Fractal

Διήγημα: “Φιρούζ”

Της Άννας Τιρικανίδου //

 

firuze-DİZİSİ

 

Το παράθυρο του δωματίου του έβλεπε στο πλαϊνό μέρος του ολάνθιστου κήπου. Τον φρόντιζε πάντα ο παππούς. Μιλούσε στα φυτά με αγάπη και τρυφερότητα, σαν να ήταν παιδιά του. Ο Πέτρος βαριόταν αφόρητα, καλοκαίρι, κι αυτός ήταν κλεισμένος στο δωμάτιό του, τελούσε υπό δυσμένεια, γιατί τόλμησε να πει στη μητέρα του ότι δεν θα τους ακολουθούσε στις θερινές διακοπές τους. Στο κάτω κάτω ήταν κοτζάμ άνδρας πια, είχε τελειώσει το πρώτο έτος στη σχολή του, σπούδαζε ηλεκτρολόγος μηχανικός στο Πολυτεχνείο. Η μητέρα ούτε που να ακούσει λέξη, απείλησε ότι δε θα του έδινε χρήματα και η συζήτηση έληξε άδοξα, πριν καλά καλά ξεκινήσει. Από τότε που ο πατέρας έφυγε στην Αμερική, η μητέρα ήταν συνέχεια νευρική κι απότομη. Είχε καθίσει στο περβάζι του παραθύρου του και σκάλιζε ένα κομμάτι ξύλο, στο ραδιόφωνο έπαιζε ένα μελωδικό τραγούδι, μιας Ισπανοεβραίας τραγουδίστριας. “Firuze”, ο τίτλος του.

Στο διπλανό σπίτι, μάλλον, είχαν έλθει νέοι ένοικοι, γι’ αυτό και κουβαλούσαν συνέχεια κούτες κι έπιπλα. Τουλάχιστον, θα ερχόταν τίποτα ενδιαφέροντες άνθρωποι, να σπάσει η πλήξη του; Είχε πάρει να σουρουπώνει, όταν μια απρόσμενη επισκέπτρια, τάραξε ευχάριστα την ανία του. Τα ξύλινα παντζούρια του απέναντι δωματίου έτριξαν ξαφνικά αλλά την ίδια ώρα του φάνηκε ότι κάτι υποσχόταν ο υπόκωφος θόρυβος. Και δε γελάστηκε, μπροστά του πρόβαλε το πιο όμορφο κορίτσι του κόσμου. Μελαχρινή και ηλιοκαμένη, με ομορφιά εξωτική, με δύο μάτια, αμύγδαλα κανονικά, και χείλη γεμάτα δροσιά, που τον κάψωσαν με τρόπο πρωτόγνωρο. Σχεδόν, ένιωσε να του κόβεται η αναπνοή. Σαν να του φάνηκε πως του χαμογέλασε, κιόλας. Το κορίτσι του έριξε μια βιαστική ματιά, αδιάφορη, κι άρχισε να ρίχνει νερό στο μικρό μπαλκόνι της και να τρίβει δυνατά με τη σκούπα, να ξεπλύνει τις σκόνες. Το όμορφο σπίτι ήταν κλειστό, δυο χρόνια τώρα. Όταν τελείωσε με τη βεράντα, πήρε να τρίβει τα παντζούρια. Καθώς έσκυβε, φάνηκε το στήθος της, στητό κι αλαβάστρινο, σπαρταρούσε θελκτικό, στριμωγμένο ασφυκτικά στο στενό στηθόδεσμο.

«Θεέ μου», ψέλλισε ταραγμένος, «τι λέξεις είναι αυτές που χρησιμοποιώ, άκου αλαβάστρινο και θελκτικό, σαν τον κ. Σαχπεκίδη, το στριφνό φιλόλογο της Γ΄ Λυκείου κατάντησα». Σηκώθηκε απότομα από το περβάζι και κατέβηκε τρέχοντας τη σκάλα, να πάει στην κουζίνα, είχε τσούξει το στομάχι του από την πείνα. Το μεσημέρι, χολωμένος μετά τον καυγά με τη μητέρα, δεν κάθισε στο τραπέζι με τους άλλους. Στην κουζίνα η θεία Μέλπω ετοίμαζε το βραδινό, περίμεναν και το θείο Μιχάλη, το μικρό αδελφό του πατέρα. Ήταν ομορφάντρας, ορκισμένος εργένης, τον είχε αφήσει στο πόδι του ο πατέρας, όταν αναγκάστηκε να φύγει στην Αμερική, να φροντίσει τη θυγατρική επιχείρηση, που κόντεψε να βουλιάξει με τα γνωστά γεγονότα. Η Μέλπω δε μαγείρευε απλά, ήταν καλλιτέχνιδα της κουζίνας. Οι γαργαλιστικές μυρωδιές τού έσπασαν τη μύτη. «Τι χάλια είναι αυτά;», διέκοψε τη λιγούρα του η αυστηρή φωνή της μητέρας του, «έτσι θα καθίσεις στο τραπέζι;», τον κοίταξε επιτιμητικά. «Πήγαινε γρήγορα, να πλυθείς και να αλλάξεις, ο θείος σου θα είναι σε λίγο εδώ», τον πρόσταξε η μάνα. Είχε αρχίσει να του δοκιμάζει επικίνδυνα τα νεύρα, ήταν έτοιμος να εκραγεί.

