Fractal

Διήγημα: “A Venezia!”

Της Άννας Τιρικανίδου // *

 

f4

 

Φέτος, είχαν αποφασίσει να κάνουν τις Απόκριες ένα ταξιδάκι στη Βενετία, να ζήσουν το περίφημο καρναβάλι και να περάσουν ένα όμορφο τριήμερο έρωτα και διασκέδασης, δίχως τις σκοτούρες και το άγχος της δουλειάς. Ο Κώστας ήταν υψηλόβαθμο στέλεχος σε πολυεθνική, τα τελευταία δύο χρόνια είχε αναλάβει μεγάλες ευθύνες κι έτρεχε μονίμως να προλάβει, σ’ ένα μόνιμο στοίχημα με το χρόνο. Μεγάλα καράβια, μεγάλες φουρτούνες, που λέει κι ο λαός. Τους είχε φάει η ρουτίνα και η γκρίνια. Η Καθαρά Δευτέρα, όμως, θα τους έβρισκε στη Βενετία. Τελεία και παύλα. Το είχε υποσχεθεί στην Αναστασία, ήταν όνειρο ζωής γι’ αυτήν. Στο κάτω κάτω, της το χρωστούσε, το καλοκαίρι δεν είχαν κάνει καθόλου διακοπές, με τα γνωστά γεγονότα της ίδρυσης του παραρτήματος. Η Αναστασία ήταν διακοσμήτρια και λάτρευε τα είδη εποχής, ειδικά αυτά που παρέπεμπαν στο γνωστό βενετσιάνικο καρναβάλι, όπως οι εντυπωσιακές μάσκες. Δεν έβλεπε την ώρα να βρεθεί σε αυτή τη μαγική αναγεννησιακή ερωτική φωλιά μαζί με τον αγαπημένο της.

Στο μεταξύ τους πρόλαβε ο χωρισμός, ποιος να το φανταζόταν; Η άβουλη ρομαντική Αναστασία του έδωσε τα παπούτσια στο χέρι κι ενώ όλα έδειχναν πως όδευαν στα σκαλιά της εκκλησίας. Το επόμενο πρωί, μετά από εκείνο το εφιαλτικό βράδυ, που την έστησε έξω από τον κινηματογράφο, γιατί ξέχασε το ραντεβού τους, η Αναστασία περίμενε να φύγει ο Κώστας για το γραφείο. Προσποιήθηκε ότι ήταν κουρασμένη και κοιμόταν βαθιά, καθώς είχε πλαγιάσει αργά, μετά τον τρικούβερτο καυγά, κι αφού έκλαιγε γοερά για περισσότερο από μία ώρα. Ο Κώστας την είχε αποκαλέσει ανώριμη, υπερβολική κι ανόητη ρομαντική, που τον έπνιγε με τις ηλίθιες φαντασιώσεις της. Το κερασάκι στην τούρτα ήταν, όταν την αποκάλεσε κοροϊδευτικά “Drama Queen”, διακωμωδώντας την αντίδρασή της για το στήσιμο έξω από τον κινηματογράφο για πάνω από μία ώρα και χωρίς να της απαντάει στις απανωτές κλήσεις στο κινητό του. Ο Κώστας ήταν πρακτικός άνθρωπος, έδινε βαρύτητα στην καριέρα του, την Αναστασία την είχε ερωτευτεί, του άρεσε από την πρώτη στιγμή που την είδε στο σπίτι των κουμπάρων του. Είχε αναλάβει τη διακόσμηση του καινούριου σπιτιού τους. Η αλήθεια ήταν, πως είχε κάνει εξαιρετική δουλειά, όλοι το έλεγαν. Δεν άργησαν να γίνουν ζευγάρι, ο Κώστας τη διεκδίκησε ασφυκτικά. Δεν ήταν μαθημένος να χάνει, όταν κάτι του άρεσε, το έβαζε στόχο και το κυνηγούσε, μέχρι να το πετύχει. Στους τέσσερις μήνες, αποφάσισαν να μείνουν μαζί. Από τότε είχαν περάσει τέσσερα χρόνια. Η Αναστασία τον λάτρευε σαν Θεό και τον φρόντιζε σαν παιδί. Του άρεσαν και τα δύο, γούσταρε την εξάρτησή της από αυτόν, όπως και το ότι ήταν η πρώτη έγνοια της το πρωί που ξυπνούσε και η τελευταία της σκέψη, πριν κοιμηθεί. Ήτανε, βλέπεις, θηλυκό παλαιάς κοπής το Νατασάκι του, έτσι την έλεγε χαϊδευτικά, κι ας θύμωνε αυτή.

