Fractal

Η Αννούλα (Το παρελθόν και το παρόν της κυρίας Άννας Σικελιανού)

Η Ελένη Χωρεάνθη // συναντά την Άννα Σικελιανού
Στη μνήμη Χρήστου Δάρρα

 

anna1

 

Το ραντεβού μας ήταν στο σπίτι της, στο Κολωνάκι, εκεί που ο ανηφορικός δρόμος με τα σκαλοπάτια ενώνεται, θαρρείς επίτηδες, με μια ευρύχωρη, πλακόστρωτη αυλή απλωμένη σαν μπαλκόνι μπροστά στην πόρτα της Αννούλας, – όπως την αποκαλούσε χαϊδευτικά ο Χρήστος Δάρρας, ο καλός φίλος των γηρατειών της.

Ήταν ένα δροσερό βραδάκι, όταν ανηφόριζα συλλογισμένη και σοκαρισμένη που θα συναντούσα μια γυναίκα θρύλο, την Κυρία Άννα Σικελιανού, τη δεύτερη σύζυγο του ουρανοβάμονα ποιητή Άγγελου Σικελιανού. Ανέβαινα γρήγορα με κομμένη την ανάσα για να είμαι συνεπής στο ραντεβού μου.

Tην ήξερα από φωτογραφίες της του καιρού που πήρε τη θέση της Εύας,της αφοσιωμένης ιέρειας στο ναό της Σικελιανικής ποίησης και της Δελφικής Ιδέας. Κοντά στην ξωθιά Εύα Σικελιανού η γοητευτική Άννα, έμαθε την τέχνη του αργαλειού. Και, χάρη σ’ εκείνη την αναστροφή της με την Εύα, η όμορφη Άννα γνώρισε τον πληθωρικό ποιητή, τον Άγγελό της.

Η κυρία Άννα ήταν ο άνθρωπος που γεφύρωνε το χάσμα των γενεών και με συνέδεε με τον αγαπημένο μου ποιητή. Ήθελα πάντα να ακούσω από την ίδια διηγήσεις σχετικά με τον «Άγγελό της».

Με περίμενε, στην πλαισιωμένη από ανθισμένες γλάστρες αυλή της χαμογελαστή ολόρθη, στηριγμένη ελαφρά στη μαγκουρίτσα της. Φορούσε ένα λευκορόδινο θερινό,  αιθέριο φόρεμα, διακριτικά μακιγιαρισμένη, στολισμένη, ήταν μια χαριτωμένη, μικροσκοπική γυναίκα, μια αρχόντισσα, ζωντανή νεράιδα στα ενενήντα τέσσερά της, μια μικροκαμωμένη, γλυκιά οικοδέσποινα.

Με υποδέχτηκε με χαρούμενη διάθεση, καθίσαμε έξω στη δροσιά και πιάσαμε φιλική κουβέντα. Η κυρία που τη συντρόφευε πρόσφερε το γλυκό του κουταλιού. Παλιά, ωραία συνήθεια, που οι εναπομείνασες μεγάλες κυρίες, αληθινές αρχόντισσες, εξακολουθούν να κρατάνε με ευλάβεια.

Καθώς την έβλεπα, σκεπτόμουνα πόση πολύτιμη πείρα κουβαλάει μέσα της. Και τι θα μπορούσα να αποκομίσω από τη συνάντηση μαζί της. Ωστόσο, ξεθωριασμένες μορφές, πετσοκομμένα γεγονότα, ονόματα μακρινά, σαρακοφαγωμένα αισθήματα, έρχονταν από τα παλιά. Σπαράγματα μνήμης αναδύονταν, περνούσαν από τα μάτια της κι αμέσως έσβηναν στην πλακόστρωτη αυλή του δύοντος παρόντος της με χαραγμένα ζωηρά στη γλώσσα της κάποια ονόματα, όπως Χρήστος (Δάρρας), Άγγελος (Δεληβοριάς), Ακρόπολη, Σαλαμίνα, μεγάλο Πεύκο… Λοξοδρομούσε για λίγο το παρόν, που με κανέναν τρόπο δεν ήθελε να αποχωριστεί ούτε να χάσει στιγμή από τα μάτια της και γύριζε ξανά στο ζωντανό δειλινό παρόν.

