Fractal

Διήγημα: “Ο καθρέφτης της σκεπαστής αγοράς”

Της Άννας Τιρικανίδου // *

 

mirror-face-720x340

 

Αν το καλοσκεφτείς, η ζωή είναι μία σειρά απλών συμπτώσεων. Άλλες φορές προλαβαίνεις το τρένο, απλά γιατί ο μπροστινός σου κοντοστέκεται λαχανιασμένος, να πάρει μια  ανάσα, κι άλλες φορές διαπιστώνεις εκνευρισμένος ότι ο προηγούμενος πελάτης πήρε την τελευταία φόρμα ζαπάτα στο φούρνο κι έμεινες εσύ μπουκάλα.

«Πφφφ, και δε μου αρέσει καθόλου το χωριάτικο ψωμί, ξινό και υπερβολικά σκληρό. Να πάρει…», μουρμούρισε βαριεστημένα, μέσα από τα δόντια του ο Πάνος, την ώρα που έψαχνε ένα ευρώ στο ακριβό μαύρο δερμάτινο πορτοφόλι του,  για να πληρώσει το παραδοσιακό καρβέλι στο φούρνο της γειτονιάς του. Γυρνούσε αργά από το γραφείο, ίσα που προλάβαινε το φούρνο ανοικτό. Από τη μέρα που τον εγκατέλειψε η Μαρίνα, το σπίτι του κόντευε να ρημάξει. Βλέπεις, είχε μάθει να τα αφήνει όλα πάνω της, τον βόλευε πολύ, μιας και τα βαριόταν θανάσιμα τα οικιακά ζητήματα. Η Μαρίνα έφυγε ένα πρωινό, μετά από αυτόν. Άνοιξε την πόρτα και χάθηκε, δεν του είπε ποτέ λέξη, δεν του άφησε γράμμα κι ούτε του έδωσε ποτέ μια εξήγηση, δεν πήρε μαζί της τίποτα. Μόνο εκείνο το «A dios», γραμμένο στο μεγάλο ολόσωμο καθρέφτη, που είχαν αγοράσει μαζί από το Καπαλί τσαρσί, με το αγαπημένο κραγιόν της, εκείνο το κοραλί. Τον ερωτεύτηκε αμέσως τον καθρέφτη, όταν τον αντίκρισε στο συμπαθητικό παλαιοπωλείο, με τα αμέτρητα ρετρό αντικείμενα. Φτιαγμένος από ασήμι και ξύλο σκαλιστό, σωστό έργο τέχνης. Η τιμή του τσουχτερή, μα η Μαρίνα ανένδοτη, έκανε σκληρά παζάρια, παρά τις αντιρρήσεις του Πάνου. Ο Τούρκος μαγαζάτορας την κοιτούσε, σχεδόν γοητευμένος, ήτανε, βλέπεις, πολύ όμορφη γυναίκα, με εκείνη τη γλυκιά θηλυκότητα αλλά και την εντυπωσιακή παρουσία συνάμα. Του Πάνου του φαινόταν τόσο περιττή και βαρετή η αγορά ενός καθρέφτη και μάλιστα τόσο ακριβού, μα δε σκέφθηκε ούτε στιγμή να της το αρνηθεί. Γιόρταζαν την επέτειό τους, 7 χρόνια μαζί, τα τρία τελευταία παντρεμένοι. Γυάλισαν τα μάτια της με το που αντίκρισε τον αλλόκοτο, στα μάτια του Πάνου, εκείνο καθρέφτη. Ένα ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη, αγαπημένο προορισμό της Μαρίνας, αυτό ήταν το δώρο της στον Πάνο. Αυτός δεν είχε πάει ποτέ στην Πόλη, παρόλο που ήταν πολυταξιδεμένος. Ήθελε να του δείξει η ίδια την Πόλη με το δικό της τρόπο, με τα δικά της μάτια. Το δικό του δώρο θα της το αγόραζε από την Πόλη, έτσι της είχε πει, την ώρα που επιβιβάζονταν στο αεροπλάνο. Μπορείς να το διαλέξεις μόνη σου, ό,τι σου αρέσει, κάτι από την Πόλη που τόσο πολύ αγαπάς. Της είχε αρέσει πολύ η ιδέα του άνδρα της. Ο Πάνος ήταν χουβαρντάς αλλά βαριόταν αφόρητα να κάνει ψώνια.

