Fractal

Διήγημα fractal: “Παρεκκλήσι στο φορτηγό”

της Άννας Σπάρταλη // *

 

δ1

 

Το φορτηγό ανέβαινε σημειωτόν. Το μοναστήρι βρισκόταν οκτακόσια μέτρα ψηλά και με το πέτρινο παρεκκλήσιο στην καρότσα του η μεταφορά δεν ήτανε κάτι απλό.

Ο στενός ασφαλτόδρομος κακοφτιαγμένος σε πολλά σημεία ακολουθούσε σύριζα τον γκρεμό. Κι έπρεπε τώρα αυτός να στοιχηματίσει την ζωή του για να μεταφέρει την εκκλησούλα στην κορυφή. Ένοιωσε το ανατρίχιασμα μέσα του. Τράβηξε φρένο κι εξέτασε τον δρόμο με το μάτι. Αν φτάσω εκεί πάνω, θα ναι θαύμα, σκέφτηκε.

Το καλογερικό αμάξι που ακολουθούσε πίσω του σταμάτησε κι αυτό κι η καλόγρια έφτασε μέχρι το παράθυρο του.

-Τι συμβαίνει, τον ρώτησαν τα δύο άσαρκα χείλη η στενή μύτη κι ένα ζευγάρι μάτια που κινούσαν την πλημμύρα του μαύρου.

-Συμβαίνει, ότι είμαι απλά ένας υπάλληλος που έχει τρία παιδιά να θρέψει. Κι αυτοί οι δρόμοι δεν έχουν τις προδιαγραφές. Αν, ω μη γένοιτο… Ξέρετε πόσους τόνους κουβαλάμε;

-Αυτά είναι λόγια του διαβόλου, κι εμείς έχουμε την ευλογία του Θεού . Μην μπαίνετε στον πειρασμό.

-Δεν ξέρω εσείς. Εγώ μ’ όλο αυτό το βάρος, φοβάμαι ότι ο δρόμος δεν θ’ αντέξει.

-Χρονοτριβείτε κι οι αδελφές περιμένουν να τοποθετήσουμε το παρεκκλήσιο όσο η γερόντισσα είναι απασχολημένη. Αλλιώς θα χαλάσει η έκπληξη.

– Δεν ακούτε τι σας λέω.

-Οι αδελφές το παρήγγειλαν κρυφά. Δώρο για την γιορτή της γερόντισσας. Κόπιασαν μέχρι να καταφέρουν να βρούνε τα χρήματα να το φτιάξουν.

-Μα δεν ανεβαίνει. Πώς να το εξηγήσω;

-Κι εγώ σας βεβαιώ ότι θα το κουβαλήσει ο Θεός στην χούφτα του. Μόνο ξεκινήστε και μην σκέφτεστε. Οι σκέψεις είναι κακό πράγμα.

Ο οδηγός σώπασε αναμετρώντας την απόσταση και τον κίνδυνο. Του είχανε αναθέσει να παραδώσει την μικρή εκκλησία και σίγουρα δεν μπορούσε να την επιστρέψει πίσω. Απ’ την άλλη… Έριξε ένα αμφίβολο βλέμμα στην καλόγρια. Εκείνη δεν του αντιγύρισε την ματιά του. Κοιτούσε ίσια μπροστά της.

-Μια που ξέρετε τα περάσματα καλύτερα να ‘ρθετε συνοδηγός, της πρότεινε. Να ‘χουμε μια σίγουρη ευλογία αν ισχύει κάτι τέτοιο, του πέρασε απ’ το μυαλό. Θα αισθάνομαι μεγαλύτερη σιγουριά, πρόσθεσε.

Έμεινε σταθμευμένο το τζιπάκι του μοναστηριού σ’ ένα μικρό πλάτωμα και πήρανε την ανηφόρα. Ο δρόμος έτριξε κάτω απ’ το βάρος του μεγάλου αμαξιού αλλά προχωρούσανε μέτρο – μέτρο. Η καλόγρια μια μαύρη τρύπα βαλμένη δίπλα του. Μέσα της σαν σε οθόνη άρχισαν να εμφανίζονται η γυναίκα και τα παιδιά του.

