Fractal

Δοκίμιο: Ανδρέας Εμπειρίκος, «Αι Λέξεις»

Της Κλεοπάτρας Ζαχαροπούλου // *

 

 

Κατά τη δεκαετία του 1960, ο Α. Εμπειρίκος έγραψε και δημοσίευσε μικρά κομμάτια πεζού λόγου από τα οποία απουσιάζουν τα κλασικά σχήματα, σε μηνιαία περιοδικά «πνευματικού προβληματισμού και γενικής παιδείας», που εκδόθηκαν το 1980 με το γενικό τίτλο Οκτάνα. Ο τίτλος της συλλογής παραπέμπει σε μία ιδανική – φανταστική πολιτεία. Το όνομα, που προέρχεται από τον αριθμό «οκτώ», ερμηνεύεται σύμφωνα με τη φιλοσοφική απόδοση των αριθμών, κατά την οποία ο αριθμός αυτός εκπροσωπεί την αρμονία, την ισορροπία και την πληρότητα. Η Οκτάνα εκφράζει ένα συγκροτημένο φιλοσοφικό και κοσμικό σύστημα, πραγματευόμενη τον έρωτα, το θάνατο και το όραμα ενός νέου κόσμου. Αποτελείται από 31 πεζά κείμενα, λυρικής διάθεσης, τα οποία καλύπτουν μία μεγάλη χρονική περίοδο (1942-1965). Η συλλογή έχει χαρακτηριστεί ως η υπέρτατη διακήρυξη τού Εμπειρίκου και οριακό πιστεύω του, ενώ όπως ο ίδιος επεσήμανε, αποτελεί μια ουτοπική παγκόσμια πολιτεία «όχι πολιτικής, μα ψυχικής ενότητος με ανέπαφες τις πνευματικές και εθνικές ιδιομορφίες εκάστης εθνικής ολότητος, εις μίαν πλήρη και αρραγή αδελφοσύνη εθνών, λαών και ατόμων, με πλήρη σεβασμό εκάστου». Με άλλα λόγια, ο Εμπειρίκος αναβάθμισε το παλιό ρητορικό ποίημα-κήρυγμα σε ποίημα-μανιφέστο, με τους όρους της υπερρεαλιστικής επανάστασης. Καλεί τον άνθρωπο να ξεπεράσει τη μίζερη και τετριμμένη καθημερινότητα και να εκφράσει ελεύθερα τα συναισθήματα και τον ερωτισμό του. Ο υπερρεαλισμός γίνεται αντιληπτός ως διάθεση για γκρέμισμα του μικροαστικού καθωσπρεπισμού και προσπάθεια για κατάκτηση της ψυχικής – εσωτερικής αρμονίας του ανθρώπου κι όχι ως παράβαση των λογικών κανόνων, που οδηγεί σε ακατάληπτα μηνύματα. Τα κείμενα της συλλογής αυτής κέρδισαν το ενδιαφέρον αναγνωστών και μελετητών, καθώς επιβεβαιώνουν την αξία και τη δύναμη της τέχνης του ποιητή.  Ένα από τα πιο ώριμα και στοχαστικά κείμενα της συλλογής αυτής είναι το ποίημα «Αι Λέξεις», αφιερωμένο στον Νάνο Βαλαωρίτη:

 

Όταν καμιά φορά επιστρέφομεν από τους Παρισίους και αναπνέομεν την αύραν του Σαρωνικού, υπό το φίλιον φως και μέσα στα αρώματα της πεύκης, εν τη λιτότητι των μύθων – των σημερινών και των προκατακλυσμιαίων – ως σάλπισμα πνευστών, ή ως ήχος παλμικός, κρουστός, τυμπάνων, υψώνονται πίδακες στιλπνοί, ωρισμέναι λέξεις, λέξεις-χρησμοί, λέξεις ενώσεως αψιδωτής και κορυφαίας, λέξεις με σημασίαν απροσμέτρητον δια το παρόν και δια το μέλλον, αι λέξεις «Eλελεύ», «Σε αγαπώ», και «Δόξα εν υψίστοις», και, αιφνιδίως, ως ξίφη που διασταυρούμενα ενούνται, ή ως κλαγγή αφίξεως ορμητικού μετρό εις υπογείους σήραγγας των Παρισίων, και αι λέξεις: «Chardon-Lagache», «Denfert-Rochereau», «Danton», «Odéon», «Vauban», και «Gloria, gloria in excelsis».

