Fractal

“Ανεμοστρόβιλος Ζωίτσα” – Διήγημα του Μιχάλη Φακίνου

 

d3

 

Ο ξαφνικός ανεμοστρόβιλος της 30ης Ιουλίου εμφανίστηκε περί την ενδεκάτη πρωινή στη συμβολή της κεντρικής οδού και του ανώνυμου χωματόδρομου, εκεί όπου δύο ώρες πριν ήταν σταθμευμένο το ημιφορτηγό του Θεόφιλου με τα καρπούζια, τα ξερικά πεπόνια και τις ντομάτες με τον λεκέ από την έλλειψη ασβεστίου.

Ο ξαφνικός ανεμοστρόβιλος της 30ης Ιουλίου εισήλθε βιαίως στο αρτοποιείο της μητέρας του κοινοτάρχη και ανήρπασε από τον πάγκο την ειδησεογραφία των ημερών από τις κομμένες εφημερίδες που υπήρχαν εκεί για το κράτημα των ζεστών χειρολαβών των ταψιών. Οι πελάτες, έντρομοι, έκαναν μερικά βήματα πίσω για να κολλήσουν τις γυμνές τους πλάτες στους τοίχους και στις προθήκες του αρτοποιείου, οδηγημένοι από ένα αρχαίο φόβο. Παράλληλα, με το δεξί χέρι που κρατούσαν τα χαρτονομίσματα σκέπασαν τα μάτια τους για ν’ αποφύγουν τη σκόνη. Όμως ο ανεμοστρόβιλος φάνηκε να ενδιαφέρεται μόνο για τις κομμένες εφημερίδες του πάγκου και αφού ανύψωσε ως το ταβάνι τα πρόσωπα του πρωθυπουργού, των τρομοκρατών, των ποδοσφαιριστών, τα σώματα ημίγυμνών γυναικών, κραυγαλέους τίτλους για τον καύσωνα και τα καιόμενα δάση, οικονομικούς δείκτες για την πορεία της οικονομίας και τη λοιπή ειδησεογραφία, ξαφνικά εξήλθε του αρτοποιείου σφυρίζοντας μανιασμένα λες και είχε θυμώσει με τα γραπτά.

 

hero2

 

Για λίγο τον είδαν να στέκει άβουλος στο χωματόδρομο, αυτό ήταν, είπαν, ξεθύμανε, πέρασε, μα ο ανεμοστρόβιλος τη; 30ης Ιουλίου ως φαίνεται άλλα είχε κατά νου, στριφογυρίζοντας σιωπηλά έμοιαζε να μαζεύει δυνάμεις από τα χώματα κι εκεί που έιχε κοντύνει ψήλωσε απότομα, γίγαντας έγινε κατασκονισμένος, στολισμένος με τα ξερά φύλλα της κληματαριάς, σώμα φτιαγμένο από πολύχρωμα φυλλαράκια, ξερόκλαδα και αργιλόχωμα που βιαίως εισέβαλε στο προαύλιο της εκκλησίας θρυμματίζοντας τους πανηγυρικούς γλόμπους της εξέδρας, χτυπώντας την καμπάνα, και μετά σαν μ’ ένα φου, ου, ου έσβησε όλα τα κεριά και ανακάτεψε στο εικονοστάσι όλα τα ασημένια τάματα με τα κομμένα πόδια, τα χέρια, τους οφθαλμούς και τα καραβάκια. Τότε, με το σκουπόξυλο στα χέρια εμφανίστηκε η νεωκόρισσα κι άρχισε να τον κυνηγάει για τη βεβήλωση του ιερού χώρου, μα εκείνος, ως φαίνεται, το είδε σαν παιχνίδι και με μια γυριστή κίνηση, ελάχιστους της ανύψωσε τη φούστα αποκαλύπτοντας στους, ευτυχώς, ελάχιστους πιστούς που βρίσκονταν εκεί τα κάτασπρα μπούτια της και τη μαύρη κιλότα της, ολίγον ξεχειλωμένη.

Μετά ο ανεμοστρόβιλος της 30ης Ιουλίου περιπλανήθηκε για λίγο στα συρματοπλέγματα του κτήματος με τις ντομάτες και τα κολοκυθάκια και ξαφνικά, στρίβοντας δεξιά, κατηφόρισε με ανακούφιση στον ελαιώνα ανυψώνοντας τις πεσμένες ελιές του κυρ Αλέκου. Εκεί με βρήκε.

Οπισθοχωρώντας κόλλησα σα φοβισμένος πάνω στον κορμό μιας ελιάς. Τα τζιτζίκια ξαφνικά βουβάθηκαν κι έτσι όπως ήμουνα μ’ ένα σορτσάκι μόνο, ένιωσα γυμνός κι ανυπεράσπιστος μπροστά του, σαν τον Αδάμ μετά τη δοκιμή του μήλου. Ο ξαφνικός ανεμοστρόβιλος της 30ης Ιουλίου σταμάτησε τότε μπροστά μου στριφογυρίζοντας απαλά δυο βήματα από τα πόδια μου κι είχα την αίσθηση ότι ανάσαινε, ότι με κοίταζε – όπως μπορεί να κοιτάζει ο ανεμοστρόβιλος τον άνθρωπο.

