Fractal

Άγγελος στο σανατόριο

της Κώστιας Κοντολέων // *

 

fractal_summer(απόσπασμα από μυθιστόρημα που τώρα γράφεται)

 

Άνοιξη ήταν όταν ο Θωμάς διέσχισε για πρώτη φορά το δάσος μαζί με την Ροδάνθη. Σε μια φύση σε πλήρη οργασμό, με πανδαισία χρωμάτων, μεθυστικές μυρωδιές, και τη φωνή ενός κούκου, απόμακρη και μελαγχολική, παράταιρη λες πινελιά σ’ έναν πίνακα ασύγκριτης ομορφιάς.

Αισιόδοξο καλωσόρισμα ένοιωσαν την υποδοχή που τους επεφύλαξε το βουνό, το δάσος, το ίδιο το σανατόριο χτισμένο με πέτρα λαξεμένη και περίτεχνες πελεκημένες ξυλοδεσιές.

Κι η Ροδάνθη ένοιωσε την καρδιά της ν’ αναγαλλιάζει. Τον φόβο να φεύγει. Την ελπίδα να παίρνει τη θέση του. Το αισιόδοξο αύριο να διώχνει το απαισιόδοξο χθες. Ο Θωμάς της έπιασε σφιχτά το χέρι και μπήκαν μαζί από την μεγάλη είσοδο μέσα στο σανατόριο.

************

Την ίδια διαδρομή μέσα από το δάσος θα έκανε μόνος του ο Θωμάς ξανά και ξανά για έναν ολόκληρο χρόνο.

Δυο σαββατοκύριακα το μήνα έπαιρνε άδεια από την δουλειά του κι έφευγε σχεδόν αξημέρωτα για να πάρει το πρώτο λεωφορείο για τον Βόλο και από εκεί ν’ ανέβει με όποιον τρόπο εύρισκε στα Χάνια, κι ύστερα με τα πόδια να περάσει μέσα από το δάσος για να φτάσει ως το σανατόριο του Καραμάνη και την Ροδάνθη του. Που με τον καιρό η σωματική ανάπαυση, η αεροθεραπεία και οι κλιματολογικές συνθήκες της περιοχής συντελούσαν σε μια εντυπωσιακή βελτίωση της υγείας της.

Ξανά και ξανά, λοιπόν, για έναν ολόκληρο χρόνο… Δυο σαββατοκύριακα το μήνα.

Η μια εποχή θα διαδέχονταν την άλλη, στο μελιχρό φθινοπωρινό φως, ο Θωμάς θα διέσχιζε το δάσος, κάτω από την σκέπη των φύλλων των δέντρων που το αιμάτινο κόκκινο χρώμα τους σε μια τελευταία παραπλανητική αναλαμπή θα υποχωρούσε στο κίτρινο και στο αναπόφευκτο τέλος τους. Ο Θωμάς θα άκουγε τον ήχο των βημάτων του καθώς θα πατούσε πάνω στα πεσμένα κλαδιά των δέντρων και θα γέμιζε τα πνευμόνια του με τις μυρωδιές της νοτισμένης γης και των ξύλων που σιγοκαίγονταν στα ξέφωτα του δάσους για να γίνουν κάρβουνα που μέσα από μαντεμένιες σόμπες θα ζέσταιναν τα φτωχόσπιτα μα και τ’ αρχοντικά.

Διαδρομές μες στο χιόνι, στις ομίχλες, στους παγωμένους βοριάδες που κουτρουβαλούσαν από το βουνό, και τις άγριες καταιγίδες που η φύση αμολούσε απλόχερα όλα τ’ αστραπόβροντα της. Κι ήταν και κείνα τα θανατερά ουρλιαχτά που πάγωναν κάθε τόσο το αίμα του. Άγρια σκυλιά να’ταν; Λύκοι; Αγριογούρουνα;

Κάτι τέτοιες μέρες ο Θωμάς τάχυνε το βήμα του να βρεθεί μιαν ώρα αρχύτερα στην ζεστή θαλπωρή του σανατόριου και στην Ροδάνθη του.

