Fractal

Ανιχνεύοντας την βαρύτητα του καθημερινού

Γράφει ο Σταύρος Σταμπόγλης //

 

Δημήτρης Π. Κρανιώτης, Ποιητική συλλογή «Γραβάτα δημοσίας αιδούς», Εκδόσεις Κέδρος 2018

 

Σαν τιμωρούμαι

Με ποίηση

Με λέξεις αναρρώνω

 

Εξετάζω αισθητική και τεχνικές προσπαθώντας να καταδείξω με πιο τρόπο μια   γραβάτα μπορεί να δικαιωθεί ως σύμβολό ήθους ή όχι. Δεν είναι εύκολο να καταλάβεις πάντα ένα κοστούμι ποιημάτων  όσο απλό και να δείχνει το ένδυμα.  Χρειάζεται υπομονή και φαντασία. Ειδικά εδώ, που ο ποιητής παίζει μαζί μας όπως παίζει ένα σμάρι από παιδιά σε μια πλατεία. Σκορπάει – συσπειρώνεται, σκορπάει – συσπειρώνεται, μετατρέποντας σε αθώα ματιά την πρόκληση της υπερκινητικότητας. Ο βρασμό του κόσμου εκτοξεύει χυμούς ζωής καταπάνω.   Αλλά ο ποιητής Κρανιώτης αντιμετωπίζει με γενναιότητα τα εγκαύματα  που προκαλούν οι ύλες της λάβας του. Και μετατρέπει ανάλυση και σύνθεση σε οπτική με ιδιαίτερα συστηματικό τρόπο. Κωδικοποιεί σαν υπερευαίσθητος κριτής. Κάποιοι βέβαια αντιλαμβάνονται την κίνηση μόνο ως τραυματική εμπειρία, αλλά ο αληθινός έρωτας εδώ μέσα δεν ενδιαφέρεται για λεπτομέρειες. Και να

τι ορίζει η 4η στροφή του ποιήματος με τον αντιγραφειοκρατικό τίτλο «Χωρίς ΦΠΑ», -Μα ζήσε τα ποιήματα / Σαν λάφυρα πολέμου / Ζωγράφισε τι

έγραψα / Γυμνός σαν ανασ(τ)αίνω-.   

Ο Κρανιώτης προστατεύει την καρδιά του ποιήματος χρησιμοποιώντας την προκάλυψη των γεμισμάτων. Δεν περιφρονεί τίποτα, ούτε τον τίτλο του ποιήματος που μάλλον μοιάζει με τυμπανιστή  τάγματος στην πρώτη γραμμή παρά  σημείο στον ορίζοντα. Πέρα από τεχνικές και κόλπα έκφρασης, από γενική άποψη, ετούτη την ποιητική την ενδιαφέρει το καθήκον της γνωμάτευσης και της επαλήθευσης. Το ποίημα «Εκποίηση» αρχίζει έτσι: -Εκκωφαντική ένταση / Χωρίς προλόγους / Ευτελής ανομβρία / Με προκάτ επιλόγους-.  Αφήνει την Θεραπεία για άλλους. Οι οδηγίες θεραπείας δεν νομιμοποιούνται στην ποίηση.  Το γνωρίζει ο Κρανιώτης και δεν ξεπέφτει στον  συναισθηματικό εκβιασμό μιας πρότασης, μιας ακόμη αλάνθαστης πρότασης διάσωσης βαδίζοντας αναπόφευκτα προς τον γκρεμό. Στο απέναντι ποίημα της σελίδας 21 καταλήγει επιβεβαιώνοντας: -Σε κρεβάτια φυλακές / Που ως τώρα / Καιγόμουν να μπω / Ν΄ ακούσω / Όσα έγραψα / Απών-. Μελετώντας Δημήτρη Κρανιώτη, πάντα απαγγέλλοντας δυνατά να μην χαθούν τα κεκρυμμένα ηχοχρώματα, φαντάζομαι την ποίηση σαν ένα μικρό κορίτσι με κείνο το σχεδόν αυστηρό  ύφος του ερωτηματικού στα μάτια, να στριφογυρίζει  στα τραπεζοκαθίσματα. Παίζει μονολογώντας παραμύθι αφαιρετικό όπως στο ποίημα «Παζλ», -Να γεννιέμαι στο δάσος / Από νερό και χώμα / Δέντρο να γίνομαι / Σκορπίζοντας τα φύλλα-. Σχεδόν κοφτές ακμές κυβισμού οι ελλειπτικοί τόποι του λόγου. Και λέω κοριτσάκι διότι η αφθονία των εννοιών και η δύναμη της πρόσληψης είναι πλουραλιστικές και ως εκ τούτου θηλυκές, καθώς ήχοι ξεφεύγουν χαραμάδα την χαραμάδα. Καθαρό οξυγόνο εισβάλει στον έξω κόσμο η αλήθεια με ένταση   κυνηγητού. Αυτό το ακαταπόνητο παιχνίδι της ζωής. Τετράγωνα βυθισμένα στις εικόνες και στις λαλιές, ο κόσμος. Τεθλασμένες συστροφές του αληθινού. Αγωνιώδης προσπάθεια για την κατανόηση του θεωρούμενου ενήλικου κόσμου. Και οδύνη, δίχως προσποιήσεις, εν σιωπή σχεδόν. Τέταρτη στροφή του ποιήματος «Δελτίο καιρού»: -Δεν επιστρέφουν αλώβητες/ Πρωί οι προσδοκίες / Σαν γέρασαν απρόσμενα / Χώμα, νερό και πέτρες / ( Ποιος στ΄ όνειρο θ’ αντέξει;)-.

