Fractal

Διήγημα: “Κραδαίνοντας την άσφαλτο”

Της Άννας Δεληγιάννη – Τσιουλπά // *

 

f3

 

Μέχρι που αγόρασα τη μηχανή, πίστευα ότι δεσμοί φιλίας συνέδεαν μόνο τους ανθρώπους, που όταν όμως έσπαγαν, εξελίσσονταν σε μίσος το οποίο διαπερνούσε και επηρέαζε τους νευρώνες τόσο, ώστε ο ένας να μισεί θανάσιμα τον άλλον! Αιτία; Σίγουρα το συμφέρον μικρό, μεγάλο, μέγιστο!

Από την άλλη, θεία νοσταλγία ονόμαζε ο πατέρας μου τη φιλία του με τον Κωνσταντή, όταν ο δεύτερος αποδήμησε στις ουράνιες διαδρομές πριν πολλά χρόνια.

Προσωπικά, μια παρεξήγηση που δημιουργήθηκε, άθελά μου, ανάμεσα σε μένα και τον Ιάκωβο, έμελλε να με οδηγήσει σε μέρες μαύρες, δίσεχτες, απελπιστικά έρημες! Καθόμουν ώρες ατέλειωτες, στο παράθυρο ρεμβάζοντας! Το μυαλό μου δεν ήθελε να σκεφτεί και το σώμα μου έπεσε σε αδράνεια από την πολλή σκέψη.

«Ιάκωβος Αδελφόθεος», μου συστήθηκε και ήταν ακριβώς 23 Οκτωβρίου στη γιορτή του!

Γέλασα με το επίθετο, που ναι δεν ήταν αυτό, αλλά το όνομά του εκεί παρέπεμπε, αυτή την ιστορία, του είχε πει τουλάχιστον ο νονός του, όταν εκείνος διαμαρτυρήθηκε: δεν είχε άλλα ονόματα, γιατί Ιάκωβος!

Σε κατάσταση άθλια πέρασα την τρίτη λυκείου. Μια ολόκληρη χρονιά, παρών-απών στο σχολείο, άνθρωπος του καναπέ στο σπίτι. Δημήτρης o couch potato,ο νωθρός, η καθιστή πατάτα, όπως με φώναζε ο μπάρμπας μου, που είχε γυρίσει από την Αμερική και δεν ήξερε από την πολλή δουλειά, πότε ξημέρωνε και πότε βράδιαζε. Μου μίλαγε και μ’ εκείνα τα greekglish αλλά σαν απόειδε ότι δεν πρόκοβα και πολλά, μου αγόρασε τη μηχανή, τη «Δώρα», όπως τη φωνάζω, για να μου θυμίζει τη γενναιοδωρία του μπάρμπα μου!

Μετά τον «χωρισμό» με τον καρδιακό μου φίλο, που τελικά δεν ήταν «Αδελφόθεος» ούτε είχε σχέση με τα ψάρια όπως υπαγόρευε το πραγματικό του επίθετο Ψαράς, η «Δώρα» ήταν το παμφάρμακο και με αυτήν κατάφερα να γίνω ευαίσθητος, καλοπροαίρετος, υποχωρητικός και συγχωρητικός! Ξεχνούσα τα πάντα, έκανα όνειρα που αρκετά πραγματοποίησα και την ευχαριστώ κάθε φορά που της γυαλίζω τα φτερά!

Από μικρός ήμουν της ταχύτητας! Μόλις έλεγε ο παππούς πετάξου για εφημερίδα, έπαιρνα τα χρήματα, σήκωνα τα χέρια, σαν να κρατούσα τιμόνι και μαρσάροντας δυο φορές, βίιγκ-βίιγκ, εξαφανιζόμουν! Έτσι, με τη μηχανή, φορώντας όλα τα απαραίτητα, μπότες, παντελόνι μπουφάν κράνος, γάντια όλα για συνθήκες εξαιρετικά επικίνδυνες, ανέβαινα και χανόμουν για πολλά χρόνια στο βάθος του δρόμου, στις ατέλειωτες λεωφόρους της Ευρώπης!

Η ζωή είναι ωραία, αλλά πώς να το κάνουμε, αν έχεις και κάτι του γούστου σου γίνεται πιο απολαυστική! Η ταχύτητα, σε συνάφεια με την αυξημένη προσοχή, σου προσδίδει ασφάλεια. Δεν είναι τόσο επικίνδυνες οι μηχανές όσο αρκετοί νομίζουν, ούτε οι αναβάτες είναι άγριοι όπως φαίνονται με την αρματωσιά! Επικίνδυνος γίνεται ο άνθρωπος όταν ξεστρατίζει η σκέψη του. Εγώ , κραδαίνοντας την άσφαλτο, ταξίδεψα πολύ και δεν το μετάνιωσα. Σήμερα, με το «κάρ-ο» όπως θα έλεγε κι ο μπάρμπας μου, εξυπηρετούμαι καλύτερα, αλλά δεν έχει τη χάρη που μου προσέδιδε η μηχανή!

Η «Δώρα», μου έφτιαξε τη ζωή, όταν άλλους τους καταστρέφει. Κάτι μου έλειπε τότε, ρούχα, λεφτά, σχέδιο, όνειρα! Ήμουν ακμαίος νέος και ήθελα να διοχετεύσω την ορμή μου! Και πράγματι, εκεί που μ’ έπνιγε το συναίσθημα, που με συνέθλιβε η αδυναμία αντίδρασης, εκεί που η λάβα ανέβαινε και ζητούσε διέξοδο, δρόμο, βρέθηκε ένας τρόπος να ζήσω, να ζήσω πραγματικά!

Στο τελευταίο μου ταξίδι στην Ελλάδα, από την Αλεξανδρούπολη ως την Ηγουμενίτσα ένιωσα τη μαγεία της ελευθερίας! Ήμουν εγώ και η μηχανή μου, δεν ένιωθα παρά μόνο τους κραδασμούς της και μέσα από το κράνος έβλεπα στον καθρέφτη την άσφαλτο να χάνεται πίσω μου, μια μαύρη γραμμή, μαύρη ράχη, στην Ελλάδα που δεν είχα ξαναδεί.

Μπροστά μου, πήγαινε το όνειρο που η ταχύτητα φαινόταν να υποβοηθά στην περαίωσή του, καθώς κατάπινε τον ένα ορίζοντα μετά τον άλλον με τον παλμό του άγνωστου και την αγωνία του τερματισμού.

Στις πυρακτωμένες ασφάλτους των χωρών του Νότου, αξιώθηκα να φωτογραφηθώ, μόνο με τη μηχανή, στο δυτικότερο άκρο της Ευρώπης, στο ακρωτήρι Κάβο ντα Ρόκα όταν σήκωνε πέρα, τεράστια κύματα ο Ατλαντικός Ωκεανός!

Έζησα και ζω στην Ευρώπη, άλλος άνθρωπος, «σωστός οικογενειάρχης» κατά τον πατέρα μου με δουλειά και οικογένεια και με τη «Δώρα» παρούσα, να μου ψιθυρίζει: τι θα ήσουν Δημητράκη πέρα από ένα νωθρό homo canapedicus,έναν άνθρωπο του καναπέ; Κι εγώ, χαϊδεύοντας το τιμόνι θυμάμαι εκείνο το βίιγκ-βίιγκ και της λέω ένα μεγάλο «ευχαριστώ»! Οι συγκυρίες βλέπετε…

 

 

*Η  Άννα Δεληγιάννη Τσιουλπά είναι εκπαιδευτικός συγγραφέας κριτικός.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top