Πέρασαν μια αξέχαστη εβδομάδα στην Πόλη. Η Μαρίνα ξενάγησε τον Πάνο σε όλα τα αξιοθέατα. Με τις γλαφυρές περιγραφές της ανάστησε την Αγιά Σοφιά των βυζαντινών χρόνων, την άκουγε και νόμιζε ότι σε λίγο θα προβάλει από την κεντρική πύλη ο Ιουστινιανός, μεγαλόπρεπα ντυμένος με πορφύρα, να πάρει τη θέση του. Στο Μπαλουκλί έκλεισε τα μάτια του και αφέθηκε στο θρύλο της Ζωοδόχου.. Η συγκίνηση στη φωνή της γέμιζε την ατμόσφαιρα ευωδία. Όταν έσκυψε να πλύνει τα χέρια του στο αγίασμα, είδε τα πετρόψαρα να σαλεύουν, ήταν σίγουρος. Στην Παναγιά των Βλαχερνών, ένα ήσυχο απόγευμα, πάνω που είχε αρχίσει να σουρουπώνει, με μοναδικό φως δυο αναμμένα κεριά, του ιστορούσε την ιστορία της βυζαντινής εκκλησιάς, κρατώντας τον σφιχτά από το χέρι. Θαρρείς κι άκουγε για πρώτη του φορά αυτή τη χιλιοειπωμένη ιστορία των σχολικών του χρόνων. Περνώντας το κατώφλι της παλιάς ξύλινης πόρτας της μικρής εκκλησιάς, κοντοστάθηκε να μυρίσει ένα βασιλικό, σ’ ένα μικρό γλαστράκι. Ο περίβολος του ναού ήταν γεμάτος λουλούδια και δέντρα, τα φρόντιζε με περισσή αγάπη και μεράκι η πρεσβυτέρα του παπά Λευτέρη. «Τώρα είμαι σίγουρη, ότι είναι η κατάλληλη ώρα», του ψιθύρισε στο αυτί, κοιτώντας τον με λατρεία στα μάτια. «Για ποιο πράγμα, καρδούλα μου;», τη ρώτησε ο Πάνος, κομματάκι αφηρημένος, τον είχε συνεπάρει η μαγεία του σκηνικού, σχεδόν ένιωθε πρωταγωνιστής σε ιστορικό μυθιστόρημα. «Νιώθω έτοιμη να αποκτήσω μαζί σου ένα παιδί», του απάντησε ήρεμα και δίχως τρέμουλο στη φωνή. Ο Πάνος κόντεψε να λιποθυμήσει από τη χαρά του, εδώ κι ένα χρόνο την παρακαλούσε, μα αυτή δεν ήθελε και πολύ τον πίκραινε η άρνησή της, παρά τις εξηγήσεις της. Και να που τώρα, την άκουσε να του ομολογεί,, πως είναι ώριμη να γίνει μάνα. Ένιωσε να τον πλημμυρίζει η ευτυχία, σε κύματα. Πέρασαν το βράδυ, κάνοντας κρουαζιέρα στο Βόσπορο. Την κρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά του και τη φιλούσε τρυφερά στα μαλλιά και στο μάγουλο. Είχε δίκιο η Μαρίνα, κάθε φορά που του έλεγε, πως δεν υπάρχει πιο όμορφη πόλη από την Κωνσταντινούπολη τη νύχτα, με τα αμέτρητα φώτα να λούζουν τα μαγικά νερά του Βοσπόρου. Τότε, γελούσε με τον παιδικό ενθουσιασμό της γυναίκας του, ήταν σίγουρος ότι υπερβάλλει. Άλλωστε, ήταν γνωστός ο ενθουσιασμός της, όταν μιλούσε για κάτι που αγαπούσε. Και η Πόλη ήταν η μεγάλη της αγάπη. Η Μαρίνα ήταν ιστορικός-αρχαιολόγος, ειδικευόταν στη βυζαντινή τέχνη. Όταν γύρισαν στο ξενοδοχείο, της έκανε έρωτα με πάθος, όπως την  πρώτη φορά τους. Τους βρήκε το ξημέρωμα αγκαλιασμένους.

