Fractal

Η Τσεμιλέ (Cemile) – Σχετικά με την ταινία «Κάποτε στην Ανατολία» –2011– του Νουρί Μπιλγκέ Τσεϊλάν.

από τη Μαρία Γαβαλά //

 

kapotestinanatolia

 

1. ΟΙ ΚΙΝΔΥΝΟΙ ΜΙΑΣ ΑΥΤΟΨΙΑΣ.

Ένας γιατρός, ένας εισαγγελέας, ένας αστυνόμος, ένας οδηγός αυτοκινήτου, ένας σιδηροδέσμιος ύποπτος για φόνο κι o συνένοχος αδελφός του, χωροφύλακες και στρατιώτες που μετέχουν στην αποστολή… Ένα τσούρμο ανδρών οι οποίοι διασχίζουν τα ανεμοδαρμένα σκοτάδια της στέπας της Ανατολίας, σε αναζήτηση ενός πτώματος – που είναι και το τεκμήριο του εγκλήματος –, θαμμένου στη ρίζα ενός δέντρου κοντά σε μια πηγή. Το άκρον άωτον της αοριστίας και της ασάφειας, όταν μάλιστα όλα συμβαίνουν σε έναν τόσο αχανή τόπο, παρόμοιο με δυσανάγνωστο κώδικα, και όταν ο χρόνος μοιάζει να έχει παγώσει μέσα στην πυκνότητά του.

Η έρευνα σχετικά με την αποτροπιαστική πράξη, ομοίως, βυθίζεται ολοένα και περισσότερο στην απροσδιοριστία και στα προσκόμματα, σε μια σιωπή που διακόπτεται, σποραδικά, από θραύσματα παρεκβατικών διαλόγων-μονολόγων που ενισχύουν το παλίνδρομο νήμα του αφηγήματος, ή από κάποιες σπασμωδικές κινήσεις των προσώπων. Ο βασικός ύποπτος, όταν προέβη στην ενέργεια της ταφής, ήταν μεθυσμένος, άρα δεν μπορεί να υποδείξει (κάτι που από τη μεριά του ίσως αποτελεί πρόσχημα, στοιχείο που λειτουργεί προς όφελός του) το ακριβές μέρος του ενταφιασμού, το οποίο παραμένει ως και λίγο πριν το τέλος της ταινίας ρευστό, αδιευκρίνιστο, ένα στίγμα επί κινούμενης άμμου. Κάθε σημείο που ερευνάται από τους ανθρώπους που έχουν αναλάβει τη διαλεύκανση της υπόθεσης μοιάζει ίδιο με όλα τα άλλα: στην αχανή στέπα, όλα τα πιθανολογούμενα σημεία είναι απαράλλαχτα. Κάθε εντοπισμός της υπαρκτής πηγής, αλλά και της πηγής της αλήθειας, αποδεικνύεται φιάσκο, ως αποτέλεσμα κακών υπολογισμών, λανθασμένων πληροφοριών και σύγχυσης, ισοδύναμης με ψευδαίσθηση, με οφθαλμαπάτη της ερήμου. Υπάρχουν και άλλες εκδοχές: ο κατηγορούμενος να είναι μάστορας στην εξαπάτηση ή να έχει παραισθησιακές εντυπώσεις. Εκείνο που καταδεικνύεται είναι η γκρίζα όψη της ζωής, ο χώρος όπου δεν τοποθετούνται, με ξεκάθαρο και απόλυτο τρόπο, οι αδύναμοι από τη μια μεριά κι οι ήρωες από την άλλη. Τα θύματα απέναντι στους θύτες, αλλά αντιθέτως ο κάθε άνθρωπος είναι συγχρόνως και το ένα και το άλλο. Άλλωστε, στο φινάλε της ταινίας, τα ψήγματα της αλήθειας γύρω από τις θολές και σκοτεινές σχέσεις του δολοφόνου με τη γυναίκα και το παιδί του δολοφονημένου, θα συνηγορήσουν υπέρ αυτού. Σε κάθε γεγονός, πάντα υπάρχει ένα μεγάλο μέρος μυστικού, το αδύνατο ανθρώπινο μη αλάθητο, γκρίζες ζώνες ανομολόγητης και ενταφιασμένης, εις το διηνεκές, αλήθειας.