-Τι να σου μαγειρέψω σήμερα Ανέστη, τον ρώτησε η γυναίκα του.

-Γιατί ειδικά σήμερα;

-Που θα σαι κουρασμένος του είπε σαν απολογούμενη.

-Αν είναι έτσι καλά, είπε εκείνος δυνατά.

-Δόξα τω Θεώ! Είδατε που όλα τραβούνε κατ’ευχή, συμφώνησε μαζί του η καλόγρια.

Τα παιδιά του όμως κοκάλωσαν στην θέση τους κοιτάζοντας το βάθος του γκρεμού από την στροφή που πήγαιναν να περάσουν.

-Μπαμπά εγώ φοβάμαι, ψιθύρισε κάτωχρη η μικρή του κόρη.

-Σταμάτα και μην του αποσπάς την προσοχή, της σφράγισε το στόμα με την παλάμη της η μεγάλη.

Κρακ – κρακ ακούστηκε κάτω απ’ τα πόδια τους το διάζωμα του δρόμου.

-Τα δόντια του διαβόλου, ψιθύρισε η καλόγρια. Χώνει τα δόντια του να μας εμποδίσει. Ευλογητώ Σοι Κύριε, ελέησον την ταπεινή δούλη σου, άρχισε να προσεύχεται.

-Τον αντίχριστο μου, ξέφυγε μέσα απ’ τα δόντια του οδηγού. Θα σκοτωθούμε εδώ πάνω.

-Μην βλασφημείτε, είναι μεγάλη αμαρτία.

-Και να σκοτωθώ πριν της ώρας μου; Δεν είναι αμαρτία αυτό;

-Δεν θα πάθουμε τίποτα. Είναι ο Θεός μαζί μας. Δεν νοιώθετε την παρουσία του;

-Όχι. Μόνο ότι μπορεί να σπάσει η άσφαλτος.

-Τα δόντια του διαβόλου είναι. Κύριε ελέησον μας. Ιησούς Χριστός Νικά….

Ο οδηγός τράβηξε χειρόφρενο, έγειρε έξω απ’ το παράθυρο και υπολόγισε την γωνία κλίσης. Ο βράχος εισχωρούσε στην καρότσα. Μερικοί πόντοι διαφορά ήτανε. Μόνο να μην τους πρόδιδε το γαμημένο το εκκλησάκι. Αλλιώς η κόψη της αριστερής πλευράς του θα ερχόταν σε σύγκρουση με τον βράχο. Και τότε την είχανε βαμμένη. Ούτε μπρός, ούτε πίσω.

-Τι κάνουμε τώρα, έστρεψε στην καλόγρια.

-Θα περάσουμε με την βοήθεια του Θεού.

-Αν χωράμε.

-Ο Θεός θα φροντίσει.

Ο οδηγός άνοιξε και κατέβηκε. Πήγε όσο γινόταν πίσω και σύγκρινε την ευθεία. Αν πέρναγε, θα ήτανε ακριβώς στον πόντο. Αλλά μπορεί και όχι. Προχώρησε προσεκτικά εμπρός προσθέτοντας το ένα πέλμα πίσω απ’ τ’ άλλο.

Δεν του έμενε παρά να τολμήσει. Εκεί που ήταν δεν είχε άλλες εναλλακτικές. Ούτε να πάρει βέβαια τον ίδιο δρόμο με την όπισθεν.

-Ανάθεμα με, μπήκε και γράπωσε το τιμόνι.

-Ο λόγος των δαιμόνων, συγχώρα με την αμαρτωλή, ανέλαβε να πάρει πάνω της το ανάθεμα η καλόγρια.

Άκουσαν το ξύσιμο απ’ τις αντίπαλες πέτρες. Του βράχου και του παρεκκλησίου. Σύρθηκαν η μία πάνω στην άλλη, κι αμέσως μετά ένοιωσαν το ξαλάφρωμα. Είχανε προσπεράσει.