Το καλοκαίρι, πάλι, περπατώντας μέσα στο λιοπύρι, ανάμεσα σ’ αγκάθια και ξερόχορτα να του γδέρνουν τα πόδια, και τον βόμβο των ζουζουνιών και το σύρσιμο των ερπετών να τον συνοδεύουν σ’ όλη τη διαδρομή έφτανε κάθιδρος μα και συνάμα χαρούμενος στο σανατόριο.

Στις μεγάλες ταράτσες και τα μπαλκόνια του σανατόριου καθόταν μαζί με τον Θωμά η Ροδάνθη, και ζητούσε να μάθει, να της πει ήθελε με κάθε λεπτομέρεια τα νέα των παιδιών της, της γενικότερης κατάστασης της Αθήνας, τα οικονομικά τους. Η ίδια απαντούσε με προθυμία αλλά και μια περίεργη βιασύνη στις ερωτήσεις του Θωμά για την ζωή της στο σανατόριο, για τα φαγητά που τους τάιζαν, τα φάρμακα που τους έδιναν, τις θεραπείες που δοκίμαζαν. Αν εκείνη ένοιωθε καλλίτερα τώρα κι ένα σωρό άλλες λεπτομέρειες που κατά βάθος την εξουθένωναν. Εκείνη γι άλλα ήθελε να του μιλήσει. Άλλα να του εμπιστευθεί, για την γυναίκα του γιατρού να του πει, το πόσο όμορφη και δραστήρια ήταν.

«Άννα την λένε. Έμαθα πως δικιά της ιδέα ήτανε τα ‘Χελιδόνια’ το πρεβαντόριο όπου φιλοξενούνται ασθενικά παιδιά», έσκυβε κάθε τόσο και ψιθύριζε η Ροδάνθη στο αυτί του άντρα της.

Μα στη συνέχεια χαμηλώνει κι άλλο τον τόνο της φωνής της, τα χείλη συλλαβίζουν τις λέξεις λες και φοβάται αυτό που πρόκειται να ειπωθεί μην αποκτήσει πέρα από τον Θωμά κι άλλον ακροατή. Κι οι τοίχοι έχουν αυτιά, δεν λένε; Και χαμηλώνει κι άλλο την φωνή της.

«Που λες…» αρχίζει διστακτικά στην αρχή η Ροδάνθη, μα ύστερα χείμαρρος σωστός μιλάει για την όμορφη Άννα Καραμάνη, την ψυχή του σανατόριου, για τους διάσημους επισκέπτες που φιλοξενούνται στο σπίτι του γιατρού, και πως κι εκείνη τους έχει δει από μακριά. Κάποιοι που ξέρουν περισσότερα της είπαν πως υπάρχουν ανάμεσα τους γνωστοί ποιητές και συγγραφείς, και κάποιοι διανοούμενοι λένε, κι ακόμη, τώρα η Ροδάνθη χαμηλώνει κι άλλο τον τόνο της φωνής της και αφού κοιτάξει πρώτα αν υπάρχουν γύρω τους κι άλλοι τρόφιμοι ή επισκέπτες, ξεστομίζει αυτά που ήταν κοινός τόπος από καιρό ανάμεσα στους αρρώστους και το νοσηλευτικό προσωπικό…

«Άκουσα πως κάποιος από τους ποιητές… Σικελιανό νομίζω πως τον λένε-εγώ αυτά δεν τα πιστεύω Θωμά μου. … Έχει βάλει στο μάτι την γυναίκα του Καραμάνη και την περιτριγυρίζει αδιάκοπα… Λένε…»

Τέτοια τα νέα που η Ροδάνθη μεταφέρει στον άντρα της. Νέα του μικρόκοσμου ενός σανατόριου. Μα ο Θωμάς που απεχθάνεται από την φύση του τα κουτσομπολιά για να σταματήσει αυτήν την κουβέντα προτείνει στην Ροδάνθη μιας κι ο καιρός είναι καλός να κάνουν μια βόλτα σ’ όλους τους χώρους του σανατόριου.