 

Ο Α. Εμπειρίκος οραματιζόταν μια «γλωσσική ελευθερία» και γι’ αυτό αναζητούσε συνεχώς νέους εκφραστικούς τρόπους, νέες λέξεις και μια νέα γλώσσα. Στο παραπάνω ποίημα, που αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικότερα δείγματα της ελληνικής υπερρεαλιστικής γραφής, ο ποιητής καταπιάνεται ακριβώς με το πώς οι λέξεις αποκτούν νόημα και περιεχόμενο.

Το ποίημα ανήκει σ’ εκείνη την κατηγορία των μονοπερίοδων «πεζών ποιημάτων» του Εμπειρίκου. Η συντακτική δομή του ποιήματος είναι σχετικά απλή: μια άνιση σε όγκο, υποτακτική σύνδεση δύο επαυξημένων χρονικών προτάσεων με μία κύρια, σύνθετη κι επαυξημένη. Ο συντακτικός και ρητορικός ρυθμός του κειμένου, το εντάσσει σ’ εκείνα τα κείμενα, που συνδυάζουν μέρη με ισοζυγισμένα τμήματα λόγου, τα οποία θυμίζουν αναλογίες αριθμητικής προόδου (στο πρώτο μέρος η ισορροπία είναι δυαδική, ενώ στο δεύτερο δυαδική και τριαδική):

 

Όταν καμιά φορά επιστρέφομεν από τους Παρισίους/

και αναπνέομεν την αύραν του Σαρωνικού,/

υπό το φίλιον φως/

και μέσα στα αρώματα της πεύκης,/

εν τη λιτότητι των μύθων/

των σημερινών και των προκατακλυσμιαίων/

ως σάλπισμα πνευστών,/

 ή ως ήχος παλμικός, κρουστός, τυμπάνων, […]

 λέξεις-χρησμοί,/

 λέξεις ενώσεως αψιδωτής και κορυφαίας,/

 λέξεις με σημασίαν απροσμέτρητον δια το παρόν και δια το μέλλον,/

 αι λέξεις «Eλελεύ», «Σε αγαπώ», και «Δόξα εν υψίστοις», […]

 ως ξίφη που διασταυρούμενα ενούνται,/

 ή ως κλαγγή αφίξεως ορμητικού μετρό εις υπογείους σήραγγας των Παρισίων,/

 και αι λέξεις: «Chardon-Lagache», «Denfert-Rochereau», «Danton», «Odéon», «Vauban», και «Gloria, gloria in excelsis».

 

Γραφηματικά το κύριο βάρος του ποιήματος πέφτει στη λέξη «κορυφαίας», λεξικά στη λέξη «σημασίαν» ή στη μέση του συνδυασμού «λέξεις ενώσεως». Αυτό σημαίνει ότι το αθροιστικό προϊόν αυτής της μηχανικής επεξεργασίας, μπορεί να είναι μια νέα, σημαίνουσα σειρά (λέξεις ενώσεως/ κορυφαίας/ σημασίαν), που θα βοηθήσει στη θεματική ανάγνωση του ποιήματος.