Το χωρίς όρια τοπίο του ερέβους μαχαιρώνεται από περαστικές και εξίσου επίφοβες λάμψεις φωτός: είναι οι φάροι των αυτοκινήτων που πέφτουν πάνω σε ένα χέρσο ή σε μια συστάδα θάμνων, επιμηκύνοντας τις διαστάσεις του τοπίου, το φεγγάρι που κυλά ανάμεσα στα σύννεφα, ο εσωτερικός φωτισμός του αυτοκινήτου που λούζει τα σκληρά και ταλαιπωρημένα πρόσωπα αυτών των ταξιδιωτών-ιχνηλατών, οι οποίοι μοιάζουν να είναι κάποιοι ρουτινιέρηδες, μπαϊλντισμένοι απ’ τη ζωή, υπάλληλοι του κράτους… Γύρω τους, σαν να περιφέρεται το φάντασμα του Caravaggio, βυθίζοντάς τους στο ανελέητο φως που γεννά το ίδιο το έρεβος. Πρόκειται για περιπλάνηση (σύνολο από διαδρομές) που μοιάζει να μην έχει αρχή και τέλος, για υπόθεση που διέπεται από «γραφειοκρατική» λογική και σχολαστικότητα, αποτελώντας μια ατελέσφορη αυτοψία πάνω στο σώμα των αγρών και μια ανατομή της ανθρώπινης ψυχής. Οδηγούμαστε από κάποιους ειδικούς του εγκλήματος, που σέρνονται μες στη νύχτα, σκάβοντας το χώμα, τόσο με τα νύχια όσο και με τη σκέψη τους. Κάνοντας πρωτίστως το επαγγελματικό καθήκον τους, υπακούοντας όμως και στην ατομική λογική και ηθική τους. Υποχωρώντας μπροστά σε συναισθηματικές ή ιδιοσυγκρασιακές παραμέτρους. Σε προσωπικές αποστερήσεις και φαντασιώσεις, σε ματαιώσεις της προηγούμενης ζωής τους, σε εξομολογήσεις, σε διερωτήσεις του τύπου: πού εμφωλεύει το σημαντικό και πού το ασήμαντο. Τα μέλη της ομάδας διαπληκτίζονται μεταξύ τους, φέρονται βίαια, προσπαθούν να επιβάλλουν την τάξη, μοιράζονται τσιγάρα, μπισκότα και σκέψεις για να διασκεδάσουν τον χρόνο, άλλος νυσταγμένος κι άλλος περισσότερο εναργής, άλλος μελαγχολικός κι άλλος σχεδόν απαθής, άλλος εσωστρεφής κι άλλος εξωστρεφής, άλλος σιωπηλός κι άλλος φλύαρος.

Εκείνο που παραμένει ξεκάθαρο, δηλωμένο εξαρχής, είναι πως η κινηματογραφική αφήγηση εκπορεύεται, και ξετυλίγεται, μέσα από την οπτική γωνία του γιατρού, ενός μελαγχολικού, στοχαστικού και μοναχικού ( σχεδόν απόμακρου) επιστήμονα, το βλέμμα του οποίου είναι ταυτόσημο με το βλέμμα του σκηνοθέτη. Στην ταινία πρωταγωνιστούν το σταθερό και ξεκάθαρο alter ego του δεύτερου, όπως και η επιθυμία του: να δείξει, όσο γίνεται πιο λεπτομερειακά, τον τόπο όπου λαμβάνει χώρα η περιπλάνηση, δίνοντας όσο το δυνατό λιγότερες εξηγήσεις γι’ αυτή τη γη που είναι η πατρίδα, το αίμα, η αγάπη και το διαρκές βάσανό του. Όπου κι αν στρέψει το βλέμμα του ο ποιητής, όπου κι αν μετακινηθεί ο ίδιος, τούτη η αλλόκοτη γη που μοιάζει με κομμάτι από άλλο πλανήτη θα είναι πάντα εκεί για να τον πληγώνει.

