Fractal

Άννα Μπόμπολα: Αρκεί να πιστέψουμε ότι όλα τα μπορούμε, όπως εκείνη.

Επιμέλεια: Ελένη Γκίκα //

 

01 PINAKAS 8

Καθιστώντας έναν αόρατο κόσμο «ορατό», κατορθώνοντας να υποτάξει την εικόνα σε ύλη, ακολουθώντας μια προσωπική στρατηγική έκφρασης, η Άννα Μπόμπολα δημιούργησε, τελικά, εικαστικά ένα προσωπικό σύμπαν. Με «το βάθος (να) ανεβαίνει στην επιφάνεια και την επιφάνεια (να) γλιστράει στο βάθος» και μια φύση «ποιητική, θεολογική και κοσμογονική» με την αισχυλική έννοια του όρου. Με «Ουρανούς» που παραπέμπουν σε «Ηφαίστεια» και «Ηφαίστεια» που αντανακλούν τους «Ουρανούς» τους. Αποτελώντας ως ημιτελείς πάντα «Νευρώνες», «μια δυνατή κραυγή απέναντι στην απέραντη μήτρα του χάους που μας γεννάει, μας τρέφει και μας αφανίζει ταυτόχρονα». Με αναπάντητα ερωτηματικά που ταυτοχρόνως αποτελούν και την απάντηση.

 

02 PINAKAS 21

 

Για το έργο της γράφουν οι: Γιάννης Μετζικώφ, Shellie Goldberg, Lidmilla Ulitskaya, Enzo di Martino.

Και για τον πρόλογο κρατάμε αυτό που έγραψε ο Μετζικώφ:
«Η Άννα θα βρίσκεται πάντα στη σκέψη μου, προσηλωμένη στο πάτωμα του ατελιέ της Γ’ Σεπτεμβρίου μπροστά σ’ ένα μεγάλο ανολοκλήρωτο σχέδιο και θα με διδάσκει τα απίστευτα, πόσο δυνατοί είμαστε τελικά οι άνθρωποι και πόσο τα όριά μας είναι απλές συμβάσεις, που η δύναμή μας ξεπερνά και υπερβαίνει όποτε θέλει. Αρκεί να αγαπήσουμε και να αφήσουμε τον ορμητικό κρουνό της δημιουργικότητας από μέσα μας να μας κάνει ευτυχισμένους και ξεχωριστούς. Αρκεί να πιστέψουμε ότι όλα τα μπορούμε, όπως εκείνη».

 

03 PINAKAS 23

 

«Μια φύση, όμως, με την αισχυλική έννοια του όρου, ποιητική, θεολογική και κοσμογονική, μια δυνατή κραυγή απέναντι στην απέραντη μήτρα του χάους που μας γεννάει, μας τρέφει και μας αφανίζει ταυτόχρονα»

Γράφει ο Γιάννης Μετζικώφ:

 

Το φθινόπωρο του 1982, η Άννα Μπόμπολα ήρθε στο εργαστήριο που είχα στην οδό Γ’ Σεπτεμβρίου. Αμήχανη μου είπε πως θα ‘θελε πολύ να ασχοληθεί με τη ζωγραφική και από τον τρόπο που για πολλή ώρα μου μίλησε, κατάλαβα πως το εννοούσε. Είχα κι άλλους μαθητές, αλλά εδώ δεν μπορούσα να καταλάβω πώς αυτή η γυναίκα μπορούσε να βρει τόσο χρόνο μέσα από μια άλλη ζωή που ούτως ή άλλως ζούσε, να προσαρμοστεί στη λιτή ατμόσφαιρα του εργαστηρίου και να αρχίσει να καταπιάνεται με τον μόχθο και τις καθημερινές δυσκολίες ενός αντικειμένου που δεν είχε γνωρίσει ποτέ. Κι όμως, οι δυσκολίες αφορούσαν άλλους, όχι όμως την Άννα, που ερχόταν νωρίς χρόνια ολόκληρα, έφευγε τελευταία και κάθε στιγμή ένιωθα τη βαθιά της χαρά γι’ αυτό που έκανε.

Σίγουρα μέσα από τις απέραντες μοναχικές μας συζητήσεις, δεν έδωσα μόνο, αλλά πήρα και από την ουσιώδη θέση της, ότι τελικά τίποτα δεν μπορεί να παραμερίσει την εσωτερική μας δύναμη και τίποτα δεν μπορεί να αντισταθεί στην εσωτερική ανάγκη του ανθρώπου να εκφράσει αυτό που νιώθει και να πει δυο λόγια παραπάνω μέσα από τον δημιουργικό του χρόνο. Κάθε της προσπάθεια έμοιαζε να έχει στα μάτια μου ευθύνη και γενναιοδωρία. Και παρότι μέναμε πολλές ώρες μαζί δουλεύοντας, σεβόμουν πολύ την αγάπη και την ολόψυχη κατάθεσή της. Μου έδινε να καταλάβω πως ο χρόνος έχει διαφορετική σημασία γι’ αυτήν και δεν ήθελε να την καθυστερήσει κάτι όταν δούλευε. Ατέλειωτες ώρες σιωπής, αργές σεβαστικές ώρες, σαν να χανόταν μέσα στους ήχους από το Ρέκβιεμ του Μότσαρτ, τους ήχους του Μάλερ, του Μπετόβεν και του Βιβάλντι, ώρες με αραιά διαλείμματα για ένα τσιγάρο, γεμάτες σκέψεις και περισυλλογή. Η Άννα ήταν μόνη της κοντά μου πολλά χρόνια. Έμενε εκεί ακόμα κι όταν όλοι φεύγαμε, έπλενε και τακτοποιούσε τελετουργικά τα πράγματά της, κλείδωνε και επέστρεφε νωρίς το πρωί για να κάνει πάλι τα ίδια. Απόλυτα προσηλωμένη και ολοδοσμένη στη γοητεία της δουλειάς της, έμοιαζε υπερβολική, σαν τίποτε άλλο πέρα από αυτήν της την κατάθεση να μην έχει προτεραιότητα στην καθημερινότητά της.