-Εγώ καταλαβαίνω, πως δε με αγαπάς, απλά σου αρέσω σαν γυναίκα, Κώστα.

-Μα, βρε μωρό μου, δε σε αγαπώ, γιατί ξέχασα ένα γαμημένο ραντεβού για μια χαζή ταινία; Επιτέλους, πότε θα ξεπεράσεις αυτή την εμμονή σου με τις ανόητες ρομαντικές ταινίες εποχής; Πώς να μην το ξεχάσω, σκυλοβαριέμαι, κάθε φορά που με σέρνεις σ’ αυτές τις βαρετές μαλακίες!

-Πλήττεις μαζί μου, πες καλύτερα, μην φοβάσαι, έλα, ξεστόμισέ το. Με αποκάλεσες, ήδη, χαζή. Μη διστάζεις, να τελειώνουμε μια και καλή.

-Α, το έχεις χάσει, εντελώς, Αναστασία, δε συνεχίζω άλλο, είμαι ένα πτώμα, πάω να την πέσω. Έχεις καταντήσει “Drama Queen” κι εγώ είμαι πολύ κουρασμένος, για να παίξω το παιχνιδάκι σου, μωρό μου.

– Ώστε, σου φαίνομαι και μελοδραματική, ε; Άστο διάολο, ρε Κώστα, σαν πολλά δε μου τα έχεις πει; Ποιος νομίζεις ότι είσαι στο φινάλε, ε;

Το επόμενο πρωί, με το που έφυγε ο Κώστας για το γραφείο, σηκώθηκε, μπήκε στο μπάνιο και αφέθηκε να μουλιάσει στο ζεστό νερό, παίζοντας αφηρημένη με τους αφρούς. Απόλαυσε ένα αργό χαλαρωτικό μπάνιο, είχε αποφασίσει να διώξει από πάνω της την ένταση της προηγούμενης νύχτας. Δεν ήταν σίγουρη, τι την ενόχλησε περισσότερο, η αδιαφορία του, το θράσος και η προκλητικότητά του, ή το ότι έπεσε και κοιμήθηκε ανενόχλητος, αφού πρώτα την απαξίωσε και την περιφρόνησε, σαν να ήταν η ξεπέτα της μιας βραδιάς. Για πρώτη φορά παραδέχτηκε φωναχτά στον εαυτό της, ότι για τον Κώστα δεν ήταν παρά μία όμορφη γυναίκα, που την ποθούσε ερωτικά. Τί δουλειά είχε αυτή μ’ έναν τέτοιο άνθρωπο; Δεν είχαν τίποτα κοινό. Ο Κώστας ήταν πάντα ξεκάθαρος απέναντί της, της έδειχνε το ερωτικό του πάθος, αλλά μέχρι εκεί. Και την πρόταση γάμου της την έκανε, γιατί τον βόλευε η παρουσία της στη ζωή του. Τον φρόντιζε σαν να ήταν μωρό, δεν του χαλούσε ποτέ χατίρι, δεν του έφερνε καμία αντίρρηση, δεν ανακατευόταν ποτέ στις δουλειές του, τον λάτρευε, όπως την Παναγιά στο εικόνισμα. Είχε καταντήσει σκυλάκι για χάρη του, δεν αναγνώριζε τον εαυτό της. Σε μια γρήγορη αποστροφή, πετάχτηκε έξω από τη μπανιέρα, φόρεσε το λευκό μπουρνούζι, που της είχε φέρει ο Κώστας από την Προύσα κι έτρεξε βιαστικά στην κρεβατοκάμαρα. Πήρε τη μεγάλη βαλίτσα από την καρυδένια ντουλάπα κι άρχισε να ρίχνει μέσα τα ρούχα της. Το απόγευμα έπρεπε να τη βρει μακριά από το σπίτι του. Τρεις ώρες μετά, έριξε μια τελευταία εξονυχιστική ματιά στο σπίτι κι έκλεισε πίσω της την πόρτα αποφασιστικά. Δεν άφησε σημείωμα, μόνο το ακριβό μονόπετρο με τη γαλάζια πέτρα στο κομοδίνο, πλάι στο κρεβάτι, στη μεριά που κοιμόταν ο ακατανόμαστος.