Έδωσε τόπο στην οργή κι ανέβηκε πιλαλώντας τη δρύινη σκάλα, ήταν ξυπόλητος και γλιστρούσαν τα πόδια του, οι πατούσες του είχαν ιδρώσει, λίγο ο καύσωνας του καλοκαιριού, λίγο ο μελαχρινός άγγελος του απέναντι σπιτιού, δεν ήθελε και πολύ. Με βιαστικές κινήσεις πέταξε τα ρούχα του και μπήκε κάτω από τη ντουζιέρα. Το κρύο νερό τον ανακούφισε και βοήθησε να συμμαζέψει τις σκέψεις του, που τον τελευταίο καιρό ήταν ανάκατες. Βγήκε από το μπάνιο, δεν ξυρίστηκε τελικά, αυτό το άγριο στυλ άρεσε περισσότερο στα κορίτσια, έτσι έλεγε ο θείος Μιχάλης, όλο και κάτι παραπάνω θα ήξερε αυτός, τζάμπα είχε τον τίτλο του «καζανόβα»; Έβαλε ένα τζιν και το γαλάζιο πουκάμισο, του πήγαινε πολύ, τόνιζε τα σκούρα πράσινα μάτια του. Έστρωσε με λίγο τζελ τα ατίθασα μαλλιά του, έβαλε και λίγο άρωμα, τα άσπρα αθλητικά του, και κίνησε για την τραπεζαρία, είχε πέντε λεπτά που ακούστηκε το κουδούνι.

Ο Μιχάλης απολάμβανε ένα ποτήρι λευκό κρασί, οι ανιψιές του κρέμονταν από τα χείλη του, όπως πάντα, ήταν ο αγαπημένος θείος τους. Η μητέρα έστρωνε το τραπέζι με τη βοήθεια της Μέλπως. «Πού είσαι, ανιψιέ; Ένα χρόνο τώρα που είσαι φοιτητής, μας έγινες ακριβοθώρητος. Μαύρα μάτια κάναμε να σε δούμε!», είπε με τη γνωστή αγριοφωνάρα του ο Μιχάλης, την ώρα που τον αγκάλιαζε σφιχτά. «Τι θα γίνει, κυρίες μου, θα βάλετε κανένα χεράκι να φέρουμε τα φαγητά; Όλα από μένα και τη Μέλπω τα περιμένετε», γκρίνιαξε η Μαρίνα στις ακαμάτρες κόρες της. «Τι έπαθε η μάνα σου;», ρώτησε ο Μιχάλης, την ώρα που τα κορίτσια σηκώθηκαν βαριεστημένα, να βάλουν ένα χεράκι, μπας και γλιτώσουν από το επικριτικό βλέμμα της μητέρας τους. «Μάλλον, της λείπει ο άνδρας της κι έχουν σπάσει τα νεύρα της», του εξήγησε ο Πέτρος, ακολουθώντας τον στον κήπο, που είχε βγει για να καπνίσει ένα τσιγάρο, πριν περάσουν στο τραπέζι. «Ε, μην την αδικείς, δεν είναι κι εύκολο αυτό που περνάει, μόνη της με τέσσερα παιδιά και έναν ηλικιωμένο πατέρα, να φροντίσει. Κι ο άντρας της στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, οχτώ μήνες τώρα, στο τσαφ το γλιτώσαμε το φαλιμέντο, τα ξέρεις τώρα, μη λέμε πάλι τα ίδια, άστην να λέει και καμιά κουβέντα παραπάνω». «Κάνω και τίποτα άλλο; Μα δεν πάει άλλο, ένα χρόνο τώρα τρέχω από τη σχολή στο εργοστάσιο, χαμάλης κανονικός, δεν παριστάνω το γιο του αφεντικού, τα μαθήματα τα πέρασα όλα, τι ζήτησα κι εγώ, μια βδομάδα διακοπές με τους φίλους μου», απάντησε ο Πετρής. Έτσι τον φώναζε ο Μιχάλης, Πετρή, όπως το μακαρίτη τον πατέρα του, είχε το όνομά του ο μικρός. «Μα κι εσύ, βρε αγόρι μου, δεν ξέρεις να κάνεις τις δουλειές σου σωστά, θα μου έλεγες εμένα το πρόβλημα και θα εύρισκα ένα τρόπο να σε καλύψω. Είναι να τα βάζουμε με τις γυναίκες τώρα, πρωταθλήτριες στη γκρίνια είναι, δε βλέπεις εμένα, τυχαία είμαι εργένης;», μουρμούρισε ο Μιχάλης. «Παίζει κανένα κορίτσι;», του ‘κλεισε το μάτι πονηρά στο μισοσκόταδο. «Μπα, τίποτα», ψέλλισε ο Πέτρος δήθεν αδιάφορα, ενώ την ίδια στιγμή ήξερε, πως έλεγε ψέματα στον ίδιο του τον εαυτό πρώτα. «Μιχάλη, Πέτρο, ελάτε, έτοιμο το τραπέζι», διέκοψε την κουβέντα των ανδρών η Μαρίνα.

