η οποία, με τη σειρά της, έχει ανομολόγητα ερωτευτεί τον Ορσίνο. Παράλληλα, η Ολίβια διεκδικείται από τον αργόστροφο μέθυσο Σερ Άντριου, καθώς και από τον ταπεινής καταγωγής, μεγαλομανή και ηθικολόγο Μαλβόλιο (φτιαχτή λατινίζουσα λέξη με την έννοια της πονηριάς), που αφήνει το πάθος του να τον τυφλώσει και να τον παρασύρει σε αδιανόητες γελοιότητες – με την υπόγεια παρακίνηση και τις μηχανορραφίες του θείου της Ολίβια, Σερ Τόμπυ Μπελτς (belch είναι στα Αγγλικά το ρέψιμο), των υπηρετών της, Μαρία και Φάμπιαν και του “επαγγελματία τρελού”, γελωτοποιού Φέστε (από το fester, “μολύνω” ή/και το feast, “γιορτή/φαγοπότι”).

 

 

Σαν να μην έφταναν αυτά, εμφανίζεται αίφνης και από το πουθενά ο Σεμπάστιαν μαζί με τον αφοσιωμένο σωτήρα του, καπετάνιο Αντόνιο, ο οποίος όμως έχει επικηρυχθεί από τον Ορσίνο. Συναντώντας τυχαία τον Σεμπάστιαν και λόγω της μεγάλης του ομοιότητας με τη Βιόλα, η Ολίβια τον περνά για τον αγαπημένο της Σεζάριο και του κάνει πρόταση γάμου. Εκείνος δέχεται και παντρεύονται κρυφά, την ίδια στιγμή που ο Αντόνιο πέφτει πάνω στη Βιόλα/Σεζάριο και στα χέρια των διωκτών του. Νομίζοντας πως η Βιόλα είναι ο Σεμπάστιαν, ο Αντόνιο πληγώνεται που ο ίσαμε τότε επιστήθιος φίλος του, αντί να σπεύσει σε βοήθεια, αρνείται ακόμα και πως τον γνωρίζει και ορκίζεται να εκδικηθεί για την “προδοσία”. Ευτυχώς, πάνω που η κατάσταση αρχίζει να παίρνει τροπή απελπιστική για όλα σχεδόν τα πρόσωπα, η αλήθεια αποκαλύπτεται και τα πράγματα μπαίνουν στη θέση τους…

 

 

Όπως και παραπάνω επισημάνθηκε, τα ονόματα των σαιξπηρικών ηρώων έχουν μια ιδιαίτερη σημειολογία, πότε ενδεικτική της προσωπικότητας του καθενός, πότε για να προξενήσουν απλώς το γέλιο και πότε για να προσδώσουν μια αίσθηση “εξωτισμού”, ανάλογα με τη χώρα όπου διαδραματίζεται η υπόθεση. Άλλοτε, πάλι – ίσως και αθέλητα από την πλευρά του ποιητή – δεν είναι παρά παιχνίδια με τους φθόγγους, οι δυνητικές συνδηλώσεις των οποίων αφήνονται στη φαντασία των θεατών. Το “μετα-θεατρικό” στοιχείο, εξάλλου, που συχνότατα συναντάται ή δεσπόζει στο σαιξπηρικό έργο – αλλεπάλληλες μεταμφιέσεις, δρώμενα εντός δρωμένων μέσα στην παράσταση, άμεσες ή έμμεσες αναφορές στη θεατρική πράξη αυτή καθαυτήν – επιστρατεύεται εδώ ως δομικό συστατικό της πλοκής, με επιπλέον κωμικές “παρενέργειες”: στην εποχή του Σαίξπηρ, τους γυναικείους ρόλους έπαιζαν άντρες, εν γνώσει, φυσικά, του κοινού. Επομένως η Βιόλα ντυμένη Σεζάριο ήταν ένας νεαρός άντρας ηθοποιός που υποκρινόταν τη γυναίκα που παρίστανε τον άντρα. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο που το όνομά της και της Ολίβια (την οποία υποδυόταν επίσης άντρας, δίχως όμως να παριστάνει τίποτ’ άλλο πέρα από αυτό) αναγραμματίζουν κατά προσέγγιση το ένα το άλλο, ενώ έχει ενδιαφέρον το ότι τα ίδια γράμματα περιέχονται και στο όνομα του Μαλβόλιο, το “κλειδί” ενός υφέρποντος νοηματικού γρίφου. Όλα όσα εκτυλίσσονται επί σκηνής είναι μια φάρσα, ένα “συναινετικό” κόλπο μεταξύ του ακροατηρίου και των συντελεστών της παράστασης, με κύριο στόχο το “διονυσιακό” ξεφάντωμα που ανενδοίαστα και αμεταμέλητα ανακατεύει τα φύλα, τις σχέσεις και τους ρόλους τους και μετουσιώνει ως και το πιο σοβαρό σε αστείο, καταργώντας έτσι κάθε κοινωνική σύμβαση, προκατάληψη και περιορισμό.