Η Άννα Μπόμπολα δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ για την απεικόνιση στη ζωγραφική της. Ένιωθα ότι έψαχνε για την ένταση που κρύβουν οι εικόνες στη φύση μέσα από τα σχήματα και τα χρώματά της. Σχήματα και χρώματα σε μεγάλες επιφάνειες, στάχτες, νερά, ηφαίστεια, βράχια, θάλασσες, σκιές και μνήμες, ένας βαθιά συναισθηματικός κόσμος, που μοιάζει να παλεύει μέσα της να ανασυσταθεί, που συνδιαλέγεται, συγκρούεται και μονοιάζει, ένας κόσμος εν τω γεννάσθαι με αγωνιώδη τοπία, φλεγόμενα βράχια και ρέουσες φόρμες, μια αίσθηση παρμένη από την πρώτη βιβλική ημέρα. Μέσα στα έργα της, αναζητά και ξεδιπλώνει την αλήθεια ενός σκληρού κόσμου, που μόνον εκείνη μπορεί να δει και να περιγράψει, ένα ταξίδι του νου μέσα σε πολυαγαπημένους τόπους, φανταστικά τοπία και μοναχικές φιγούρες που στέκουν, γέρνουν, συνομιλούν και αφηγούνται. Ένα παζλ με όγκους, ένα παιχνίδι σχημάτων, που αν έπρεπε να χαρακτηρίσω το κυρίαρχο στοιχείο του είναι η φύση αυτoύ που βλέπω, μια φύση όμως με την αισχυλική έννοια του όρου, ποιητική, θεολογική και κοσμογονική, μια δυνατή κραυγή απέναντι στην απέραντη μήτρα του χάους που μας γεννάει, μας τρέφει και μας αφανίζει ταυτόχρονα. Το έργο της είναι γεμάτο αναπάντητα ερωτηματικά.

Βλέποντας τη δουλειά της, καταλαβαίνεις πως δεν πίστεψε ποτέ στην καλλιέπεια, δεν άντεχε τα περιττά στολίσματα και την επίφαση στα έργα της, ίσως γιατί ήταν πεποίθησή της πως η αλήθεια στη ζωγραφική δεν είναι ποτέ εκκωφαντικά εμφανής, αλλά για να τη θαυμάσεις χρειάζεται να εμβαθύνεις με τη γνώση σου και να νοιώσεις το μυστήριο και την εσωτερικότητά της, μέσα από την παιδεία και την αγάπη που διαθέτεις. Γιατί πέρα από την περιγραφικότητα, μπορεί να κρύβεται κάτι που είναι το πραγματικά ουσιώδες και που δεν έχει πάντα σχέση με αυτό που θα λέγαμε παραστατική τέχνη.

Γι’ αυτό και ποτέ δεν την ενδιέφερε να αρέσει με την ευτελή έννοια του όρου και από αυτή την άποψη οι σταθερές απόψεις της και ο τρόπος που διαφύλαξε στο μυαλό της την έννοια του πολύτιμου ήταν αξιοθαύμαστη. Οι προβολές, οι παρουσιάσεις και οι φιλοφρονητικές κουβέντες ήταν ελάσσονος σημασίας. Όχι από σεμνότητα. Μια τόσο απλή, δωρική γυναίκα σαν κι αυτήν δεν θα μπορούσε να υπάρχει μέσα από κώδικες σεμνότητας. Απλώς έμοιαζε να έχει τη χαρά της αυτάρκειας μέσα της και μιας προσωπικής ικανοποίησης ότι έχει ήδη αυτό που τόσο αγαπάει.

Αργότερα, όταν πια δημιουργούσε στον δικό της χώρο, με ξεναγούσε στα καινούργια της έργα με εφηβικό ενθουσιασμό. Ήθελε πάντα να σου εξηγήσει τα πάντα, να σε αφήσει να σκεφτείς και να συμμετάσχεις κι εσύ με τον δικό σου τρόπο. Θα έλεγε κανείς πως αγωνιούσε να σε πάρει μαζί της, να μάθεις κάτι, να αφουγκραστείς ένα εξαίσιο γεγονός, έναν απάτητο τόπο, να σου περιγράψει με χρώματα μια αγαπημένη θάλασσα και να μοιραστεί μαζί σου όλα τα φυλαγμένα του μυαλού της. Ένιωθε πάντα ασφαλής ανάμεσα στους ανθρώπους που αγάπησε και μου δημιουργούσε την αίσθηση ότι ο άντρας της και τα παιδιά της είναι στη ζωή της έμπνευση και σημείο εκκίνησης για κάθε νέα της δουλειά και κάθε δημιουργική της σκέψη. Ίσως γι’ αυτό η Άννα Μπόμπολα λειτουργούσε μακριά από φιέστες και τυμπανοκρουσίες, γιατί θωρακισμένη μ’ αυτή την αγάπη της οικογένειάς της και την ασφάλεια που της έδινε το έργο της ένιωθε πληρότητα, σαν να τα έχει όλα.