 

gav1

 

2. ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΗΣ ΝΕΚΡΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ.

Σε μια συζήτηση που έχουν ο γιατρός και ο εισαγγελέας, μια ταρκοφσκικού τύπου διένεξη («Στάλκερ»), ο δεύτερος αφηγείται την ιστορία μιας όμορφης γυναίκας, η οποία είχε προαναγγείλει την ημερομηνία του θανάτου της. Κάτι που επαληθεύτηκε με κάθε ακρίβεια στη συνέχεια. Ο αφηγητής (εκπρόσωπος της δικαιοσύνης, ζηλωτής της καθαρής αλήθειας, εκείνης που αποδεικνύεται μέσα από την παράθεση τεκμηρίων) κάνει κάτι που μοιάζει με ηχηρό και ανάρμοστο ολίσθημα, για έναν εισαγγελέα τουλάχιστον. Δείχνει να αρέσκεται, ενσυνειδήτως, στην υπερφυσική εκδοχή του γεγονότος, μη δίνοντας καμιά λογική εξήγηση, υπονοώντας μια φαταλιστική και μαγική διάσταση της ιστορίας. Ίσως είναι ανέκδοτο, σουρεαλιστικό αστείο, αφήγηση ονείρου, τέχνασμα από θέατρο του παραλόγου. Ο προαναγγελθείς θάνατος συνέβη χωρίς καμιά λογικοφανή αιτία. Σύμφωνα με τον αφηγητή, η εν λόγω γυναίκα «απλώς» το είπε και το ’κανε, το δήλωσε και το πραγματοποίησε. Σύμφωνα όμως με τον γιατρό, ο οποίος υπερασπίζεται το δικό του σκεπτικό, επιμένοντας πάνω στην ορθολογική εξήγηση των πραγμάτων και προβάλλοντας την αποτελεσματικότητα και το αλάνθαστο της σωστής επιστημονικής αυτοψίας, το αφήγημα του εισαγγελέα δεν ευσταθεί. Μια ανθρώπινη ζωή δεν μπορεί να εξαφανιστεί σαν νόμισμα στα χέρια ταχυδακτυλουργού. Η αρνητικότητα του γιατρού είναι απόλυτα δικαιολογημένη. Όμως και τι άλλο ευσταθεί μέσα σε όλη αυτή τη νυχτερινή εξόρμηση, μέρος της οποίας αποτελεί και η ιστορία με τον μυστηριώδη, προαναγγελθέντα, θάνατο; Μήπως όλα δεν προσομοιάζουν σε μια νυχτερινή φάτα μοργκάνα; Άρα ποιος από τους δύο βρίσκεται εγγύτερα στην περιρρέουσα λογική, ο παραμυθάς εισαγγελέας ή ο «άπιστος» και αμετάπειστος γιατρός; Κοντράροντας και τους δύο, η φιλμική λογική έρχεται να προσθέσει τη δική της γνώμη. Ο εισαγγελέας με τη επιμονή του στο μυθώδες και ο γιατρός με την εξίσου ξεροκέφαλη αμφισβήτησή του, ομοφωνούν σε ένα και το αυτό: δέχονται να κάνουν χώρο, ώστε ανάμεσά τους να εγκατασταθεί ένα φάντασμα. Εκείνο μιας μοιραίας γυναίκας, το εξωτικό άρωμα θανάτου της οποίας ταιριάζει απολύτως με τις μυρωδιές που αναδύονται από τούτη την απέραντη γη που κρύβει μέσα της και ένα πτώμα το οποίο θάφτηκε ζωντανό, όπως θα αποδείξει η νεκροψία που θα γίνει στο τέλος της ταινίας. Και ενώ εμείς οι θεατές έχουμε εισέλθει στην ίντριγκα τούτης ακριβώς της αντίθεσης (νεκρή κι ελεύθερη, ως πνεύμα, να τριγυρνά όπου και όσο θέλει γυναίκα – θαμμένος στη γη και δέσμιος να μην μπορεί να πάει πουθενά άνδρας), η φασματική ιδέα που πλανάται στη φιλμική αφήγηση έρχεται να ταιριάξει, πολύ αρμονικά, με κάτι άλλο το οποίο αντιθέτως είναι απολύτως υπαρκτό, συγκεκριμένο και κυρίως πλήρες ζωικών χυμών.