Το κείμενο διατηρεί ένα είδος αμφισημίας ή ισορροπίας ανάμεσα σε μια «υποκειμενική» κι «αντικειμενική» εκφορά. Στη ρηματική του εκφορά, το ποίημα εισάγει στο πρώτο μέρος το λυρικό «εμείς», το οποίο, στο δεύτερο, δίνει τη σκυτάλη στο περιγραφικό γ΄ πληθυντικό, που κατά κάποιον τρόπο υπηρετεί τη λεκτική κορύφωση και τη ρητορική εκφορά του λόγου. Οι λέξεις μπορεί να εμφανίζονται ως πρωταγωνίστριες του κειμένου, όμως, η ουσία, η παρουσία και η εκδήλωσή τους εξαρτάται από συγκεκριμένες κινήσεις ή καταστάσεις του προσώπου που δηλώνεται με ρηματικούς τύπους του α΄ πληθυντικού. Ωστόσο, ο φόρτος της «αντικειμενικής» περιγραφής τείνει να αντισηκώσει την προτεραιότητα των στοιχείων του πρώτου μέρους. Επομένως, το ποίημα θα μπορούσε ν’ ανήκει αφενός στην κατηγορία των κειμένων της «υποκειμενικής – προσωπικής εμπειρίας» και της «μυητικής διαδρομής» (καθαρά λυρική όψη) και αφετέρου στην κατηγορία των κειμένων «θέσης» και «στοχαστικής» περιγραφής (λανθάνουσα δοκιμιακή διάσταση). Επομένως, πρόκειται για ένα επικολυρικό κείμενο ποιητικής, χωρίς όμως να έχει το ποσοστό «προγραμματικότητας» που απαιτείται για μια απροκάλυπτη λειτουργία της ποιητικής, με στοχαστική διάθεση.

 

 

Σύμφωνα με τις αρχές του δομισμού, η μελέτη της λογοτεχνίας πρέπει ν’ ακολουθεί τις επιταγές της σύγχρονης επιστημονικής σκέψης και να μην αντιμετωπίζεται ως μηχανική συνάθροιση, αλλά ως δομικό σύνολο, προκειμένου ν’ αποκαλυφθούν οι εσωτερικοί στατικοί ή εξελικτικοί νόμοι του συστήματος. Επιπλέον, η λογοτεχνική σπουδή επιβάλλεται να συνδυάζει την αφηρημένη (θεωρία) με την περιγραφική ποιητική (επιμέρους έργα). Σύμφωνα με τον Μυκαρόφσκι, η ποιητική γλώσσα αντλεί από τα διάφορα στάδια εξέλιξης της κοινής, η οποία αποτελεί το υπόβαθρό της. Σκοπός της κοινής γλώσσας είναι η επικοινωνία, ενώ της ποιητικής η προβολή του λόγου. Η γλώσσα δεν είναι μέσο μετάδοσης, αλλά αντικείμενο στοχασμού. Κάθε ποιητικό έργο κατανοείται στο φόντο της παράδοσης. Αυτό σημαίνει ότι τη δομή του ποιητικού έργου συνιστούν οι αμοιβαίες σχέσεις προβεβλημένων κι απρόβλητων στοιχείων.