– Ευχαριστώ σε Κύριε, μέγα το έλεος σου, είπε δυνατά η καλόγρια και ο οδηγός δαγκώθηκε να μείνει ψύχραιμος στην πορεία του. Τα δύσκολα ήτανε ακόμη μπροστά τους.

Το κινητό της καλόγριας κουδούνισε πάλι και το σήκωσε.

-Ευλογείτε. Ναι αδελφή Ευαγγελία. Δόξα σοι ο Θεός. Ερχόμαστε. Σε λίγο. Φτάνουμε.

Ο οδηγός δεν είπε τίποτε. Σκεφτόταν την γυναίκα του που μαγείρευε. Την είδε να δένει την εμπριμέ ποδιά της. Καθάριζε μπιζέλια.

-Σήμερα είναι Τετάρτη. Νηστεία, του είπε.

-Σήμερα είναι Τετάρτη, ρώτησε την καλόγρια χωρίς ν’ αφήσει τον δρόμο απ’ τα μάτια του.

-Τετάρτη, ευλογημένο το όνομα Του.

-Εμένα δεν μ’ αρέσουν τα μπιζέλια. Ούτε οι νηστείες μ’ αρέσουν, γκρίνιαξε ο γιος του στην μάνα του. Θέλω κεφτέδες.

Επιτέλους μια μικρή ευθεία ανοίχτηκε μπροστά τους. Μόνο που η κλίση της ήτανε τόσο απότομη που έκανε το φορτηγό ν’ αρνείται να προχωρήσει. Σαν να ‘χε μουλαρώσει. Με πρώτη. Μόνο με πρώτη ταχύτητα αγκάλιασε σφικτά το τιμόνι του χωμένος στα αγκομαχητά της μηχανής σαν ν’ άκουγε επιθανάτιο ρόγχο αγαπημένου.

Η μοναχή έμενε με τα μάτια κλειστά σαν να κοιμόταν. Μπα όχι. Αυτές δεν κοιμούνται ποτέ. Ορίστε που όταν τέλειωσε η ανάβαση άνοιξε και πάλι τα μάτια της.

Τρεις στροφές απέμεναν μέχρι την είσοδο του μοναστηριού.

-Εκεί είναι. Φτάσαμε, του έδειξε.

-Το βλέπω. Αλλά δεν φτάσαμε ακόμη.

Ο οδηγός σταμάτησε και κατέβηκε.

Πίσω του κατέβηκε και η καλόγρια.

Εκείνος είχε ανάψει και κάπνιζε.

-Τι κάνετε εκεί; Δεν έχουμε χρόνο. Μας περιμένουν πριν τελειώσει η λειτουργία και κατέβει η ηγουμένη.

-Άσε με να καπνίσω. Αυτός ο χρόνος είναι δικός μου. Αλλιώς πηγαίνετε το εσείς.

Η καλόγρια σώπασε.

-Έχω να σκεφτώ κιόλας της είπε.

-Μην κάνετε σκέψεις. Έχετε πίστη.

-Πίστη! Φορτηγό είναι. Γρανάζια. Κινείται πάνω σε ρόδες γεμάτες αέρα που πιέζονται. Δεν θυμάμαι και πότε το συντηρήσανε τελευταία. Σκάει μια βαλβίδα και φσουτ, βουτάμε άπατοι, έκανε προς τα κάτω με το χέρι που κρατούσε την καύτρα μια κυκλοειδή κίνηση.

-Όχι όσο είναι ο Θεός μαζί μας.

-Τον βλέπετε;

-Βεβαίως. Τι σας λέω;

-Εγώ μόνο τα παιδιά μου βλέπω, που αγωνιούνε μήπως δεν γυρίσω.

-Μην το βάζετε με το νου σας.

-Έχετε παιδιά;

-Έχω αδελφές στο μοναστήρι.

