Fractal

Άννα Αφεντουλίδου: “Η ποίηση δεν έχει ποιητές και αναγνώστες, έχει μόνο μύστες”

Συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη //

 

«Αφετηρία πάντοτε είναι η έμπνευση. Αν κάτι δεν σε «καίει», δεν αξίζει να το επιχειρήσεις», υποστηρίζει για την ποίηση και την έμπνευση η Άννα Αφεντουλίδου και μιλά στο Fractal για την ποιητική και τη δοκιμιακή γραφή, για τους ποιητές που την επηρέασαν και για την ποίηση στο διαδίκτυο.

 

224366_1954508339078_1133760939_32270718_2825994_n

 

-Κυρία Αφεντουλίδου, πώς αρχίζει η πορεία συγγραφής ενός ποιήματος;

Όλα ξεκινούν, όταν αισθανθείς ότι κάτι πάει να μορφοποιηθεί μέσα σου∙ τότε μια σχεδόν ψυχαναγκαστική επιθυμία σε ωθεί να το από-τυπώσεις, ώστε να διαπιστώσεις τι μορφή είναι αυτή∙ και τι περίπου περιέχει. Η «γένεση» υφίσταται μόνο, όταν αυτό, που παλεύει μέσα σου, βγει στο φως και στον αέρα. Αν δεν το δεις στο χαρτί, ποτέ δεν ξέρεις τι ακριβώς είναι.

 

-Πρέπει να έχει έμπνευση ο ποιητής για να γράψει;

Αφετηρία πάντοτε είναι η έμπνευση. Αν κάτι δεν σε «καίει», δεν αξίζει να το επιχειρήσεις.

 

-Ποια είναι τα στοιχεία που πρέπει να αποφύγει κατά την συγγραφή;

Στην πρώτη φάση της γραφής να αποφύγει την καθοδήγηση, τον εγκεφαλισμό, το «πρέπει να…». Στην δεύτερη φάση της επεξεργασίας να αποφύγει να προδώσει το γλωσσικό του αίσθημα.

 

-Πότε μπορούμε να αποκαλούμε έναν δημιουργό ποιητή;

Όταν έχει γράψει ποιήματα που άντεξαν στον χρόνο. Δηλαδή ο χαρακτηρισμός πρέπει να δίνεται πολύ αργότερα από την έκδοση ή την δημοσίευση των κειμένων του. Και με φειδώ. Αν όμως με την ερώτηση εννοείτε ποια κείμενα μπορούμε να χαρακτηρίσουμε ως «ποιητικά», είναι ένα τεράστιο ανοιχτό θέμα. Θυμίζω την οριακή περίπτωση του Γιώργου Χειμωνά. Στο δεύτερο βιβλίο μου (Ιστορίες Εικονικής Ισορροπίας) υπάρχουν κείμενα που θα τα χαρακτήριζε κάποιος πολύ εύκολα «ποιητικά» και άλλα που θα μπορούσε να τα πει και μικροδιηγήματα. Γι’ αυτό και τα ονόμασα Ιστορίες.

 

-Τι σας εμπνέει και σας δίνει την ώθηση να γράφετε;

Εκκίνηση (ή έμπνευση, όπως λέτε) αποτελούν, για μένα, οι αισθητηριακές εικόνες, οι ονειρικές μνήμες, οι στιγμές έντασης. Κίνητρο αποτελεί το ότι γράφοντας γι’ αυτά, μπορώ να αντέξω όλα τα υπόλοιπα.

 

-Από ποια ηλικία ξεκινήσατε να γράφετε; Ποιοι ποιητές σας επηρέασαν;

Την πρώτη περίοδο «συγγραφής» μου-αν μπορούμε να την ονομάσουμε έτσι-την ξεκίνησα στην πρώιμη ηλικία των 13 και την σταμάτησα στα 22. Εκείνα τα κείμενα, για προσωπικούς λόγους, τα κατέστρεψα όλα. Ακολούθησε παύση 12 ετών. Την δεύτερη περίοδο, καταπατώντας τον όρκο μη-γραφής που είχα δώσει στον εαυτό μου, την ξεκίνησα στα 34 και την διανύω, προσώρας, ακόμη. Θεωρώ ότι η «συγγραφική» μου ηλικία ξεκινά με την έναρξη της δεύτερης περιόδου. Είμαι επομένως μια…ανήλικη «δημιουργός». Όλοι οι ποιητές που έχω διαβάσει, με έχουν επηρεάσει. Ό,τι κι αν διαβάσω, ακούσω ή δω με επηρεάζει αναπόφευκτα. Είτε θετικά είτε αρνητικά. Γενικά είμαι…ευεπηρέαστη! Για συναισθηματικούς λόγους θα αναφέρω τον Κώστα Καρυωτάκη και την Ανν Σέξτον.

