Fractal

Ταξιδεύοντας και ξεφυλλίζοντας την παράδοση του τόπου μας

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

 

Παναγιώτης Ράμμης, «Άνεμος Συναξαριστής». Οι Εκδόσεις των Φίλων. Αθήνα, 2017

 

Η τελευταία ετούτη ποιητική συλλογή του Παναγιώτη Ράμμη, από τις εκλεκτές Εκδόσεις των Φίλων, αποτελείται από 29 ποιήματα.  Δεν είχα ομολογουμένως έρθει σε επαφή με την ποίησή του νωρίτερα. Είχαν προηγηθεί, όπως πληροφορούμαι,  οι συλλογές ‘Κεράμια’ (Δωδώνη, 2004), ‘Το σχήμα του μεταξιού’ (Δωδώνη, 2005), ‘Βραδινή πορεία’ (Πλανόδιον, 2007), καθώς  και τα τα πεζογραφικά του πονήματα ‘Η έρημος και η ζούγκλα’ (Εκδόσεις ΑΩ, 2011) και ‘Η εκδίκηση και η λήθη’ (Εκδόσεις Κουκούτσι, 2015).

Σε τούτα τα ποιήματα, διαπίστωσα ότι ο ποιητής επιλέγει να εκφραστεί πατώντας στα χνάρια της παράδοσης και της ιστορίας του τόπου του, προσθέτοντας φυσικά τη δική του ευαίσθητη πινελιά στο όλο εγχείρημα. Κάποιοι άλλοι, σε άλλα γεωγραφικά και χρονικά  μήκη και πλάτη, όπως ο Ανρί  Μισό, ταξίδεψαν στα καλύτερα μέρη σωριασμένοι στον καναπέ η το κρεβάτι τους με τη βοήθεια της Φαρμακολογίας, χάνοντας την αίσθηση του χρόνου και  του τόπου αφού άλλες φορές βρίσκονταν εδώ και σε λίγο αλλού, πίσω, μπρος στο χρόνο. Και μπορείς βέβαια, να κάνεις τα καλύτερα ταξίδια απ’ τη πολυθρόνα σου μέσα στο σαλόνι σου, ειδικά σήμερα που η τεχνολογία μπορεί να τα προσφέρει με τόση ευκολία. Και οπωσδήποτε υπάρχουν ένα σωρό άλλοι που συνειδητά η ασυνείδητα ταξιδεύουν στους ίδιους χώρους  ή τόπους, στο παρελθόν ή στο μέλλον, καταργώντας την αίσθηση της βαρύτητας και του χρόνου, αφού μπορούν με μεγάλη ευκολία να τον συμπιέσουν κι’ άλλες φορές να τον διαστείλουν ανάλογα από  τον προορισμό.  Κι’ υπάρχουν κι’ αυτοί που χρησιμοποίησαν και χρησιμοποιούν  το ‘ταξίδι’ σαν μέσο να βρουν καινούργιους τρόπους έκφρασης, πέρα από τα γνωστά και τα  τετριμμένα, αφού σίγουρα πήραν διαφορετικά ερεθίσματα, καινούργιες εμπειρίες και έζησαν μ’ όλες τους τις αισθήσεις άλλα μέρη, άλλους ανθρώπους, αφήνοντας πίσω τα όνειρα, την ονειροπόληση κι’ αυτοί βέβαια που ταξιδεύουν στο χώρο αλλά στην πραγματικότητα ταξιδεύουν στο χρόνο, ζώντας το παρελθόν του τόπου που επισκέπτονται ή το δικό τους μερικές φορές, κι’ αυτό είναι το χειρότερο ή το μέλλον αφού το βρίσκουν σα σανίδα σωτηρίας για τούτο το παρόν. Άλλοι, τέλος, το βλέπουν σαν  στάση ζωής, σαν προσπάθεια να βρουν καινούργια κίνητρα ζωής, κάνοντας συνεχώς  καταδύσεις στα βαθύτερα στρώματα της ψυχής τους, στα κατάβαθα του εαυτού τους  ασχέτως αν πολλοί από αυτούς ξαναγύρισαν μετά από μικρό η μεγαλύτερο χρονικό διάστημα αγρανάπαυσης στα ίδια και το μόνο που τους έμεινε ήταν μια πικρή γεύση στο στόμα και το νου, ‘πικρή γεύση του  άδειου και ανίκανου καιρού’, πικρή γεύση μελαγχολίας, πικρή γεύση της συνειδητοποίησης του ανικανοποίητου! Αλλά σίγουρα τις πιο πολλές  φορές αλλάζει  η διάθεση, το βλέμμα. Γιατί το βλέμμα είναι αυτό πού βλέπει, για τους περισσότερους. Και το τοπίο τελικά είναι ο άνθρωπος που το βλέπει, για τον Βενέζη! Εξαρτάται από το τι βλέπεις βέβαια!