-Γι’ αυτό. Μόνο το τομάρι σας ριψοκινδυνεύετε, μουρμούρισε ο οδηγός πετώντας το αποτσίγαρο.

Πήρανε πάλι τον ανήφορο.

Κι αυτό τι ήταν μπροστά τους; Ένα τσιμεντένιο γεφυράκι;

-Που αντέχει εφτά τόνους; Την ρώτησε.

-Αντέχει.

-Που το ξέρετε;

-Μου το είπε τώρα δα ο Κύριος.

-Και γιατί δεν το λέει σ’ εμένα, που είμαι ο οδηγός; Α παραιτούμαι. Σας παραδίδω τα κλειδιά και κάντε ό, τι καταλαβαίνετε.

– Όχι, όχι δεν θα τα παρατήσετε. Δεν θα πάρετε τέτοια αμαρτία. Αντέχει σας λέω. Πως κτίστηκε το μοναστήρι; Όλα τα υλικά απ’ εδώ πέρασαν.

-Υλικά. Όχι ολόκληρο παρεκκλήσιο.

-Ρωτήστε την ηγουμένη. Όχι! Τι λέω. Δεν πρέπει να το μάθει η γερόντισσα. Όχι πριν της κάνουμε την έκπληξη.

Κοίταξε ο οδηγός πάνω απ’ το κεφάλι τους. Το μοναστήρι υψωνόταν κατακόρυφο. Πέντε πατώματα με τον πυργίσκο, μέτρησε. Απ’ αυτό το γεφυράκι πέρασαν τα υλικά που χτίστηκε έ; Δεν ήθελε να χάσει την δουλειά του. Είχε πλησιάσει σε απόσταση αναπνοής και να μην παραδώσει;

-Πίστη μου λέτε; Γύρισε στην καλόγρια.

-Δόξα στο όνομα του Κυρίου!

-Και δεν θα σπάσει;

-Αμήν, το θέλημα Του.

Κεντράρισε στην ευθεία του γεφυριού και ξεκίνησε. Το φορτηγό σύρθηκε σιγά- σιγά. Κάτω απ’ τα τσιμεντένια μπράτσα του γεφυριού γκρεμιζόταν ένα καταπράσινο χάος από έλατα και καστανιές.

Ένα ατέλειωτο λεπτό και οι μπροστινές ρόδες πάτησαν το έδαφος. Τώρα το φορτίο του θα ‘τανε πιο ελαφρύ, υπολόγισε. Πίεσε γρήγορα το γκάζι να τραβηχτεί το φορτηγό εμπρός κι ανάσανε, ενώ χάντρες ιδρώτα κυλούσαν στα μάτια του. Τις σκούπισε με την ανάστροφη του χεριού του. Η καλόγρια δεν γύρισε να κοιτάξει, ούτε είπε τίποτα. Καθότανε χωρίς την ελάχιστη σύσπαση στο πρόσωπο της.

-Αμήν είπε μόνος του για να την κάνει να γυρίσει, αλλά εκείνη τρυπούσε με την ματιά της ένα συγκεκριμένο σημείο του ορίζοντα.

Η γυναίκα του άνοιξε το καπάκι της κατσαρόλας της. Τα μπιζέλια κόχλαζαν. Τους έδωσε μερικές στροφές με την ξύλινη κουτάλα.

-Μμ πολύ νόστιμα, δοκίμασε αφού φύσηξε αρκετές φορές στην άκρη της κουτάλας της. Κορίτσια ετοιμάστε το τραπέζι.

-Σήμερα η γυναίκα μου μαγειρεύει μπιζέλια, είπε ο οδηγός.

Η γερόντισσα θα μείνει με το στόμα ανοιχτό, του αποκρίθηκε η καλόγρια. Δεν έχει πάρει είδηση το παραμικρό.

Το κινητό της χτύπησε πάλι. Το σήκωσε.

-Είμαστε κάτω απ’ το τοιχίο αδελφή Ειρήνη. Ναι. Σχεδόν φτάσαμε.