 

-Γράφετε ότι «Δεν θέλησα τον οίκτο σας, μόνο ένα ψιθύρισμα αγάπης τις ώρες της σιωπής». Μπορείτε να σχολιάσετε τους στίχους σας;

Η σιωπή είναι ο μεγάλος τρόμος του ποιητή, ο οποίος είναι ένα «κατεξοχήν» ερωτικό ον. Εκείνο που πάνω απ’ όλα επιζητά είναι η επαφή. Να αγγίξει τον άλλον. Να μοιραστεί μαζί του αυτό που δείχνει κι αυτό που κρύβει. Αυτό που λέει κι αυτό που ξέρει ότι δεν μπόρεσε ή δεν θα μπορέσει ποτέ να πει. Η ποιητική ου-τοπία είναι όπως και η ερωτική ου-τοπία: η προσδοκία πως θα υπερβείς εν τέλει την μοναξιά. Ξέρεις ότι είναι μάταιο, αλλά προσπαθείς ξανά και ξανά. Και περιμένεις το χέρι του άλλου να απλωθεί, επειδή εν-νόησε πραγματικά, επειδή συν-αισθάνθηκε βαθιά και όχι επειδή απλώς συγ-κινήθηκε για λίγο.

 

-Πέρα από τα ποιήματα έχετε ασχοληθεί και με το δοκίμιο. Υπάρχουν σήμερα σπουδαίοι δοκιμιογράφοι; Γιατί η εκδοτική παραγωγή των δοκιμιακών βιβλίων είναι μικρή;

Τα κριτικά δοκίμια είναι επίπονα, σχεδόν οδυνηρά. Δεν έχεις απέναντί σου μόνο τον αναγνώστη και τον ορίζοντα της προσδοκίας του, έχεις και τον συγγραφέα και τον αφηγηματικό του κόσμο. Είναι μια ανα-δημιουργία πολύ περισσότερο απαιτητική από την «πρωτογενή». Και ως ανά-γνωσμα είναι απαιτητικό. Χρειάζεται έναν πιο «υπομονετικό» αναγνώστη. Το κοινό του επομένως είναι εξ ορισμού πιο περιορισμένο. Υπάρχουν παρολ’ αυτά σημαντικοί δοκιμιογράφοι σήμερα.
img_0377

 

Διαβάζουμε συχνά στον τύπο για εργαστήρια μυθιστορήματος και επίσης ποίησης. Αλήθεια διδάσκεται η ποίηση;

Εκείνο που μπορεί να διδαχθεί είναι η ιστορία της λογοτεχνίας: εποχές, «σχολές», έργα με διαφορετικές τάσεις και αντι-στάσεις. Διαβάζοντας συστηματικά, μπορεί κανείς να αναζητήσει τους προγόνους του, τους δασκάλους του, τις συγ-γένειες και τις από-κλίσεις του, πράγμα πολύτιμο. Η ποίηση ωστόσο «καθεαυτή» δεν διδάσκεται.

 

-Πολλοί νέοι γράφουν ποίηση. Το όνειρό τους είναι να εκδοθούν οι στίχοι τους. Παλαιότερα περίμεναν με αγωνία να αποκτήσει οντότητα η πρώτη τους ποιητική συλλογή. Σήμερα ανεβάζουν τα ποιήματά τους στο διαδίκτυο. Αυτή η εξέλιξη μπορεί να βοηθήσει την ποίηση;