Μια ξεκάθαρη ματιά η ποίηση του Δημήτρη Κρανιώτη, κατισχύει την βεβαιότητα. Αυτήν την γραφειοκρατική διαδικασία που καταντά επιβολή. Και μας παλεύει η αφαίρεση καθώς βυθιζόμαστε στην υπόγεια λυρικότητα του μοντέρνου.

Ορίστε τώρα η ακροτελεύτια στροφή στη σελίδα 26: Mου αρκεί / Η ξέφρενη προσμονή / Μιας άλλης γοητείας / Που δεν ενοικιάζεται / Ούτε πουλιέται-.  Έχουμε μια ποιητική που κάθε φορά, εγκαταλείποντας την άβυσσο της, μοιάζει με γαλαξία. Ό,τι αστραποβολεί στο σκοτάδι του κόσμου. Ενός κόσμου εν οδύνη ανέκαθεν, που έχει ανάγκη εξ ίσου την λύτρωση, την άφεση, το ιδανικό. Ο Κρανιώτης δεν στηρίζεται στο πένθος του. Δεν μοιρολογεί. Αν θέλετε το πένθος εδώ μέσα μοιάζει με απόμακρο ρυθμό ορίζοντα, καθώς σβήνει στην αλλεπάλληλη ανάσταση, στην αθανασία του εντέλει. Κάτι σαν ήχος αύρας στην νεαρή βλάστηση της άνοιξης χαμηλά, πολύ χαμηλά, στο ύψος του αναγνώστη, που βρίσκεται μεν στην πολυθρόνα του αραγμένος για αντικειμενικούς λόγους,  αλλά με την  ψυχή σ’ εγρήγορση. Βοτάνι μαλακτικό η συγκομιδή της αποδοχής, της κατανόησης σε κάθε ποίημα. Γράφει στη σελίδα 10, -Να αιωρούμαι ανίερα / Ως παζλ στον αέρα / Να με τρώνε τα πουλιά / Ως ρυτίδες με χρώμα-.   

Αλλά εδώ καλή ποίηση δεν σημαίνει ζόφος αλλά παρηγοριά. Άλλωστε ο Ιατρός-ποιητής, ο Θεραπευτής- ποιητής, γνωρίζει πολύ καλύτερα από κάθε άλλον πως η Γνωμάτευση, άρα η αποδοχή της αντικειμενικότητας κάθε φορά, είναι η γεννήτρια της ελπίδας. Η ποίηση του Κρανιώτη, ακόμη και όταν ψαλμωδεί για  την απώλεια, στέκεται με αξιοπρέπεια, με καρτερία και δύναμη. Κάτι που πηγάζει απ’ την δύναμη της θηλυκής πλευράς. Το Θήλυ, χρεώνεται τη συνέχεια και την μνήμη ακέραια, μέσα στο αδιάφορο Σύμπαν, όπου ο θάνατος εξαρχής ορίστηκε ως  δεδομένο. Σχεδόν συνώνυμος του μέλλοντος ο θάνατος. Έτσι παλεύοντας με αλλεπάλληλες γέννες,  πλησιάζει ο ποιητής την έννοια της συνέχειας δια μέσου της δημιουργίας. Όπου «πλησιάζω» σημαίνει εντοπίζω τις ατέλειες του θαύματος δηλαδή την έκρηξη, την απώλεια, τη ζωή εντέλει. Και η Δημιουργία στην ποίηση δεν είναι παρά η αναζήτηση κάθε φορά της νέας ισορροπίας ή όπως γράφει ο Κρανιώτης στη σελίδα 59, -Που ακυρώνουν / Σιωπές και «ναι» / Στη λογική της κρίσης-.