Η Άννα θα βρίσκεται πάντα στη σκέψη μου, προσηλωμένη στο πάτωμα του ατελιέ της Γ’ Σεπτεμβρίου μπροστά σ’ ένα μεγάλο ανολοκλήρωτο σχέδιο και θα με διδάσκει τα απίστευτα, πόσο δυνατοί είμαστε τελικά οι άνθρωποι και πόσο τα όριά μας είναι απλές συμβάσεις, που η δύναμή μας ξεπερνά και υπερβαίνει όποτε θέλει. Αρκεί να αγαπήσουμε και να αφήσουμε τον ορμητικό κρουνό της δημιουργικότητας από μέσα μας να μας κάνει ευτυχισμένους και ξεχωριστούς. Αρκεί να πιστέψουμε ότι όλα τα μπορούμε, όπως εκείνη.

 

04 PINAKAS 11

 

 

05 PINAKAS 75

 

«Οι απρόσωπες μορφές της Άννας Μπόμπολα φαίνεται πως μοιράζονται κάποια κοινά στοιχεία με την αρχαιοελληνική τέχνη».

Recent Paintings 1989

[Facchetti Gallery- Νέα Υόρκη]

Shellie Goldberg, Οκτώβριος 1989

 

Γεννημένη στην Αθήνα, η κρητικής καταγωγής Άννα Μόμπολα προέρχεται από μια οικογένεια με καλλιτεχνική φλέβα. Στα πρώϊμα έργα της, εξερεύνησε τις δυνατότητες των τοπίων μέσα από τις τεχνικές του κολλάζ και του παπιέ μασέ. Το τελευταίο διάστημα, η Μπόμπολα στράφηκε στην ελαιογραφία, η οποία επιδέχεται μεγαλύτερη αμεσότητα και αυθορμητισμό. Τα τρέχοντα έργα της σε μουσαμά μελετούν τη σχέση μεταξύ μορφής και βάσης με τρόπο ημιαφαιρετικό.

Οι πίνακές της που παρουσιάζονται στην έκθεση αυτή χαρακτηρίζονται από την κίνηση στις πινελιές και το ευρύ φάσμα της χρωματικής παλέτας, που ξεκινάει από τους ψυχρούς γκρίζους τόνους και φτάνει στα «όξινα» πράσινα και τις έντονες κόκκινες αποχρώσεις. Από την εντυπωσιακή συνύπαρξη των χρωμάτων προκύπτουν μυστηριώδη σχήματα που υπονοούν ανθρώπινες μορφές. Μεμονωμένες ή σε ομάδες, οι μορφές αυτές αφομοιώνονται σε ένα ζωντανό φόντο. Μαζί τα δυο αυτά στοιχεία δημιουργούν αφηρημένα τοπία όπου το χρώμα παίζει τον ενωτικό ρόλο.

Το ζωγραφικό έργο της Μπόμπολα παραπέμπει τόσο στυλιστικά όσο και πνευματικά σε μεγάλους δασκάλους του μοντερνισμού όπως οι Kooning, Picasso, Cezanne καθώς και ο γλύπτης Wilhelm Lembruk. Οι δουλειές της επίσης θυμίζουν τον βιομορφισμό όπως εκφράστηκε από τους Arp and Gorky. Με μια πρώτη ματιά, οι παθιασμένοι πίνακες της Μπόμπολα μοιάζει να φέρνουν κάτι από τον νέο-εξπρεσιονισμό των αρχών του ’80, αλλά η ζωγράφος, που ζει και εργάζεται στην Αθήνα, μια πόλη ουσιαστικά απομονωμένη από τον κόσμο της σύγχρονης τέχνης, καταφέρνει να αντλεί ερεθίσματα όχι μόνον από το άμεσο περιβάλλον της, αλλά και την πολιτισμική της κληρονομιά.

Οι απρόσωπες μορφές της Άννας Μπόμπολα φαίνεται πως μοιράζονται κάποια κοινά στοιχεία με την αρχαιοελληνική τέχνη. Οι μορφές της μετώπης του Παρθενώνα και ο Λαοκόων, με τις δραματικές χειρονομίες του, παρέχουν την κατάλληλη έμπνευση για έναν σύγχρονο Έλληνα καλλιτέχνη.

 

06 PINAKAS 25

 

 

07 PINAKAS 39A

 

Όταν η εικόνα γίνεται ύλη: το όνειρο κάθε τέχνης

Κατάσταση 1992

[Art Moderne Gallery- Μόσχα]

Lidmilla Ulitskaya
Μόσχα. 9 Ιουλίου 1992

 

Η Άννα Μπόμπολα μεγάλωσε κοντά στην Ακρόπολη. Από τα παράθυρα του σπιτιού της μπορούσε να δει τον Παρθενώνα, όπως άλλοι βλέπουν μια στάση λεωφορείων, ένα παγκάκι ή μια διαφήμιση μπίρας. Ο πατέρας της Άννας γεννήθηκε στην Κρήτη. Ολόκληρη η οικογένεια, όπως συμβαίνει συχνά στην Ελλάδα, είναι καλλιτεχνικά προικισμένη. Το αίμα των γενναίων Δωριέων κυλάει στις φλέβες τους, και η χώρα των Σφακίων, όπου έμεναν οι πρόγονοί τους, είναι διάσημη επειδή δεν παραδόθηκε στους Τούρκους.

