Fractal

Αλληλοαναίρεση ρομάντζων και γάμων στα «Ανοιξιάτικα νερά» και στη λογοτεχνία

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

anoixiatika_nera

 

Ιβάν Τουργκένιεφ, “Ανοιξιάτικα νερά”, Εκδόσεις Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος. 1990

 

«… και ξαφνικά, χιόνια στα μαλλιά, πλακώνουν τα γεράματα, και μαζί τους εκείνος ο φόβος του  θανάτου που μεγαλώνει συνέχεια,  που φθείρει, που ροκανίζει τα πάντα… και στο τέλος… πάλι καλά αν περάσει  έτσι όλη η ζωή…. τι γίνεται αν πολύ  πριν το τέλος μπουν στη μέση, όπως η σκουριά στο σίδερο, οι αρρώστιες, τα βάσανα…»

 

Το μυθιστόρημα ετούτο του Τουργκένιεφ είναι, όπως κι’ άλλα του, λιτό σε μέγεθος, και προσομοιάζει με εκείνα των Ρώσων συγχρόνων του. Η ειδικότητά του Τουργκένιεφ ήταν οι μικρές, σύντομες ιστορίες και τα σφιχτοδεμένα μυθιστορήματα που αποπνέουν μια πολύ μοντέρνα αίσθηση, ειδικά όσον αφορά τη θεώρηση και την αντιμετώπιση των γυναικών. Τα περισσότερα μυθιστορήματα του δέκατου ένατου αιώνα, ακόμη και εκείνα που γράφτηκαν από γυναίκες, τείνουν να περιγράφουν τους χαρακτήρες των γυναικών στην πιο απλή τους μορφή: οι καλές  είναι αγνές και άγιες, και οι κακές, αντίθετα, άκομψες και ακατάστατες. Ο Τουργκένιεφ, τώρα, ο οποίος είχε μάλλον προβληματικές σχέσεις με όλες τις γυναίκες της ζωής του, δημιούργησε στο λογοτεχνικό του έργο, γυναικείους χαρακτήρες που είναι εντυπωσιακά ρεαλιστικοί. Τα «Ανοιξιάτικα νερά», εν προκειμένω, αναδεικνύουν την επιδεξιότητα του Τουργκένιεφ και σε αυτόν τον τομέα, καθώς και την ικανότητά του να περιγράφει τους πόνους και τις χαρές του δύσκολου, περισσότερο, έρωτα.

