Fractal

Οι έξι αφηγητές της «Αναζήτησης»

Γράφει η Γιόλα Πετρίτση //

 

anazitisi-themelisΝίκος Θέμελης «Η Αναζήτηση», εκδόσεις Κέδρος

 

Ο Θέμελης μέσα από  τον ήρωα αυτού  του μυθιστορήματος θέλει να μας παρουσιάσει εκτός από τις διαπροσωπικές σχέσεις του ήρωα, την εμπορική σχέση και όχι μόνο, που υπήρξε ανάμεσα στην ηπειρωτική και νησιωτική τότε Ελλάδα με τη Μικρά Ασία του Σουλτάνου, αλλά κυρίως με  τους Έλληνες κατοίκους της Μικράς Ασίας, ιδίως της Σμύρνης και των γύρω περιοχών, κατά τα τέλη του 19ου  κι αρχές του 20ου αιώνα.

Η γνωριμία με τον ήρωά του παρουσιάζεται μέσα από αφηγήσεις έξι υπαρκτών προσώπων, που έζησαν, συνεργάστηκαν μαζί του και τον γνώρισαν καλά, οπότε οι αφηγήσεις  τους αποτελούν και μαρτυρία για την πολυτάραχη, αλλά αξιοπρεπή και τίμια ζωή του ήρωα.

Πρώτος αφηγητής είναι ο ίδιος ο ήρωας, ο Νικόλας, που μας παρουσιάζει την οικογένειά του και επομένως τον εαυτό του. Η αφήγηση του ήρωα αρχίζει από το 1880. Γεννήθηκε στα Γιάννενα, όπου τότε ακόμα η περιοχή ήταν υπό τουρκική κατοχή και ο πατέρας του ήταν στην τουρκική υπηρεσία μισθωτής δημοσίων προσόδων. Γρήγορα όμως συνεταιρίστηκε με κάποιον άλλο κι έγινε έμπορος όπου οι δουλειές του έφταναν μέχρι το Δούναβη. Η οικογένεια ζούσε πλουσιοπάροχα όμως τον έβλεπαν σπάνια συνήθως μόνο στις μεγάλες γιορτές, μια και ταξίδευε συνεχώς για να προωθεί τα εμπορεύματά του. Το αποτέλεσμα ήταν κάποια στιγμή να ξελογιαστεί με την κόρη του συνεταίρου του και να εξαφανιστεί από την οικογένεια, η οποία άρχισε σιγά σιγά να τα φέρνει δύσκολα.

Δεύτερος αφηγητής είναι ο Αρχιμάστορας, από την Ήπειρο, παντρεμένος με παιδιά, που ήξερε να δουλεύει καλά την πέτρα και τον φώναζαν από παντού κι εκτός Ηπείρου, αυτοί που ήθελαν να χτίσουν ένα ωραίο πέτρινο σπίτι. Κάποιος έμπορος τον φώναξε να του χτίσει το σπίτι του στη Μυτιλήνη. Πήρε μαζί του τον αδερφό του και κάμποσους καλούς εργάτες.  Πριν καλά καλά τελειώσει το σπίτι, έχοντας κάνει τη γνωριμία του με τον παπα-Φώτη, του παρήγγειλαν να φτιάξει ένα μεγάλο ελαιοτριβείο στο Μόλυβο, όπου θα το έχτιζαν συνεταιρικά οι ελαιοπαραγωγοί της περιοχής. Δέχτηκε και ξεκίνησε να ψάχνει για εργάτες. Στην πορεία γνώρισε το Νίκο, που ήταν τότε 16 ετών φερμένος από την Ήπειρο. Έτσι όπως μας τον περιγράφει  ήταν ένα παιδί ήσυχο, λιγομίλητο, απόμακρο και δουλευταράδικο. Τον πήρε για να του κανονίζει τα λογιστικά του βιβλία και να διευθετεί τις οικονομικές εκκρεμότητες. Γρήγορα τον πήρε υπό την προστασία του μιας και ήταν κοντοχωριανοί. Ο Αρχιμάστορας βέβαια βρίσκει την ευκαιρία να μας περιγράψει πώς ήταν η Μυτιλήνη τότε. Ένας στους τέσσερεις κατοίκους ήταν Τούρκοι και σε κάποια χωριά μόνο Τούρκοι. Παρ’ όλα αυτά οι χριστιανοί κάτοικοι είχαν αρχίσει να βγάζουν οι ίδιοι χριστιανούς Προεστούς. Υπήρχαν τότε τρεις εκκλησίες, δυο τζαμιά, μια βιβλιοθήκη, δυο σχολαρχεία ένα ελληνικό κι ένα οθωμανικό. Από προϊόντα είχαν καλό τυρί, μυτζήθρα και κεφαλοτύρι, καλό κρασί και λάδι. Είχαν επίσης ζώα και γεννήματα, αλλά και την πολύτιμη θάλασσα. Οι Έλληνες κάτοικοι ήσαν έμποροι και είχαν επικοινωνία και αλισβερίσι  κυρίως με τη Σμύρνη. Ο Αρχιμάστορας δεν ξαναγύρισε στην Ήπειρο έμεινε για αρκετά χρόνια  στη Μυτιλήνη όπου  συναντούσε συχνά την αδερφή του δασκάλου τη Μαγδαληνή, που την  είχε ερωτευτεί, όμως όταν τέλειωσε τις δουλειές του εκεί κι έφυγε για άλλα μακρινά μέρη η Μαγδαληνή δεν τον ακολούθησε.