Το ποίημα «Αι Λέξεις» θα μπορούσε, χωρίς ενδοιασμούς, να χαρακτηριστεί ως πολυσήμαντο. Οι λέξεις του ποιήματος είναι ανοιχτές σε ποικίλες ερμηνευτικές προσεγγίσεις, λόγω της δι-ιστορικής και δια-πολιτισμικής σημασίας τους. Οι λέξεις δεν είναι αυτόνομες και δεν ενεργούν εκκεντρικά και διασπαστικά, αλλά, αντίθετα, ενωτικά, καθώς κυριαρχεί μια αλληλενέργεια. Ο Εμπειρίκος αναφέρεται σ’ αυτές χρησιμοποιώντας τη φράση λέξεις χρησμοί, για να δηλώσει το πόσο σκοτεινές και δυσερμήνευτες είναι οι λέξεις που αναδύονται από το χώρο του ασύνειδου. Πριν αρχίσει κάθε ειρμός των ορισμένων λέξεων, προεξαγγέλλεται, η ιδιότητά τους (αι λέξεις). Το ποίημα είναι ένα αμάλγαμα λέξεων διαφορετικών πολιτισμών και εποχών (αρχαία, νέα ελληνικά, γαλλικά, λατινικά), που δημιουργούν ένα γλωσσικό κι ηχητικό συγκρητισμό: «Eλελεύ», «Σε αγαπώ», και «Δόξα εν υψίστοις». Είναι σαν ολόκληρο το ελληνικό έθνος κι ο ελληνικός πολιτισμός να συνενώνεται σε τρεις λέξεις υψίστης σημασίας. Ταυτόχρονα, οι λέξεις αυτές δηλώνουν και τη συνέχεια της ελληνικής γλώσσας: το «Ελελεύ» υποδηλώνει τον αρχαίο ελληνισμό, το «Δόξα εν υψίστοις» τον μεσαιωνικό και το «Σε αγαπώ» τον νεότερο. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τη δεύτερη συστάδα λέξεων σε εισαγωγικά, η οποία αποτελεί ένταξη στη «σφαίρα δράσης» του Παρισιού, αλλά και υπαινιγμό στο ιστορικό παρελθόν της Γαλλίας. Συγχρόνως, με το συρμό «Chardon-Lagache», «Denfert-Rochereau», «Danton», «Odéon», «Vauban», και «Gloria, gloria in excelsis» δίνεται η συνέχεια της (νεολατινικής) γαλλικής γλώσσας και του γαλλικού έθνους (πιο συγκεκριμένα τα «Denfert-Rochereau», «Danton», «Vauban» στιγμές της νεότερης γαλλικής ιστορίας και τα «Chardon-Lagache», «Odéon», «Gloria, gloria in excelsis» εκφράσεις πολιτισμικών δραστηριοτήτων). Ο Εμπειρίκος χρησιμοποιεί αυτό το συρμό ως κατακλείδα, για να επιτύχει μια ηχητική και σημασιολογική κορύφωση (αυξητική τάση, πύκνωση και ρητορική ένταση). Οι ελληνικές λέξεις διασταυρώνονται με τις ξένες σαν ξίφη μέσα στο ποίημα. Ο ποιητής σκόπιμα επαναφέρει τον όρο «λέξεις» έξι φορές, για να επιτονίσει αφενός την αναγεννητική δύναμη και τη πρωτογενή λειτουργία τους κι αφετέρου τη χρήση τους ως σύμβολα του εκάστοτε πολιτισμού. Εκτός του ότι οι λέξεις που βρίσκονται σε εισαγωγικά ορίζονται, με αυτόν τον τρόπο, είναι σαν οι ίδιες να υλοποιούν και την εκφώνησή τους.

Ενώ το εννοιολογικό και σημασιολογικό περιεχόμενο της λογοτεχνίας δεν απασχολεί, παρά ελάχιστα, τους υποστηρικτές της αυτόματης γραφής, εδώ, ο Εμπειρίκος κάνει κάποιες αναφορές με ενωτικό χαρακτήρα. Ο ποιητής καταφέρνει να συνενώσει ετερόκλητα κι αταίριαστα, εκ πρώτης όψεως, στοιχεία, όπως διαφορετικούς πολιτισμούς κι εποχές, αλλά και να εναρμονίσει γεωγραφικά απομακρυσμένους τόπους, όπως για παράδειγμα το Παρίσι (πνευματική εστία) με τον Σαρωνικό (αντιπροσωπευτική εικόνα ελλαδικού χώρου).

Ως γνήσιος υπερρεαλιστής ποιητής, ο Εμπειρίκος αξιοποιεί το μύθο στην ποιητική του παραγωγή (εν τη λιτότητι των μύθων). Με το μύθο επιστρέφει σε πρωτόγονα κι αυθεντικά σύμβολα, τα οποία προέρχονται από τον κόσμο του ασυνειδήτου, προκειμένου να οικοδομήσει μια πραγματικότητα από το μηδέν. Η μυθική μέθοδος λειτουργεί ως άλλοθι για το χρονικό συνταυτισμό παρόντος και παρελθόντος, σύγχρονων και παλαιότερων στοιχείων (των σημερινών και των προκατακλυσμιαίων). Ας μην ξεχνάμε ότι η συνύπαρξη ετερόκλητων κι αντιθετικών πραγμάτων αποτελεί ένα από τα βασικότερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του υπερρεαλιστικού κινήματος, αφού έχει ως απώτερο σκοπό τον αιφνιδιασμό του αναγνώστη. Η εικόνα αυτή συνενώνεται με τον παλμικό και κρουστό ήχο των τυμπάνων.