 

anna2

 

Το ενδιαφέρον της εστιαζόταν στο τώρα, στον αργαλειό της, στο εργαλείο που τη συνόδεψε σε όλη τη ζωή, που  έδινε νόημα στη ζωή της τα χρόνια της ατέλειωτης μοναξιάς, το μέσο με οποίο δημιουργούσε και παρήγε καλλιτεχνικό έργο κι ας ασκούσε την υφαντική για βιοπορισμό.

«Είμαι σε ανάρρωση, είχα σπάσει το πόδι μου, ευτυχώς, τώρα είμαι καλά», είπε. «Σε λίγο θα είμαι εντελώς καλά και θα μπορώ να μπαίνω στον αργαλειό μου. Μας έσωσε στην Κατοχή ο αργαλειός. Περάσαμε δύσκολα χρόνια».

Δεν φάνηκε να της αρέσει να μιλάει για το παρελθόν. Ίσως την πονούσε. Μάλλον προτιμούσε να βλέπει  μπροστά, όπως κάθε άνθρωπος που έχει τα λογικά του και θέλει να ζήσει εκατό και βάλε χρόνια. Γύρισε την κουβέντα στους σημερινούς νέους ποιητές που είναι πολλοί κρίνοντας από τα πολλά βιβλία που έπαιρνε. Λυπόταν που οι νέοι ποιητές σήμερα εκδίδουν μόνοι τα βιβλία τους.

«Αυτό δείχνει τον καημό που έχουνε οι νέοι οπωσδήποτε να κυκλοφορήσουν. Δεν ξέρω, νομίζω ότι τώρα αυτό είναι δείγμα της απιστίας. Δηλαδή, άλλοτε οι άνθρωποι παλιότερα πιστεύανε σε κάποιες αξίες, στην αιώνια βασιλεία, στην αιώνια ζωή, τώρα δεν υπάρχει αυτό και θέλουνε κάτι άλλο, από κάπου να πιαστούν. Αλλά γίνεται σε τόσο μεγάλη έκταση αυτό με τα ποιήματα. Κάτι είναι που τους σπρώχνει, κάτι που είναι βαθύτερο».

«Μήπως είναι ένας τρόπος συμμετοχής στην όποια αιωνιότητα;» ρώτησα.

«Για να μείνει κάτι. Προ ημερών πήγα στην αδελφή μου στο Μεγάλο Πεύκο. Έκανα αυτό το δρόμο πολύ τακτικά, όπως ξέρετε έμενα με τον Άγγελο στη Σαλαμίνα και πηγαίναμε απ’ αυτό το δρόμο. Όταν πηγαίναμε, ο Άγγελος μου έλεγε ότι όταν πέρασε ο Σατωβριάν για να πάει στα Ιεροσόλυμα, ήταν η ωραιότερη είσοδος για την Αθήνα, γιατί έβλεπε τον Παρθενώνα. Και κάθε φορά που περνούσαμε, μου έλεγε ο Άγγελος: ‘Κοίτα πόση ώρα βλέπουμε τον Παρθενώνα, όπως τον είδε ο Σατωβριάν’. Τώρα, πού να βρεις τον Παρθενώνα, πού να βρεις τον Σατωβριάν, που να βρεις τους λόφους για τους οποίους μιλήσανε οι ξένοι… Μπάζα… Δεν υπάρχει πια λόφος. Και βέβαια ο μεγάλος φταίχτης είναι η κυβέρνηση κατά πρώτο λόγο και πολύ κοντά οι αρχιτέκτονες».