Η υπόθεση του μυθιστορήματος, είναι απατηλά απλή.  Ξεκινά στην Αγία Πετρούπολη, όπου ο Ντμίτρι Πάβλοβιτς Σάνιν, ένας πλούσιος εργένης   γαιοκτήμονας αναπολεί  ζοφερά την κενή ζωή του. Μόλις έχει κλείσει τα πενήντα δύο του χρόνια, και σκέφτεται φιλοσοφώντας τη ματαιότητα, τη μηδαμινότητα, «τη χυδαία πλαστότητα κάθε ανθρώπινης εκδήλωσης», την πανταχού παρούσα κενότητα, τις αυταπάτες. Καταφύγιο, ίσως αναγκαιότητα, η ιστορική παλινδρόμηση του Σάνιν στο παρελθόν του. Θυμάται ένα ταξίδι που έκανε, επιστρέφοντας από την Ιταλία στη Ρωσία, και την ανέλπιστη, περίεργη  και μη αναμενόμενη ιστορία που διαδραματίστηκε στη Φρανκφούρτη πριν από τριάντα χρόνια, όταν ήταν είκοσι δύο ετών και στα πλαίσια μιας πολιτιστικής περιοδείας στην Ευρώπη, όπως συνηθιζόταν τότε από τους γόνους όλων των καλών οικογενειών. Ο Σάνιν περιπλανιέται, εντελώς τυχαία, σε ένα ζαχαροπλαστείο το οποίο διευθύνεται από μια ιταλική οικογένεια και σχεδόν αμέσως ερωτεύεται με την Τζέμα, την δεκαεννιάχρονη κόρη του ιδιοκτήτη του καταστήματος, μιας χήρας στην πραγματικότητα που ονομαζόταν Λεονόρα Ροζέλι. Η Τζέμα, είναι, ωστόσο, αρραβωνιασμένη με έναν πομπώδη στη συμπεριφορά και το ύφος Γερμανό καταστηματάρχη. Λόγω κάποιου επεισοδίου, ο Σάνιν αναγκάζεται να   μονομαχήσει για να υπερασπίσει την τιμή της Τζέμας, και αυτή διακόπτει την προηγούμενη σχέση της, κατά πάσα πιθανότητα,  λόγω της παρουσίας του Σάνιν. Όλα φαίνονταν ότι βαδίζουν καλά,  μέχρις ότου ο Σάνιν συναντά μια παντρεμένη γυναίκα, τη Μαρία Νικολάγιεβνα, η οποία του λέει πως είναι πρόθυμη να αγοράσει την  περιουσία του Σάνιν, έτσι ώστε αυτός να έχει αμέσως τα χρήματα διαθέσιμα για να μπορέσει να ανταποκριθεί στα άμεσα έξοδά του, να παντρευτεί τη Τζέμα και να αρχίσει τη νέα του ζωή που τόσο προσδοκούσε στην πόλη εκείνη της  Γερμανίας. Ο αμέσως επόμενος χρόνος αποδεικνύει ότι η Μαρία ενδιαφέρεται κυρίως για την αποπλάνηση του Σάνιν, την οποία και πραγματοποιεί με ευκολία και σε αρκετά σύντομο χρονικό διάστημα. Οι τύψεις του Σάνιν τον αναγκάζουν να γράψει μια επιστολή στη Τζέμα, στη Φρανκφούρτη, για να της εξομολογηθεί λυπημένα ότι δεν αξίζει τελικά  της αγάπης της. Φεύγει και επιστρέφει στη Ρωσία για να ζήσει με τις λύπες και τις τύψεις του, αλλά στις τελευταίες σελίδες του μυθιστορήματος, εντοπίζει την Τζέμα η οποία τώρα ζει στη Νέα Υόρκη με το σύζυγο και την οικογένειά της. Η τελευταία ενέργεια του Σάνιν που διαβάζουμε είναι η μετακίνησή του προς τη Νέα Υόρκη.

Η Τζέμα και η Μαρία είναι οι δύο κεντρικές γυναικείες  φιγούρες  του μυθιστορήματος. Οι περισσότεροι συγγραφείς του 19ου αιώνα, με τον  Ντίκενς ως το πιο κλασσικό παράδειγμα, θα περιγράψουν τη Τζέμα ως  κάποιο ανούσιο πρότυπο αρετής. Ο Τουργκένιεφ την κάνει ευχάριστη, λίγο  εκκεντρική, αλλά δεν της αποδίδει άλλα είδη συμπεριφοράς που είναι κοινά στις λογοτεχνικές ηρωΐδες της εποχής του. Η ερωτική σχέση στην οποία έχει εμπλακεί η Τζέμα φαίνεται απίθανη, αλλά είναι πολύ πραγματική. Η Μαρία, από την άλλη μεριά,  είναι ακόμη περισσότερο το κεντρικό και περισσότερο γοητευτικό αστέρι του μυθιστορήματος. Σαγηνεύει τον Σάνιν, μόνο και μόνο για να κερδίσει ένα στοίχημα με τον σύζυγό της, ο οποίος όπως αφήνεται να εννοηθεί στο κείμενο είναι κατά πάσα πιθανότητα ομοφυλόφιλος, και αυτό είναι κάτι που έχει κάνει ξανά στο παρελθόν. Εδώ περιγράφει την πρώτη αγάπη, ακριβώς όπως μια επανάσταση. Δεν μπορεί να αντισταθεί τη σκωπτική περιγραφή σχεδόν όλων των   πραγμάτων και των καταστάσεων της Γερμανίας, μιας χώρας της οποίας οι πολίτες έχουν ομολογουμένως δύσκολη σχέση με το χιούμορ. Ο Τουργκένιεφ εδώ, δίνει μια διαφορετική άποψη από τους άλλους δύο γίγαντες της ρωσικής λογοτεχνίας, όπως τον Ντοστογιέφσκι και τον Τολστόι, κι’ ίσως το ύφος της πρόζας του, να είναι πολύ πιο ευχάριστο και ενδιαφέρον για τους αναγνώστες του 21ου αιώνα.