 

3.Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΗΣ ΑΛΗΘΙΝΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ: Η ΤΣΕΜΙΛΕ.

Τα μέλη του τσούρμου αναζήτησης θα βρουν νυχτερινό κατάλυμα, για να ξαποστάσουν και να ανακτήσουν δυνάμεις, στο ταπεινό αγροτόσπιτο του δημάρχου ενός χωριού. Ο δήμαρχος, όντας φιλόξενος, εύπορος και κουβαρντάς, προσφέρει στους ξένους του, ολόψυχα, τα καλούδια της γης και του σπιτιού του. Οι προσφορές του αποτελούν την επιτομή του όρου «φιλοξενία», άλλωστε δεν θα μπορούσε να φερθεί διαφορετικά απέναντι στους εκπροσώπους του νόμου, που είναι εξόφθαλμα ανώτεροί του σε όλα. Τους δέχεται λοιπόν και τους «ξεναγεί», εξηγώντας τους λεπτομερειακά τα πάντα, θέλοντας έτσι να σταθεί στο ύψος του αλλά και να πλησιάσει το δικό τους. Είναι, τόσο καλός «ξεναγός» όσο και οικοδεσπότης. Μαθαίνουμε λοιπόν πως το γάλα του βουβαλιού είναι το καλύτερο που υπάρχει, τα προϊόντα της γης της Ανατολίας επίσης, ο άνθρωπος πρέπει να τρώει μόνο το νόστιμο και θρεπτικό κρέας του αρνιού, το μυστικό να ξεχωρίζεις το γιαούρτι απ’ τη γεύση του είναι… Μια άχαρη φλυαρία που έρχεται να βαρύνει κι άλλο την ήδη υπάρχουσα βαρυθυμία της ομάδας. Ο δήμαρχος, σταδιακά, αποδεικνύεται οχληρός, ανιαρός, φλύαρος, ανούσιος, φορτωμένος επιπλέον και με έναν μάλλον δύσμορφο, γκροτέσκο, σωματικό τύπο. Οι φιλοξενούμενοι ακολουθούν άκεφα και αμήχανα το τελετουργικό του, βλέποντάς το ως αγγαρεία. Χορταίνουν την πείνα τους και ξαποσταίνουν, τα λόγια του όμως τα βρίσκουν περιττά. Τόσο ο ίδιος ο δήμαρχος, όσο και οι άνθρωποι που κάθονται στο τραπέζι του, για την ώρα αγνοούν πως ο Οικοδεσπότης διαθέτει ένα πραγματικά αδιαμφισβήτητο πλεονέκτημα απέναντί τους, αθέατο για την ώρα, κάτι πολυτιμότερο από τα γήινα αγαθά που τους προσφέρει, κάτι πέραν της ευτέλειας των εδωδίμων, ένα αγαθό που οι υπόλοιποι δεν έχουν και ούτε θα αποκτήσουν ποτέ. Όλα αυτά μέχρι που γίνεται διακοπή του ηλεκτρικού ρεύματος, λόγω ανεμοθύελλας. Φταίει ο δυνατός άνεμος της στέπας που παρασέρνει τα πάντα, προξενώντας ζημιές στα καλώδια του ηλεκτρικού. Οι άνθρωποι για να σπάσουν το σκοτάδι θα χρησιμοποιήσουν εναλλακτικές πηγές φωτός, κεριά ή λάμπες πετρελαίου. Είναι η στιγμή που ο δήμαρχος-οικοδεσπότης θα θυμηθεί, και τότε μόνο, να δώσει εντολή ώστε να γίνει φανερή η ύπαρξη της ακριβοθώρητης μικρής του κόρης, της Τσεμιλέ. «Τσεμιλέ, κόρη μου!» φωνάζει «φέρε το φως και τα ποτά». Αυτά δηλαδή που θα διαλύσουν το σκοτάδι και θα σβήσουν τη δίψα των χορτασμένων και ξεκούραστων, πλην αξεδίψαστων και συνεχώς διαψευσμένων, αποστερημένων, ταξιδιωτών.