«Είναι συνυπεύθυνοι;»

«Είναι. Γιατί, αν θέλετε εσείς τώρα αυτό το σπίτι να το κάνετε μπλε μαραίν, πορτοκαλί, δεν υπάρχει κανένας να σας εμποδίσει. Κι αυτά τα γυάλινα κτίρια… Εκεί δε που ήταν αυθαίρετα ή φθηνότερα τα οικόπεδα, πήγαινε λαϊκός κόσμος και χτίζανε με τα λεφτά που είχανε, κι όταν είχανε κι άλλα, χτίζανε και πλάι, δηλαδή κολλούσανε κι άλλο, έτσι τα σπίτια έχουν αυτή τη μορφή».

 Θέλοντας να φαιδρύνω την ατμόσφαιρα της είπα πως είναι πολύ όμορφη, γλυκιά.

«Ξέρετε ότι με πικραίνετε μ’ αυτά που λέτε; Γιατί τα λέει η καρδιά σας έξω από αυτό που βλέπετε ή με αυτά που ξέρετε ή που νομίζετε ή που έχω ζήσει…».

Με αποστόμωσε με τον απλό, περιεκτικό λόγο της.

«Η ομορφιά του ανθρώπου είναι αυτό που εκπέμπει», είπα. «Για τα περιοδικά τι γνώμη έχετε;»

«Τη Νέα Εστία την παίρνω. Τώρα σταμάτησε. Θα τη συνεχίσει κάποιος άλλος. Η αλήθεια είναι πως έβαζε πολλά δεύτερα και τρίτα, υποθέτω για να βγαίνουνε κιόλας οικονομικά. Ο Μόσχος ήτανε πιο ελαστικός για να γίνονται οι συνδρομές και ν’ αγοράζεται το περιοδικό.

 

anna3

 

«Θα ήθελα να μου πείτε τι γνώμη έχετε για τους ποιητές που κάλυψαν τον αιώνα μετά τον Σικελιανό και τον Παλαμά, εννοώ τον Ρίτσο, τον Σεφέρη, τον Ελύτη.

«Νομίζω ότι έχουνε προσφέρει αυτοί οι άνθρωποι, χωρίς όμως να τους βάζω σε μια ομάδα. Δηλαδή δε λέω η γενιά του 30, είναι μερικοί άνθρωποι… Αλλά έλεγα και στον Δάρρα προχτές, που μου χάρισε του Παλαμά τον πάκο. Δε μ’ αρέσει. Μολονότι ξέρω πολύ καλά όλη αυτή την περιπέτεια που πέρασε η οικογένεια με το μικρό Άλκη, αλλά δεν ήξερα και τον Τάφο του Παλαμά, και ότι ως το τέλος έγραφε για το παιδί του που έχασε. Καλά έκανε που τα έβγαλε όλα του Παλαμά (εννοεί τον Χρήστο Δάρρα, τον εκδότη), αλλά τα έκρινα. Δε μ’ άρεσε, αλλά με τον Τάφο έκλαιγα όλη νύχτα. Ξέρω, δηλαδή, πιο τραγικά πράγματα. Ναι, αυτό θέλω να πω, κάτι θα είχανε για να κλαίω όλη νύχτα. Λοιπόν, όταν ήτανε το παιδί αυτό άρρωστο, για το οποίο έχουν γραφτεί τα ποιήματα, μου τα έλεγε η κυρία Παλαμά. Ένα βράδυ, η κυρία Παλαμά εζήτησε από τον Καρκαβίτσα που ήτανε φίλος τους, ‘Καρκαβίτσα μπορείς να μου δώσεις μια δραχμή να πάρω γάλα για το παιδί;’ Τι να σας πω… Αυτά θυμόμουνα. Και βάζει αυτός το χέρι στην τσέπη και βγάζει μια δεκάρα, την αφήνει πάνω στο τραπέζι… Θα είχε κι αυτός για να πάρει κάνα κουλούρι ο άνθρωπος για το βράδυ. Τώρα τι να δώσει στη μάνα που ήθελε για το παιδί… Και τέλος πάντων έφυγε το παιδί και τότε η κυρία Παλαμά έπαιρνε τα άλλα δύο παιδιά που ήταν πιο μικρά με τα κουρέλια τους, και πηγαίνανε στον Πάκο(στο κοιμητήριο) για να κάνουνε συντροφιά στο παιδί. Μάλιστα. Αυτά τα έχω ζήσει. Έκλαιγα όλη τη νύχτα τώρα που διάβασα την καινούρια έκδοση. Αυτό τι θα πει;»

«Ότι συγκινούν. Είναι αυτή η μικρή αλήθεια τους, η ανθρώπινη», απάντησα..