Σχεδόν. Γιατί ακούσανε το σπάσιμο του τσιμέντου κάτω απ’ τις ρόδες του φορτηγού. Κρακ κρακ.

-Τον διάβολο μου, βόγκηξε ο οδηγός.

-Τα δόντια του διαβόλου. Τα δόντια του διαβόλου, επανέλαβε η καλόγρια. Αντιστέκεται ο πονηρός. Κύριε Ιησού Χριστέ

-Άκου εκεί τα δόντια του διαβόλου! Σπάει ο δρόμος κοπέλα μου. Και το τοιχίο. Κι εκεί πάνω, το πέρασμα δεν είναι πολύ στενό, της έδειξε απελπισμένος.

– Μας χωράει. Κύριε ελέησον μας. Προσεύχονται τώρα κι οι αδελφές. Μαζί και με την δική τους προσευχή θα νικήσουμε τον εξαποδό.

Λίγα μέτρα ψηλότερα κάτι κινήθηκε γρήγορα. Ένας ανταριασμένος αέρας από καλογερικά φορέματα έτρεχε φουρ φουρ πέρα δώθε, κατά μήκος του τοιχίου.

Κάτω απ’ τα φουσκωμένα μανίκια τους ξεφύτρωσαν τα παιδιά του.

-Πρέπει να ‘ρθεις γρήγορα μπαμπά. Έχουμε στρώσει το τραπέζι κι η μαμά, μας στέλνει να σε φωνάξουμε.

Τα μανίκια πήραν στροφές. Γίνονταν ιστία στα φουσκωμένα ρούχα. Υπήρχε φανερή αναστάτωση κι οι σταγόνες του ιδρώτα έκαναν το τιμόνι του να γλιστράει.

Κράκ κρακ ακουγότανε κάτω απ’ τις ρόδες. Αλλά ανηφόριζαν ακόμη.

– Τα δόντια του διαβόλου, επαναλάμβανε με τα δικά της δόντια να χτυπάνε η καλόγρια, αλλάζοντας γρήγορα κόμπους σ’ ένα κομποσκοίνι. Το κινητό της χτυπούσε αλλά δεν το σήκωνε.

Οι ιμάντες που κρατούσαν το παρεκκλήσιο έτριξαν αφήνοντας ένα στριγκό ήχο, αλλά ξαφνικά το κρακ του τσιμέντου είχε σταματήσει. Και

το φορτηγό, είχε σταματήσει κι αυτό μπροστά στο στενό πέρασμα της εισόδου.

-Ο διάολος να με πάρει, μούγκρισε ο οδηγός.

-Όχι ο διάβολος. Ο Θεός! Η χάρη του. Τώρα θα περάσουμε και την είσοδο.

Το κινητό της κουδούνιζε ακόμη. Η καλόγρια το σήκωσε.

-Αδελφή Κυράννα, όχι δεν το στήσαμε ακόμη. Σε λίγο. Βάλτε την ηλεκτρική και σκουπίζετε να γίνεται θόρυβος. Και εμποδίστε την να κατέβει. Ναι. Θα ειδοποιήσω.

Έμενε πια ο κίνδυνος του τελευταίου ελιγμού.

-Τα μπιζέλια θα κρυώσουν διαμαρτυρόταν η γυναίκα του, βάζοντας τα παιδιά να τον καλούνε.

-Τώρα έρχομαι, τους βεβαίωσε. Τελειώνω κι έρχομαι.

Πήρε τόσο σιγά την στροφή, που ήταν σαν να ‘σπρωχνε την καρότσα με τα δάχτυλα του. Ήτανε καλός οδηγός και του εμπιστεύονταν τα δύσκολα, καυχιότανε το αφεντικό του όταν ήθελε να του κάνει το κέφι.

Η μούρη του φορτηγού του σφήνωσε. Όχι αθεόφοβε! Πέρασε τσίμα -τσίμα στην τρίχα, αναθάρρησε. Και τώρα μαλακά, μέχρι να περάσει και η καρότσα του. Όπα! Καλά πάμε.