Ο καθρέφτης αγοράστηκε την επόμενη μέρα  στη «Σκεπαστή Αγορά». Τριγυρνούσαν κοντά δυο ώρες στα πολύβουα σοκάκια του εμπορικού μαχαλά. Ένας απίστευτος κόσμος, όπου συναντιόνταν με τον πιο αρμονικό τρόπο η ιστορία, τα αρώματα, οι μουσικές και τα χρώματα της ρωμαίικης, της οβραίικης, που θα έλεγε κι ο Μακρυγιάννης, και της τούρκικης παράδοσης. Παλιά αντικείμενα, που μαρτυρούν πειστικά και καλαίσθητα ιστορία και τέχνη, μεταξένια πορφυρά υφάσματα και βελούδινες πετσέτες, περίτεχνα χαλιά, μπαχαρικά που μοσχοβολούν λάγνα Ανατολή, λουκούμια τριαντάφυλλο, μπακλαβάδες με εκλεκτό καρύδι και φιστίκι, πιπεράτοι παστουρμάδες, λαχταριστά κεμπάπ και λαχματζούν, κι ένα σωρό άλλα μπερεκέτια. Κάπως έτσι, πρέπει να ήταν το τραπέζι της κόνας Λωξάντρας, φορτωμένο διαλεχτά καλούδια. Ο Πάνος έκανε πολύ χάζι τα  περίεργα αυτά μαγαζάκια, με τα αμέτρητα μπιχλιμπίδια, δεν ήταν μαθημένος σε ανατολίτικα παζάρια. Η Μαρίνα πάλι ήταν στο στοιχείο της, μιλούσε και τα τουρκικά φαρσί, πράγμα που διευκόλυνε πολύ την έρευνα αγοράς. Καθόλου δεν της άρεσε αυτή η φράση, μα ζώντας πλάι στον Πάνο, κάτι είχε δανειστεί κι αυτή από τη «γλώσσα» του. Προτιμούσε να σκέφτεται τα ψώνια, σαν ένα παζλ με πολλά χρώματα ή σαν ένα λαβύρινθο ή σαν ένα ψηφιδωτό, όλα είχαν τον προορισμό τους.

«Μαρία, Μαρία, Μαρία …γκελ μπουραγιά», της φώναξε ο Τούρκος. Τις Ελληνίδες τις αποκαλούν όλες «Μαρία» στην Πόλη, τους άνδρες «Γιώργο». Μία που την φώναξε ο Τούρκος και μία που χαμήλωσε τα ματιά του, σαν από ντροπή. Περίεργος τύπος, ασυνήθιστα συνεσταλμένος για μαγαζάτορας στο Καπαλί τσαρσί. Η Μαρίνα κοντοστάθηκε, έριξε μια γρήγορη ματιά στο κονάκι του νεαρού Τούρκου και πέρασε την πόρτα του νοικοκυρεμένου μαγαζιού με κέφι, σβαρνώντας στην κυριολεξία τον έρμο τον Πάνο, που έμοιαζε χαμένος, αφού είχε αρχίσει να κουράζεται. «Και πολύ άντεξε», κρυφογέλασε η Μαρίνα. «Από εδώ, κυρία, από εδώ έχει πράγματα για σένα», την ορμήνεψε ο πωλητής. «Πράγματα για μένα; Τί θέλεις να πεις;», τον ρώτησε, φανερά περίεργη. Ο Πάνος κοιτούσε απορημένος, μια τη γυναίκα του και μια το νεαρό ιδιοκτήτη. Δε σκάμπαζε λέξη τουρκική. «Εδώ μέσα στο στενό καμαράκι, φυλάω πράγματα σπάνια και όμορφα, για ξεχωριστά πρόσωπα, όπως η αφεντιά σου», απάντησε θαρρετά ο Μέμετ. Εκείνη η πρωτόγνωρη  συστολή είχε αρχίσει σιγά σιγά να υποχωρεί. Μόλις μπήκε στο μικρό δωμάτιο, η Μαρίνα θάμασε μεμιάς. Γυάλινες λάμπες, σε υπέροχα χρώματα, φιλντισένιες κοσμηματοθήκες, κεχριμπαρένια κομπολόγια, σκαλιστά ξύλινα τραπεζάκια, ένα πανέμορφο τάβλι, φτιαγμένο για συλλέκτες, και πόσα άλλα αληθινά έργα τέχνης. Και ξαφνικά το μάτι της έπεσε πάνω σ’ έναν ασημένιο στρογγυλό καθρέφτη, με λουστραρισμένο ξύλο από καρυδιά στη μπορντούρα του. Εκείνη τη στιγμή ο χρόνος σταμάτησε για τη Μαρίνα. «Αυτό είναι το δώρο μου», γύρισε στη μεριά του Πάνου, κοιτώντας τον πονηρά, ήτανε, βλέπεις, τσουχτερή η τιμή του. Μα ήταν αποφασισμένη, αυτό ο καθρέφτης θα γινόταν δικός της, ο κόσμος να χαλάσει. Τη συνέχεια την ξέρετε …