«Και γενικά αυτό το βιβλίο όλο, Η Ασάλευτη Ζωή έχει ωραία πράγματα», συμπλήρωσε.

Εκείνη τη στιγμή πέρασε μια γειτόνισσά της, χαιρέτησε, και μετά η κυρία Άννα σχολίασε το όνομα του παιδιού της, του Ξαναντού.

«Και ξέρετε, στον κόσμο, στο λαό, έχουν μείνει πολλά αρχαία ονόματα. Εγώ έχω ακούσει άπειρες φορές σε οικοδομές: ‘Ρε Ευριπίδη, ρε Αχιλλέα! Φέρε το σφυρί!’ Σε μας το υποκοριστικό έχει μεγάλη σημασία. Δεν θα πεις μόνο το λουλούδι, θα πεις ‘είναι γεμάτο λουλουδάκια’. Μου έφερε ο Χρήστος (ο Δάρρας) τη ‘Φοινικιά’ του Παλαμά και μιλάει για τα ασήμαντα πράγματα… και τα λέει ‘λουλουδάκια’. Είναι πολύ καλό παιδί ο Χρήστος και έχει πάθος με τη δουλειά του. Με ευχαριστεί πολύ που τον γνώρισα, γιατί τώρα τελευταία τον γνώρισα, παρ’ όλο που μένουμε τόσο κοντά. Μου διηγείται διάφορες καθημερινές ιστορίες. Μιλάει με τον απλό κόσμο. Θέλω να σου πω είναι η καρδιά του έτσι»

 

anna4

 

Όταν της είπα πως ο Άγγελος Σικελιανός έρχεται κατευθείαν από τον Όμηρο και πως δεν μπόρεσε να τον αντιγράψει κανένας, απάντησε:

«Όχι! Και με τη γλώσσα που μιλάμε μίλησε, με τις καθημερινές λέξεις, με τα απλά πράγματα. Εντούτοις κατορθώνει να λέει τόσο σημαντικά πράγματα».

«Πιστεύω πως προχωράει  πολύ μέσα στο μέλλον», επέμεινα.

«Ναι, κι εγώ. Πιστεύω ότι τώρα από ανάγκη πια γυρίζουμε στο παρελθόν. Είναι κι αυτοί οι οργανισμοί να πούμε, ΟΗΕ κι αυτά… Είχα γράψει κάτι… Το Αετοπούλειο έκανε ένα μήνα εκδηλώσεις για τον Άγγελο και την επιμέλεια την είχε αναλάβει ο Δάλλας. Δύο φορές την εβδομάδα έκαναν κάτι για τον Άγγελο. Εγώ πήγα μόνο στην πρεμιέρα και την τελευταία μέρα, γιατί είχα σπάσει το πόδι μου. Και είχα πει εκεί γι’ αυτή την ανάγκη του κόσμου να γυρίσουμε σ’ αυτό τον κόσμο».

«Γιατί κουβαλάει ολόκληρο τον Ελληνικό κόσμο η ποίηση του Σικελιανού», είπα.

«Αδιάφορο αν έχουνε διαφορετικές ονομασίες, η ουσία είναι αυτή: Η ένωση των λαών», απάντησε.

    «Εκτός από ελληνοκεντρική, έχει παγκοσμιότητα η ποίηση του Σικελιανού γιατί  εστιάζεται στον άνθρωπο, είναι ανθρωποκεντρική», επισήμανα.      

Δεν απάντησε. Το ενδιαφέρον της, (με το πέρασμα του Δεληβοριά), μεταφέρθηκε στην τωρινή της πραγματικότητα. Βιαζόταν να τα πει όλα μαζεμένα, ανάκατα.