Τρίτος αφηγητής είναι ο Βάιος. Ο Βάιος είναι γιος ενός Έλληνα πλούσιου γαιοκτήμονα που έμενε στη Μανησά. Ο πατέρας του είχε κτήματα κι αμπέλια. Τα κτήματα έβγαζαν σουσάμι, σύκα και σταφίδα, είχε δικό του μύλο, που έβγαζε σουσαμόλαδο και όλα αυτά τα εμπορευόταν σε κάθε γωνιά της Μαύρης θάλασσας και στη Μεσόγειο που έφτανε μέχρι τη Μασσαλία. Η σταφίδα μάλιστα έφτανε στο Λονδίνο, στο Άμστερνταμ και στην Αμβέρσα. Το σουσαμόλαδο το έπαιρναν οι Ρώσοι, αλλά επίσης  κυκλοφορούσε από  τη Χαλέπα μέχρι την Ταγγέρη, όπου έφτιαχναν μυρωδικά.  Ήθελε να κάνει το γιο του μηχανικό γι’ αυτό τον έστειλε στη Λειψία να σπουδάσει χημεία. Όμως αυτός, όχι μόνο  δεν ενδιαφερόταν για τίποτε απ’ αυτά που ήθελε ο πατέρας του, αλλά ούτε τα κτήματα του πατέρα του τον ενδιέφεραν. Το 1888 ο Βάιος μαζί με τον πατέρα του βρέθηκαν στη Μυτιλήνη στο σπίτι ενός πλούσιου επιχειρηματία, και για εμπορικούς λόγους, αλλά περισσότερο για να παντρευτεί ο Βάιος   την κόρη του Μυτιληνιού. Ο Βάιος αρνήθηκε, όμως στη Μυτιλήνη του δόθηκε η ευκαιρία να κάνει μια πρώτη γνωριμία με  το Νίκο και να τον εκτιμήσει. Όταν ο πατέρας του αρρώστησε βαριά και δεν μπόρεσε ν’ ασχοληθεί με τις επιχειρήσεις του, επί πλέον χρώσταγε πολλά χρήματα και υπήρχε πιθανότητα να χάσει τα κτήματα  και να φτωχύνουν, ο Βάιος επέστρεψε από τη Λειψία, όμως ήταν αδύνατον να αναλάβει τις επιχειρήσεις του πατέρα του. Τότε κάποιος συνεργάτης του πατέρα του του πρότεινε να πάρει στη δούλεψή του για συμβουλάτορα το Νίκο που έμενε στη Μυτιλήνη. Ο Βάιος χάρηκε και έκτοτε συνεργάζονταν πάρα πολύ καλά, αφού τα ηνία τα είχε ο Νίκος και ο Βάιος έκανε ό,τι του έλεγε ο Νίκος, ο οποίος ποτέ δεν εκμεταλλεύτηκε τίποτε παραπάνω από τα συμφωνηθέντα. Κατάφερε μέσα σε λίγο χρόνο να ξεχρεώσει το χρέος, ν’ αγοράσει καινούριο μύλο  με ατμό για το σουσαμόλαδο και οι δουλειές πήγαιναν από το καλό στο καλύτερο και τα εμπορεύματα πήγαιναν όλο και σε καινούριες αγορές. Το Νίκο ή Νικολή- εφέντη που τον έλεγαν τώρα, στην αρχή ο πατέρας του Βάιου δεν τον δέχτηκε, όμως αργότερα όταν έμαθε πως οι επιχειρήσεις και τα οικονομικά πήγαιναν καλύτερα απ’ όταν αυτός τα διαχειριζόταν, τον δέχτηκε ολόκαρδα  και μαζί όλη η οικογένεια του Βάιου με εξαίρεση την Άννα την αδελφή του Βάιου, η οποία του συμπεριφερόταν με πρωτοφανή υπεροψία και αλαζονεία και τον θεωρούσε παρακατιανό και ανίκανο ν’ ανέβει στην κοινωνική  της τάξη. Επίσης αρνιόταν ν’ αναγνωρίσει τα όσα έκανε για κείνους και να τον αποδεχτεί. Κι ενώ ο Νίκος  ξεριζωμένος δυο φορές ανθούσε και μεγαλουργούσε σε ξένο τόπο, ο Βάιος μαράζωνε μέσα στο  ίδιο του το σπίτι και στην πατρίδα του. Έτσι αποφάσισε να ξενιτευτεί πάλι, πηγαίνοντας στο Βερολίνο, να βρει τη Γερτρούδη που είχε χηρέψει. Ο Βάιος δε γύρισε ποτέ στη Μανησά εγκαταστάθηκε στην αρχή στο Βερολίνο και συναντούσε πότε πότε τη Γερτρούδη, που την είχε γνωρίσει, όταν ήταν φοιτητής γιατί νοίκιαζε απ’ αυτήν το σπίτι που  έμενε, αλλά συγχρόνως  ήταν ερωτευμένος μαζί της, που όμως  δεν τόλμησε ποτέ να της το δείξει, γιατί ήταν παντρεμένη μ’ έναν πολύ μεγαλύτερό της. Το 1900 εγκαταστάθηκε στη Βιέννη. Πέθανε, σύμφωνα με γράμμα της Γερτρούδης, Αρχιβιβλιοθηκάριος στη βιβλιοθήκη της Βιέννης, λίγο μετά τον Μεγάλο Πόλεμο, από τη γρίπη του 1918 που σάρωσε τότε την Ευρώπη.