Στο Διαδίκτυο βρίσκει κανείς ένα τεράστιο φάσμα κειμένων. Θα βρει αξιόλογα έργα αλλά και α-νόητα έργα. Η χρήση του προσφέρει πρακτικές δυνατότητες προσβασιμότητας, που δεν υπήρχαν σε άλλες εποχές, γεγονός καθόλου αμελητέο. Αλλά. Κακός σύμβουλος στο Διαδίκτυο είναι η ευκολία που οδηγεί στη βιασύνη. Το ποίημα χρειάζεται έναν συγκεκριμένο χρόνο ωρίμανσης. Με το πάτημα ενός κουμπιού πολλές φορές ένα κείμενο γεννάται χωρίς να έχει ολοκληρωθεί η εμβρυακή οργανογένεσή του. Αυτό το κείμενο είναι θνησιγενές. Αναπόφευκτα. Από την άλλη, ο αναγνώστης πελαγοδρομεί σε έναν ωκεανό χωρίς να μπορεί εύκολα να ορίσει τους σηματωρούς της πορείας του.

 

-Γιατί τα έντυπα ή οι εφημερίδες δεν γράφουν ούτε μια αράδα για την ποίηση ή τις ποιητικές συλλογές που εκδίδονται;

Νομίζω ότι στο διάστημα των τελευταίων ετών γράφονται αρκετά κείμενα και για την ποίηση. Ίσως και περισσότερα από όσα θα έπρεπε. Όπως νομίζω ότι εκδίδονται και πολλές ποιητικές συλλογές. Ίσως και περισσότερες από όσες θα έπρεπε. Το πρόβλημα σήμερα δεν είναι η έλλειψη κειμένων. Είναι η έλλειψη κριτηρίων.

 

-Διαβάζει ο Έλληνας ποίηση;

Πάντοτε διάβαζε. Πάντοτε θα διαβάζει. Υπάρχει ένας βαθύτερος δεσμός των Ελλήνων με την ποίηση. Νομίζω πιο βαθύς απ’ ό,τι με την πεζογραφία, όπου οι σχέσεις που αναπτύσσονται συνήθως είναι πιο εφήμερες. Το ποιητικό αναγνωστικό κοινό ίσως να μην είναι πολυάριθμο, αλλά είναι πιο «φανατικό», πιο «δοσμένο». Γιατί υπάρχει ο δεσμός της μυσταγωγίας.

 

-Ποιους ποιητές θα μας προτείνατε να διαβάσουμε σήμερα;

Όταν μιλάμε για την νεότερη ελληνική ποίηση κι επειδή δυστυχώς υπάρχει έλλειμμα ποιητικής παιδείας σήμερα, πρέπει να ξεκινάμε από την αρχή. Εν αρχή βεβαίως είναι ο Σολωμός. Μετά κανείς βρίσκει τον δρόμο. Αλλά χρήσιμο είναι η περιδιάβαση να γίνεται κρατώντας το νήμα της διαδοχής των ποιητικών γενιών. Η ποίηση θέλει χρόνο. Είναι μια γλώσσα μυστική. Την κατακτάς σιγά- σιγά. Γι ‘ αυτό και δεν υπάρχουν ποιητικά έργα εφήμερων «best-sellers». Γιατί, εν τέλει, όπως υπαινίχθηκα και νωρίτερα, η ποίηση δεν έχει ποιητές και αναγνώστες, έχει μόνο μύστες.

 

* Η Άννα Αφεντουλίδου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου σπούδασε Μεσαιωνική και Νεοελληνική Φιλολογία. Σε μεταπτυχιακό επίπεδο ασχολήθηκε με την ποίηση του Α. Εμπειρίκου και τη σύγχρονη κυπριακή λογοτεχνία. Ζει στην Πρέβεζα και εργάζεται ως φιλόλογος στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Η ποιητική της συλλογή “Ελλείπον Σημείο” (2010) ήταν στη μικρή λίστα υποψήφιων βιβλίων για το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα του περ. “διαβάζω”. Συμμετείχε στην ανθολογία διηγήματος “Θεσσαλονίκη 2012” (Ιανός) καθώς και στην ανθολογία “The Red Thread, Contemporary tales from Athens to Essex” (AutoPrint, Essex 2013). Πιο πρόσφατο βιβλίο της είναι η ποιητική συλλογή “Ιστορίες εικονικής ισορροπίας” (Εκδόσεις Γαβριηλίδη, 2013).

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top