 

 

Με τον αρμόζοντα σεβασμό στο κλασικό κείμενο και υπό την πάντα στιβαρή και εμπνευσμένη καθοδήγηση του σκηνοθέτη Γιώργου Γαλάντη, η ομάδα του Θεατρικού Εργαστηρίου του Δήμου Καλλιθέας στήνει ένα καλοκουρδισμένο, τρισχαριτωμένο δίωρο θέαμα με “ζωντανά” τραγουδισμένες εμβόλιμες μπαλάντες (από τους Υβόννη Τομά και Βαγγέλη Σμυρναίο, σε μουσική του Θάνου Αργυρίου) και πολύ όμορφες, γεμάτες μπρίο και ρυθμό ερμηνείες, κρατώντας μας συντροφιά από τις 11 ως τις 14 Ιουλίου στο Δημοτικό Θέατρο Καλλιθέας. Εξαιρετικά επιτυχημένη ήταν η επιλογή της Αθηνάς Ασημάκη και του Κώστα Φουστέρη ως Βιόλα και Σεμπάστιαν αντίστοιχα – το ίδιο ακριβώς ύψος, ντύσιμο και μακιγιάζ τους έκαναν να δείχνουν όντως πανομοιότυποι, υποστηρίζοντας και οπτικά το εύρημα της ανταλλαγής ταυτοτήτων. Οι Κώστας Γιαννατσής (Σερ Τόμπυ), Νία Γεωργοπούλου (Μαρία), Δημήτρης Νομικός (Σερ Άντριου), Κωνσταντίνος Τσούκας (Φέστε), Κώστας Διαμαντόπουλος (Φάμπιαν) και Νικήτας Δημητρόπουλος (Μαλβόλιο) επωμίστηκαν το κατεξοχήν φαρσικό μέρος της παράστασης, φέρνοντάς το εις πέρας με πνοή και νεύρο και ολοφάνερα καταδιασκεδάζοντάς το και οι ίδιοι. Στον αντίποδα του γνήσια κωμικού στοιχείου, ο εμμονικά ερωτευμένος Ορσίνο (Θάνος Αργυρίου), η όμορφη θλιμμένη Ολίβια (Αλίκη Φαμέλη) και ο απογοητευμένος Αντόνιο (Αντώνης Νίτης) φέρνουν με τις στοχαστικές τους παρουσίες μια γλυκιά νότα μελαγχολίας που σοφά μετριάζει την αναρχία των απανωτών παρεξηγήσεων και παρανοήσεων, εμποδίζοντάς την να παρεκτραπεί ανεπανόρθωτα. Τους πλαισιώνουν οι Βαγγέλης Σμυρναίος (Βαλεντάιν και Αστυνόμος Β΄), Θοδωρής Τοψόγλου (Κούριο, Αστυνόμος Α΄ και Υπηρέτης), Γιώργος Χιονίδης (Πλοίαρχος) και Δημήτρης Κικίδης (Ιερέας), με τους φωτισμούς του Μιχάλη Μιχαλόπουλου να ντύνουν ατμοσφαιρικά όσο και υπαινικτικά τον λιτό και συγχρόνως “εύγλωττα” δυναμικό σκηνικό χώρο.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Οι φωτογραφίες από τις παραστάσεις είναι της Βερίνας και της Μάριον Χωρεάνθη.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top