«Δείξε μου πως περνάς τις μέρες σου!» της ζητά κι εκείνη τον πιάνει από τον μπράτσο, τον πηγαίνει παντού, δείχνει, εξηγεί, σχολιάζει. Αφήνει τελευταία την εκκλησία του σανατόριου αφιερωμένη στην Ζωοδόχο Πηγή, προστάτιδα όλων των αρρώστων. Εκεί μέσα μόνο κατορθώνει η Ροδάνθη να διώχνει την σκοτεινή σκιά που συνεχίζει να την περιτριγυρίζει νύχτα μέρα κάνοντας αισθητή την παρουσία της σαν αδιάκοπη επαπειλούμενη απειλή.

Κι εκεί μέσα καθώς στέκονται μπροστά στις ασκητικές αγιογραφίες των αγίων που το τρεμάμενο φως των καντηλιών τις κάνει να δείχνουν απόκοσμες και αυστηρές, θα νοιώσουν να τους βαραίνει ο θεόρατος ίσκιος ενός άντρα πίσω τους. Κι ύστερα θ’ ακούσουν την βροντερή φωνή του ν’ απαγγέλει:

«Μάνα* λογάριασε καλά, και ζύγιασε, και κρίνε,

Και γραψ’ Εσύ της μοίρας της το νέο κατεβατό!»

Ένα χέρι δυνατό μα και συνάμα τρυφερό αγγίζει τα μαλλιά της Ροδάνθης, «Μείνετε ενωμένοι!», λέει «Η αγάπη πάντα στο τέλος νικάει.» Κι ύστερα έτσι αθόρυβα όπως είχε έρθει χάνεται και πάλι στο σκοτάδι του σούρουπου.

«Αυτός…» πάντα ψιθυριστά μιλά η Ροδάνθη, «Αυτός είναι ο ποιητής που σου έλεγα!… μ’ άγγελο μοιάζει… Και νομίζω πως έτσι και τον λένε…»

Ο Θωμάς αγκαλιάζει την Ροδάνθη, «Πάμε καλή μου!» της λέει. «Η αγάπη πάντα στο τέλος νικάει» και κάνει κι αυτός βουβά την προσευχή του.

 

Kostia* Η Κώστια Κοντολέων είναι συγγραφέας και μεταφράστρια. Ανάμεσά τους και τα «Το χάρτινο σπέρμα» (Πατάκη, 1999), «Σιγανά, σιγανά πατώ τη γη» (Πατάκη, 2000 και Έναστρον 2013), «Το κίτρινο φουστάνι» (Πατάκη, 2000), «Φεύγω» (Ψυχογιός, 2011). Έχει μεταφράσει περισσότερα από πενήντα βιβλία, μεταξύ των οποίων έργα των: Τζόις Κάρολ Όουτς, Φίλιπ Πούλμαν, Τόμας Σάβατζ, Ρόαλντ Νταλ, Μάρκους Ζούσακ, Ρόμπερτ Κόρμιερ, Πένελοπ Φιτζέραλντ, Ρ. Κ. Νάραγιαν, Μάγια Αγγέλου, Μέλβιν Μπέρτζες κ.ά. Έχει τιμηθεί με διάφορα βραβεία· ανάμεσά τους ξεχωρίζουν το Κρατικό Βραβείο Μετάφρασης 1992 και η διπλή αναγραφή της στον Τιμητικό Πίνακα της Διεθνούς Οργάνωσης Βιβλίων για τη Νεότητα (ΙΒΒΥ).

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top