Συχνά ο ποιητής μετέρχεται τεχνασμάτων. Με απλά λόγια μας μπερδεύει συνειδητά. Μας αναγκάζει να ξαναρχίζουμε απ’ την αρχή. Στην τρίτη και τελευταία στροφή του ποιήματος «Αυλή χωρίς σιωπές» ορίζει:

-Αν το σκοτάδι φώτισε / Υφαίνοντας αυταπάτες / Αν ο ήλιος βάλτωσε / Σε ρίζες Ερινύων-. Νομίζετε πως εδώ ο Κρανιώτης αφήνει κάτι ανολοκλήρωτο να αιωρείται. Πως πρόκειται για λάθος, ή ακραία πρόκληση από μια λοξή έννοια του μοντέρνου. Αλλά δεν είναι έτσι. Με μια αποφασιστική κίνηση, αν ξαναεπιστρέψεις  στην αρχή του ποιήματος, θα νοιώσεις όλα να κουμπώνουν. Και να η πρώτη στροφή του ποιήματος «Αυλή χωρίς σιωπές»:Έσπασε η γλάστρα / Με τις σιωπές / Ψήλωσε η αυλή μας-. Η αποκάλυψη της ουσίας, όταν συνεπικουρείται  απ’ το έγκυρο της επαλήθευσης, οδηγεί στην σφαιρικότητα του συλλαμβάνω. Και στην ποίηση του Κρανιώτη σύλληψη σημαίνει μεταγράφω την αστραπιαία κίνηση. Ελλειπτικοί στίχοι με καθημερινές, οικείες λέξεις, και ήχους σε λοξή προοπτική. Με τι είδος ζωγραφικής θα μπορούσες να εικονογραφήσεις τέτοια Υπόθεση, αν όχι με την γυμνή κομψότητα του κυβισμού. Ή μήπως με την βυζαντινή υπερβατικότητα όπου μάρτυρες, βράχια, δέντρα και σύμβολα πόλεως, παράταιρα και συναφή, πέρα από τη βαρύτητα, γίνονται εικόνα καθαγιασμένη κατά τον συμβολισμό, όπως ορίζει ο ποιητής στη σελίδα 21, -Κρεμώντας στίχους / Στον τοίχο / Με καρφιά συλλαβές / Που ως τώρα / Φοβόμουν να γράψω-.

 

Δημήτρης Κρανιώτης

 

Συχνά ακουμπά στον υπερρεαλισμό αλλά με παιγνιώδη και ειρωνική διάθεση, ώστε η προσπάθεια του αναγνώστη να μην φτάσει  κόπωση. Ποίηση κοντά στην ορθάνοιχτη συμβολική του Νταλί. Και το αψέντι, και η κομψότητα, και η γραβάτα, και η γύμνωση στη μέση του πουθενά, όπως γεμίζουν το λευκό χαρτί μοιάζουν με βήμα ονείρου. Βαρύτητες που απογειώνονται. Ο ποιητής  δηλώνει πίσω απ΄ τις λέξεις πως γνωρίζει τα πάντα και τίποτε. Και μάλλον σταματά ηθελημένα εκεί ακριβώς που η ισχύουσα   συνθήκη κατακλύζεται από την επόμενη κατάσταση. Κρίκοι αλυσίδας οι Τόποι οδηγούν κάθε φορά στο επόμενο σύμπαν τους. Το αέναο της κίνησης με τροχούς τις αντιφάσεις και τις αντιθέσεις. -Σαν τιμωρούμαι/  Με ποίηση / Με λέξεις αναρρώνω-, γράφει στη σελίδα 38.

Αυτό το ιδιαίτερο άρωμα αναδίδει η ποίηση του Δημήτρη Κρανιώτη. Ωστόσο πρόκειται για ποίηση εν οικονομία και απλότητα. Μα υπάρχει απλή ποίηση; Ναι υπάρχει απλή ποίηση όπως λέμε βαθιά αγάπη. Αγάπη για το ανθρώπινο· από την εποχή  της προηγούμενης συντριβής έως το μέλλον της επόμενης ύβρεως. Το ποίημα «Υψικάμινος» τελειώνει έτσι: -Κάθε πρωί / Που θρηνούμε όνειρα / Κάθε βράδυ / Που κερνάμε υποσχέσεις. Αυτή η στροφή μοιάζει με σπαράγματα από αρχαία μάρμαρο όπου οι στιγμές θα μπορούσε να έχουν συγκολληθεί αλλιώς. Αλλά κατά τον βαθύ έρωτα του ποιητή Δημήτρη Κρανιώτη  το πιθανό σφάλμα και ο δεδομένος χρόνος χάνουν τη σημασία τους. Να τι ορίζει στην ακροτελεύτια στροφή της σελίδας 19, -Σαν αγκάλιασες / Όσα δεν λέγονται / (Μα γράφονται) / Στο σκοτάδι-.

Το ποίημα, η ποίηση τελικά κατά τον ποιητή Δημήτρη Κρανιώνη, είναι κάτι ζεστό, κάτι οικείο, ένα συναίσθημα  από πολύ παλιά. Το υγρό και ζεστό σπήλαιο-μήτρα της ελπίδας για την άλλη μέρα. Ακόμα και αν τραγουδάει την συντριβή κρατά την γενναιότητα και  την παρηγοριά ως ισχυρές γεννήτριες του ουμανισμού. Τελειώνω επιλέγοντας δυο στροφές του ποιήματος «Ενός λεπτού σιγή»: -Στρώσε φύλα / Χωρίς θυμό/ Φύτεψε άνθη/ Με θυσία-,  Σβήσε το λάθος / Μα μην κοιμηθείς / Γράψε τη μοίρα / Μα μην ξυπνήσεις-.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top