«Πω, πω, πάλι ζωγραφίσατε, κορίτσια, αυτά δεν είναι φαγητά, αυτά είναι έργα τέχνης. Α, ρε Μέλπω, είσαι θεά», παίνεψε τις δύο νοικοκυρές ο Μιχάλης και την ίδια στιγμή δάγκωσε την ξακουστή κρεατόπιτα με όρεξη. «Είσαι εσύ ένας μαλαγάνας», του επέστρεψε το κομπλιμέντο η Μελπομένη, σχεδόν κατακόκκινη από ντροπή. Βλέπεις, του είχε μεγάλη αδυναμία, αυτή τον είχε μεγαλώσει, από τότε που πέθανε η μακαρίτισσα η μάνα του, ήταν άξιο παλικάρι, δουλευτάς, κι ας είχαν τον τρόπο τους, κι ομορφόπαιδο. Ήθελε να τον δει αποκαταστημένο, με τη δική του οικογένεια. «Δεν βλέπεις τα αδέλφια σου;», τον μάλωνε με αγάπη, κάθε φορά που την επισκεπτόταν. Στο τραπέζι η ατμόσφαιρα ήταν χαρούμενη, βοήθησαν και τα μοναδικά εδέσματα της Μένιας, έτσι την έλεγε ο Μιχάλης τη Μέλπω, του άρεσε πολύ να την πειράζει, την αγαπούσε τη θεία του, για μάνα τη λογάριαζε, αυτή τον μεγάλωσε, την είχε καλύτερα κι από εικόνισμα. Την ευχάριστη διάθεση διέκοψε το κουδούνι. Η ώρα ήταν προχωρημένη και δεν περίμεναν κανέναν. Η Μαρίνα σηκώθηκε να ανοίξει την πόρτα, φανερά ενοχλημένη. Στο μεταξύ η Μέλπω έφερε στον κήπο το γλυκό, παγωτό και καρπούζι δροσερό. Τα κορίτσια μάλωναν, ποια θα σερβίρει το Μιχάλη. «Πέρασε, κορίτσι μου, κάθισε να φας μαζί μας ένα γλυκό, μέχρι να τηλεφωνήσω στον ηλεκτρολόγο, θα πάρει λίγη ώρα μέχρι να έλθει», ακούστηκε η φωνή της Μαρίνας. «Από ‘δώ η Φιρούζ, είναι η νέας μας γειτόνισσα», τη σύστησε η Μαρίνα, εξηγώντας ότι στο διπλανό σπίτι είχαν πρόβλημα με το ρεύμα. Ο Πέτρος κόντεψε να χάσει τη μιλιά του, ο μελαχρινός άγγελος βρισκόταν στον κήπο του, χωρίς να χρειαστεί να κουνήσει το δαχτυλάκι του. Είχε καρφώσει το βλέμμα του πάνω της, ένιωθε να τον μαγνητίζει το αιθέριο αυτό πλάσμα. Ο Μιχάλης έπιασε μεμιάς τον ηλεκτρισμό στην ατμόσφαιρα.