Προφανώς κληρονόμησε την ανεξαρτησία, τη συγκρότηση και την εσωτερική δύναμη. Ένα από τα ξεχωριστά γνωρίσματα της Άννας είναι οι στενοί της δεσμοί με την ελληνική θάλασσα, τη γη, τις πέτρες, τους βράχους και τους κόλπους. Με άλλα λόγια, συνδέεται στενά με στοιχεία των οποίων η φωνή τόσο λείπει από τον σύγχρονο άνθρωπο. Το παραπάνω πρέπει να τονιστεί γιατί αυτές οι αρετές αντανακλούνται άμεσα στη δημιουργική της δραστηριότητα.

Η τέχνη έγινε το επάγγελμά της όχι σε μικρή, αλλά σε ώριμη ηλικία. Τότε ξεκίνησε μια καινούργια ζωή, στην οποία ο χρόνος είναι ιδιαίτερα πολύτιμος. Η εμπειρία της ζωής συνδυάστηκε αρμονικά με την καινοτομία στην αντίληψη. Χάρη στο σθένος, την εσωτερική συγκέντρωση και τη μοναδική ικανότητα στη δουλειά, που έχει η Άννα, κατάφερε να διανύσει μόνο σε δεκαπέντε χρόνια μια πορεία για την οποία άλλοι θα ήθελαν πολλές δεκαετίες.

Στην προηγούμενη δουλειά της, που δεν παρουσιάζεται σ’ αυτή την έκθεση, η Άννα μελέτησε τις δυνατότητες του τοπίου. Αργότερα άρχισε να δείχνει ενδιαφέρον στις αλληλεπιδράσεις μεταξύ της φιγούρας και του περιβάλλοντος. Κατέχει τόσο τη γνώση του σχεδίου όσο και την τεχνική του ανάγλυφου. Χρησιμοποιεί μολύβι, κάρβουνο και λάδια. Έχει αναπτύξει το δικό της μοναδικό ύφος, που καθορίζεται από το χρώμα, τη δραματική έκφραση και την ενέργεια. Τα έργα που παρουσιάζονται εδώ είναι αποτέλεσμα πάνω από δυο χρόνων καλλιτεχνικής δουλειάς.

Η τέχνη είναι ένα είδος ηχούς και στη δουλειά της Άννας Μπόμπολα μπορεί να εντοπίσει κανείς τις εσωτερικές συνδέσεις όπου στηρίζεται ο πολιτισμός και μπορεί επίσης να καθορίσει την εμβέλεια των προγόνων και των δασκάλων της. Πριν όμως εμβαθύνω στο έργο της, θα ήθελα να ξεκαθαρίσω μια πλάνη για την οποίαν είναι υπεύθυνος ο Χέγκελ. Ονόμασε την ελληνική θρησκεία «θρησκεία με ομορφιά».

Τα παγκοσμίως διάσημα και άξια θαυμασμού αρχαία ελληνικά μάρμαρα, τις ωραίες διακοσμήσεις των βάζων σε μαύρες και κόκκινες φιγούρες και τα ερείπια της υπέροχης αρχιτεκτονικής, έχει τελείως σκιάσει το υποβρύχιο ή μάλλον το υπόγειο τμήμα του παγόβουνου του μεγάλου πολιτισμού, δηλαδή οι χθόνιες αρχές της ακραίας δύναμης και ενέργειας. Οι κρητικοπελασγικές λατρείες με τη χαοτική και παράλογη φύση τους και την οργιαστική ένταση, που σχετίζονται με τη λατρεία της Θεάς Μητέρας, διεισδύσανε στον ελληνικό πολιτισμό κατακτώντας μια εξέχουσα θέση σ’ αυτόν. Παράλληλα ο μύθος με τους Τιτάνες, πλάσματα γεννημένα από τη Γη, εκφυλίστηκε σε δαιμονισμό και ο άνθρωπος της αρχαίας Ελλάδας έφτασε να είναι συνεχώς φοβισμένος από δαίμονες και φαντάσματα. Η αίσθηση της ύπαρξης σκοτεινών δυνάμεων ήταν εκπληκτικά έντονη ανάμεσα στους ανθρώπους της αρχαίας Ελλάδας . Αν και ο μυστικιστικός τρόμος – τα Τάρταρα, ο Έρεβος, η Σκοτεινή Νύχτα- βρισκόταν έξω από τον άνθρωπο. Στον σύγχρονο κόσμο όπου οι ψυχικοί προστατευτικοί μηχανισμοί, όπως τα ταμπού, η ιεροτελεστία του εξαγνισμού και τα μυστήρια του έχουν καταστραφεί και, κατά τον Σέξπηρ, «διασπάστηκε η αλληλουχία του χρόνου», δαιμονικές δυνάμεις έχουν εισβάλει στις ανθρώπινες ψυχές.

Η κατάσταση της ανθρώπινης ψυχής, αυτός είναι ο χώρος της καλλιτεχνικής μελέτης της Άννας Μπόμπολα. Εννέα μεγάλοι πίνακες [πέντε από αυτούς είναι δίπτυχοι] και οκτώ γλυπτά αναπαριστούν διαφορετικές καταστάσεις της ανθρώπινης ψυχής. Αυτές οι καταστάσεις, που είναι πάντοτε οξείες και τραγικές, μαρτυρούν την έντονη εσωτερική ζωή της ζωγράφου. Η συναισθηματική ένταση φθάνει στο αποκορύφωμά της στο έργο «Αναστάτωση» και ολοκληρώνεται σε μια σύνθεση με πολλές φιγούρες, που έχει τον τίτλο «Συνύπαρξη».