«Τι στο καλό με έπιασε πάλι μεσημεριάτικα;», μουρμούρισε θυμωμένα ο Πάνος, βυθισμένος στη δερμάτινη πολυθρόνα του σαλονιού, κοιτώντας το κουρασμένο πρόσωπό του στον περίφημο καθρέφτη, που στεκόταν αγέρωχος στον απέναντι τοίχο. Είχε τα χάλια του, για λύπηση ήταν, είχε γεράσει απότομα. «Η κυρία μ’ εγκατέλειψε, πάει ένας χρόνος τώρα, δίχως μια λέξη, μια εξήγηση, ένα σε βαρέθηκα, ρε βλάκα, … κι εγώ ακόμα θυμάμαι τους όρκους αγάπης της … Πόλης …  μα θα σε βγάλω απ’ το μυαλό μου, σκρόφα», ούρλιαξε την ώρα που εκσφενδόνισε το ποτήρι με το ουίσκι προς τον καθρέφτη». Γυαλιά που ράγισαν, το κρυστάλλινο ποτήρι έγινε θρύψαλα κι ο καθρέφτης έπεσε με κρότο στο πάτωμα, λες κι έγινε σεισμός. Κι εκεί ανάμεσα στα συντρίμμια ένα κομμάτι χαρτί. «Τι είναι πάλι ετούτο; Με παλιόχαρτα είναι γεμισμένος ο καθρέφτης, που μου φέσωσε η κυρία;», αναρωτήθηκε φωναχτά, καθώς έσκυβε να μαζέψει το χαρτί. Ήτανε διπλωμένο στα δύο κι έγραφε τ’ όνομά του. Αποκαμωμένος, ξεδίπλωσε το χαρτί και ίσα που πρόλαβε, να σωριαστεί στην κουνιστή καρέκλα. Τα είχε τσούξει για τα καλά, κόντευε να του γίνει συνήθεια.

«Από μένα θέλω να σου μείνει  χαραγμένη στο μυαλό και στην καρδιά η εικόνα στην αυλή της  Παναγιάς, τη στιγμή που σου ορκίστηκα αιώνια αγάπη … τότε δεν ήξερα, τα εννοούσα όλα, όσα σου είπα… αργότερα έμαθα, από αυτή την αρρώστια δε γλιτώνει κανείς, ακριβή μου αγάπη … τη Μαρίνα των βράχων προτιμώ να θυμάσαι, η άλλη δε θα σου άρεσε καθόλου, θα την κρατούσες μόνο από οίκτο, κι εγώ σ’ αγαπώ πολύ, για να αρκεστώ στα ψίχουλα. Μη θυμώνεις με τη μητέρα μου, εγώ την όρκισα, να μη σου πει τίποτα». Ένας λυγμός ανέβηκε στο λαιμό του, ένιωθε να πνίγεται, δεν του έφτανε ο αέρας, έλυσε βιαστικά τη γραβάτα του … τώρα κατάλαβε αυτό το ρημάδι το  «A dios»(στο Θεό) και τη βασανιστική σιωπή της πεθεράς του, δεν ήταν από ντροπή αλλά από απόγνωση …  Η δική του Μαρίνα είχε πετάξει γι’  άλλες πολιτείες. Έπρεπε, οπωσδήποτε, να φτιάξει τον καθρέφτη …

 

 

* Η  Άννα Τιρικανίδου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1976. Αποφοίτησε από τη Φιλοσοφική (τμήμα Φιλολογίας – τομέας κλασικών σπουδών) και τη Θεολογική (τμήμα Θεολογίας) Σχολή του Α.Π.Θ. Πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές με άριστα και στη συνέχεια εκπόνησε διδακτορική διατριβή, με αντικείμενο την ερμηνευτική των βιβλικών κειμένων και τη γραμματεία και ιστορία του ελληνορωμαϊκού κόσμου. Κατά τη διάρκεια των μεταπτυχιακών σπουδών της φοίτησε σε Πανεπιστήμια του εξωτερικού(Γερμανία). Ομιλεί και γράφει την αγγλική και τη γερμανική γλώσσα άπταιστα και την ιταλική και τουρκική γλώσσα πολύ καλά. Διορίστηκε στη Μέση Εκπαίδευση, κατόπιν συμμετοχής σε εξετάσεις του ΑΣΕΠ. Από τον Αύγουστο του 2011 υπηρετεί  ως διευθύντρια σε γυμνάσιο της Θεσσαλονίκης. Ειδικεύεται στη χρήση των ΤΠΕ στη διδακτική πράξη. Είναι μέλος επιστημονικών ενώσεων της Ελλάδας και του εξωτερικού. Συμμετέχει σε επιστημονικά συνέδρια, ως εισηγήτρια, και σε μεταφραστικές ομάδες για τη Βίβλο. Αρθρογραφεί συχνά για θέματα που αφορούν τη γλώσσα, την ιστορία και τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Αγαπά τη λογοτεχνία, την ποίηση, το θέατρο, τον κινηματογράφο,  την ιστορία, τα λουλούδια, τη μαγειρική και τα ταξίδια.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top