 

 

Ιβάν Τουργκένιεφ (1818-1883)

Ιβάν Τουργκένιεφ (1818-1883)

Τα «Ανοιξιάτικα νερά», γράφτηκαν από τον Ρώσο συγγραφέα Ιβάν Τουργκένιεφ (1818-1883), το διάστημα  1870-1871.  Ο Τουργκένιεφ γεννήθηκε από μια πλούσια οικογένεια γαιοκτημόνων. Ήταν μάλλον ο πιο   κοσμοπολίτης   Ρώσος λόγιος, σπούδασε στη Γερμανία και από τα μέσα της δεκαετίας του 1850 και στη συνέχεια, έζησε κυρίως στην Ευρώπη. Δεν ενέκρινε την ηθική ή τη θρησκευτική προπαγάνδα στη λογοτεχνία και ήταν πιο κοντά στον Φλωμπέρ    από τους συμπατριώτες του Ντοστογιέφσκι και Τολστόι. Τα ‘Ανοιξιάτικα νερά’, είναι μια νουβέλα με θέμα τη ρομαντική λύπη. Ο Τουργκένιεφ έγραψε το μυθιστόρημα στα πενήντα του, η οποία είναι ταυτόχρονα και η ηλικία του πρωταγωνιστή του βιβλίου, Ντμίτρι Σάνιν, ο οποίος στην αρχή της ιστορίας,  βρίσκει ένα μικρό σταυρό σε ένα συρτάρι που του θύμισε την μεγάλη νεανική του αγάπη. Έτσι ολόκληρη η ιστορία γράφεται από αυτό το σημείο και στη συνέχεια:

«… Η μύτη της ήταν λίγο μεγάλη, αλλά όμορφη, σαν αετίσια. ‘Ένα μικρό χνούδι σκίαζε ελαφρά το πάνω χείλος, το χρώμα του προσώπου της, ωστόσο, κανονικό και ματ, δεν είχε να ζηλέψει τίποτα  από το ελεφαντοκόκαλο ή από το γαλατένιο κεχριμπάρι. Η γυαλάδα στα σγουρά μαλλιά της, όπως εκείνα της Ιουδήθ του Αλόριο, στο  Palazzo-Pitti. Μάτια σκούρα γκρίζα, μ’ ένα μαύρο λεπτό κύκλο γύρω απ’ την κόρη, μάτια λαμπερά, αλαζονικά, ακόμα τώρα που η αγωνία και ο πόνος θάμπωναν τη λάμψη τους… Αλλά κι εκεί στην Ιταλία δεν είχε συναντήσει ποτέ κάτι σαν κι αυτήν…».

Είναι το κορίτσι για το οποίο η μητέρα της ανησυχεί σφόδρα για το οικονομικό μέλλον της. Έχοντας λάβει τις διαβεβαιώσεις της αγάπης της Τζέμας, ο Ντμίτρι αισθάνεται τον εαυτό του στο υψηλότερο σκαλί της ανθρώπινης ευτυχίας. Αλλά εδώ, δυστυχώς,  τελειώνει το όμορφο παραμύθι που ζει! Η Μαρία Νικολάγιεβνα, είναι αναμφίβολα ενδιαφέρουσα και ελκυστική προσωπικότητα, με συντριπτική θηλυκότητα, μια πλήρης αντίθεση με την καθαρή και τη σχεδόν παιδαριώδη μορφή της Τζέμας, με την οποία ο Ντμίτρι ουσιαστικά δεν μοιράζεται τίποτα περισσότερο από ένα απλό φιλί. Αυτό που μάλλον δεν γνωρίζει ο Ντμίτρι, όμως, είναι η κατανόηση του συζύγου της, στους κατά καιρούς, περιστασιακούς και πρόσκαιρους, εραστές της συζύγου του, Μαρίας.