Ο Ράμμης, ως ‘εκτιμητής μιας άλλης ομορφιάς που ήρθε… από παλιά’  ταξιδεύει από το πρώτο ήδη ποίημα της συλλογής του,  ‘Συλλέκτες’, συνειδητά στο παρελθόν, για να έρθει σε λίγο στη σκληρή πραγματικότητα, όταν ‘… κάποια στιγμή θα σιγήσουν και τα όνειρα.’.  Το παρόν! Εκεί στην περιπλάνησή του, έρχεται σε επαφή με τις συνθήκες του περιβάλλοντος, την κυριακάτικη θλίψη, τα σύννεφα, τη βροχή, την τρικυμία των σκέψεων,  τους αέρηδες, τα βουνά, τις πεδιάδες, αλλά κυρίως με το υπέροχο λευκό και το μπλε του τόπου του,

 

‘… Γνωρίσαμε ιστορίες ανθρώπων, τις καταγράψαμε σε χαρτιά λευκά

με ζέση, αλφαβητικά, όπως ο χρόνος που τακτοποιεί τους

μήνες στο ντουλάπι του, όπως ο άνεμος στεγνώνει το μελάνι

στα φτερά των πουλιών…’.

 

για να κατασταλάξει με κάποια αισιοδοξία, ή το αντίθετο άραγε, ότι, ‘… η ζωή μας φίλε μου- η ανάμνησή της καλύτερα-θα ταξινομηθεί από άλλους εκτιμητές…’.

 

 

Κατά διαστήματα, διαπιστώνει με τρόμο πως οι σκέψεις και οι μέρες μας, κι εδώ χρησιμοποιεί τον πληθυντικό ο ποιητής, που σημαίνει αναμφίβολα πως συμπεριλαμβάνει κι άλλους πολλούς στο στοχασμό του,  βρέχονται, μολύνονται και ταλαιπωρούνται από βρώμικα σύννεφα, τρικυμίες και σκουριές. Ξέρει καλά (‘Γερολιμένας’) ότι ο κόσμος του, οι δικοί του άνθρωποι, ο λαός της χώρας του κατ’ επέκταση, γεννήθηκε πάνω στην πέτρα, γύρω του βρίσκονταν σκόρπια σπασμένα μάρμαρα, πρόσωπα αρχαίων θεών, παραδίπλα ξωκλήσια όπου ‘ιερουργεί η αύρα’, διάβασε πως τα κάστρα ετούτα αρκετές φορές βίωσαν κατάσαρκα τη φωτιά και τη στάχτη, γνωρίζοντας την ίδια στιγμή πως η μοίρα του λαού του είναι τα παιδιά να γεράσουν με το αίμα στις φούχτες τους. Περπατάμε μας λέει, πάνω σε αρχαίους ναούς, ‘…σμιλεύοντας μνήμες με τα πόδια μας’, κι ενώ σε δεδομένη στιγμή θα γίνουμε χώμα, αισιοδοξεί ότι ‘… από τα κύτταρά μου θα ξεφυτρώσουν ελαιώνες’, ενώ προτείνει ή απαιτεί ‘… η ψυχή μου να γίνει αρμυρίκι και να καρδιοχτυπώ όπως ο βράχος που από κύμα γλυκαίνει’.

