Fractal

Διήγημα fractal: Οι “ανεΐνες”

Γράφει η Μάριον Χωρεάνθη // *

 

aneines_

 

“Δε μου λες, εσείς που ξέρετε τα πολλά γράμματα…”

Οχ.

“…Τι είναι οι ανεΐνες;”

Η γιαγιά μου η Μαρία ήταν άνθρωπος δύσπιστος. Και δύστροπος, με τη διαρκώς εχθρική καχυποψία των οριακά αμόρφωτων (δεν είχε βγάλει το δημοτικό) απέναντι στους υποτίθεται γραμματιζούμενους. Ήξερε βέβαια να διαβάζει – και ό,τι έντυπο υλικό έπεφτε στα χέρια της, από παιδικά παραμύθια ως τις καθημερινές εφημερίδες και από τη σαρακοφαγωμένη της Ιερά Σύνοψη ως τα μεταφρασμένα θεατρικά του Ίψεν και του Ουίλιαμς, το ξεκοκάλιζε με μανία. Τώρα τι καταλάβαινε από τα διαβάσματά της, μονάχα εκείνη το ’ξερε. Ό,τι απορίες μπορεί να είχε, σπάνια τις συζητούσε. Είτε από εγωισμό, είτε από φόβο μην την κοροϊδέψουν. Κι όποτε αναγκαζόταν να καταδεχτεί τα φώτα μας, νιώθαμε λες και δίναμε εξετάσεις μπροστά σ’ έναν αδέκαστο και άκρως απρόβλεπτο κριτή, που αν τυχόν δεν τον ικανοποιούσε η απάντησή μας, δεν το ’χε σε τίποτα να μας πάρει το κεφάλι. Ήταν εξπέρ στο να αντιστρέφει τους ρόλους η γιαγιά μου, Θεός σχωρέσ’ την.

Μ’ όλα τα γράμματα που ήξερα, τη λέξη “ανεΐνες” πρώτη φορά την άκουγα. Αφού ξεζούμισα μάταια το μυαλό μου για καμιά πιθανή ετυμολογία, στράφηκα σε όσα λεξικά και εγκυκλοπαίδειες είχαμε στο σπίτι. Μα κι αυτά σώπαιναν, με μια εξοργιστική μακάρια σύμπνοια. Όλο δύσκολα μας έβαζε η γιαγιά.

Όταν πια είδα κι απόειδα, κατέφυγα στην απονενοημένη λύση. Αν μάθαινα τα συμφραζόμενα, ίσως κατάφερνα να βρω άκρη. Κι έτσι έριξα τα μούτρα μου και τη ρώτησα.

Η γιαγιά σήκωσε τα μάτια απ’ το αιώνιο πλεχτό της, έτοιμα να με κεραυνοβολήσουν πάνω από τα γυαλιά που της κάθονταν πάντα στραβά στη μύτη. Αντί όμως να μου ψάλει τα εξ αμάξης, όπως περίμενα, πήρε ύφος και με στόμφο άρχισε να απαγγέλλει σε άπταιστη καθαρεύουσα ένα ποίημα. Όπως μου εξήγησε στο τέλος, το είχε αποστηθίσει τότε που πήγαινε σχολείο και πάνω από εξήντα χρόνια αργότερα, το θυμόταν λέξη προς λέξη. Μια έμμετρη ιστορία σε ομοιοκατάληκτα δίστιχα, για κάτι ψαράδες που βγήκαν, λέει, στ’ ανοιχτά κι έπιασαν ένα σωρό “συναγρίδας, κολεούς και παλαμίδας”. Καθώς λοιπόν ανέβαζαν τα δίχτυα τους στις βάρκες και κωπηλατούσαν συγχρόνως:

 

…των χειρών των, των ποδών των
όλο φούσκων ανεΐνες”.

 

Στο επίμαχο σημείο, η μεταλλική μπάσα φωνή της γιαγιάς υψώθηκε σ’ ένα θριαμβευτικό κρεσέντο. Ε, μα κοτζάμ “φούσκων ανεΐνες” ήταν αυτές.

Κάθε γρίφος περιέχει τη λύση του, κάθε αίνιγμα την απάντησή του. Με την ανακατανομή τριών συλλαβών, η ακατάληπτη φράση έβγαλε νόημα.

Πήγα λοιπόν όλο χαρά να διαφωτίσω τη γιαγιά μου:

“Δεν λέει φούσκων ανεΐνες, αλλά ότι φούσκωναν αι ίνες. Οι ίνες των χεριών τους και των ποδιών τους φούσκωναν από την προσπάθεια”.

Πώς πείθεις έναν άνθρωπο εβδομήντα χρονών και βάλε να εγκαταλείψει μια ιδέα στην οποία είναι προσκολλημένος από μικρό παιδί; Πώς αποκαθηλώνεις το είδωλο μιας προσωπικής μυθολογίας που του έχει σφηνωθεί από τότε στο μυαλό, στρεβλωμένο από την άγνοια και τον εκφυλιστικό καταλύτη της παπαγαλίας;

“Άμα δεν ξέρεις κάτι”, αποφάνθηκε η γιαγιά μου σε τόνο αυστηρής επίπληξης και πικρής απογοήτευσης μαζί, “να το παραδέχεσαι και να μη μιλάς. Όχι να λες ό,τι σου κατεβαίνει στο κεφάλι”.