Όπως αποδεικνύεται, τελικά,  ο Ντμίτρι, είναι μια σχετικά εύκολη λεία για την πολύπειρη και  ξελογιάστρα Μαρία. Τον κρατά επίτηδες σε αναμονή των συζητήσεων που σκόπευαν να κάνουν γύρω από το κτήμα του Ντμίτρι στο Βισμπάντεν, με δείπνα, θέατρο, και, στη συνέχεια, κατά τη διάρκεια μια βόλτας στο δάσος, εκείνος γίνεται εύκολο θήραμα σε μια σκοτεινή και καταστροφική ερωτική τρέλα στην οποία δείχνει απελπιστικά ανήμπορος. «Θα πάω εκεί όπου θα είσαι και εσύ, και θα είμαι κοντά σου ώσπου να με διώξεις, της απάντησε σε κατάσταση απόγνωσης, εκείνη η δαμάστριά του, η αφεντικίνα του, δέχτηκε το πρόσωπο στις παλάμες της. Το πρόσφερε εκείνος. Τράβηξε τα χέρια της, τ’ ακούμπησε πάνω στο κεφάλι του, και μαζί με όλα τα δάχτυλά της άρπαξε τα μαλλιά του. Τ’ ανακάτευε λίγο-λίγο και μετά τα μπέρδευε, αυτά τα άκακα μαλλιά, όρθια, τεντωμένη, μ’ ένα χαμόγελο να φιδοσέρνεται στα χείλη της. Τα μάτια της μεγάλα και φωτεινά σαν το παρθένο χιόνι είχαν μα αλύπητη ηλιθιότητα  και τη χορτασιά της νίκης.  Το γεράκι, την ώρα που κατασπαράζει με τα νύχια του το πουλί που έπιασε, τέτοια μάτια έχει»!

Και τότε, τριάντα χρόνια αργότερα, ο Ντμίτρι, ο οποίος εν τω μεταξύ έχει χάσει όλη του τη ζωή τρέχοντας σε διάφορες ευρωπαϊκές πόλεις, ελευθερώνεται από αυτή με το θάνατό της. Υπάρχει ένας ενδιαφέρων παραλληλισμός μεταξύ της ιστορίας μας  και της ιδιωτικής ζωής του  Τουργκένιεφ.  Ο Ιβάν Τουργκένιεφ είχε μια δια βίου υπόθεση με την περίφημη τραγουδίστρια της όπερας, Πολίνα Βιαρντό. Την ακολούθησε σε όλη την Ευρώπη και δεν παντρεύτηκαν ποτέ.