Με κοίταζε λοιπόν κι έτσι καθώς τον κοίταζα κι εγώ φοβισμένος, μου έδωσε την εντύπωση ότι ήταν κάποιος παλιός γνωστός πεθαμένος που με τα φυσήματα και τα στριφογυρίσματά του ήθελε κάτι να μου πει. Ίσως να μου θυμίσει κάποιες παλιές κοινές ιστορίες, ίσως να μου μεταδώσει με τον δικό του κώδικα τις εντυπώσεις του από τον κάτω κόσμο. Και τότε – δεν ξέρω πώς μου ‘ρθε- και του ψιθύρισα:

-Ζωίτσα, εσύ είσαι;

 

*

 

Τα καλοκαίρια εμείς κάναμε μπάνιο στη στέρνα του Κουσουρή. Δωδεκαετείς τότε – τον Σεπτέμβρη θα μπαίναμε στο Γυμνάσιο – τα πρωινά μαζευόμαστε γύρω από τη στέρνα και περιμέναμε να κάνει την εμφάνισή της η Ζωίτσα, το μοναδικό κορίτσι της παρέας που εμείς όλοι όμως τη νιώθαμε σαν αγόρι αφού έβριζε σαν εμάς, περπατούσε ξυπόλυτη σαν κι εμάς, κορμάκι στενόμακρο, μαυριδερό, κοντοκουρεμένη, σορτσάκι μαύρο φαρδύ ίδιο με το δικό μας κι ένα μακό μπλουζάκι από πάνω – η μόνη μας διαφορά αφού εμείς ήμαστε γυμνοί από τη μέση και πάνω.

Όμως αυτή δεν ήταν η μόνη διαφορά. Η Ζωίτσα ήξερε κολύμπι ενώ εμείς τσαλαβουτάγαμε και ήταν η μόνη απ’ την παρέα που είχε δει θάλασσα και είχε μπει μέσα της. Κάθε πρωί που ερχόταν μας έβαζε έναν έναν μέσα στο ένα μέτρο νερό της στέρνας, έδιωχνε τα βατράχια και τα νερόφιδα, παραμέριζε τις γλίτσες και τα σάπια φύλλα από τις γύρω συκιές, και μας μάθαινε πώς να κουνάμε τα χέρια μας ρυθμικά απαλά όχι βίαια, πρώτα το δεξί, μετά το αριστερό, το κεφάλι λίγο έξω απ’ το νερό, τεντωμένα τα πόδια να τα χτυπάμε πάνω κάτω, μην πατάς στον πάτο, μάθε να επιπλέεις, μη σφίγγεσαι, θα βουλιάξεις… και μας έκανε και καμιά πατητή αν είμαστε ανεπίδεκτοι μαθήσεως.

Μετά, καθισμένοι ο ένας πλάι στον άλλο στο ηλιόλουστο χείλος της στέρνας για να ζεσταθούμε και να στεγνώσουμε, ακούγαμε τη Ζωίτσα να μας μιλάει για τη θάλασσα. Για τα χρώματα που έπαιρνε ανάλογα με τον καιρό, το βυθό και τη γύρω φύση, γαλάζιο, γκριζωπό, πράσινο, για τα κύματα που άφριζαν όταν είχε τρικυμία, για το νερό της που ήταν αλατισμένο και είχε «άνωση» που σου σήκωνε το κορμί πιο πολύ απ’ ότι το νερό της στέρνας, γινόσουν ανάλαφρος και κολυμπούσες καλύτερα, πόσο απέραντη ήταν, πόσο ωραία και παιχνιδιάρα και πως μια Κυριακή πρωί πρωί θα μας έβαζε όλους στο φορτηγάκι του θείου της του Θεόφιλου, του μανάβη, και θα μας πήγαινε να δούμε για πρώτη φορά τη θάλασσα, μακριά…

-Να δείτε τι θεαματικές βουτιές θα κάνουμε ψηλά, απ’ τα βράχια, είπε εκείνη τη μέρα και σηκώθηκε, έκανε μερικά βήματα πίσω για να πάρει φόρα, μας κοίταξε έναν έναν, και τρέχοντας έκανε μια κωλοτούμπα στον αέρα κι έσκασε με το κεφάλι στο νερό της στέρνας. Εμείς χειροκροτούσαμε ενθουσιασμένοι και περιμέναμε να εμφανιστεί το γελαστό της κεφάλι για να την αποθεώσουμε, μα αργούσε κάτω στο νερό, κόλπα μας κάνει, είπαμε γελώντας, όμως τα γέλια πάγωσαν καθώς είδαμε το νερό της στέρνας να βάφεται κόκκινο, κόκκινες, κατακόκκινες τούφες από αίμα να αναβλύζουν γύρω από το ακίνητο κορμάκι της Ζωίτσας στον πάτο της στέρνας.

 

*

 

Τώρα πια, όσοι συμμαθητές έχουμε απομείνει από εκείνη την παρέα, κάθε 30η Ιουλίου μαζευόμαστε στο καφενείο του χωριού και πίνοντας τον καφέ μας περιμένουμε, περί την ενδεκάτη πρωινή, να εμφανιστεί η Ζωίτσα.

 

 

fakinos_cv* O Μιχάλης Φακίνος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1940. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος στα «Nέα». Έχει εκδώσει οκτώ μυθιστορήματα, τρεις συλλογές διηγημάτων και έναν τόμο με χρονογραφήματα. Δύο θεατρικά του έργα, «Tο ματ» (1985) και «Περιμένοντας τον Mπέκετ» (2000), παίχτηκαν στο θέατρο «Στοά». Διηγήματά του έγιναν τηλεταινίες και μεταφράστηκαν στα γαλλικά, τα γερμανικά και τα ολλανδικά. Τα πιο πρόσφατα βιβλία του: «Αναμνήσεις ενός λωτοφάγου» (Καστανιώτη), «Η έρημος έρχεται» (Καστανιώτη), «Λευκή ευθεία γραμμή», « Φύλακας στην πισίνα» (Κέδρος).

 

 

Δημοσιεύθηκε στο Έθνος της Κυριακής με τον γενικό τίτλο «Ο ήρωας του Καλοκαιριού».

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top