«Φιρούζ, είπαμε; Από πού είσαι, γειτόνισσα;», ρώτησε εύθυμα ο Μιχάλης το κορίτσι, σε μια προσπάθεια να σπάσει την αμήχανη σιωπή. «Από τη Σμύρνη, κύριε», απάντησε η όμορφη κοπέλα, χαμηλώνοντας τα μάτια της. Ο Πέτρος δε χόρταινε να την κοιτάζει, δεν είχε ξαναδεί τέτοιο αέρινο πλάσμα. «Και τι σε φέρνει στα μέρη μας;», συνέχισε τη διακριτική ανάκριση ο Μιχάλης. «Ήλθα για να σπουδάσω αρχαιολογία στον τόπο σας, αγαπάμε τον ελληνικό πολιτισμό στην οικογένειά μου, στη Σμύρνη πήγαινα σε ελληνικό σχολείο, ο παππούς μου ήταν πρέσβης στην Αθήνα πριν από πολλά χρόνια κι έτσι μαθαίνουμε όλοι την ελληνική γλώσσα, είναι η πιο όμορφη του κόσμου», εξήγησε η Φιρούζ με κέφι, αφού ξεπέρασε την αρχική συστολή. Ο Πέτρος απόμενε σιωπηλός, μόνο τη χάζευε αυτή την όμορφη νεράιδα που είχε εισβάλει στη ζωή του. «Φιρούζ, δεν σημαίνει πολύτιμος λίθος στα χρώματα του γαλάζιου και του πράσινου; Κάπου το είχα διαβάσει …βρήκε το θάρρος, να ρωτήσει ξαφνικά το κορίτσι ο Πέτρος. «Ακριβώς, περίπου στο χρώμα των ματιών σου», του εξήγησε η νεαρή γειτόνισσα. «Πάω να δω, τι γίνεται με τον ηλεκτρολόγο», διέκοψε τους νέους ο Μιχάλης. Στην πραγματικότητα δεκάρα τσακιστή δεν έδινε για τον ηλεκτρολόγο, ν’ αφήσει τον ανιψιό του μόνο με την κοπέλα ήθελε. Κατάλαβε μεμιάς ότι του άρεσε η νεαρή ανατολίτισσα. Και που να ‘ξερε το πρώτο σκίρτημα του Πετρή, νωρίς το απόγευμα.

Το επόμενο πρωί η Μαρίνα ανακοίνωσε στο γιο της ότι αποφάσισε να του δώσει τα χρήματα, για να πάει διακοπές με τους φίλους του, γιατί το δικαιούνταν, είχε εργαστεί σκληρά μια ολόκληρη χρονιά, στο πόδι του πατέρα του και με τη σχολή του τα πήγαινε περίφημα. Η πραγματική αιτία ήταν άλλη, όμως, δεν έβλεπε με καλό μάτι τον κεραυνοβόλο έρωτα του Πέτρου για τη Φιρούζ, η σκέψη και μόνο να αγαπήσει ο γιος της μια Τουρκάλα μουσουλμάνα την εξόργιζε. Το βράδυ είχε διαισθανθεί, πόσο του άρεσε του μικρού η κοπέλα. «Γιατί δεν λες την αλήθεια, μάνα; Να με απομακρύνεις θέλεις, καρφί δε σου καίγεται για τον κόπο μου», της αντιμίλησε με θυμό ο γιος της. «Βάλε το καλά στο νου σου, δεν πάω πουθενά, στην Αθήνα θα τη βγάλω, θα ξεναγήσω τη Φιρούζ στους αρχαιολογικούς χώρους και στα μνημεία», της ανακοίνωσε ο γιος της, με σταθερή φωνή, που δεν άφηνε περιθώρια αντίδρασης.

Εκείνη τη στιγμή ήλθε στο νου της η πρόβλεψη της γριάς τσιγγάνας, πέρσι το καλοκαίρι στη Μυτιλήνη, ένα υγρό βράδυ του Αυγούστου με ολόγιομο φεγγάρι: «Εσένα, γιέ μου, το ταίρι σου θα έλθει από την απέναντι όχθη της θάλασσας, κόρη εξωτική, με όνομα κι ομορφιά σπάνια». Τότε, είχαν γελάσει πολύ όλοι τους κι ασήμωσαν τη γραία πλουσιοπάροχα, γιατί τους διασκέδασε με την άρνησή της να διαβάσει τα χέρια των υπολοίπων. Σκαρώνει κάτι περίεργα παιχνίδια τούτη η ζωή ….

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top