Με το μικρό κόκκινο Golf γεμάτο βαλίτσες, σακ βουαγιάζ, κούτες με βιβλία κι ένα σωρό άλλο πράγματα, ριγμένα πρόχειρα, γύρισε το κλειδί στη μηχανή κι έβαλε μπρος για τη νέα της ζωή. Περίεργο, για πρώτη φορά στη ζωή της ένιωθε τόσο δυνατή. Ποια, αυτή που όλοι την είχαν για πλάσμα αδύναμο κι άβουλο. Ήταν αποφασισμένη, να μην αρκεστεί, πλέον, στα ψίχουλα που της πετούσαν οι γύρω της. «Και τώρα που πάμε, κυρία μου;», αναρωτήθηκε μεγαλόφωνα και με αγωνία. Είχε αφήσει το διαμέρισμά της, για να μείνει στου Κώστα και δεν ήθελε να πάει σε κάποια φίλη της, δεν ήθελε να είναι κάπου, όπου θα σκεφτόταν, ίσως, να την ψάξει. «Μα τι είναι αυτά που σκέφτομαι; Να με ψάξει ο Κώστας; Αυτός είναι νάρκισσος, στον καθρέφτη της ζωής του δε χωράει παρά μονάχα ένα είδωλο, το δικό του», ψέλλισε φανερά ταραγμένη, περνώντας την είσοδο του παλιού ξενοδοχείου. «Μέχρι να βρει ένα διαμέρισμα, θα βολευόταν σε τούτο το φτηνό ξενοδοχείο, καλό ήταν, δε βαριέσαι, σημασία έχει που είναι καθαρό», σκέφτηκε βαριεστημένα. «Είδα και τη ζωή που έκανα στο παλάτι του Κώστα, να μετράω τις ώρες μέχρι να γυρίσει ο πασάς, να τον υπηρετήσει κι αυτός να της κάνει και πλάκα από πάνω. Αχάριστος, τι τα θες; Τελικά, ήταν χρυσό κλουβί κι όχι ερωτική φωλιά, όπως είχα ονειρευτεί», συνέχισε να μονολογεί μέσα από τα δόντια της.