Η εικόνα της Τσεμιλέ αργεί να εμφανιστεί. Η εντολή του σκηνοθέτη δεν συμβαδίζει με την εντολή του δήμαρχου-πατέρα. Ο δεύτερος βιάζεται, ο πρώτος αντιθέτως δεν βιάζεται καθόλου. Θέλει να προετοιμάσει καλά το έδαφος για το απερίγραπτο. Στην αρχή, εξαιτίας αυτής της βραδυπορίας, μας περνά απ’ τον νου η σκέψη πως η αθέατη γυναίκα δεν βρίσκεται καν στο σπίτι, πως το έχει σκάσει στη νύχτα και στη στέπα, πιθανόν καβάλα σε κάποιο άλογο, απειθώντας στην αυστηρότητα και στον δεσποτισμό του ξερόλα που έχουμε μπροστά μας για να μας σπάει τα νεύρα. Όμως εκείνη αργεί για άλλους λόγους οι οποίοι συνάδουν, αντιθέτως, με την τυφλή ευπείθεια. Απλώς αργεί επειδή ετοιμάζει τα τραταμέντα και τη λάμπα πετρελαίου. Δεν μπορούμε να ξέρουμε, εκ των προτέρων, ποια ακριβώς είναι η μορφή της. Κατ’ εικόνα και ομοίωση του γεννήτορά της, αυτό είναι το πιο πιθανό. Οι κόρες μοιάζουν στους πατεράδες τους. Φως, από αθέατη πηγή που πλησιάζει, έρπει πάνω στους τοίχους και στις πόρτες του σπιτιού, η κοπέλα συνεχίζει να μην εμφανίζεται, και η εικόνα της να γίνεται οδυνηρά αναμενόμενη και περισσότερο ποθητή, ενώ η προσφώνηση απ’ τα χείλη του αφέντη του σπιτιού έρχεται να υπογραμμίσει ξανά το μετέωρο. «Τσεμιλέ!» Δεν ξέρω τι μπορεί να σημαίνει στα τούρκικα αυτό το όνομα κι ανησυχώ μήπως υπάρχει κάποιο λάθος στον τρόπο που το γράφω. Και τότε συγκεκριμενοποιείται η παρουσία της πηγής του φωτός που πλησιάζει ολοένα και πιο κοντά στους αδημονούντες. Ένας δίσκος με μια λάμπα πετρελαίου πάνω του, ενώ γύρω της κάνουν κύκλο τα προσφερόμενα ποτά, τα ποτήρια με το τσάι, τα αναψυκτικά. Αφουγκραζόμαστε, υποψιαζόμαστε το ανεπαίσθητο πάτημα απ’ το πλησίασμα μιας πολύ λαφριάς και αθόρυβης ύπαρξης, αυτής που μεταφέρει τα ξεδιψαστικά, τα ποτά που προορίζονται για τους ξένους, για τον καθένα χωριστά. Όλα εκτελούνται, και διαδραματίζονται, με τη βραδύτητα προσφοράς αγιασμένου άρτου στο τέλος μιας λειτουργίας. Πρώτο ανασηκώνεται το πρόσωπο του γιατρού, με φωτισμένα τα χαρακτηριστικά του, ενώ λίγο λίγο ο φωτισμός προχωρεί και στο εσωτερικό της ψυχής του. Τα μάτια του γεμίζουν έκπληξη η οποία θα γίνει θάμπωμα, σχεδόν έκσταση. Έχει σημάνει η ώρα της αποκάλυψης, όλοι πρέπει να δούμε το πρόσωπο της Τσεμιλέ, διότι το δώρο δεν μπορεί να έχει έναν μόνον παραλήπτη.

