Fractal

Εις μνήμην Μυρτιώτισσας

Γράφει η Ελένη Χωρεάνθη //

 

antallaktirioΔώρα Κασκάλη: “Ανταλλακτήριο ηδονών”, εκδ. Σαιξπηρικόν, Θεσσαλονίκη 2014

 

Ανταλλακτήριο ηδονών, τιτλοφορεί το πρώτο της ποιητικό βιβλίο η φιλόλογος Δώρα Κασκάλη. O τίτλος είναι μάλλον παραπλανητικός, φορτισμένος συναισθηματικά, μπορεί και απαξιωτικός.

Διαβάζοντας προσεκτικά, μελετώντας τα ποιήματα της πρώτης ποιητικής συλλογής της Δώρας Κασκάλη με τον ευρηματικό όσο και προκλητικό τίτλο «Ανταλλακτήριο ηδονών» που παραπέμπει σε συνεργείο αυτοκινήτων, σε κάθε είδους συνεργείο τέλος πάντων, έκανα κάποιες σκέψεις, ανορθόδοξες ίσως  για κάποιους, αδιάφορο, σχετικά με τα κίνητρα της ποιήτριας που της υπέβαλαν αυτόν τον ανατρεπτικό για τα συνήθη ποιητικά δεδομένα τίτλο. Έναν τίτλο που δυναμιτίζει τον αισθησιασμό και αλλάζει τους συσχετισμούς στην «αυτοκρατορία των αισθήσεων» με το να παρομοιάζει, να αντικαθιστά μάλλον, τους παλιωμένους, τους φθαρμένους ή φθηνούς ερωτικούς, σεξικούς μηχανισμούς με ανταλλακτικά  οχημάτων, εργαλείων π. χ. φρένων, ιμάντων, τροχών κ. ο κ..

Τα ποιήματα διακρίνονται σε τρεις ενότητες με εμβληματικούς τίτλους: Ο έρως έχει ύπαρξη (δέκα ποιήματα), Silentium amoris η σιωπή της αγάπης, (δέκα +1 ποιήματα αριθμημένα με λατινικούς αριθμούς: I ως X +1) και Λιβιδώ, Λίμπιντο, δέκα ποιήματα, εν συνόλω 30+1= 31 ποιήματα.

Αν δεις από περιωπής τα δρώμενα και μπεις στο «πετσί» των «κοφτερών λέξεων» που είναι η «λεπίδα τους άλλοτε γυαλιστερή κάτω από το φως της λογικής κι άλλοτε τόσο βελούδινη μέσα στα συμφραζόμενα ενός ακατάσχετου και λίγο ρετρό ρομαντισμού», διαπιστώνεις πως πίσω από το παραπέτασμα πάνω στη σκηνή αόρατου θεάτρου εκτυλίσσεται μια καθημερινή ανθρώπινη τραγωδία σε τρείς πράξεις επιμερισμένες σε τριάντα επεισόδια με μόνο ένα χορικό «δίκην υστερόγραφου».  Συχνά συναντάς αισθησιακές σελίδες και σκηνές μεγαλειώδους πάθους και απείρου κάλλους. Και αλλού αλλάζουν οι όροι στο «παιχνίδι της εξουσίας» του ενός επί του άλλου στην τράπεζα των διαπραγματεύσεως.

Δεν είναι διόλου τυχαίο που, τόσο στην Ελληνική, όσο και στην Ιουδαϊκή θεογονία που είναι και οι πιο οικείες και γνωστές/άγνωστες σε μας, η πέτρα του σκανδάλου είναι γυναίκα και το μέσο εξαπάτησης, το δέλεαρ, είναι ο καρπός δέντρου ή το ίδιο το δέντρο. Στη μια περίπτωση είναι κρυμμένο το τίμημα της εξουσίας (χρυσόμαλλο δέρας), στην άλλη η γνώση (δέντρο της Γνώσεως – του καλού και του κακού κατά μία ερμηνεία) προσφέρεται δελεαστικά. Και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει ένα ερπετό που ενεργεί για λογαριασμό τους: ο όφις στη μία, ό δράκων στην άλλη. Που σημαίνει ότι, για όλο τον ανδρικό πληθυσμό, μέσα σε κάθε γυναίκα κρύβεται η αρχέγονη πανούργα και απατημένη, εξαρτημένη: ή μια εξαπατήσασα Εύα τον Αδάμ με τον καταραμένο όφη διαμεσολαβητή, ή μια εκδικήτρα Μήδεια, το ίδιο κάνει, που εξόντωσε όσους άνδρες στάθηκαν εμπόδιο στα φιλόδοξα σχέδιά της, με τον δράκοντα, εκτελεστικό της όργανο, και τα βότανα. Και με τον τρόπο της, η ποιήτρια το ομολογεί και το επιβεβαιώνει:

 

«Έχω μία πανάρχαια γιαγιά που κάθε βράδυ

ποντάρει την τιμή μου στα χαρτιά

κι εγώ κρατάω τσίλιες στους αιώνες

έξω από έναν οίκο καθωσπρέπει

παραφυλώντας της ακολασίας το βασιλιά.