Κοιμήθηκε αποκαμωμένη, την πήρε ο ύπνος με τα ρούχα, η τηλεόραση έπαιζε δυνατά, την είχε ανοίξει μα το που μπήκε στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, για να μην αισθάνεται μοναξιά. Οι φωνές την έκαναν πάντα να νιώθει ασφάλεια. Ξύπνησε κατά τις δέκα, έκανε ένα ντουζ, ντύθηκε βιαστικά κι έφυγε να πάει στη δουλειά, είχε προγραμματισμένο ραντεβού, είχε αναλάβει τη διακόσμηση μιας λογιστικής εταιρείας. Πήρε ταξί, το αυτοκίνητο ήταν φορτωμένο ακόμα με τις αποσκευές της και τα πράγματά της. Μελαγχόλησε για μια στιγμή αλλά συνήλθε μεμιάς, κάπου σε μια γωνιά ήταν στριμωγμένα και τα όνειρά της. Ήταν αποφασισμένη να τα διεκδικήσει, να τα δει να παίρνουν σάρκα κι οστά. Άνοιξε το κινητό της μέσα στο ταξί. Δεν την είχε καλέσει ούτε μία φορά, ούτε ένα μήνυμα, ούτε μία λέξη. Δεν είχε ανησυχήσει καθόλου ο Κώστας, την πλήγωσε η σκέψη. «Καλύτερα έτσι», σκέφτηκε, «να τελειώνουμε οριστικά». Πέρασε με αέρα την είσοδο της εταιρείας, το ταπεινό ρομαντικό χαμομηλάκι, όπως την αποκαλούσαν οι φίλοι της, το είχε αφήσει στο σπίτι του Κώστα, φεύγοντας. Γεμάτη αυτοπεποίθηση, χτύπησε την πόρτα του ιδιοκτήτη. Την υποδέχτηκε ο ίδιος, ωραίος τύπος, γύρω στα πενήντα. Η δουλειά κλείστηκε γρήγορα, ο κ. Νικηφόρου ήταν πολύ ξεκάθαρος, για το ύφος που ήθελε να έχει ο επαγγελματικός του χώρος. Δεν την ενθουσίασε η δουλειά, δεν είχε καμία σχέση με διακόσμηση, αλλά τα λεφτά ήταν καλά κι αυτή τα είχε ανάγκη, έπρεπε να βρει διαμέρισμα, να το επιπλώσει, να αγοράσει ηλεκτρικά, να στήσει ένα ζεστό σπιτικό από την αρχή, να σταθεί στα πόδια της. Δεν είχε περιθώρια να αρνηθεί, η τέχνη μπορούσε να περιμένει. Οι μέρες περνούσαν γρήγορα, βρήκε σπίτι, είχε και λιγοστά έπιπλα, δεν άργησε να το φτιάξει, όπως το ήθελε κι όπως της επέτρεπαν τα οικονομικά της. Ευτυχώς, ο Νικηφόρου αποδείχτηκε σπαθί, την πλήρωσε στην ώρα του και γενναιόδωρα. Τη σύστησε και σε κάποιους φίλους του κι έτσι το Νατασάκι μπήκε στον κύκλο των μεγαλοεπιχειρηματιών, αυτών που τόσο πολύ βαριόταν, όταν έπρεπε να τους συναναστραφεί για χατίρι του Κώστα. Πως τα φέρνει η άτιμη η ζωή, τώρα έγιναν δικοί της συνεργάτες.

Με κείνο και με τ’ άλλο οι μήνες πέρασαν χωρίς να το καταλάβει, ήλθε το καλοκαίρι και την βρήκε να εργάζεται πυρετωδώς. Είχαν ανοίξει οι δουλειές της, ο χωρισμός της είχε φέρει γούρι, βλέπεις. Από τους κοινούς τους φίλους, δεν την είχαν αναζητήσει παρά μόνο οι κουμπάροι του Κώστα. Από τους δικούς της είχε αποκοπεί και ήταν δική της η ευθύνη, βλέπεις, με το που γνώρισε τον Κώστα, έγινε όλη η ζωή της. Με τι μούτρα να τους προσεγγίσει πάλι τους παλιούς της φίλους; Δεν έκανε διακοπές, είχε πολλή δουλειά. Η αλήθεια ήταν ότι δεν είχε καλή παρέα. Κι έτσι ήλθε το φθινόπωρο, τα Χριστούγεννα που τόσο πολύ αγαπούσε, για πότε μπήκε ο καινούριος χρόνος και ήλθαν οι Απόκριες, χαμπάρι δεν το πήρε. Κόντευε Καθαρά Δευτέρα κι αυτή δεν είχε καταφέρει ακόμα να πάει στην αγαπημένη της Βενετία. Όνειρο ζωής, που απομακρύνθηκε τόσο άδοξα πριν ένα χρόνο. «Κοίτα, να δεις, για πρώτη φορά στη ζωή μου έχω περισσέψει τόσα χρήματα, με τόση δουλειά που έριξα ένα χρόνο τώρα, και δεν έχω μια συντροφιά να κάνω ένα ταξίδι», ομολόγησε με πικρία στον εαυτό της, πίνοντας την τελευταία γουλιά κρασί. Άφησε το ποτήρι να πέσει από το χέρι της πάνω στο χαλί, μια τρελή ιδέα της πέρασε από το νου. Θα πήγαινε στη Βενετία μονάχη της, σκασίλα της, θα γλεντούσε και θα φρόντιζε να περάσει πολύ καλά. Δεν ήταν ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία που θα ταξίδευε μόνη της. Στο κάτω κάτω θα δοκίμαζε να ζήσει κι αυτή μια περιπέτεια, βρε αδελφέ! Να ‘χει να θυμάται μια τρέλα από τα νιάτα της. Και που ξέρεις, μπορεί και να σταματούσε να την αποκαλεί μονόχνωτη και ξενέρωτη η Έλσα, η αδελφή της, το γνωστό σε όλους τρελοκομείο.