 

gav2

 

Ένα κορίτσι λιγότερο από είκοσι χρόνων, καθόλου εκπληκτικής ομορφιάς, ένα πρόσωπο που θα μπορούσες να το χαρακτηρίσεις οικείο και «καθημερινό», της διπλανής μας πόρτας, το οποίο όμως διαθέτει τέτοια λευκότητα, στρογγυλάδα, διαύγεια, παρθενικότητα και αθωότητα ώστε συγχρόνως μοιάζει σαν να προέρχεται από έναν ευγενέστερο χώρο, εκείνον της τέχνης, της αναγεννησιακής ζωγραφικής. Ας πούμε κάτι παρόμοιο με το πλάγια φωτισμένο πρόσωπο της Αγίας Μαγδαληνής, εκτελεσμένο από το χέρι του Giovanni Bellini. (1) Κάποιος άλλος θα ’λεγε πως το όραμα φέρνει στον νου την «Παρθένο στους βράχους» (2) του Ντα Βίντσι, για να αιτιολογηθεί και ο χώρος πίσω από το κορίτσι, που θυμίζει στόμιο σκοτεινής σπηλιάς. Το φως που περιβάλλει την Τσεμιλέ σίγουρα έχει σχέση με Caravaggio (ξανά) ή και Vermeer. Κυρίως όμως είναι πηγή που καταυγάζει τη μορφή ενός θηλυκού αρχετύπου αυτού εδώ του τόπου. Το κεφάλι της είναι καλυμμένο με μαντίλι. Δεν βλέπουμε τα μαλλιά της κοπέλας. Μόνο το στρογγυλό, λευκό, φερμένο από αρχαϊκό κόσμο πρόσωπό της, με τα φωτεινά μάτια που θα προαναγγείλουν, όχι κάποιο θανατικό αυτή τη φορά, αλλά την επιβεβαίωση της περιβόητης πηγής της αλήθειας, με το παρακείμενο θαμμένο πτώμα. Το ανέφικτο, το απλησίαστο και βραχύβιο αντικείμενο του ερωτικού πόθου των ανδρών (η κόρη του δήμαρχου) συναντά το δυνητικά προσιτό αντικείμενο της διακαούς επιθυμίας τους, εκπληρώνοντας έτσι τον σκοπό της περιπλάνησής τους (που είναι η ανακάλυψη του πειστηρίου του εγκλήματος).

Η μαγεία, από το πρόσωπο του γιατρού, θα περάσει και στα πρόσωπα των άλλων καλεσμένων. Όλα θα φωτιστούν, μαρτυρώντας την ίδια κατάπληξη, τον ίδιο αιφνιδιασμό, την ίδια έκσταση. Το ξέσπασμα όμως θα προέλθει μόνο απ’ τον πιθανολογούμενο δολοφόνο, ένα τραχύ πρόσωπο ανήμερου, απόκοσμου αγριμιού, ο οποίος θα αποδειχθεί ο πλέον ευάλωτος απέναντι στην ομορφιά και τη χάρη, ο πλέον ευαίσθητος, αφού είναι και ο πλέον εξουθενωμένος, ο δακτυλοδεικτούμενος ως ένοχος, έχοντας χάσει όλες τις αντιστάσεις του, άρα και κάθε πρόσχημα. Ο άνδρας θα βάλει τα κλάματα, δάκρυα που, ακολουθώντας πιστά τη φιλμική τακτική, δεν θα αιτιολογηθούν ποτέ. Είναι αινιγματικά και ανοικτά σε κάθε ερμηνεία.