Το κλειδί της δουλειάς είναι ότι ένα πανομοιότυπο με την εικόνα γλυπτό αντιστοιχεί σε κάθε έργο. Κάθε τεχνική πρέπει να υποστηρίζεται εσωτερικά, ώστε να αποφεύγεται να καταλήγει σε τέχνασμα. Σ’ αυτήν τη δουλειά, η στήριξη είναι η ένταση του χώρου που φθάνει σε τέτοια δύναμη ώστε φαίνεται λες και η εικόνα γίνεται ύλη και αποσπασμένη από την επιφάνεια του καμβά, ενσωματώνεται σε μια γλυπτική φόρμα. Στα γλυπτά, ένας παράτολμος χορός, το ξέσπασμα των χρωμάτων και ο παθιασμένος αγώνας βρίσκουν την ολοκλήρωσή τους. Ό,τι δυναμικά ζει στον πίνακα, παραμένει να στέκεται στο γλυπτό και υπάρχει σαν κίνηση.

Η κίνηση σημαίνει πολλά σ’ αυτό τον κόσμο. Η γλώσσα της είναι πιο αρχαία γλώσσα. Ξεπήδησε πριν από τον κόσμο. Η μαρτυρία της είναι πιο ξεκάθαρη, καθώς είναι πιο ενστικτώδης και ειλικρινής. Ο Leonardo da Vinci ήταν ο πρώτος που μελέτησε την κίνηση στην Ευρώπη, και ήταν ακριβώς αυτό το ενδιαφέρον που ώθησε τον διάσημο καλλιτέχνη να μελετήσει την ανατομία. Στον «Μυστικό Δείπνο» του, ολόκληρο το ευαγγελικό κείμενο ενσωματώνεται στη γλώσσα της χειρονομίας. Όσον αφορά δε τις παλιές τελετές, πολλές από αυτές βασίζονται αποκλειστικά σε κανονικές χειρονομίες.

Το ελληνικό θέατρο επεξεργάστηκε έναν δυναμικό μηχανισμό για την κίνηση. Τότε αναπτύχθηκε μια σχολή μίμων. Χρησιμοποιώντας χορούς και χειρονομίες, οι μίμοι απέδιδαν αυτά που δεν μπορούσαν να εκφραστούν με λέξεις. Οι άνθρωποι των αρχαίων χρόνων το καταλάβαιναν αυτό πολύ καλά.

Ο Πλάτων έλεγε: «Οι νέοι μας δεν αρκεί μόνο να χορεύουν, αλλά και οι χοροί τους πρέπει επίσης να είναι καλοί».

Έτσι, η κίνηση είναι η πρώτη έκφραση στην απόδοση ενός κειμένου, ενώ η λέξη είναι η δεύτερη. Αλλά η κίνηση, ο χορός, δεν μπορούν να καταγραφούν και το νόημά τους χάνεται σε μεγάλο βαθμό. Μόνον η γενετική μνήμη παραμένει σ’ εμάς. Μπορούμε να πιστέψουμε μόνο αυτό. Εκδηλώνεται πιο ολοκληρωμένα εκεί που εκ πρώτης όψεως θα φαινόταν πως δεν θα μπορούσε: στα βάθη του υποσυνειδήτου. Αυτός είναι ο χώρος όπου γεννιούνται τα φοβερά είδωλα της Άννας Μπόμπολα, που απεικονίζονται στην εικόνα. Οι χειρονομίες σε αυτές τις φιγούρες είναι εκφραστικές, αν και δεν είναι πάντα ακριβείς. Αλλά εδώ μπαίνουμε στον χώρο που κείται πέρα από την ανθρώπινη εμπειρία, στο πεδίο της καλλιτεχνικής διαίσθησης και, κατά συνέπεια, είναι δύσκολο να το κρίνουμε. Το μόνο κριτήριο είναι η συγκινησιακή επίδραση. Και υπάρχει, και είναι πάρα πολύ ισχυρή…

Η τέχνη της Άννας Μπόμπολα δεν είναι παρηγορητική. Δεν προσφέρει κάθαρση, την οποίαν η ψυχή διψά να δεχθεί. Η τέχνη της καταγράφει τη διαμελισμένη και αγωνιώδη φύση της συνείδησης του ανθρώπου του σήμερα, που είναι μόνος με τα συναισθήματα, τους φόβους και τα πάθη του. Αλλά αυτό είναι ένα πολύ σημαντικό σημείο. Παραθέτουμε τα λόγια του ψαλμού: «Από τα βάθη ανυψώνομαι σε σένα, Θεέ!». Είναι ακριβώς από τα βάθη, από την αίσθηση της πτώσης στα βάθη της εγκατάλειψης, που αρχίζει η ανύψωση.

«Όταν οι περισσότεροι άνθρωποι αναφωνούν «Ω, Θεέ μου», εγώ λέω «Ω, μάνα μου», λέει η Άννα για τον εαυτό της. Δεν είναι τυχαίο. Αυτός είναι ο εσωτερικός της κόσμος. Προέρχεται από εκείνο το στοιχείο το οποίο κάποτε υπηρετούσαν οι ιέρειες της Κρήτης, από την ισχυρή Μητέρα Γη, από την παλαιότερη γυναικεία θεότητα που λατρεύτηκε με πολλά ονόματα σε όλες τις αρχαίες θρησκείες του κόσμου. Και η ουσία του τι έχει αποδειχθεί, πιστοποιεί τη δαιμονική ήττα του ανθρώπου και τη βαθιά αναγκαιότητα του σύγχρονου ανθρώπου να δει την εσωτερική του πραγματικότητα γεμάτος εγρήγορση και φόβο. «Το τέρας που δεν σκοτώθηκε από τον άνθρωπο δεν μπορεί να υπάρξει», έγραψε ο Martin Luther για τέτοιες καταστάσεις. Στο μονοπάτι που ακολουθεί ο άνθρωπος η αρχή είναι ευδιάκριτη, αλλά το τέλος είναι απροσδιόριστο. Και συνεπώς, υπάρχει ελπίδα για την καλλιτέχνιδα, που διάγει τη δημιουργική ζωή τόσο ειλικρινά και δυναμικά, να βρει τον δρόμο της ανάμεσα στη χθόνια πυρά, και πεταλούδες θα ξεπηδήσουν από τα κουκούλια τους, με τα οποία μοιάζουν
τα γλυπτά της, και η πτήση τους θα κατευθυνθεί προς το φως.