– Πότε φεύγει το επόμενο αεροπλάνο για Βενετία; ρώτησε ανυπόμονα, παίζοντας νευρικά με το καλώδιο του παλιού τηλεφώνου, μια υπέροχη αντίκα που είχε αγοράσει σ’ ένα ταξίδι στο Εδιμβούργο, σ’ ένα μικρό παλαιοπωλείο, που λειτουργούσε μέσα στο γραφικό κάστρο. Είχε ξεπατικώσει μικρούς θησαυρούς εκεί μέσα και μάλιστα κοψοχρονιά.

– Αύριο το μεσημέρι στη μία, κυρία, απάντησε η υπάλληλος της “Aegean Airlines”.

– Κρατήστε μου μία θέση, σας παρακαλώ. Ναι, κατάλαβα, θα είμαι στο αεροδρόμιο, 2 ώρες πριν, να παραλάβω το εισιτήριό μου.

«Παρέμενε πεισματικά ρετρό, πρέπει να ήταν από τους λίγους εναπομείναντες που έκλειναν ακόμα αεροπορικό εισιτήριο τηλεφωνικά», σκέφτηκε και αχνογέλασε. Κατέβασε τη μικρή βαλίτσα, την κόκκινη “Samsonite” κι άρχισε να ρίχνει μέσα λίγα ρούχα, ένα ζευγάρι μαύρες γόβες, το κοντό μαύρο φόρεμα, εκείνο με την ακριβή βενετσιάνικη δαντέλα, ό,τι πρέπει για την περίσταση, τα καλλυντικά της, το άρωμά της και μερικά μπιζού. Κοιμήθηκε αργά αλλά με πολύ καλή διάθεση. Η ιδέα του ταξιδιού την συνεπήρε, αφέθηκε να ονειρευτεί μετά από πολύ καιρό. Το πρωί σηκώθηκε άλλος άνθρωπος, έκανε ένα θεσπέσιο μπάνιο, ντύθηκε με άνετα ρούχα, ήπιε τον καφέ της με την ησυχία της, κάλεσε ταξί, πήρε τη μικρή βαλίτσα και ξεκίνησε για το αεροδρόμιο χαρούμενη.

Μέσα στο αεροπλάνο χάζευε ένα περιοδικό, για να περάσει η ώρα. Σαν πάτησε το πόδι της σε βενετσιάνικο έδαφος, η χαρά της δεν μπορούσε να περιγραφεί με λόγια. Έκανε σαν μικρό παιδί, που ανεβαίνει για πρώτη του φορά στο τραινάκι του λούνα παρκ. Μπήκε στο ταξί, χαμογέλασε στον ευγενικό οδηγό και του είπε το όνομα του ξενοδοχείου. Τα ιταλικά της ήταν λίγο σκουριασμένα, θα τα ξεσκόνιζε, όμως, μια εβδομάδα στη Βενετία ήταν ό,τι έπρεπε. Με το που έφθασε στο μικρό πανέμορφο αναπαλαιωμένο ξενοδοχείο, πέταξε τη βαλίτσα της σε μια γωνιά του δωματίου της και βγήκε να κάνει μια βόλτα στην πόλη. Ήξερε πολύ καλά, από πού έπρεπε να αρχίσει το ταξίδι στο όνειρο, από τον Άγιο Μάρκο φυσικά. Παρόλο που ήταν μέσα Φλεβάρη, ο καιρός ήταν σύμμαχος. Ένα απαλό αεράκι φυσούσε γλυκά κι έπαιζε με τα μαλλιά της. Το νέο χρώμα της πήγαινε πολύ. Της πρόσδιδε μια γλυκιά σέξυ πινελιά, ό,τι ακριβώς χρειαζόταν σε αυτή τη φάση της ζωής της. Περιηγήθηκε στην πόλη, είδε τον Άγιο Μάρκο, έφαγε με όρεξη ένα μεγάλο κομμάτι πίτσα μαργαρίτα κι ένα λαχταριστό τιραμισού. Τον Άγιο Μάρκο θα τον επισκεπτόταν ξανά, δεν τον είχε χορτάσει. Στο δρόμο για το ξενοδοχείο, το μάτι της έπεσε σε μία ταμπέλα. Πάρτι μασκέ με άφθονο “Ceretto Moscato” και “Chianti Classico”. Η ιδέα της κέντρισε το ενδιαφέρον, έλα, όμως, που δεν είχε προνοήσει για αποκριάτικη στολή και η ώρα είχε περάσει. Μπήκε στο ξενοδοχείο, σχεδόν τρέχοντας, κατευθύνθηκε στη ρεσεψιόν και ρώτησε τον υπάλληλο, που μπορούσε να βρει ένα αποκριάτικο κοστούμι της τελευταίας στιγμής. Η τύχη της χαμογελούσε διάπλατα. Το μικρό ξενοδοχείο διέθετε ένα πρώτης τάξεως βεστιάριο. Δεν άργησε να διαλέξει το κοστούμι που της ταίριαζε. Θα ντυνόταν σέξυ μάγισσα, της φάνηκε καλή ιδέα. Σε λιγότερο από μία ώρα περνούσε το κατώφλι του κοσμικού κέντρου, που φιλοξενούσε τον αποκριάτικο χορό των δικηγόρων της πόλης. Η είσοδος ήταν ελεύθερη για όσους ενδιαφέρονταν. Στη στολή πρόσθεσε, τι άλλο, μια βενετσιάνικη μάσκα, που τόσο της άρεσαν.