Οι στιλπνοί πίδακες θυμίζουν τον ορισμό της ποιητικής δημιουργίας, στον «Πλόκαμο της Αλταμίρας», ως ανάπτυξις στίλβοντος ποδηλάτου. Ωστόσο, δεν είναι απίθανο να δηλώνουν την αποκορύφωση της ερωτικής πράξης ή ακόμα και τον καταρράκτη του Αμούρ – αμούρ, όπου ο ποιητής τον χρησιμοποιεί για να φανερώσει την ψυχική κάθαρση, την απελευθέρωση και την αναπαράσταση της ποιητικής δημιουργίας. Επιπροσθέτως, ο καταρράκτης σχετίζεται με την καθαρότητα της ποιητικής λέξης κι εικόνας τόσο στα νοήματα, όσο και στην επιλογή της στιλπνής γραφής. Η εικόνα της διαφάνειας και της καταλυτικής ροής του καταρράκτη χαρακτηρίζει και την ποίηση του Breton.

Ο κύριος όγκος της θεματικής ύλης του ποιήματος οργανώνεται σε τρεις ευδιάκριτες και αλληλοεξαρτούμενες ισοτοπίες:

  • την πολεμική – ηρωική
  • την ερωτική – ηδονική
  • τη δοξαστική – λειτουργική

Όπως παραπάνω αποδώσαμε τις λέξεις της πρώτης συστάδας στα διάφορα στάδια της ελληνικής γλώσσας, έτσι τώρα θα τα εντάξουμε στις αντίστοιχες ισοτοπίες, σύμφωνα με την πρόταση του Γ. Κεχαγιόγλου:

 

πολεμική – ηρωική ερωτική – ηδονική δοξαστική – λειτουργική
«Ελελεύ»

(πολεμικό επίφθεγμα)

«Ελελεύ»

(δυνατή κραυγή πόνου ή χαράς)

«Ελελεύ»

(δυνατή κραυγή πόνου ή χαράς)

«Σε αγαπώ»

(φιλοπατρία)

«Σε αγαπώ»

 

«Σε αγαπώ»

(θείος έρωτας)

«Δόξα εν υψίστοις»

(συνδέεται με στόχους κι αποτελέσματα)

«Δόξα εν υψίστοις»

(συνδέεται με τη διαδικασία και την απόληξη της ερωτικής – ηδονικής πράξης)

«Δόξα εν υψίστοις»

 

 

Παρατηρούμε μια κινητικότητα των τριών αυτών λέξεων μέσα στις τρεις κατηγορίες. Ίσως ο συρμός αυτός να ανταποκρίνεται στις τρεις κύριες «λειτουργίες» ενός «μορφολογικού» σχήματος του «ερωτικού μύθου», την έφοδο, την πράξη, τη δοξαστική άνοδο. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τις λέξεις της δεύτερης συστάδας. Πιο συγκεκριμένα:

 

  • «Chardon-Lagache»: πρόκειται για έναν από τους σταθμούς του παρισινού μετρό, αλλά και για ένα εκπορθητικό σημείο έξω από την πολιτισμικά «προνομιούχο» rive-gauche και για μια από τις συνηθισμένες στον Εμπειρίκο «ενώσεις», η κοινή μοίρα του Chardon και της εφήβου γυναίκας του, το γένος Lagache.
  • «Denfert-Rochereau»: είναι ένας άλλος από τους σταθμούς του παρισινού μετρό, αλλά κι ένα σημείο που ανακαλεί, εκτός από τους υπερασπιστές του «πολιορκημένου» Belfort και τον αρχηγό τους, την αρχική και «γενετική» διασταύρωση λέξεων με καθοδική και «υπόγεια» σημασία και βέβαια τα «υπόγεια» δράματα των Μeurtriers Innocents και των Catacombes.
  • «Danton»: ιστορική μορφή που ανακαλεί «πολιορκία» και «άμυνα», «ορμητικός» ρήτορας της Επανάστασης και ένα σημείο – κέντρο περιοχής με ταραχώδη πολιτική και ερωτική ιστορία.
  • «Odéon»: ονομασία σταθμού του μετρό, τοπική γειτονιά με το «Danton», που συνδέεται ιστορικά με τα γεγονότα της Επανάστασης και της Τρομοκρατίας ή ίσως και να εισάγονται διαγωνιστικά και ποιητικά – καλλιτεχνικά συμφραζόμενα.
  • «Vauban»: συνεχίζει τη σειρά των «υπέργειων» σημείων και των μονολεκτικών διατυπώσεων, αλλά παράλληλα ενώνει, στην πολεμική διάσταση, τόσο το αμυντικό όσο και το εκπορθητικό στοιχείο, παραπέμποντας ταυτόχρονα στην Εcole Militaire.
  • «Gloria, gloria in excelsis»: αναδιατυπώνει διττά την απλή κατάληξη της πρώτης συστάδας και ολοκληρώνει τη δοξαστική τύχη και καθιέρωση όλων των λέξεων που προηγήθηκαν.