Έχουμε λόγους να πιστεύουμε σ’ αυτό. Στο ζεύγος της δουλειάς «Κατάληξη», μπορούμε να δούμε τις δυνατότητες της δύναμης της καλλιτέχνιδος. Μια μορφή φιλτραρίσματος, συλλογής των πόλων πραγματοποιείται στον μαυρόασπρο διπλό πίνακα, σε μια εθελοντική άρνηση του χρώματος. Εκεί όπου το μαύρο έρχεται σε αντίθεση με το άσπρο, βλέπουμε τις δυνατότητες της επιλογής, μια νύξη ελευθερίας και την ελπίδα υπερκίνησης της γήινης βαρύτητας – το όνειρο κάθε τέχνης.

Ο εξπρεσιονισμός επιτρέπει μεγαλύτερη καλλιτεχνική αυθαιρεσία από κάθε άλλη καλλιτεχνική παράδοση. Είναι μια καλλιτέχνις με μεγάλη δύναμη, ενέργεια και ανεξαρτησία. Η ανεξαρτησία δεν είναι ελευθερία, αλλά ένας από τους δρόμους για την ελευθερία είναι μέσω της αληθινής ανεξαρτησίας. Πέρα από πολλές έννοιες που έχουν ξεπέσει, μια έννοια υπάρχει για μας- η Ελευθερία, η εσωτερική και εσώτατη Ελευθερία. Ο δρόμος προς αυτήν είναι ο απέραντα δύσκολος.

 

08 PINAKAS 3A

 

 

09 PINAKAS 37

 

Όταν «το βάθος ανεβαίνει στην επιφάνεια και η επιφάνεια γλιστράει στο βάθος»

Ουρανός 1995

[Galleria Ravagnan – Βενετία]

Enzo di Martino
Βενετία, 25 Απριλίου 1995

 

Υπάρχουν οπτικά και φανταστικά γεγονότα τα οποία αμέσως αποκαλύπτουν τη θέση τους έξω από τη συνηθισμένη διάταξη της ιστορικο-κριτικής «αναγνώρισης», γεγονότα που δηλώνουν επιτακτικά τη βούλησή τους για «απομόνωση», σχεδόν σαν να ήθελαν να τοποθετηθούν σκόπιμα στις παρυφές της καλλιτεχνικής αναζήτησης εκείνης της στιγμής.

Εκφράζουν συνήθως μια κατάσταση ιδεατού και εκφραστικού κινδύνου γιατί πάντα αρχίζουν την περιπέτεια δημιουργίας εικόνων «από το μηδέν», χρησιμοποιώντας μόνο οριακά την «οργανική υποστήριξη» των σχημάτων και των μορφών που προσφέρονται σε κάθε καλλιτέχνη στην εποχή του από τα μεγάλα μαθήματα της ιστορίας.

Αυτού του είδους η μελέτη ανταποκρίνεται σε μια ακατανίκητη ανάγκη της προσωπικότητας του καλλιτέχνη, που είναι και δεύτερη φύση του. Σαν να είχε την πλάτη στραμμένη στον τοίχο, ο καλλιτέχνης δεν μπορεί και δεν θέλει να αποφύγει τους κινδύνους μιας εκφραστικότητας, η οποία φαίνεται να σχετίζεται μόνο με τον εαυτό της και να τροφοδοτείται μονάχα από εσωτερικές αναφορές.

Η ιστορία της τέχνης αυτού του αιώνα έχει καταγράψει πολυάριθμες θέσεις αυτής της φύσης. Συχνά έχουν παρεξηγηθεί τη στιγμή που εμφανίστηκαν και λόγω έλλειψης προσοχής έχουν θαφτεί, όπως είναι χαρακτηριστικό με εκείνα τα οπτικά γεγονότα που δεν μπορούν να ενταχθούν σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο κριτικής ούτε αναγνωρίζονται αμέσως από το σαγηνευτικό μανδύα της εμφάνισής τους.

Παραλείπεται με αυτό τον τρόπο η θεμελιώδης θεώρηση ότι η τέχνη αυτού του αιώνα [και όχι μόνο αυτού] πάντα εκδηλώνεται έχοντας «το ένα πόδι στο χείλος του γκρεμού» πριν ενσωματωθεί, με την πάροδο του χρόνου, σε αυτό που παρακινδυνευμένα ονομάζουμε «σύστημα των πολιτιστικών αξιών της κοινωνίας».