 

Νίκος Θέμελης

Νίκος Θέμελης

 

Ο τέταρτος αφηγητής είναι η νόνα. Έτσι ονόμαζε ο Βάιος την γκουβερνάντα που είχαν προσλάβει οι γονείς του και η οποία υπεραγαπούσε το Βάιο, αλλά και ο Βάιος της είχε αδυναμία. Αυτή αμέσως συμπάθησε το Νικολή και μάλιστα όταν έφυγε ο Βάιος έμεινε πιστή στο Νικολή και τον φρόντιζε σα να ήταν παιδί της. Μέσα στην οικογένεια τόσα χρόνια είχε δει πολλά και καλά και κακά κι από κανένα δεν είχε παράπονο γιατί όλοι την εκτιμούσαν και της φέρονταν καλά. Αυτή διηγείται για τη μεγάλη συμφορά που την βρήκε όταν ο πατέρας της Άννας την ανάγκασε να ορκιστεί, ότι μετά το θάνατό του, αυτή θα παντρευτεί το Νικολή. Με χίλιους οδυρμούς και κλάματα έδωσε τον όρκο και πράγματι παντρεύτηκε το Νικολή με τον οποίο έκανε τρεις γιους. Ο Νικολής για να μορφωθούν τα παιδιά του τα έγραψε σ’ ένα γαλλόφωνο ιδιωτικό σχολείο στη Σμύρνη, εσώκλειστα, που από τα τρία μόνο ο Κώστας ο μεσαίος έπαιρνε άριστα. Όταν μεγάλωσαν κάμποσο τα παιδιά τα σαββατοκύριακα τα έπαιρναν σπίτι. Μια Κυριακή ο Νικολής είχε καλέσει κάποιους εργάτες από το κτήμα να φάνε μαζί τους, πράγμα που δε χαροποιούσε την Άννα, τότε ήταν που παινεύτηκε ο Νικολής ότι τελικά την κέρδισε την όμορφη Άννα. Ακούγοντας αυτά η Άννα έβγαλε τη χειρότερη χολή, λέγοντας πως δε θα τον παντρευόταν ποτέ αν δεν είχε δώσει όρκο στον πατέρα της. Από τότε ο Νικολής έφυγε από το σπίτι και μόνο αν το απαιτούσαν κοινωνικές περιπτώσεις συναντιόταν με την Άννα για να μη δίδουν αφορμές για σχόλια στον κόσμο. Αυτό στοίχησε πολύ στη νόνα και στον Κώστα, ο οποίος ήταν με το μέρος του πατέρα του, ενώ οι άλλοι δυο ήταν με το μέρος της μητέρας τους. Η νόνα με τη Μικρασιατική καταστροφή πήγε στην Ελλάδα και τα τελευταία χρόνια της ζωής της τα έζησε στη Νέα Φιλαδέλφεια. Πέθανε από γηρατειά λίγο μετά την κατοχή.