 

Πάνω στην άσπρη μου κοιλιά

θα σχεδιάσω ένα πανάρχαιο δέντρο γενεαλογικό

και το αιδοίο μου θα υποθηκεύσω

μ’ αντάλλαγμα το σπέρμα βίαια ρομαντικών εραστών»

 

Δώρα Κασκάλη

Δώρα Κασκάλη

 

Στίχοι που φέρνουν σιμά τον απόηχο των ανδροφονικών στίχων της πανέμορφης Μυρτιώτισσας, μιας άλλης ερωτικής ποιήτριας, που θεωρώ ότι ταιριάζει κάποιος παραλληλισμός:

 

«Μέσα μου άγριες νιώθω επιθυμιές,
και τις ερωτευμένες σας καρδιές
πως θα ‘θελα να μπόρεια να μασήσω
με τα λευκά μου δόντια, τα γερά,
σα φρέσκα μυγδαλάκια τραγανά,
και τον αιμάτινο χυμό τους να ρουφήξω!».

(Voluptas)

Έκανα αυτή την αναφορά, γιατί η ποίηση της Δώρας Κασκάλη μ’ έβαλε στον πειρασμό να κοιτάξω από μέσα, κι από τη φόδρα των λέξεων που χτίζουν τους στίχους, και να δω και την ίδια να βγαίνει αλώβητη μέσα από το βιβλίο κι από τους καίριους, έντονους, αλλά καλυμμένους περίτεχνα προβληματισμούς και τις «ανθρωποφαγικές» προθέσεις και διαθέσεις της. Δεν δαγκώνει σάρκες, αλλά τρώει σάρκες αθώα με θωπείες ίσαμε τα επίμαχα μέρη του σώματος του ερωμένου και με τακτ γλείφοντας ηδονικά τα μέλη και το ευχαριστιέται, το απολαμβάνει, διακριτικά ωστόσο. Αλλά και με ίσους όρους προσφέρει το σώμα της χωρίς αναστολές και δισταγμούς, χωρίς «όρους απαγορευτικούς», αλλά συνενοχής:

«Τίμιες συμφωνίες σ’ ένα παιχνίδι

ατιμίας για όρκους έρωτα

που ασελγούν

πάνω στο ανοίκειο σώμα

μαζί»,

όπως ευθύς εξαρχής ευθαρσώς εξηγείται, δοσμένη ολότελα στο βωμό του έρωτα, έστω κι αν δρομολογούνται «εργασίες ενταφιασμού», αφού ομολογεί:

«Πουθενά δεν με ενοικώ.

Παντού

ο χρόνος είναι

εσύ

και η πλησμονή αναβάλλεται»

 

Ολότελα δοσμένη στο μυστήριο της συνουσίας των σωμάτων είναι η ίδια που απαντάει και στους δύο ρόλους. Το άλλο «μισό» που συμπληρώνει το ερωτικό σύμπλεγμα δεν έχει πρόσωπο ούτε φωνή, έχει κληθεί, ωστόσο, να μπει μέσα στον περι-γε-γραμμένο κύκλο των σωμάτων:

 

«Έλα να ντυθούμε τα θολά μας

περι γράμματα.

Λεξικοποιούμε  τους ρόλους μας

αφού δεν μπορούμε να τους ζήσουμε

με το σώμα μας.

Όταν θα πεθάνουν τα ποιήματα

(…)εσύ, αγάπη μου, δε θα ‘χεις πια ζωή να ζήσεις». (Ο έρως έχει ύπαρξη).