Η δουλειά της Άννας Μπόμπολα τοποθετείται μέσα σε μια εκφραστική λογική η οποία δικαιώνεται από τις παραπάνω σκέψεις. Δεν αρνείται την «αναπαράσταση», αλλά βρίσκει τις ρίζες της σε φανταστικούς κόσμους που έχουν μικρή επαφή με την πραγματικότητα. Δεν απαρνείται τις ιστορικές αναφορές που εμπεριέχει, αλλά τις μεταμορφώνει σε εξωτερικά γεγονότα που δεν επιχειρούν να δικαιώσουν την ύπαρξή τους. Δεν έχει μια «περιγραφική» δομή, αλλά είναι εμφανής η πρόθεση για επικοινωνία, όχι μόνο σε επίπεδο αισθητικό αλλά και συναισθηματικό.

Το «στήσιμο» των εικόνων της Άννας Μπόμπολα διαμορφώνει ένα εγχείρημα γεμάτο με ερμηνευτικές παγίδες, που στην πραγματικότητα τείνει να φτάσει μια «άλλη διάσταση», μέχρι τότε ανύπαρκτη, μια διάσταση που πιθανώς συνιστά τη μοναδική, μερική και ριψοκίνδυνη «υπαρξιακή αλήθεια» της καλλιτέχνιδος.

Αυτή η διαδικασία φέρνει στο φως οπτικά γεγονότα που μερικές φορές είναι «άχαρα», αλλά εκείνο που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι το είδος της βίαιας αυθεντικότητας που τα χαρακτηρίζει, η προφανής «αναγκαιότητα» της εμφάνισής τους, την οποίαν η καλλιτέχνις δεν μπορούσε και δεν ήθελε να αποφύγει.

Έτσι γίνεται φανερό ότι αυτοί οι πίνακες περιέχουν την ένταση μιας σύγκρουσης με την πραγματικότητα, φτάνοντας στα όρια του «συναγερμού» και γι’ αυτό συχνά προκαλούν τον θεατή.

Η αλήθεια είναι ότι αυτά τα έργα πρέπει να ειδωθούν από μέσα είτε σαν ένα αναλυτικό πεδίο που δεν μπορεί να αποκηρυχθεί, είτε σαν μια μυστική υποβλητική παρόρμηση. Σαν χώροι που αποκαλύπτουν μια φαντασία, η οποία δεν έρχεται αντιμέτωπη με την αλήθεια και διεκδικεί το δικαίωμα να υπάρχει οπτικά. Γι’ αυτά τα έργα της Άννας Μπόμπολα καθορίζονται σαν αεικίνητα ερωτηματικά που δεν περιμένουν μάταια απαντήσεις επιβεβαίωσης, αλλά αντιθέτως τείνουν να θέσουν τα δικά μας δεδομένα σε κρίση.

Ο τίτλος «Ουρανός», που φέρνει αυτή την ενότητα των έργων, δείχνει μια συνειδητή προσπάθεια να αποδοθεί οπτικά μια «μεταφορά». Είναι φανερή η εκφραστική αναταραχή σε αυτούς τους «ουρανούς» και μέσα τους μπορεί κανείς να διακρίνει μια δραματική αντιπαράθεση μεταξύ των αναφορών της φύσης και του ανήσυχου συναισθήματος της εικονικής τους αναπαράστασης.

Η μεταφορά γίνεται ακόμα πιο ξεκάθαρη στον καμβά όπου η Άννα Μπόμπολα ζωγράφισε μια μυστηριώδη φιγούρα που δεν μπορεί να αποκρυπτογραφηθεί, κάποιου είδους φανταστική οπτασία, ανάμεσα στα σύννεφα του ουρανού, η οποία αντικρίζει έξω από τον πίνακα, μια πανομοιότυπη μορφή πλασμένη σε παλιές σκουριασμένες επιφάνειες.

Πέραν της ανησυχητικής αυτής «παρουσίας» μέσα στην παλλόμενη ζωγραφική επιφάνεια, που γίνεται έντονα συναισθηματική, είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον να παρατηρήσει κανείς πως αυτοί οι ταραγμένοι «ουρανοί» έρχονται κατόπιν αντιμέτωποι με την τραχιά, σκουριασμένη και μονότονη πλαστική μορφή, που φαίνεται να διακηρύσσει το μη κλασικό χαρακτήρα της.

Στην πραγματικότητα αυτοί οι ουρανοί μοιάζουν περισσότερο με εκρήξεις ηφαιστείου, εκτοξεύσεις πυρακτωμένης λάβας, ενώ το εξωτερικό γλυπτό, από σκουριασμένες σιδερένιες επιφάνειες, φαίνεται να εκφράζει όλες τις υπαρξιακές ανησυχίες του σύγχρονου ανθρώπου.

Έτσι τα υλικά που χρησιμοποιεί η Άννα Μπόμπολα για να φτιάξει το φανταστικό της κόσμο- οι γήινοι τόνοι, τα φωτεινά κόκκινα, τα μουντά γκρίζα, και τα κομμάτια του σίδερου που έχουν αλλοιωθεί από τον χρόνο και τις επεμβάσεις- μπορούν να παραπλανήσουν και ενδεχομένως συντάσσουν ένα είδος «εξωτερικής μεταμφίεσης» που ενέχει μια δυνατή συμβολική και μεταφορική αξία.

Στη σφαίρα της προσομοίωσης, όπως είναι αυτή της τέχνης, η επιλογή ενός υλικού μπορεί ακόμα να εξαπατήσει τον θεατή. Όμως, στην περίπτωση της Άννας Μπόμπολα, η μορφή του γλυπτού της ποτέ δεν συρρικνούται σε «σιδηρούχο λειψανοθήκη», αλλά αντίθετα δίνει την εντύπωση ενός «περάσματος» της καλλιτέχνιδος, που συμβαίνει σε έναν χρόνο πέρα από τον πριν και το μετά, σε μια μυθική διάσταση που δεν χρειάζεται το υπάρχον και το αναγνωρίσιμο.

