Fractal

Αφήγημα: «Το ταξίδι του νόστου»

Της Άννας Δεληγιάννη – Τσιουλπά // *

 

 

f14

 

«Ονομάζομαι Αθανάσιος Βασιλείου. Ήρθα στην Αμερική το 1924 σε ηλικία 24 ετών, για να δουλέψω και με τα εμβάσματα να βοηθήσω την οικογένειά μου στην Ελλάδα, μάνα πατέρα, πέντε κορίτσια και έναν αδερφό. Στην αρχή έπιασα δουλειά στα ορυχεία αλλά στην οικογένειά μου δεν το μαρτύρησα. Τους έγραφα ότι ήμουν αγελαδάρης σε φάρμα κι αυτό γιατί είχαμε ένα ζευγάρι βόδια και θα ήξεραν περίπου τι έκανα. Η μάνα μου, μου έγραφε: «βλέπω κάτι όνειρα άσχημα και πικραίνομαι αλλά ποιος να μου πει τι ακριβώς κάνεις Αθανασέλια μ ‘»και μ’ έβαζε κι έκλαιγα, γιατί τη μάνα μου, πιο πολύ απ’ όλους την εποθούσα.

Το 1935 παντρεύτηκα μια ξένη, κάναμε ένα γιο, που δεν ήταν δικό μου παιδί τελικά, και επειδή με είχε αποκόψει και από την οικογένεια μου στην Ελλάδα, χωρίσαμε .

Από τότε μέχρι σήμερα, έχουν περάσει σαράντα χρόνια δεν είδα και δεν ξέρω τι απέγιναν ούτε εκείνη ούτε το παιδί της. Σήμερα έτσι όπως κάθομαι βασανισμένος, γέρος πια, γράφω αυτό το σημείωμα, γιατί έστω και τώρα θέλω να γυρίσω πίσω στην πατρίδα αν προλάβω! Σικάγο 29 Ιανουαρίου 1975.

Έλα καράβι, άσπρο περιστέρι έλα, δεν έχω άλλη υπομονή, θέλω να πάω πίσω στην πατρίδα να σε προλάβω μάνα ζωντανή…

Εσύ που θα βρεις και θα διαβάσεις τούτο το σημείωμα μην το πετάξεις κράτησε το, με αυτό θα κοιτάξεις κατάματα τη ζωή».

Αυτό το σημείωμα βρήκα πριν λίγα χρόνια διπλωμένο, καλοδιατηρημένο σε φάκελο όταν έψαξα λίγο περισσότερο τις παλιές κορνιζαρισμένες φωτογραφίες του παππού Θανάση, αδελφού της γιαγιάς μου, που ήρθε από την Αμερική το 1978 και δυστυχώς πρόλαβε να δει μόνο δυο αδέρφια οι υπόλοιποι είχαν πεθάνει.

Θυμάμαι, που τον περιμέναμε πώς και πώς. Η γιαγιά μου μάλιστα μου έλεγε: για να δούμε πώς θα είναι, θα αναγνωρίζεται ή θα έχει γεράσει.

Μια παγωμένη συνάντηση που δεν έχω ξαναδεί όμοιά της. Κατέβηκε από το ταξί ένας γέρος-έδειχνε και δέκα χρόνια μεγαλύτερος- με ελάχιστα μαλλιά κάτασπρα καμπούρης ,νόμιζες και δεν σε έβλεπε κιόλας και άκουσα τι γιαγιά να βγάζει έναν αναστεναγμό και να λέει: τι παλικάρια όμορφα τρώνε τα ξένα! Προφανώς και δεν ήθελε να του πει : πώς έγινες έτσι!

Εγώ ως παιδί παραμόνευα πιο πίσω να δω να κατεβάζει πράγματα, βαλίτσες. Άκουσα που είπε στη γιαγιά «πλήρωσε το κάρο γιατί δεν έχω ελληνικά» και τι δεν σκέφτηκα.

Ο ταξιτζής κατέβασε στην άκρη μια βαλίτσα αλλά δεν μου γέμισε το μάτι και όπως φάνηκε είχα δίκιο.

Μόλις μπήκαμε στο σπίτι ζήτησε μια πετσέτα, πλύθηκε κι όταν επέστρεψε και κάθισε σήκωσε το κεφάλι του και είπε βαριά κοιτάζοντας προς το μέρος μου. «Αυτό το κορίτσι ποιο είναι ;»

-Η εγγονή μου, της κόρης μου .

-Αα ,για έλα εδώ. Πλησίασα αργά σα να τον φοβόμουνα λιγάκι και στάθηκα στο πλάι.

-Τι κάνεις, θες να πας στην Αμερική να σπουδάσεις, να σε κάνουμε επιστήμονα;

-Όχι –όχι εδώ θα μείνω. Δε θέλω να φύγω από τη μάνα, του είπα και τον πήραν τα κλάματα κι έκλαιγε σαν μωρό, και μας έβαλε όλους να κλαίμε. Γιατί άραγε;

Σήμερα καταλαβαίνω απόλυτα τι συνέβαινε στην ψυχή του ανθρώπου που άθελά του έφυγε, έγινε «ξένος», που η μοίρα δεν του τα έφερε βολικά που του έλαχε ό,τι διασώζει το δημοτικό τραγούδι… εδώ στα ξένα που ’ρθα με παντρέψανε ,

μου δώσαν μια γυναίκα μάγισσας παιδί,

μαγεύει τα πουλάκια και δεν κελαηδούν,

μαγεύει τα καράβια και δεν αρμενούν…

Έχω κι εγώ κορνιζάρει το σημείωμα του και κάθε φορά που το διαβάζω μου λέει πολλά.

 

 

 

* Η Άννα Δεληγιάννη-Τσιουλπά είναι εκπαιδευτικός, συγγραφέας, κριτικός.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top