Η καλόγρια ξεπέρναγε ακόμη τον έναν μετά τον άλλον τους κόμπους στο κομποσκοίνι της. Μόνο ο μαύρος αέρας στο τοιχίο ακίνητος πια είχε ορθώσει ένα δεύτερο επίπεδο.

Αλλά είχανε μπει στην αυλή. Τα καλογερικά φορέματα ορμήσανε από κάθε μεριά προς το μέρος τους.

-Αδελφή Ουρανία. Ν’ ανέβει το δρομάκι πίσω απ’ την καστανιά, τους κύκλωσαν οι φωνές.

-Μην κάνετε φασαρία. Θα προδοθούμε.

-Ναι να μην κάνουμε φασαρία, ψιθύρισαν συρρικνωμένες σε μια γροθιά. Θα του δείξουμε.

-Ποιο στενάκι; Τρελαθήκατε; Σιγά μην το φτάσω και στον ουρανό, είδε την τσιμεντένια ανάβαση. Εδώ τέρμα. Σταματάμε. Δεν πάει άλλο. Αν θέλετε θα το σηκώσω με το βίντσι να το βάλω στο πλάτωμα πλάι στην καστανιά. Αλλιώς σας το αφήνω εδώ.

Έπεσε μια μικρή σιωπή.

-Πλάι στην καστανιά. Δεν είναι κι άσκημα. Ε; Διαβουλεύονταν οι καλόγριες.

-Πολύ ωραία. Δόξα σοι ο Θεός!

-Αδελφή Ουρανία η γερόντισσα διαμαρτύρεται, ξεπρόβαλε απ’ την σιδερένια εσωτερική πορτούλα ένα σώμα χωρίς πρόσωπο. Μόνο η φωνή αναδυόταν πίσω απ’ το κατεβασμένο ύφασμα. Όλη την μέρα σκουπίζουμε, λέει. Τι το χρειαζόμαστε τόσο σκούπισμα;

-Δεν αργούμε πια αδελφή Ειρήνη. Στήστε το πλάι στην καστανιά, στράφηκε στον οδηγό. Γρήγορα!

Αυτό ήταν η εύκολη δουλειά. Στερέωσε τον γάντζο στους ιμάντες και ανέβασε σιγά -σιγά το παρεκκλήσιο. Οι καλόγριες είχαν σηκώσει τα χείλη τους στο φως. Δεν σάλευαν. Μόνο μόλις άφησε το παρεκκλήσιο στο χώμα αμήν, μουρμούρισαν μ’ ένα στόμα.

-Ευλογημένος να είστε, του είπε αυτή που είχε ανέβει μαζί του και την αποκαλούσανε αδελφή Ουρανία.

-Πηγαίνετε τώρα αν θέλετε με την ξενάρισα μας να σας ταΐσει ένα ζεστό πιάτο, να ξεκουραστείτε.

Θα πήγαινε. Είχε ανάγκη από ένα πιάτο φαγητό και λίγη ξεκούραση, ακολούθησε την μαύρη φιγούρα που ξεχωρίστηκε απ’ τις υπόλοιπες.

-Εμείς εδώ έχουμε νηστεία σήμερα, του είπε εκείνη. Θα σας ταΐσουμε μπιζέλια.

 

* Η Άννα Σπάρταλη γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη το 1959 και σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Είναι καθηγήτρια στην μέση Εκπαίδευση. Για πολλά χρόνια δούλεψε σαν φωτογράφος.Έχει εκδώσει το μυθιστόρημα « Γερνάνε οι γοργόνες;» με τις εκδόσεις «Παρατηρητής» και τα διηγήματα «Λίγο πριν από τον γάμο» με τις εκδόσεις «Άγκυρα». Συνεργάστηκε επίσης με τα λογοτεχνικά περιοδικά «Τραμ» , «Ρεύματα» και «Κλεψύδρα». Ε. (e-mail annaspartali@yahoo.gr)

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top