Η Τσεμιλέ θα περάσει και θα χαθεί σαν τον άνεμο που έχει σηκωθεί και σαρώνει τη νύχτα της στέπας. Το μάγεμα θα σβήσει στα πρόσωπα των ανδρών. Κανένας δεν κατάφερε να πλησιάσει και να αγγίξει τον άγγελο ή την αγία που εμφανίστηκε μπροστά του. Είναι ένα πλάσμα που τα αρσενικά τούτης της ιστορίας δεν θα «γευτούν» ποτέ. Θα αρκεστούν μόνο στα ποτά, τα προσφερμένα από το χεράκι της. Χωρίς να ζητήσουν τίποτα περισσότερο.

Όμως, ο εσωστρεφής γιατρός κι ο εξωστρεφής εισαγγελέας (οι δύο διανοούμενοι της παρέας), που έχουν έφεση στους συλλογισμούς, δεν γίνεται παρά να σχολιάσουν, να εξορθολογήσουν και να γειώσουν (ο καθένας με τον τρόπο του) την εμφάνιση του οράματος, προσφέροντας τις απαραίτητες αποστάσεις που οφείλει να πάρει το φιλμικό εγχείρημα από όλη αυτή την κατάσταση της ουρανοκατέβατης και απλοϊκής αγιότητας – της άριστα όμως στημένης ως προς τη γλώσσα του κινηματογράφου. «Ποιος να το ’λεγε πως ο δήμαρχος θα ’χε τέτοια κόρη». Και «κρίμα στο κορίτσι, που θα μαραζώσει σ’ αυτή την ερημιά». Τούτη η σχεδόν κουτσομπολίστικη συζήτηση μεταξύ ανδρών γίνεται στην αυλή του σπιτιού, ενώ ο άνεμος συνεχίζει να σαρώνει τα πάντα, και τα απλωμένα ρούχα να χοροπηδούν τρελά πάνω στο σύρμα τους. Κάτι θα εμφανιστεί, εκ νέου, μια σφήνα απρόβλεπτου και αδιανόητου, για να διακόψει τα λόγια τους, να τους διαψεύσει ή και για να υπερθεματίσει. Η ίδια η Τσεμιλέ που βγαίνει από το σπίτι για να μαζέψει τα ρούχα, πολύ βιαστικά. Χωρίς μαντίλι στο κεφάλι τούτη τη φορά, περισσότερο γήινη και ελάχιστα θεόπεμπτη, μια χωριατοπούλα με ελεύθερο τον χείμαρρο των μαλλιών της, μια κοπέλα με δυσδιάκριτο πεπρωμένο, μην έχοντας όμως χάσει ούτε πόντο από την αρχική της χάρη του ξωτικού. Ποια είναι η απάντηση της Τσεμιλέ στα σχόλια των δύο ανδρών ή τι κρύβει η σιωπή της; Πως τα οράματα σβήνουν μεν αλλά δεν μπαγιατεύουν όπως συμβαίνει με τα εδώδιμα; Πως οι ωραίες εικόνες συνεχίζουν να έχουν ισχύ, να εκπέμπουν μαγεία, και μετά τον θάνατό τους; Πως η δυνατή επιθυμία καταβροχθίζεται από την αποστέρηση; Πως η αποστέρηση υπάρχουν φορές που δεν μπορεί να καταπνίξει την επιθυμία; Πως οι ορμές της ζωής και του έρωτα πάνε πλάι πλάι με εκείνες του θανάτου; Πως το αληθινό μυστικό της Τσεμιλέ είναι άλλο, κλειδωμένο καλά, ασφαλισμένο, μακριά από κάθε ξένο και βλάσφημο βλέμμα, ασφαλές όσο και επικίνδυνο σαν βραδυφλεγής βόμβα; Η σίγουρη ακολουθία των πραγμάτων είναι μία…