Δεν μπήκα καν στον κόπο να διαμαρτυρηθώ. Έτσι κι αλλιώς δεν υπήρχε περίπτωση να της αλλάξω γνώμη, που να γύριζε ο κόσμος ανάποδα. Αυτό που νόμιζε πως είχε μάθει, αυτό επέμενε να ακούει – ή προτιμούσε, ας πούμε, να φαντάζεται τις “ανεΐνες των φούσκων” σαν τίποτα επιβλητικά πτερύγια θαλάσσιων τεράτων που παραμόνευαν τους ανυποψίαστους ψαράδες για να τους φάνε τα χέρια και τα πόδια. Πολύ πιο συναρπαστικό, ομολογουμένως, από τη ρεαλιστικά πεζή περιγραφή του σωματικού μόχθου.

Η γιαγιά μου η Μαρία – προσφυγοπούλα Μικρασιάτισσα, δεινή υφάντρια και φανταχτερή καλλονή στα νιάτα της, στοιχειωμένο μνημείο ενός αιώνα ολόκληρου στα γερατειά της, με αναξιοποίητες καλλιτεχνικές τάσεις και ικανότητες, θύμα και θύτης ενός βίου αβίωτου για τον εαυτό της και τους άλλους – έζησε ίσαμε τα ενενήντα. Η μοίρα τής φύλαγε για αποχαιρετιστήριο δώρο το χαμό του μοναχογιού της, του πατέρα μου. Θα “έφευγε” με το βελονάκι του πλεξίματος στο χέρι αν δεν την είχε σχεδόν τυφλώσει ο καταρράκτης. Στα τελευταία της μάζευε ονόματα – ασυνήθιστα επώνυμα από συγγενείς, φίλους και γνωστούς, σακούλες μαγαζιών, συντελεστές εκπομπών του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης, αρθρογράφους εφημερίδων και περιοδικών. Είχε ζητήσει να της πάρουμε ένα χοντρό σχολικό τετράδιο, του οποίου τις σελίδες γέμιζε με τα ακανόνιστα παιδικά της γράμματα. Αυτό ήταν το στερνό της εργόχειρο, αλλόκοτο και ελαφρώς μακάβριο ενθύμιο του περάσματός της. Το άφησε πίσω της μαζί με στοίβες από εξαίσια λεπτοδουλεμένα πλεχτά, τον φασματικά ασίγαστο απόηχο της στεντόρειας φωνής της και τις συχνά σκιαχτερές εμμονές που την κατέτρυχαν.

Για κάποιον παράδοξο λόγο, το τετράδιο αυτό έχει άρρηκτα δεθεί στη σκέψη μου με τις “ανεΐνες”. Πιθανώς επειδή η γιαγιά είχε χωρίσει την κάθε του σελίδα (και τα εσώφυλλα, όταν οι άδειες σελίδες σώθηκαν) σε δυο στήλες που έκαναν τις κάθετες σειρές των ονομάτων να μοιάζουν οπτικά με ποιήματα. Πάντως το ίδιο το ποίημα με τις “ανεΐνες” εξακολουθεί να καλύπτεται από μυστήριο – απ’ όσο τουλάχιστον είμαι σε θέση να ελέγξω, δεν βρίσκεται πια πουθενά και ο δημιουργός του παραμένει επίσης άγνωστος.

 

marion* Η Μάριον Χωρεάνθη γεννήθηκε στη Χίο αλλά μεγάλωσε, σπούδασε και ζει στην Αθήνα. Για πολλά χρόνια εργάστηκε ως μεταφράστρια και εικονογράφος βιβλίων και περιοδικών, καθώς και ως καθηγήτρια ξένων γλωσσών. Τον τελευταίο καιρό ασχολείται με το σχεδιασμό ιστοσελίδων, τον προγραμματισμό, την ψηφιακή επεξεργασία εικόνας και τη μουσική και ηχητική επένδυση ταινιών, βιντεοπαιχνιδιών και θεάτρου. Από το 1999 κινείται στο χώρο της ανεξάρτητης μουσικής σκηνής με παράλληλα πειραματικά projects και συνεργασίες με συνθέτες και συγκροτήματα από την Ελλάδα και το εξωτερικό. Φτιάχνει επίσης κόμικς για μεγάλους, εξώφυλλα βιβλίων και μουσικών άλμπουμ και διαδικτυακά παιχνίδια γρίφων και εναλλακτικής πραγματικότητας. Έχει εκδώσει ένα μυθιστόρημα (Βρείτε την Ορτανσία, Καστανιώτης 2001) και μια ποιητική συλλογή (Η Εξορία των Αρχαγγέλων, Ιωλκός 2005).

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top