Στη δεύτερη ενότητα, που το δράμα φτάνει στην κορύφωση για να αρχίσει βαθμιαία η αντίστροφη μέτρηση, κυριαρχεί η σιωπή της αγάπης που μεταλλάσσεται και μορφοποιείται σε δέκα χαρακτηριστικές ποιητικές πρόζες /πεζοτράγουδα, δέκα επιστολές καταγγελτικές, ανεπίδοτες ωστόσο, που η ποιήτρια απευθύνει στον έτερο παίκτη. Κατοχυρωμένη πίσω από την απόσταση που τους χωρίζει και εκ του ασφαλούς, χρησιμοποιώντας τον πληθυντικό αριθμό της αποξένωσης και μιλώντας για λογαριασμό κάποιας άλλης, του «ψάλλει τον αναβαλλόμενο» με λέξεις κοφτερές χωρίς φόβο και με πολύ πάθος:

«Μην με ταράζετε, του έγραφε, για να επαναβεβαιώσετε την κυριαρχία σας πάνω μου. Είμαι ένα μετόχι που το πάτησαν οι αυθεντίες του πατέρα, του αδερφού, του κυβερνήτη(…)Πηγαίνετε τώρα για άλλα θηράματα. (…) Εγώ θα ζωστώ τη σιωπή των νεκρών(…)στα μνήματα μιλούν την άρρητη γλώσσα της αλήθειας».

Αλλού τον καθιστά υπεύθυνο για τον ευτελισμό του φύλου και του προορισμού της. Και εξηγείται ωμά: «Κατάντησα το ξεφτέρι μου ταχυδρομικό περιστέρι, κατάργησα τη φύση του και το τερατογέννησα σε οικιακά συμφραζόμενα(…) Οι λέξεις που έσπειρα σαπίσανε σε ξένη γη». Και το τίμημα η έσχατη τιμωρία: «η πηχτή σιωπή και τα’ αδειανά χέρια».

Αλλά η μαχητικότητα, η οργή, το μένος θα μείνουν στα σπαράγματα ανεπίδοτων επιστολών διαμαρτυρίας που γράφει από τα «ερέβη της μοναξιάς» της.

 

antallaktirio_cover

 

Στα δέκα ποιήματα της Λιβιδώ, συντελείται η διαδικασία παλινόρθωσης βαίνοντας προς την έξοδο. Οι ανεπίδοτες επιστολές με τις καίριες επισημάνσεις και τις εύστοχες βολές, άσχετα αν δεν έφτασαν ποτέ το στόχο τους, βοήθησαν την αιώνια τσαλαπατημένη γυναίκα να βγει από τη σιωπή της αγάπης με δρεπανηφόρα ορμή σ’ ένα δικό της αισθησιακό σύμπαν, να κατακτήσει το ερωτικό αντικείμενο του πόθου, να γευτεί ό, τι  της στέρησαν οι αιώνες. Τώρα έχει την ψευδαίσθηση πως είναι εκείνη που ορίζει τους όρους του παιχνιδιού:

«Μην με κοιτάς, απαίτησε

τείνοντάς του τα χείλη της

(…)Και σφάλισε με τα χέρια της

την ηδονή του(…).

Δεν ήξερε πως ο θησαυρός της

ήταν η ίδια σε μια άλλη διάσταση».

Και όλη η περιπέτεια του σώματος και της ψυχής, ο αγώνας στο «Ανταλλακτήριο ηδονών ήταν μια  πρόσκαιρη απολαβή αιωνιότητας:

«Μου χάρισες

Αιωνιότητα μιας ώρας».

Αφού από την αρχή της τελευταίας πράξης έδωσε το στίγμα του τέλους:

«’Να με κρατάς’ του είπε φεύγοντας.

‘Όχι, στο σώμα του το είπε

για να τη θυμάται».      

Με άλλα λόγια: «Σώμα, θυμήσου πόσο αγαπήθηκες…».

Πρόκειται για ποίηση δυνατή, ατόφια, τολμηρή, εκφρασμένη με λέξεις και φράσεις ασοβάτιστες, προκλητικές, κοφτερές και αθώες, «ανταλλακτήρια ηδονών»,  που αποδομούν ένα παγιωμένο κοινωνικά σύμπαν αργά, αλλά σταθερά, γλείφοντας και  οικοδομούν ένα άλλο, περιγεγραμμένο, ωστόσο ερωτικά / αισθησιακά, ποιητικό σύμπαν χωρίς πλατειασμούς και λοξοδρομήσεις. Μέσα σ’ αυτό το δικό της ποιητικό σύμπαν, τόσο η αρχέγονη, όσο και η σύγχρονη γυναίκα, θύμα ή θύτης, θύμα και θύτης, έχει τον πρωταγωνιστικό ρόλο.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top