 

 

 

Συμπερασματικά, θα μπορούσε κανείς να παρατηρήσει ότι η κινητικότητα της δεύτερης συστάδας είναι πολύ πιο σύνθετη και χρειάζεται να συνυπολογιστούν όχι μόνο τα σημασιολογικά, αλλά και τα ηχητικά συνεκτικά στοιχεία. Όπως και στην πρώτη συστάδα, οι λέξεις εδώ ανταποκρίνονται σε λειτουργίες του ίδιου σχήματος του «ερωτικού μύθου», την έφοδο – άμυνα, την πράξη – νίκη, τη δοξαστική άνοδο. Πέρα από αυτά, θα μπορούσαμε να κάνουμε παρόμοιους συσχετισμούς για τις περισσότερες από τις εναπομείνασες  λέξεις του κειμένου, όπως για παράδειγμα:

 

πολεμική – ηρωική ερωτική – ηδονική δοξαστική – λειτουργική
σάλπισμα πνευστών αύραν Παρισίους
ήχος παλμικός, κρουστός, τυμπάνων φίλιον φως
ορμητικού αρώματα υψώνονται
ξίφη που διασταυρούμενα ενούνται ενώσεως αψιδωτής και κορυφαίας
  ενούνται απροσμέτρητον
  πίδακες στιλπνοί  

 

   Εν κατακλείδι, το ποίημα δεν στοχεύει στο διαχωρισμό των διαστάσεων των λέξεων ή στο να δώσει έμφαση σε μεμονωμένα «μοτίβα» μιας κατηγορίας, ούτε στο να δηλώσει μια θεματική αποκλειστικά γλωσσικού – πολιτισμικού συγκρητισμού ή κοσμοπολιτισμού. Η λεκτική μαγεία της γλωσσικής εκφοράς του ποιήματος ορίζει και αναδεικνύει μια πολυτάλαντη προσωπικότητα, η οποία προσπάθησε να εκφράσει με κάθε δυνατό τρόπο το όραμά της, πέρα από τις συμβατικότητες της καθιερωμένης και κατεστημένης λογοτεχνίας.

 

 

* Η Κλεοπάτρα Ζαχαροπούλου είναι πτυχιούχος Φιλολογίας και πρωτεύσασα του Πανεπιστημίου Πατρών, κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος με τίτλο «Σύγχρονες προσεγγίσεις στη γλώσσα και στα κείμενα» και Πιστοποιητικού Συμπληρωματικής Εκπαίδευσης του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών με θέμα  «Μαθησιακές δυσκολίες – δυσλεξία». Η πτυχιακής της εργασία «Ζητήματα ποιητικής και ιδεολογίας στο έργο του Ηλία Βενέζη και της Αιολικής Σχολής» βρίσκεται στο ΕΛΙΑ και η διπλωματική της διατριβή «Μακεδονικές Ημέρες: η διαμόρφωση του νεωτερικού λόγου στην πρωτεύουσα του βορρά και οι μεσοπολεμικές πνευματικές αναζητήσεις» στο http://nemertes.lis.upatras.gr. Το 2010 ταξινόμησε μαζί με την Άννα Κατσιγιάννη το αρχείο της Νένης Ευθυμιάδη. Έκτοτε εργάζεται ως εκπαιδευτικός στην ιδιωτική εκπαίδευση, ενώ παράλληλα αρθρογραφεί σε εφημερίδες και εκπαιδευτικά portal.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top