Ο πέμπτος αφηγητής είναι ο δάσκαλος, που είχαν τα παιδιά στο σχολείο  τους και τους έκανε ελληνικά. Αυτός είχε τελειώσει με άριστα τη Μεγάλη του Γένους Σχολή στην Πόλη. Γεννήθηκε στη Βιέννη, γιατί ο πατέρας του που ήταν έμπορος παντρεύτηκε εκεί μια Ελληνίδα και εγκαταστάθηκαν εκεί. Το ότι βρέθηκε στην Πόλη ήταν επιθυμία του πατέρα του για να πάρει εγγυημένη ελληνική παιδεία από τη Μεγάλη του Γένους Σχολή. Με το Νικολή- εφέντη γνωρίστηκε επειδή επικοινωνούσε μαζί του για την πρόοδο των παιδιών του. Μάλιστα γνώρισε και την Άννα τη μητέρα των παιδιών που πήγαινε κι αυτή,  άλλες ώρες για να ρωτάει πως πάνε τα παιδιά και στην αρχή είχε θαμπωθεί από την ομορφιά της, το καλόγουστο ντύσιμο και τους καλούς της τρόπους. Ο Νικολής του ζήτησε να πάει στη Μανησά για να κάνει μαθήματα σε όσα παιδιά των εργατών του ήθελαν τα Σαββατοκύριακα, αλλά κι επειδή οι εργάτες του ήταν αμόρφωτοι και δεν είχαν πάει ποτέ σχολείο να τους μάθαινε όχι μόνο γραφή κι ανάγνωση, αλλά να συναντιόνται και ν’ ανταλλάσσουν απόψεις για τα τρέχοντα θέματα της καθημερινότητας και όχι μόνο. Επίσης τον ήθελε και κάποιες ώρες κι ο ίδιος για να αναλύουν τους αρχαίους να μαθαίνει πώς σκέφτονταν και πώς αποφάσιζαν.  Η εικόνα της Άννας χάλασε στα μάτια του όταν συμπεριφέρθηκε αγενώς στην περίπτωση που άφησαν στην ίδια τάξη τον πρωτότοκο γιο της, γιατί δε διάβαζε και δεν ενδιαφερόταν για τα μαθήματά του, ενώ ο Νικολής- εφέντης έδειξε συγκατάβαση και συνεργασία. Συνεργάστηκε αρκετά με το έργο που επιθυμούσε ο Νικολής-εφέντης, γιατί το έβρισκε θεάρεστο έργο κι έτσι κάθε Παρασκευή μετά το σχολείο βρισκόταν στη Μανησά. Όμως όταν αποφάσισε να παντρευτεί σταμάτησε να πηγαίνει στη Μανησά. Μετά από λίγο καιρό έμαθε  και τον αιφνίδιο θάνατο του Νικολή, που στεναχωρήθηκε αφάνταστα γιατί το έμαθε αργά και δεν μπόρεσε να παρευρεθεί στην κηδεία.

Μετά το Μεγάλο Πόλεμο πήγε με την οικογένειά του στην Πόλη και στη δεκαετία του ’30 βρέθηκαν στην Ελλάδα κι εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα.

Ο έκτος αφηγητής  είναι ο Κωσταντίνος, ο άγγελος που τον αναφέρει ο συγγραφέας, ίσως λόγω της ομορφιάς των ματιών του. Αυτός είχε συγγένεια με την οικογένεια της Άννας, γιατί ο παππούς του ο Κωνσταντής ήταν αδερφός του Αντώνη που ήταν πατέρας της Άννας. Αυτός ο Κωνσταντής μετά από ένα φόνο που είχε κάνει μ’ ένα φίλο του Τούρκο εξαφανίστηκε από τη Μανησά και δεν είχε δώσει σημεία ζωής και όλοι τον θεωρούσαν πεθαμένο. Αυτός όμως ζούσε στην Πόλη παντρεύτηκε την Τριανταφυλλιά κι έκανε δυο γιους τον Απόστολο και τον Άγγελο. Όταν πέθανε η γυναίκα του και παντρεύτηκε μια ιερόδουλη, οι   γιοι του έφυγαν από το σπίτι και οι δυο έγιναν ιερείς.  Ο Απόστολος που παντρεύτηκε έκανε δυο γιους και τέσσερεις κόρες, όπου ο ένας του γιος πέθανε. Η οικογένεια μετά τη Μικρασιατική καταστροφή πήγε στην Αθήνα και ο Κωνσταντίνος ο γιος του, που έγινε δικηγόρος διαχειριζόταν υποθέσεις της Άννας. Όταν ο γιος της Άννας ο Κώστας επισκέφτηκε το δικηγόρο Κωνσταντίνο, γρήγορα γίναν φίλοι και ο Κώστας αγάπησε και παντρεύτηκε την αδερφή του δικηγόρου, χωρίς να ξέρει πως είναι συγγενείς. Αυτό το φανέρωσε η νόνα μετά το γάμο. Ο Κωνσταντίνος είχε ένα ατύχημα με το ποδήλατό του τον χτύπησε ένα λεωφορείο στην Πειραιώς, μήνα Αύγουστο, όπου ο ήλιος έλιωνε απ’ το πρωί τις πέτρες.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top