…οι άντρες θα συνεχίσουν το ταξίδι τους στην αχανή στέπα, ψάχνοντας την αλήθεια για την οποία έχει έρθει η στιγμή να βγει στο φως της ημέρας. Ο δολοφόνος, αφού έχει ξεσπάσει και ξαλαφρώσει μέσω λυγμών (ή και επειδή έχει κουραστεί να περιπλανάται σιδηροδέσμιος, παρατείνοντας συγχρόνως τη διάρκεια του τεκμηρίου της αθωότητάς του), θα θυμηθεί και θα υποδείξει τη ρίζα του σωστού δέντρου. Ενώ η κοπέλα θα εξακολουθήσει να μένει έγκλειστη στο μικρό αγροτόσπιτο, περιβεβλημένη αγγελικότητα και παρθενικότητα, ή χωμάτινο εξωτισμό, κι ακόμη όλο το κενό της άχαρης καθημερινότητάς της, μη έχοντας καμιά ουσιαστική συμμετοχή σε τίποτα άλλο (ποιος όμως κόβει το κεφάλι του γι’ όλα αυτά;). Και ποιος είναι σε θέση να ισχυριστεί πως ο άνεμος της στέπας, το μόνο που μπορεί να κουβαλά στο χαμηλό αγροτόσπιτο του δήμαρχου είναι μερικοί ξεθεωμένοι, ξεβρασμένοι, μεσήλικες δημόσιοι υπάλληλοι της πόλης. Ποιος μπορεί να αποκλείσει την έλευση κι ενός υπέροχου καβαλάρη, μιας και ο συγκεκριμένος τόπος γεννά άγρια άλογα και διεκδικητικούς άνδρες; Ποιος μπορεί να αρνηθεί την επίσκεψη του ίδιου του έρωτα; Ο κινηματογράφος οφείλει να θέτει σαφή όρια στις αφηγήσεις του, πάντα ένα τέλος, η φαντασία όμως του θεατή δεν έχει καμιά ανάλογη υποχρέωση. Η ιστορία συνεχίζεται, παραισθησιακά, διά της μαντείας, ή απλώς διά της φαντασίας. Οι φεμινίστριες και οι φεμινιστές πιθανόν να σχίσουν τα ιμάτιά τους, μιλώντας για φαλλοκρατική αντίληψη στον διάλογο των δύο συνομιλητών. Οι μυστικιστές και όσοι αγαπούν την ποίηση θα πουν τα δικά τους. Άλλοι θα ισχυριστούν πως τα πάντα σε αυτή τη σκηνή είναι απλοϊκά και σχηματικά, αν και άψογα σκηνοθετημένα. Άλλοι θα ξαναπιάσουν το σενάριο από το σημείο όπου οι σεναριογράφοι της ταινίας έβαλαν την τελεία τους. Όσοι αγαπούν τον κινηματογράφο της πνευματικής διαύγειας, της απλότητας που εξιδανικεύει το ορατό, της αλήθειας και όχι της αληθοφάνειας, και συνάμα των ανομολόγητων μυστικών και των κρυμμένων εκπλήξεων, την κρυπτή αξία ενός έργου τέχνης, θα συμφωνήσουν πως είναι μια από τις πιο όμορφες σκηνές ανθολογίας του σύγχρονου κινηματογράφου, ισάξια πιθανόν με την τελευταία μακριά σκηνή των δύο ερωτευμένων νέων που ξεμακραίνουν στους ελαιώνες, χωρίς ο θεατής να μπορεί να ακούει τον ψίθυρό τους, απλώς μαντεύοντας αυτό που ψιθυρίστηκε, το υποσχόμενο και το αποδεκτό, όπως διατυπώνεται στην ταινία «Μέσα από τους ελαιώνες» του Αμπάς Κιαροστάμι…

Και τι δεν μπορεί να πει κανείς…. Έτσι συμβαίνει πάντα με τις χυμώδεις ταινίες…

 

13657619811116038994

 

Σημειώσεις:

1. “Madonna con il bambino e le Sante Caterina e Maddalena”, Βενετία, Πινακοθήκη της Ακαδημίας.
2. «Η Παρθένος στους βράχους», Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου.
3. Η ταινία «Κάποτε στην Ανατολία» παίχτηκε πρόσφατα από την τηλεόραση της ΝΕΡΙΤ.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top