Δεν υπάρχει τίποτα λάθος με ένα ευτυχισμένο τέλος, τουλάχιστον σε ένα μεγάλο μέρος της λογοτεχνίας. Ο ρομαντισμός, όμως, στη λογοτεχνία είναι, ως εκ της φύσεώς του, ενάντια στην ευτυχή κατάληξη των ερώτων και στο γάμο. Όταν ένα μεγάλο ειδύλλιο τελειώνει με την τελετή του  γάμου, τελειώνει και το ρομάντζο και οι εραστές απορροφώνται και ομογενοποιούνται με τον συνηθισμένο τρόπο από την κοινωνία. Όταν όμως, ένας μεγάλος έρωτας καταλήγει σε θάνατο ή σε φυγή, ο μεγάλος έρωτας που έζησαν στο παρελθόν οι δύο εραστές, παριστάνεται και απεικονίζεται ως ένα μεγάλο, ιδανικό, ανώτερο κι’ από τους απλούς νόμους της κοινωνίας. Στην ιστορία του ρομάντζου, ο ένας ή και οι δύο εραστές πρέπει να πεθάνουν, έτσι ώστε το ίδιο το ρομάντζο να μπορέσει να ζήσει ξανά, με κάποια άλλη βεβαίως μορφή. Το μικρό ετούτο και κάπως περίεργο μυθιστόρημα του Ιβάν Τουργκένιεφ, είναι ένα εξαιρετικό παράδειγμα μιας μεγάλης αγάπης που αρνείται σθεναρά να καταλήξει σε γάμο. Δεν φαίνεται να υπάρχουν βάσιμοι λόγοι στην ιστορία του μυθιστορήματος για τους πρωταγωνιστές να μην έχουν ένα αίσιο τέλος, κάτι σύνηθες αλλού, απλώς ο κύριος χαρακτήρας, Σάνιν, επιλέγει να μην παντρευτεί την αγαπημένη του. Η επιλογή αυτή του Σάνιν, και φυσικά του Ιβάν Τουργκένιεφ, παρουσιάζεται σαν   δυστυχισμένη, που γίνεται φαινομενικά παρά τη θέλησή του, αλλά στην πραγματικότητα επιλέγει να μην παντρευτεί την αγαπημένη του, προκειμένου να παρατείνει ρομαντικά τα συναισθήματα του για αυτή, και να μην τα καταστρέψει με το γάμο. Ο Τουργκένιεφ περιγράφει τον ξένο Ρώσο, έναν μικρής εμβέλειας αριστοκράτη, σε μια ξένη χώρα, με διορατικότητα και συμπάθεια, βλέποντας πίσω απ’  όλα  αυτά στην πραγματικότητα τον ίδιο του τον εαυτό.

Ενδιαφέρεται περισσότερο να διατηρήσει ζωντανό το ειδύλλιο μεταξύ της Τζέμας και του Σάνιν, ώστε ανατρέπει την όλη πλοκή με  ένα  καταστροφικό κίνητρο. Ο Σάνιν βασανίζεται τόσο από τη Μαρία, όσο  και από την αγάπη του για τη Τζέμα, και τελικά επιστρέφει στην Πετρούπολη ψυχικό και σωματικό ράκος. Στο τέλος μαθαίνουμε ότι αγαπούσε τη Τζέμα σ’ όλη τη ζωή του, και στα γηρατειά του, ταξιδεύει πίσω στην Φρανκφούρτη για να τη βρει και για να μάθει  ότι  εκείνη είναι ευτυχώς παντρεμένη, και ότι ήδη τον συγχώρεσε για εκείνη την παλιά εγκατάλειψη. Εκείνος βέβαια δεν έχει καν καταλάβει γιατί επέλεξε να υπονομεύσει τη μεγάλη του αγάπη για την Τζέμα, αλλά εμείς ως γνήσιοι αναγνώστες γνωρίζουμε ότι η μεγάλη αγάπη βρίσκεται και έρχεται πάντα σε αντίθεση με το γάμο.

Η λογοτεχνική αξία του βιβλίου, μάλλον δεν φαίνεται στην απλή και συνηθισμένη υπόθεση, αλλά προς το τέλος της ανάγνωσης. Το ρομάντζο είναι η έννοια μιας παθιασμένης επιθυμίας, ενώ ο γάμος η πραγματικότητα της αφοσίωσης. Το ρομάντζο τοποθετεί την ικανοποίηση του εραστή πάνω από όλα. Από το Θεό, την οικογένεια και το δίκαιο. Ο γάμος όμως προσφέρει την ευημερία και καλοπέραση στον άλλο, σε περισσότερο βαθμό από εκείνη του ενός. Αυτά τα δύο είδη αγάπης, όμως, είναι δυνατόν να  αλληλοαναιρούνται, θα μπορούσαν να αναρωτηθούν κάποιοι ευένδοτοι αναγνώστες; Στη ζωή ίσως όχι, είναι η συνήθης, εύκολη και λίγο επιπόλαια απάντηση, αλλά στη λογοτεχνία;

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top