Οι καμβάδες της δηλώνουν, επίσης, μια «άλλη» πραγματικότητα που έχει αναφορές στην ιστορία και τη μνήμη μέσω μιας εκπληκτικής ασάφειας στην οποία «το βάθος ανεβαίνει στην επιφάνεια και η επιφάνεια γλιστράει στο βάθος».

Είτε με το σίδερο είτε με τα χρώματα, η Άννα Μπόμπολα δηλώνει την πρόθεσή της «να χρησιμοποιήσει το υλικό σαν πρόφαση και να ταυτιστεί μαζί του».

Η καλλιτέχνις ξέρει καλά ότι αυτός είναι ο μόνος τρόπος να επιβεβαιώσει με ευαισθησία και σθένος την ίδια την υπαρξιακή της οντότητα.

Η δουλειά αυτής της Ελληνίδας καλλιτέχνιδος δεν ακολουθεί ένα τυπικό, αλλά ένα μυστικό πρότυπο, που μπορεί και η ίδια να μην το γνωρίζει, αποκαλύπτοντας μια φαντασία πλούσια και ανεξερεύνητη, που πηγάζει πέρα από την περιγραφή και την αφήγηση.

Αυτό υλοποιεί μέσα από μια προσωπική στρατηγική έκφρασης που χρησιμοποιεί απλές αναφορές σαν πρόσχημα για να εξασκήσει τη γλώσσα της ζωγραφικής και γλυπτικής, τη μόνη ικανή να «απεικονίσει τον κόσμο», τη μόνη που μπορεί να κάνει ορατό έναν κόσμο που μέχρι εκείνη την στιγμή ήταν αόρατος. Έτσι επιτυγχάνει την υλοποίηση του προσωπικού της ποιητικού «ονείρου της τέχνης».

 

Από την «Κατάσταση» στους «Ουρανούς», στα «Ηφαίστεια» και τους «Νευρώνες»

 

10 PINAKAS 1A

 

Η Άννα Μπόμπολα γεννήθηκε στην Αθήνα το 1934. Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 παρακολουθεί μαθήματα σχεδίου και ζωγραφικής στο εργαστήριο του Γιάννη Μετζικώφ. Παράλληλα συμμετέχει σε τριετές πρόγραμμα καλλιτεχνικών μαθημάτων της ΧΕΝ. Στη συνέχεια διευρύνει τη ζωγραφική της παιδεία στο Ελεύθερο Πειραματικό Εργαστήριο της Χαράς Τζάννη Γκίννερουπ. Το 1989 πραγματοποιεί την πρώτη ατομική της έκθεση στη Facchetti Galleryστη Νέα Υόρκη. Το 1992, με τη βοήθεια της Μαρίας Μπέικου, οργανώνει στη Μόσχα την επόμενή της έκθεση υπό τον τίτλο «Κατάσταση», στη γκαλερί Art Moderne. Το κτίριο της γκαλερί, που παλιότερα ήταν εκκλησία, είναι ένας αρχιτεκτονικά ιδιαίτερος χώρος όπου μπόρεσαν να αναδειχθούν τόσο οι μεγάλες διαστάσεων πίνακές της όσο και τα γλυπτά που τους συνόδευαν. Ακολουθεί νέα έκθεση στη Νέα Υόρκη το 1993, στη Mario Ravagnan Gallery. Το 1995 είναι η χρονιά που η Βενετία γιορτάζει τα 100 χρόνια από την πρώτη Μπιενάλε. Η Galleria Ravagnan, που διατηρεί αίθουσα τέχνης στην πλατεία του Αγ. Μάρκου, παρουσιάζει τότε υπό τον τίτλο «Ουρανός» ζωγραφικά έργα και ένα γλυπτό της Άννας Μπόμπολα. Το 2005 κάνει στη Νέα Υόρκη, στη Michail Lombardo Gallery, την τελευταία έκθεσή της υπό τον τίτλο «Ηφαίστεια», με πίνακες και ένα γλυπτό του θεού Ηφαίστου. Από το 2005 μέχρι το θάνατό της, το 2013, ετοιμάζει ένα νέο κύκλο δουλειάς με θέμα «Νευρώνες», που δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει. Έργα της βρίσκονται στις συλλογές των μουσείων Πούσκιν στη Μόσχα και Ερμιτάζ στην Αγία Πετρούπολη, καθώς και σε ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες. Το έργο «Vermetidae» περιλαμβάνεται στο λεύκωμα «Κοχύλια και Τέχνη» (1999) του Γιώργου Τορναρίτη.

 

11 PINAKAS 43

 

υγ. Τα κείμενα και οι φωτογραφίες του αφιερώματος στην εικαστικό Άννα Μπόμπολα αποτελούν υλικό του βιβλίου που κυκλοφόρησε φέτος σε περιορισμένα αντίτυπα με τα έργα της. Και δημοσιεύεται στη μνήμη της [στις 23 Οκτωβρίου 2014 συμπληρώνεται ένας χρόνος].

 

12 PINAKAS 45

 

 

13 PINAKAS 41

 

 

14 PINAKAS 40

 

 

15 PINAKAS 49

 

 

16 PINAKAS 55A

 

 

17 PINAKAS 13

 

 

18 PINAKAS 60A

 

 

19 F-30 RGB

 

 

20 F-11

 

 

21 F-3 RGB

 

 

22 P-1 RGB

 

 

23 P-5 RGB

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top