«Μα τι στην ευχή, ποιος ηλίθιος πατούσε πάνω στη μπέρτα της;», φώναξε αγανακτισμένη. Γύρισε εκνευρισμένη κι έτοιμη να τσακωθεί.

– Aspetta un minute, signore! …ε, δεν το πιστεύω, Κώστα, τι διάολο κάνεις εδώ;

– Νατασάκι, μη θυμώνεις, μάτια μου! Είπα να κάνω πράξη το όνειρό σου, έστω και χωρίς εσένα, κάτι σαν …τάμα! Ήθελα, να δω από πρώτο χέρι, τι σε γοήτευε σε τούτη την πόλη. Δε βρήκα ξεναγό, να με συνοδεύσει σε μια βραδινή βαρκάδα με τη γόνδολα. Τι λες, είσαι;

 

 

* Η  Άννα Τιρικανίδου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1976. Αποφοίτησε από τη Φιλοσοφική (τμήμα Φιλολογίας – τομέας κλασικών σπουδών) και τη Θεολογική (τμήμα Θεολογίας) Σχολή του Α.Π.Θ. Πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές με άριστα και στη συνέχεια εκπόνησε διδακτορική διατριβή, με αντικείμενο την ερμηνευτική των βιβλικών κειμένων και τη γραμματεία και ιστορία του ελληνορωμαϊκού κόσμου. Κατά τη διάρκεια των μεταπτυχιακών σπουδών της φοίτησε σε Πανεπιστήμια του εξωτερικού(Γερμανία). Ομιλεί και γράφει την αγγλική και τη γερμανική γλώσσα άπταιστα και την ιταλική και τουρκική γλώσσα πολύ καλά. Διορίστηκε στη Μέση Εκπαίδευση, κατόπιν συμμετοχής σε εξετάσεις του ΑΣΕΠ. Από τον Αύγουστο του 2011 υπηρετεί  ως διευθύντρια σε γυμνάσιο της Θεσσαλονίκης. Ειδικεύεται στη χρήση των ΤΠΕ στη διδακτική πράξη. Είναι μέλος επιστημονικών ενώσεων της Ελλάδας και του εξωτερικού. Συμμετέχει σε επιστημονικά συνέδρια, ως εισηγήτρια, και σε μεταφραστικές ομάδες για τη Βίβλο. Αρθρογραφεί συχνά για θέματα που αφορούν τη γλώσσα, την ιστορία και τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Αγαπά τη λογοτεχνία, την ποίηση, το θέατρο, τον κινηματογράφο,  την ιστορία, τα λουλούδια, τη μαγειρική και τα ταξίδια.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top