Το κείμενο των ποιημάτων του είναι πλημμυρισμένο από αργοκίνητα καλοκαίρια όπου το νερό και η θάλασσα έχουν πρωτεύοντα ρόλο, πυρωμένες ξερολιθιές, υπολείμματα και ‘…ερείπια πολυδαίδαλων προϊστορικών οικισμών΄, ξεχασμένους νεκρούς, ανεξιχνίαστες φωνές, νύχτες με ‘…σιωπές και σκελετούς αρχαίων ονείρων…’, κοιμισμένες ζωές, υφέρποντες πόθους, λευκά γιασεμιά που ‘μυρώνουν τις νύχτες’ θαλασσινές οπτασίες, αφόρητες αλήθειες, ρεαλιστικές διαπιστώσεις, κρυφές ικεσίες, επιθυμίες   και ελπίδες, όλες στολισμένες από την απαραίτητη αρμύρα των αιώνων που τις δέρνει και διαποτίζει σε συνεχόμενη βάση.  Στο ‘Ταξιδιωτικό Ημερολόγιο’, περιγράφει το αέναο ταξίδι, τόσο το προσωπικό όσο και των δικών  του  ανθρώπων, στο ίδιο τοπίο, μέσα σε αφύλαχτους σιδηροδρομικούς πεδινούς σταθμούς, με το καλοκαίρι  να ανασαίνει βαριά,  ψηλά στα βουνά την ίδια στιγμή τα σύννεφα να βροντάνε και να ξεχειλίζουν από νερά, ‘…εποχές και άνθρωποι κρεμασμένοι σε γυμνά δέντρα…’, ενώ δεν λείπουν κάποιες απαραίτητες ευρύτερες πολιτικές προεκτάσεις,

‘… όταν αποκαθηλώνονται τ’ αγάλματα  πάνω σε σκουριασμένα ποταμόπλοια

Ενώ το ποτάμι ρέει στη λήθη’.

 

Παναγιώτης Ράμμης

 

Στην ‘Αναδρομή’, στα γερασμένα πρόσωπα που βρίσκονται δίπλα του, εκείνα που κάποτε ήταν τα ωραία πρόσωπα που ζήλεψε,  φιλοσοφεί συνειδητοποιώντας το οριστικό πέρασμα του ανίκητου και ανελέητου χρόνου από πάνω μας,  όταν αρχίζει να διαπιστώνει όταν, ‘Αυτές οι στιγμές που σε χώρισαν απ’ τη ζωή σου/ Τη ζωή σου  που την αφήνεις να ξοδεύεται/ όπως τα φύλλα  των πεύκων καθώς αραιώνουν/ στον χειμωνιάτικο αέρα’.  Ο Παναγιώτης Ράμμης, παρουσιάζει εαυτόν ως ‘καταπατητή ονείρων’ που δεν του ανήκαν όμως,  όπως ομολογεί, ενώ προειδοποιεί για ‘…νέες θύελλες από καινούργιες καταιγίδες΄, κατά τη διάρκεια των οποίων ‘… και άλλοι ναυαγοί θα ξεβραστούν/Και άλλα κουφάρια θα σαπίσουν στην ακτή’, ένας ποιητής ο οποίος προσεύχεται ‘…να μην  τελειώσει  ποτέ του αυτό το ποίημα/Μην προβάλλει ο διάβολος που με παρατηρεί/και μου κλέψει αυτούς τους λιγοστούς στίχους / πού ’ναι η ίδια μου η ζωή’, αναγνωρίζοντας με σαφήνεια τη σημασία της ποίησης στην πορεία της  ζωής του. Γιατί όπως έγραψε πρόσφατα στο περιοδικό ‘Κοράλλι’,  ‘… είναι αδιανόητο ο καλλιτέχνης να μην είναι ο κυματοθραύστης απέναντι στην μανία των καιρών… υπηρετώντας την τέχνη δίχως να ζητεί ανταλλάγματα’!

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top