«Εδώ έχουμε καταφέρει να έχουμε μια γειτονίτσα. Μια φορά είχα κάνει πάρτι και είχανε μαζευτεί καμιά εκατοστή άτομα. Εδώ στα σκαλάκια, είχαμε βγάλει μαξιλάρια, και όποιος περνούσε καθόταν μαζί μας και διασκέδαζε. Κάποιοι λένε το Μουσείο Μπενάκη, Μουσείο Δεληβοριά. Ήρθε μια μέρα ο γιατρός που με χειρούργησε και ήταν εδώ ο Άγγελος (Δεληβοριάς). Τους σύστησα, είπε δυο λόγια κι έφυγε. Μετά μου λέει ο γιατρός, δεν υπάρχει Μουσείο Δεληβοριά; Του λέω να μην ακούς τους ανθρώπους, ν’ ακούς τον θρύλο. Ο θρύλος είναι ότι το Μουσείο είναι δικό του, κι όχι Μουσείο Μπενάκη. (Ακούγεται μουσική και όργανα] Πολλά όργανα έχουμε αυτόν τον καιρό εδώ. Και είναι κι ωραία, και παίζουνε κι ωραία. Αλλά δεν περνάνε από μένα καθόλου. Μια φορά που παρακολουθούσα τη γαλλική εκπομπή με τα παιδάκια έξι χρονών να παίζουν ακορντεόν και τους ερχόταν μέχρι τα γόνατα. Είναι σχετικά καινούριο όργανο το ακορντεόν, κεντροευρωπαϊκό. Απόψε δεν έχουνε φωτίσει την Ακρόπολη βλέπω. Είναι φορές που δεν βλέπουμε καν ότι είναι η Ακρόπολη εκεί. Είναι μια θολούρα, ένα σύννεφο μπροστά, μια στάχτη. Έχει δροσούλα απόψε! Τη ζέστη την καταλαβαίνω, γιατί όταν έρθει μπαίνει μέσα στα σεντόνια. Σε λίγη ώρα φεύγει. Κάθεται όμως επάνω».

«Αυτό που υφαίνετε τώρα είναι λινό;» ρωτάω.

«Λινάρι, ναι. Μια γνωστή μου είχε πάρει από την Ιταλία μια τραβέρσα, κι όταν την είδα, έστεκε λίγο άγρια, ήτανε μεγάλη. Και της είπα ‘θα σου κάνω εγώ μία από λινάρι’. Ήταν φαρδιά κι έβγαλα λίγες κλωστές για να την κάνω στο φάρδος που ήθελε».

«Είναι πολύ ωραία τέχνη η υφαντική», παρατήρησα.

«Και τέχνη είναι και βρίσκω ότι έχει λάβει μέρος στον λαϊκό πολιτισμό. Έπειτα από το Βυζάντιο, δεν είχαμε τίποτ’ άλλο. Άντρες και γυναίκες βέβαια, αλλά η γυναίκα είχε μεγάλο μερτικό. Θα το δούμε τώρα στο Μουσείο Μπενάκη με αυτά που θα εκθέσει, θα δούμε τι προσέφεραν όλοι, άντρες και γυναίκες».

 

anna5

 

Σηκώθηκε πρόθυμα, κάθισε στον αργαλειό, πήρε τη σαΐτα της σαν έτοιμη από καιρό, να συνεχίσει τη δουλειά της. Τη φωτογράφισα στον αργαλειό, βγάλαμε και μαζί φωτογραφίες, μου έκανε την τιμή. Την ευχαρίστησα από καρδιάς για τον πολύτιμο χρόνο της που αφιέρωσε στη συζήτησή της. Κι έφυγα συλλογισμένη, της είχα πάει.

Είχε πλέον νυχτώσει για τα καλά. Ίσα που ξεχώριζα τα σκαλοπάτια. Ωστόσο, το ευφρόσυνο δειλινό παρόν της κυρίας Άννας Σικελιανού συνεχίστηκε στην αυλή της την πλακόστρωτη άλλα οκτώ χρόνια, ως το 2006.

Ελένη Χωρεάνθη

Π. Φάληρο, 1998

Π. Φάληρο 2015

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top